❌
Κυριακή, 19 Νοεμβρίου 2023

Προφήτης Αβδιού, Άγιος Βαρλαάμ, Άγιος Αγάπιος, Άγιος Ηλιόδωρος από τη Μαγιδώ της Παμφιλίας
† ΚΥΡΙΑΚΗ ΚΔ΄ (Θ΄ ΛΟΥΚΑ). Ἀβδιοὺ προφήτου (θ΄ π.Χ. αἰ.), Βαρλαὰμ μάρτυρος (†304). Ἡλιοδώρου (†272) καὶ Εὐφημίας μαρτύρων.
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον
Ἑωθινόν


ΠΡΟΣ ΕΦΕΣΙΟΥΣ Β´ 14 - 22


14 αὐτὸς γάρ ἐστιν ἡ εἰρήνη ἡμῶν, ὁ ποιήσας τὰ ἀμφότερα ἓν καὶ τὸ μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ λύσας, 15 τὴν ἔχθραν, ἐν τῇ σαρκὶ αὐτοῦ τὸν νόμον τῶν ἐντολῶν ἐν δόγμασι καταργήσας, ἵνα τοὺς δύο κτίσῃ ἐν ἑαυτῷ εἰς ἕνα καινὸν ἄνθρωπον ποιῶν εἰρήνην, 16 καὶ ἀποκαταλλάξῃ τοὺς ἀμφοτέρους ἐν ἑνὶ σώματι τῷ Θεῷ διὰ τοῦ σταυροῦ, ἀποκτείνας τὴν ἔχθραν ἐν αὐτῷ· 17 καὶ ἐλθὼν εὐηγγελίσατο εἰρήνην ὑμῖν τοῖς μακρὰν καὶ τοῖς ἐγγύς, 18 ὅτι δι’ αὐτοῦ ἔχομεν τὴν προσαγωγὴν οἱ ἀμφότεροι ἐν ἑνὶ Πνεύματι πρὸς τὸν πατέρα. 19 ἄρα οὖν οὐκέτι ἐστὲ ξένοι καὶ πάροικοι, ἀλλὰ συμπολῖται τῶν ἁγίων καὶ οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ, 20 ἐποικοδομηθέντες ἐπὶ τῷ θεμελίῳ τῶν ἀποστόλων καὶ προφητῶν, ὄντος ἀκρογωνιαίου αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, 21 ἐν ᾧ πᾶσα ἡ οἰκοδομὴ συναρμολογουμένη αὔξει εἰς ναὸν ἅγιον ἐν Κυρίῳ· 22 ἐν ᾧ καὶ ὑμεῖς συνοικοδομεῖσθε εἰς κατοικητήριον τοῦ Θεοῦ ἐν Πνεύματι.

ΠΡΟΣ ΕΦΕΣΙΟΥΣ Β´ 14 - 22


14 Ναί· ἐπλησιάσατε καὶ τὸν Θεόν καὶ τὰς διαθήκας διὰ τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Διότι αὐτὸς εἶναι ἡ εἰρήνη μας, ὁ ὁποῖος καὶ τὰ δύο, τὸν Ἰουδαϊσμὸν δηλαδὴ καὶ τὸν ἐθνισμόν, τὰ ἔκαμεν ἔνα. Αὐτὸς τὸν τοῖχον, ποὺ ἦτο εἰς τὸ μέσον τῶν δύο λαῶν καὶ τοὺς ἐχώριζε, καὶ τὸν ὁποῖον τοῖχον ἐδημιούργει ὁ φραγμὸς τοῦ νόμου, τὸν ἐκρήμνισε καὶ τὸν ἔλυσε. 15 Δηλαδή, κατέλυσε τὴν ἔχθραν τῶν δύο λαῶν, ἀφοῦ κατήργησε μὲ τὸ αἷμα του τὸν νόμον τῶν ἐντολῶν, ὁ ὁποῖος ἔδιδεν ἐπιβλητικὰς προσταγάς, δὲν παρεῖχεν ὅμως καὶ τὴν χάριν πρὸς ἐφαρμογὴν καὶ τήρησιν τῶν προσταγμάτων τούτων. Καὶ κατήργησε τὸν νόμον διὰ νὰ κτίσῃ τοὺς δύο λαοὺς διὰ τῆς ἑνώσεώς των πρὸς τὸν ἑαυτόν του εἰς ἔνα νέον ἄνθρωπον, καὶ ἔτσι νὰ φέρῃ εἰρήνην μεταξύ τους. 16 Καὶ νὰ συμφιλιώσῃ μὲ τὸν Θεόν διὰ τοῦ σταυρικοῦ του θανάτου καὶ τοὺς δύο λαούς, ἐνωμένους εἰς ἕνα σῶμα, ἀφοῦ προηγουμένως θὰ ἐθανάτωνε τὴν ἔχθραν μὲ τὸν θάνατόν του. 17 Καὶ ἀφοῦ ἦλθεν ὁ Χριστὸς εἰς τὴν γῆν, ἐκήρυξε χαρμόσυνον μήνυμα εἰρήνης εἰς σᾶς τοὺς ἐθνικούς, ποὺ ἤσασθε μακράν, καὶ εἰς ἡμᾶς τοὺς Ἰουδαίους, ποὺ ἤμεθα πλησίον. 18 Διότι αὐτὸς μᾶς ἔφερε καὶ τοὺς δύο λαοὺς διὰ τοῦ ἑνὸς Ἁγίου Πνεύματος πλησίον εἰς τὸν Πατέρα καὶ δι’ αὐτοῦ ἔγινεν ἡ προσέγγισίς μας αὐτὴ πρὸς τὸν Θεόν. 19 Ἀπὸ τὰ ἀνωτέρω λοιπὸν ἐξάγεται τὸ συμπέρασμα, ὅτι δὲν εἶσθε πλέον ξένοι καὶ προσωρινοὶ κάτοικοι εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ εἶσθε συμπολῖται τῶν ἁγίων καὶ οἰκιακοὶ τοῦ Θεοῦ. 20 Καὶ ἐκτίσθητε σὰν ἄλλοι λίθοι ζωντανοὶ ἐπάνω εἰς τὸ θεμέλιον. Εἶναι δὲ τὸ θεμέλιον τοῦτο οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ προφῆται, ἐνῶ ἀκρογωνιαῖος λίθος, ἀγκωνάρι ποὺ βαστάζει καὶ στηρίζει ὅλον τὸ οἰκοδόμημα εἶναι αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς Χριστός. 21 Ἐπ’ αὐτοῦ δὲ καὶ δι’ αὐτοῦ τοῦ Χριστοῦ ἡ οἰκοδομὴ ὅλη τῆς Ἐκκλησίας ἐνώνεται ἁρμονικὰ καὶ στερεὰ καὶ αὐξάνει, ὥστε νὰ γίνεται ναὸς ἅγιος, ὅπως τὸν θέλει ὁ Κύριος. 22 Διὰ τῆς ἑνώσεώς σας δὲ μετὰ τοῦ Κυρίου καὶ σεῖς οἰκοδομεῖσθε μὲ τοὺς ἄλλους πιστοὺς διὰ νὰ γίνετε ναὸς καὶ κατοικητήριον, εἰς τὸ ὁποῖον θὰ κατοικῇ ὁ Θεὸς μὲ τὸ Πνεῦμα του.

ΠΡΟΣ ΕΦΕΣΙΟΥΣ Β´ 14 - 22


14 Διότι αυτός είναι η ειρήνη όλων μας, ο οποίος τον Ιουδαϊσμόν και τον Εθνισμόν, τα δύο αυτά τα έκαμεν ένα, εκρήμνισε και διέλυσε το μεσότοιχον του Νομου, που σαν ανυπέρβλητος φραγμός εχώριζε τους δύο λαούς· 15 δηλαδή κατέλυσε και εξηφάνισε την έχθραν, που εχώριζε τους δύο λαούς, αφού κατήργησε με την θυσίαν της σαρκός αυτού τον νόμον των εντολών, ο οποίος έδιδε διαταγάς, που εδέσμευαν τον άνθρωπον. Και κατήργησε τον παλαιόν Νομον, δια να αναδημιουργήση και ενώση τους δύο αυτούς λαούς δια του εαυτού του εις ένα νέον άνθρωπον, χαρίζων τοιουτρόπως ειρήνην μεταξύ των· 16 και να συμφιλιώση προς τον Θεόν τους δύο λαούς, ενωμένους εις ένα πνευματικόν σώμα δια της σταυρικής του θυσίας, θανατώσας εν τω προσώπω του και εξαφανίσας την εχθράν και το μίσος. 17 Και αφού κατέβη εις την γην, εκήρυξε το χαρμόσυνον μήνυμα της ειρήνης εις σας που εζούσατε μακράν από τον Θεόν, και εις ημάς που ήμεθα κοντά του. 18 Διότι δια του Χριστού οδηγούμεθα και πλησιάζομεν προς τον Θεόν Πατέρα και οι δύο λαοί με το αυτό Αγιον Πνεύμα. 19 Αρα δεν είσθε πλέον ξένοι, όπως προηγουμένως, και προσωρινοί πολίται της Εκκλησίας του Χριστού, αλλ' είσθε συμπολίται όλων των αγίων, και οικιακοί του Θεού. 20 Εχετε δε κτισθή επάνω στον πνευματικόν θεμέλιον των Αποστόλων και των προφητών εις μίαν πνευματικήν οικοδομήν, την Εκκλησίαν, της οποίας ακρογωνιαίος και θεμελιακός λίθος είναι αυτός ούτος ο Ιησούς Χριστός. 21 Επάνω δε εις αυτόν και με την δύναμιν αυτού όλη η οικοδομή συναρμολογείται και αυξάνεται κατά τρόπον αρμονικόν, ώστε να γίνη ναός άγιος, σύμφωνα με το θέλημα του Κυρίου. 22 Εις αυτόν δε τον ναόν δια του Ιησού Χριστού οικοδομείσθε και σεις μαζή με τους άλλους πιστούς, δια να γίνετε κατοικία, εις την οποίαν θα μένη ο Θεός με το Πνεύμα του.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΒ´ 16 - 21


16 Εἶπε δὲ παραβολὴν πρὸς αὐτοὺς λέγων· Ἀνθρώπου τινὸς πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα· 17 καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ λέγων· τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου; 18 καὶ εἶπε· τοῦτο ποιήσω· καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω, καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὰ γεννήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου, 19 καὶ ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου· ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου. 20 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός· ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται; 21 οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΒ´ 16 - 21


16 Εἶπε δὲ πρὸς αὐτοὺς μίαν παραβολὴν λέγων· Κάποιου πλουσίου ἀνθρώπου εὐτύχησαν καὶ ἀπέδωκαν πλουσίαν παραγωγὴν τὰ ἐκτεταμένα του χωράφια. 17 Καὶ ἀντὶ νὰ εὐχαριστήσῃ τὸν Θεόν, καὶ νὰ εὐχαριστηθῇ δὲ καὶ ὁ ἴδιος διὰ τὴν εὐφορίαν αὐτήν, ἐσυλλογίζετο μέσα του καὶ ἐζαλίζετο λέγων· Τί νὰ κάμω, διότι δὲν ἔχω ποὺ νὰ συνάξω τοὺς περισσεύοντας καρποὺς τῶν χωραφιῶν μου, οἱ ὁποῖοι θέλω νὰ γίνουν ὅλοι ἰδικοί μου, ὥστε νὰ τοὺς ἀπολαύσω μόνος ἐγώ; 18 Καὶ ἐπὶ τέλους ὕστερα ἀπὸ μεγάλην σκέψιν καὶ συλλογισμὸν εἶπε· Τοῦτο θὰ κάμω· θὰ κρημνίσω τὰς ἀποθήκας μου καὶ θὰ οἰκοδομήσω μεγαλυτέρας καὶ εὐρυχωροτέρας. Καὶ θὰ συνάξω ἐκεῖ ὅλα τὰ γενήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου. 19 Καὶ σὰν ἄνθρωπος, ποὺ μόνον τὰς ἀπολαύσεις τῆς κοιλίας ἐγνώρισα, θὰ εἴπω εἰς τὴν ψυχήν μου· ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθά, ποὺ εἶναι ἀποθηκευμένα καὶ σὲ φθάνουν διὰ πολλὰ χρόνια. Μὴ σκοτίζεσαι διὰ τίποτε πλέον, ἀλλὰ ἀπόλαυσε ζωὴν ἀναπαυτικήν· φάγε, πίε, εὐφραίνου. 20 Ἀφοῦ ὅμως τὰ ἐτοίμασεν ὅλα, προτοῦ ἀκόμη προφθάσῃ νὰ εἴπῃ εἰς τὴν ψυχήν του τὰ ὅσα ἐσχεδίαζε, τοῦ εἶπεν ὁ Θεὸς εἴτε διὰ τῆς συνειδήσεως εἴτε εἰς τὸν ὕπνόν του· Ἄμυαλε καὶ ἀνόητε ἄνθρωπε, ποὺ ἐστήριξες τὴν εὐτυχίαν σου εἰς μόνας τὰς ἀπολαύσεις τῆς κοιλίας σου καὶ ἐνόμισες ὅτι ἡ μακροζωΐα σου ἐξηρτᾶτο ἀπὸ τὰ πλούτη σου καὶ ὄχι ἀπὸ ἐμέ. Τὴν νύκτα αὐτήν, τὴν ὁποίαν πρὸ πολλοῦ ὠνειρεύεσο ὡς νύκτα εὐτυχίας, ἀπὸ τὴν ὁποίαν θὰ ἤρχιζεν ἡ ἀναπαυτικὴ καὶ ἀπολαυστικὴ ζωή σου, ζητοῦν χωρὶς ἄλλο νὰ πάρουν τὴν ψυχήν σου. Μετ’ ὀλίγον πεθαίνεις. Αὐτὰ λοιπὸν ποὺ ἐτοίμασες καὶ ἀποθήκευσες, τίνος θὰ εἶναι καὶ εἰς ποίους κληρονόμους θὰ περιέλθουν; 21 Ἔτσι θὰ τὴν πάθῃ καὶ τέτοιο τέλος θὰ ἔχῃ ἐκεῖνος, ποὺ θησαυρίζει διὰ τὸν ἑαυτόν του, διὰ νὰ ἀπολαμβάνῃ αὐτὸς καὶ μόνον ἐγωϊστικὰ τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς, καὶ δὲν ἀποταμιεύει μὲ τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης εἰς τὸν οὐρανὸν θησαυροὺς πνευματικούς, εἰς τοὺς ὁποίους καὶ μόνους ἀρέσκεται ὁ Θεός.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΒ´ 16 - 21


16 Είπε δε προς αυτούς και την εξής παραβολήν· “κάποιου πλουσίου ανθρώπου εσημείωσαν εξαιρετικήν ευφορίαν τα χωράφια του. 17 Και αυτός έπεσεν αμέσως εις αγωνιώδην συλλογήν και μέριμναν, λέγων· Τι να κάμω, διότι δεν έχω που να συγκεντρώσω και αποθηκεύσω τους καρπούς των χωραφιών μου; 18 Και ύστερα από μεγάλην σκέψιν είπε· τούτο θα κάμω· Θα κρημνίσω τας αποθήκας μου και θα οικοδομήσω άλλας μεγαλυτέρας, και θα συγκεντρώσω εκεί όλα τα γεννήματά μου και τα αγαθά μου. 19 Και θα πω εις την ψυχήν μου· Ψυχή, έχεις πολλά αγαθά αποθηκευμένα για έτη πολλά· απόλαυσε την ζωήν, αναπαύου, φάγε, πίε, ευφραίνου. 20 Αφού δε ετοίμασε όλα και πριν προλάβη τίποτε από αυτά να απολαύση, του είπεν ο Θεός· ανόητε από την κακίαν σου άνθρωπε και απερίσκεπτε, αυτήν την νύκτα, που επίστευσες ότι θα αρχίση η απολαυστική ζωη σου, απαιτούν να πάρουν από σε χωρίς αναβολήν την ψυχήν σου· αυτά δε που έχεις ετοιμάσει, εις ποίον τώρα ανήκουν; 21 Ετσι παθαίνει και αυτό το τέλος έχει εκείνος, που εγωϊστικά θησαυαρίζει δια τον ευατόν του και δεν προσπαθεί να αποκτήση τον πλούτον των καλών έργων, εις τα οποία ευχαριστείται ο Θεός”.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




Ἦχος βαρύς - Ἑωθινόν Β´
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΙϚ´ 1 - 8


1 Καὶ διαγενομένου τοῦ σαββάτου Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν. 2 καὶ λίαν πρωῒ τς μιᾶς σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου. 3 καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς· Τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου; 4 καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος· ἦν γὰρ μέγας σφόδρα. 5 καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολὴν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν. 6 ὁ δὲ λέγει αὐταῖς· Μὴ ἐκθαμβεῖσθε· Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον· ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε· ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν. 7 ἀλλ’ ὑπάγετε εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν. 8 καὶ ἐξελθοῦσαι ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου· εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον· ἐφοβοῦντο γάρ.

Ἦχος βαρύς - Ἑωθινόν Β´
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΙϚ´ 1 - 8


1 Καὶ ἀφοῦ ἐπέρασε τὸ Σάββατον, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου καὶ ἡ Σαλώμη ἠγόρασαν τὸ βράδυ τοῦ Σαββάτου ἀρώματα, διὰ νὰ ἔλθουν τὸ πρωῒ εἰς τὸν τάφον καὶ ἀλείψουν τὸν Ἰησοῦν. 2 Καὶ πολὺ πρωῒ τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος ἔρχονται εἰς τὸ μνημεῖον τὴν ὥραν, ποὺ ὁ ὑποκάτω ἀπὸ τὸν ὁρίζοντα ἀνατέλλων ἥλιος ἤρχισε νὰ διαλύῃ τὸ πρωϊνὸ σκοτάδι. 3 Καὶ ἔλεγαν ἀναμεταξύ τους· Ποῖος θὰ μᾶς ἀποκυλίσῃ τὴν μεγάλην πέτραν ἀπὸ τὴν εἴσοδον τοῦ μνημείου; 4 Καὶ μόλις ἐσήκωσαν τὰ μάτια τους, εἶδαν, ὅτι εἶχε κυλισθῆ μακρὰν ἀπὸ τὸ μνημεῖον ἡ πέτρα. Καὶ ἔλεγαν μεταξύ τους αὐτά, διότι ἡ πέτρα αὐτὴ ἦτο πολὺ μεγάλη καὶ δὲν ἦτο εὔκολον νὰ ἀποκυλισθῇ. 5 Καὶ μόλις ἐσήκωσαν τὰ μάτια τους, εἶδαν, ὅτι εἶχε κυλισθῆ μακρὰν ἀπὸ τὸ μνημεῖον ἡ πέτρα. Καὶ ἔλεγαν μεταξύ τους αὐτά, διότι ἡ πέτρα αὐτὴ ἦτο πολὺ μεγάλη καὶ δὲν ἦτο εὔκολον νὰ ἀποκυλισθῇ. 6 Αὐτὸς δὲ τοὺς εἶπε· Μὴ ἐκπλήττεσθε καὶ μὴ φοβεῖσθε. Ἠξεύρω ποῖον ζητάτε. Ζητᾶτε τὸν Ἰησοῦν τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον. Ἀνεστήθη. Δὲν εἶναι ἐδῶ. Ἰδού, εἶναι ἀδειανὸ τὸ μέρος, ὅπου τὸν ἔβαλαν. 7 Ἀλλὰ πηγαίνετε, εἴπατε εἰς τοὺς μαθητάς του καὶ ἰδιαιτέρως εἰς τὸν Πέτρον, ποὺ ἔχει ἀνάγκην παρηγορίας καὶ βεβαιώσεως ὅτι συνεχωρήθη διὰ τὴν ἄρνησίν του, ὅτι πηγαίνει προτήτερα ἀπὸ σᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν. Ἐκεῖ θὰ τὸν ἰδῆτε, καθὼς σᾶς εἶπε, προτοῦ νὰ σταυρωθῇ. 8 Καὶ ἐκεῖναι, ἀφοῦ ἐβγῆκαν, ἔφυγαν ἀπὸ τὸ μνημεῖον. Τὰς κατεῖχε δὲ τρόμος καὶ ἦσαν ἐκστατικαί. Καὶ δὲν εἶπαν τίποτε εἰς κανένα, διότι ἐφοβοῦντο.

Ἦχος βαρύς - Ἑωθινόν Β´
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΙϚ´ 1 - 8


1 Κατά την επομένην, όταν έδυσε το ήλιος και επερασε το Σαββατον, η Μαρία Μαγδαληνή και Μαρία η μητέρα του Ιακώβου, και η Σαλώμη ηγόρασαν αρώματα, δια να έλθουν στον τάφον και αλείψουν τον Ιησούν. 2 Και πολύ πρωϊ την πρώτην ημέρα της εβδομάδος, την ώρα που εγλυκοχάραζε το φως του ήλιου, ήλθαν στο μνημείον. 3 Και έλεγαν μεταξύ των· ποιός θα μας αποκυλίση τον βαρύν λίθον από την θύραν του μνημείου; 4 Και μόλις εσήκωσαν τα βλέματά των είδαν ότι είχε αποκυλισθή ο λίθος ο οποίος άλωστε ήτο πολύ μεγάλος. 5 Και αφού εμπήκαν στο μνημείον, είδαν να κάθεται εις τα δεξιά ένας νέος, ντυμένος λευκήν στολήν και κατελήφθησαν από φόβον και κατάπληξιν. 6 Αυτός δε τους είπε· “μη απορείτε και μη φοβείσθε. Γνωρίζω ότι ζητείτε Ιησούν τον Ναζαρηνόν, τον εσταυρωμένον. Ανεστήθη, δεν είναι εδώ. Ιδού ο τόπος που τον είχαν θέσει. 7 Αλλά πηγαίνετε, πέστε στους μαθητάς του, και ιδιαιτέρως στον Πετρον, ότι πηγαίνει ενωρίτερα από σας εις την Γαλιλαίαν. Εκεί θα τον ίδετε, όπως άλωστε σας είχε πη”. 8 Και αυταί αφού εβγήκαν, έφυγαν από το μνημείον. Τας είχε δε καταλάβει τρόμος και κατάπληξις και δεν είπαν εις κανένα τίποτε, διότι εφοβούντο.(Τας κατέλαβε δέος και κατάπληξις δια τον άγγελον που είδαν και προ παντός δια την ανάστασιν, που ήκουσαν).

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα





Πατήστε στην εικόνα για να διαβάσετε τη «Φωνή Κυρίου» της Κυριακής, έκδοση της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος