❌
Πέμπτη, 16 Νοεμβρίου 2023

Άγιος Ματθαίος Απόστολος και Ευαγγελιστής
† Ματθαίου τοῦ ἀποστόλου καὶ εὐαγγελιστοῦ.
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Ι´ 11 - 21


11 λέγει γὰρ ἡ γραφή· πᾶς ὁ πιστεύων ἐπ’ αὐτῷ οὐ καταισχυνθήσεται. 12 οὐ γάρ ἐστι διαστολὴ Ἰουδαίου τε καὶ Ἕλληνος· ὁ γὰρ αὐτὸς Κύριος πάντων, πλουτῶν εἰς πάντας τοὺς ἐπικαλουμένους αὐτόν· 13 πᾶς γὰρ ὃς ἂν ἐπικαλέσηται τὸ ὄνομα Κυρίου σωθήσεται. 14 πῶς οὖν ἐπικαλέσονται εἰς ὃν οὐκ ἐπίστευσαν; πῶς δὲ πιστεύσουσιν οὗ οὐκ ἤκουσαν; πῶς δὲ ἀκούσουσι χωρὶς κηρύσσοντος; 15 πῶς δὲ κηρύξουσιν ἐὰν μὴ ἀποσταλῶσι; καθὼς γέγραπται· ὡς ὡραῖοι οἱ πόδες τῶν εὐαγγελιζομένων εἰρήνην, τῶν εὐαγγελιζομένων τὰ ἀγαθά! 16 Ἀλλ’ οὐ πάντες ὑπήκουσαν τῷ εὐαγγελίῳ· Ἡσαΐας γὰρ λέγει· Κύριε, τίς ἐπίστευσε τῇ ἀκοῇ ἡμῶν; 17 ἄρα ἡ πίστις ἐξ ἀκοῆς, ἡ δὲ ἀκοὴ διὰ ῥήματος Θεοῦ. 18 ἀλλὰ λέγω, μὴ οὐκ ἤκουσαν; μενοῦνγε εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος αὐτῶν, καὶ εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης τὰ ῥήματα αὐτῶν. 19 ἀλλὰ λέγω, μὴ οὐκ ἔγνω Ἰσραήλ; πρῶτος Μωϋσῆς λέγει· ἐγὼ παραζηλώσω ὑμᾶς ἐπ’ οὐκ ἔθνει, ἐπὶ ἔθνει ἀσυνέτῳ παροργιῶ ὑμᾶς. 20 Ἡσαΐας δὲ ἀποτολμᾷ καὶ λέγει· εὑρέθην τοῖς ἐμὲ μὴ ζητοῦσιν, ἐμφανὴς ἐγενόμην τοῖς ἐμὲ μὴ ἐπερωτῶσι. 21 πρὸς δὲ τὸν Ἰσραὴλ λέγει· ὅλην τὴν ἡμέραν ἐξεπέτασα τὰς χεῖράς μου πρὸς λαὸν ἀπειθοῦντα καὶ ἀντιλέγοντα.

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ ΙΑ´ 1 - 2


1 Λέγω οὖν, μὴ ἀπώσατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ; μὴ γένοιτο· καὶ γὰρ ἐγὼ Ἰσραηλίτης εἰμί, ἐκ σπέρματος Ἀβραάμ, φυλῆς Βενιαμίν. 2 οὐκ ἀπώσατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ ὃν προέγνω. ἢ οὐκ οἴδατε ἐν Ἠλίᾳ τί λέγει ἡ γραφή, ὡς ἐντυγχάνει τῷ Θεῷ κατὰ τοῦ Ἰσραήλ λέγων;,

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Ι´ 11 - 21


11 Καὶ ἐπιτυγχάνει τὴν σωτηρίαν του, διότι λέγει ἡ Γραφή· Καθένας ποὺ πιστεύει εἰς αὐτόν, δὲν θὰ ἐντροπιασθῇ. 12 Ναί· καθένας ποὺ πιστεύει. Διότι δὲν ὑπάρχει διάκρισις μεταξὺ Ἰουδαίου καὶ Ἕλληνος, διότι ὁ αὐτὸς Κύριος εἶναι Κύριος ὅλων. Ὄχι μόνον Κύριος τῶν Ἰουδαίων, ἀλλὰ καὶ Κύριος τῶν ἐθνικῶν. Καὶ ὁ Κύριος αὐτὸς εἶναι πλούσιος εἰς ἀγαθότητα καὶ ἔλεος δι’ ὅλους, ὥστε νὰ παρέχῃ ἀφθόνως τὰς δωρεὰς τῆς σωτηρίας πρὸς ἐκείνους, ποὺ ἐπικαλοῦνται αὐτόν. 13 Ὅτι δὲ ὅσοι ἐπικαλοῦνται αὐτὸν σώζονται, ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὴν προφητείαν τοῦ Ἰωήλ, ὁ ὁποῖος βέβαιοῖ, ὅτι καθένας ποὺ θὰ ἐπικαλεσθῇ τὸ ὅνομα τοῦ Κυρίου, θὰ σωθῇ. 14 Ἰδοὺ λοιπὸν διατὶ οἱ Ἰσραηλῖται ἀπεξενώθησαν ἀπὸ τὴν σωτηρίαν καὶ δὲν ἐπέτυχαν τὴν δικαίωσιν. Διὰ νὰ δικαιωθοῦν καὶ σωθοῦν, πρέπει νὰ ἐπικαλεσθοῦν τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου. Ἀλλὰ πῶς θὰ ἐπικαλεσθοῦν ἐκεῖνον, εἰς τὸν ὁποῖον δὲν ἐπίστευσαν; Πῶς δὲ θὰ πιστεύσουν εἰς ἐκεῖνον, τὸν ὁποῖον δὲν ἤκουσαν νὰ κηρύττεται; Πῶς δὲ θὰ ἀκούσουν, χωρὶς νὰ ὑπάρχῃ κάποιος ποὺ νὰ κηρύττῃ; 15 Πῶς δὲ θὰ διεξαγάγουν ἐπιτυχῶς τὴν διακονίαν τοῦ κηρύγματος, ἐὰν δὲν ἀποσταλοῦν διὰ τὴν διακονίαν αὐτὴν ἀπὸ τὸν Θεόν; Γίνεται δὲ ἡ ἀποστολὴ αὐτὴ τῶν διακόνων τοῦ κηρύγματος σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο, ποὺ ἔχει γραφῆ ἀπὸ τὸν Ἡσαΐαν: Πόσον ὡραῖα εἶναι τὰ πόδια ἐκείνων, ποὺ ἀναγγέλλουν τὸ χαρμόσυνον ἄγγελμα τῆς εἰρήνης, τὴν ὁποίαν μὲ τὸ αἷμα του ἀποκατέστησε μεταξὺ τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων ὁ Χριστός· τὰ πόδια ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι εὐαγγελίζονται τὰ ἀγαθὰ καὶ τὰς εὐλογίας, ποὺ μᾶς ἐξησφάλισεν ὁ Λυτρωτής! 16 Ἀλλὰ καίτοι ὁ Θεὸς ἀπέστειλε κήρυκας, δὲν ὑπήκουσαν ὅλοι εἰς τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου. Ἡ ἀπιστία τους ὅμως ἦτο πρὸ πολλοῦ γνωστή· διότι ὁ Ἡσαΐας λέγει προφητικῶς ἐξ ὀνόματος τῶν ἀπεσταλμένων τοῦ Θεοῦ· Κύριε, ποῖος ἐπίστευσεν εἰς ὅσα ἤκουσεν ἀπὸ ἡμᾶς νὰ κηρύττωνται; Πολὺ ὀλίγοι. 17 Ἐξάγεται λοιπὸν ἀπὸ τὰ λεχθέντα ὡς συμπέρασμα, ὅτι ἡ πίστις γεννᾶται ἀπὸ τὸ ἀκουόμενον κήρυγμα, τὸ δὲ κήρυγμα γίνεται διὰ τῆς ἀναπτύξεως καὶ γνωστοποιήσεως τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. 18 Ἀλλὰ λέγω ἐξετάζων ἐνδεχομένην ἔνστασιν: Μήπως οἱ Ἰουδαῖοι δὲν ἤκουσαν θεῖον κήρυγμα; Βεβαίως ἤκουσαν, διότι ἡ φωνὴ τῶν κηρύκων τοῦ εὐαγγελίου, ὅμοια πρὸς τὴν φωνήν, μὲ τὴν ὁποίαν τὰ ἔργα τῆς δημιουργίας ἑξαγγέλλουν τὸν Ποιητήν τους, ἐβγῆκεν εἰς ὅλην τὴν γῆν καὶ οἱ λόγοι τους ἀκούσθησαν εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης. 19 Ἀλλὰ καὶ νέαν ἔνστασιν ἐξετάζων λέγω: Μήπως δὲν ἐκατάλαβεν ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ; Ὄχι. Διότι, καθὼς καταφαίνεται ἀπὸ τὰς προφητείας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἦτο ἀνέκαθεν σκληροκάρδιος. Πρῶτος ὁ Μωϋσῆς λέγει ἐξ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ· Ἐγὼ θὰ σᾶς κάμω νὰ κυριευθῆτε ἀπὸ ζήλειαν δι’ ἔθνος, ποὺ σεῖς δὲν τὸ λογαριάζετε γιὰ ἔθνος· διὰ τοὺς ἀσυνέτους εἰδωλολάτρας, τοὺς ὁποίους ἐγὼ θὰ ἐλεήσω καὶ θὰ τιμήσω, θὰ φθάσῃ ἡ ζήλεια σας μέχρις ὀργῆς. 20 Ὁ Ἡσαΐας δὲ ἐν μέσῳ τῶν Ἰσραηλιτῶν, ποὺ ἐπεριφρόνουν τοὺς εἰδωλολάτρας, λαμβάνει τὴν τόλμην καὶ λέγει ἐξ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ: Εὑρέθην ἐγώ, ὁ ἀληθινὸς Θεός, ἀπὸ ἐθνικοὺς ποὺ δὲν μὲ ζητοῦν, ἔγινα φανερὸς εἰς ἐκείνους ποὺ δὲν μὲ ἐρωτοῦν, διότι δὲν μὲ ἡξεύρουν. 21 Πρὸς δὲ τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν λέγει: Διαρκῶς σὰν πατέρας στοργικὸς ἑξάπλωσα τὰ χέρια μου διὰ νὰ ἀγκαλιάσω λαόν, ὁ ὁποῖος ἀπειθεῖ καὶ ἀντιλέγει.

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ ΙΑ´ 1 - 2


1 Κατόπιν λοιπὸν αὐτῶν, ποὺ εἴπομεν, ἐρωτῶ: Μήπως ὁ Θεὸς ἔσπρωξε μακρυὰ καὶ ἀπέρριψε τὸν ἐκλεκτὸν λαόν του; Μὴ γένοιτο νὰ εἴπωμεν κάτι τέτοιο. Διότι καὶ ἐγώ, τὸν ὁποῖον ἐκάλεσεν ὁ Θεὸς Ἀπόστολον τοῦ Εὐαγγελίου, εἶμαι Ἰσραηλίτης, ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἀβραάμ, ἀπὸ τὴν φυλὴν Βενιαμίν. Πῶς λοιπὸν θὰ μὲ ἐξέλεγεν Ἀπόστολόν του ὁ Θεός, ἐὰν εἶχεν ἀπορρίψει τοὺς Ἰσραηλίτας; 2 Ὄχι· δὲν ἀπέρριψεν ὁ Θεὸς τοὺς Ἰσραηλίτας, τοὺς ὁποίους, προτοῦ νὰ καλέσῃ τὰ ἔθνη, ἐπρογνώρισε καὶ ἐξέλεξεν ὡς λαὸν ἰδικόν του. Ἀλλ’ αὐτὸ, ποὺ συνέβη σήμερον, ἔγινε καὶ προτήτερα εἰς ἄλλους χρόνους τῆς Π. Διαθήκης. Ἢ δὲν ἠξεύρετε, τί λέγει ἡ Γραφή, ὅταν ἐξιστορῇ τὴν δρᾶσιν τοῦ προφήτου Ἠλία; Πῶς δηλαδὴ ὁ Ἠλίας προσευχόμενος εἰς τὸν Θεὸν ὁμίλει κατὰ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ λέγων:

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Ι´ 11 - 21


11 Αλλωστε και η Αγία Γραφή λέγει· “καθένας, που πιστεύει εις αυτόν, είτε Ιουδαίος είναι είτε εθνικός, δεν θα εντροπιασθή ούτε θα ίδη να διαψεύδεται η πίστις του”. 12 Ναι, καθένας που πιστεύει, διότι δεν υπάρχει καμμία διάκρισις μεταξύ Ιουδαίου και Ελληνος, επειδή ο αυτός Κυριος είναι Κυριος και Θεός όλων, προσφέρων πλουσίας τας δωρεάς του εις όλους εκείνους, οι οποίοι τον επικαλούνται. 13 Αυτό προλέγει και ο προφήτης Ιωήλ· “καθένας που θα επικαλεσθή με πίστιν το όνομα του Κυρίου, θα σωθή”. 14 Οι Εβραίοι όμως δεν επίστευσαν στον Χριστόν. Πως, λοιπόν, θα επικαλεσθούν Εκείνον, στον οποίον δεν επίστευσαν; Πως δε θα πιστεύσουν εις Εκείνον, δια τον οποίον δεν ήκουσαν κήρυγμα και διδασκαλίαν; Πως δε είναι δυνατόν να ακούσουν, χωρίς να υπάρχη δι' αυτούς ο κήρυξ, ο διδάσκαλος της αληθείας; 15 Πως δε θα κηρύξουν επιτυχώς την αλήθειαν του Ευαγγελίου οι κήρυκες, εάν δεν αποσταλούν εις την υπηρεσίαν αυτήν; Πρέπει δε να λάβουν, όπως και έλαβαν, προς τούτο εντολήν από τον Θεόν, καθώς έχει γραφή και στον προφήτην Ησαΐαν· “πόσον ωραίοι είναι οι πόδες εκείνων, που κηρύττουν το χαρμόσυνον μήνυμα της ειρήνης του Θεού προς τους ανθρώπους, αυτών που αναγγέλουν τα αγαθά και τας δωρεάς”, που μας προσφέρει δια της θυσίας του ο λυτρωτής! 16 Αλλά, μολονότι ο Θεός έστειλε τους κήρυκάς του, δεν υπήκουσαν όλοι οι Εβραίοι στο Ευαγγέλιον. Αυτήν την απιστίαν προείπε και ο Ησαΐας, λέγων· “Κυριε, ποιός επίστευσεν εις όσα ήκουσεν από ημάς να κηρύττωμεν;” 17 Αρα η πίστις γεννάται μέσα εις την καρδίαν από την ακρόασιν του κηρύγματος· το δε κήρυγμα έχει ως περιεχόμενον και σκοπόν την ανάπτυξιν και γνωστοποίησιν των λόγων του Θεού. 18 Αλλά λέγω, ότι ίσως θα ημπορούσε να ισχυρισθή κανείς· μήπως τάχα οι Ιουδαίοι δεν ήκουσαν το κήρυγμα; Καθε άλλο, διότι βεβαιότατα “εις όλην την γην εξήλθε και διεδόθη φωτεινόν και έντονον το κήρυγμα των Αποστόλων, και εις τα πέρατα της οικουμένης έχουν φθάσει και έχουν ακουσθή οι λόγοι των”. 19 Αλλά πάλιν λέγω, ότι θα ημπορούσε να ερωτήση κανείς· Μηπως δεν εγνώρισαν και δεν ενόησαν καλά τον λόγον του Θεού οι Ισραηλίται; Οχι, διότι απ' αρχής αυτοί ήσαν σκληρόκαρδοι και κωφοί στο θέλημα του Θεού. Πρώτος ο Μωϋσής λέγει, εκ μέρους του Θεού, δι' αυτούς· “εγώ θα σας κάμω να καταληφθήτε από ζήλειαν δι' έθνος, που δεν το θεωρείτε έθνος, και θα σας εξερεθίσω ένεκα του φθόνου σας εναντίον ειδωλολατρικού έθνους, το οποίον σεις θεωρείτε ασύνετον και το οποίον εν τούτοις εγώ δια την καλήν του διάθεσιν θα ελεήσω”. 20 Ο δε προφήτης Ησαΐας τολμά και λέγει εκ μέρους του Θεού προς τους Ισραηλίτας· απεκαλύφθην εγώ και έγινα γνωστός από τους εθνικούς, που δεν με ζητούν, έγινα φανερός εις εκείνους, οι οποίοι λόγω της αγνοίας των δεν με ερωτούν”. 21 Προς δε τον Ισραηλιτικόν λαόν λέγει· “όλας τας ημέρας συνεχώς άπλωσα με στοργήν τα χέρια μου, δια να αγκαλιάσω ένα λαόν, ο οποίος απειθεί και αντιλέγει”.

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ ΙΑ´ 1 - 2


1 Ερωτώ λοιπόν τώρα· Μηπως ο Θεός απώθησε και απέρριψε μακρυά τον λαόν του; Ποτέ ας μη λεχθή κάτι τέτοιο· διότι και εγώ, που έχω κληθή από τον Θεόν Απόστολος, είμαι Ισραηλίτης, από τους απογόνους του Αβραάμ, από την φυλήν του Βενιαμίν. 2 Οχι, δεν απέρριψε ο Θεός τον λαόν του, τον οποίον είχε προγνωρίσει και εκλέξει. Η δεν γνωρίζετε και δεν ενθυμείσθε τι λέγει η Γραφή εις την ιστορίαν του Ηλία; Οτι δηλαδή ο Ηλίας προσεύχεται προς τον Θεόν εναντίον του Ισραηλιτικού λαού λέγων·

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Θ´ 9 - 13


9 Καὶ παράγων ὁ Ἰησοῦς ἐκεῖθεν εἶδεν ἄνθρωπον καθήμενον ἐπὶ τὸ τελώνιον, Ματθαῖον λεγόμενον, καὶ λέγει αὐτῷ· Ἀκολούθει μοι. καὶ ἀναστὰς ἠκολούθησεν αὐτῷ. 10 Καὶ ἐγένετο αὐτοῦ ἀνακειμένου ἐν τῇ οἰκίᾳ, καὶ ἰδοὺ πολλοὶ τελῶναι καὶ ἁμαρτωλοὶ ἐλθόντες συνανέκειντο τῷ Ἰησοῦ καὶ τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ. 11 καὶ ἰδόντες οἱ Φαρισαῖοι εἶπον τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· Διατί μετὰ τῶν τελωνῶν καὶ ἁμαρτωλῶν ἐσθίει ὁ διδάσκαλος ὑμῶν; 12 ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀκούσας εἶπεν αὐτοῖς· Οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ἰσχύοντες ἰατροῦ, ἀλλ’ οἱ κακῶς ἔχοντες. 13 πορευθέντες δὲ μάθετε τί ἐστιν, Ἔλεον θέλω καὶ οὐ θυσίαν· οὐ γὰρ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλούς εἰς μετάνοιαν.

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Θ´ 9 - 13


9 Τὸ ὅτι δὲ ἐθεράπευε καὶ τὰς ψυχὰς ὁ Κύριος, τὸ ἔδειξε καὶ πάλιν ὑστέρα ἀπὸ ὀλίγον.Σὰν ἔφυγε δηλαδὴ ἀπ’ ἐκεῖ καὶ διέβαινε πλησίον τῆς λίμνης, εἶδεν ὁ Ἰησοῦς ἕνα ἄνθρωπον, ποὺ ἐκάθητο εἰς τὴν τράπεζαν τῆς εἰσπράξεως τῶν φόρων καὶ ὁ ὁποῖος τώρα ὀνομάζεται Ματθαῖος.Καὶ εἰς τὸν τελώνην αὐτὸν λέγει ὁ Ἰησοῦς· Ἀκολούθει με.Καὶ ἐκεῖνος ἐσηκώθη καὶ τὸν ἠκολούθησε. 10 Καὶ συνέβη, ὅταν αὐτὸς εἶχε γείρει εἰς τὴν τράπεζαν καὶ ἔτρωγεν εἰς τὸ σπίτι τοῦ Ματθαίου, καὶ ἰδοὺ πολλοὶ τελῶναι καὶ ἁμαρτωλοὶ ἦλθαν καὶ ἐκάθηντο μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦν καὶ τοὺς μαθητάς του. 11 Καὶ ὅταν εἶδαν αὐτὸ οἱ Φαρισαῖοι, εἶπαν εἰς τοὺς μαθητάς του.Διατὶ ὁ Διδάσκαλός σας τρώγει μαζὶ μὲ τοὺς τελώνας καὶ τοὺς ἁμαρτωλούς; 12 Ὁ Ἰησοῦς δέ, ὅταν ἤκουσε τοὺς λόγους τούτους, εἶπε πρὸς αὐτούς· Δὲν ἔχουν ἀνάγκην ἰατροῦ οἱ ὑγιεῖς, ἀλλ’ ἐκεῖνοι, ποὺ δὲν εἶναι καλὰ εἰς τὴν ὑγείαν τους καὶ εἶναι ἄρρωστοι. 13 Πηγαίνετε δὲ νὰ μάθετε, τί σημαίνει ἐκεῖνο, ποὺ εἶπεν ὁ προφήτης Ὡσηέ· Θέλω ἔλεος καὶ συμπάθειαν καὶ ὅχι ἐξωτερικὴν θυσίαν, ποὺ δὲν ἐμψυχώνεται ἀπὸ ἐσωτερικὴν ἀγαθὴν διάθεσιν καὶ εὐσπλαγχνίαν.Ἐγὼ ἠξεύρω τι κάνω.Διότι δὲν ἦλθα ἀπὸ τὸν οὐρανὸν διὰ νὰ καλέσω ἐκείνους, ποὺ νομίζουν τοὺς ἑαυτούς των δικαίους, ἀλλ’ ἦλθα νὰ καλέσω τοὺς ἁμαρτωλούς, διὰ νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ σωθοῦν.

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Θ´ 9 - 13


9 Καθώς δε ο Ιησούς επερνούσε από εκεί, είδε ένα άνθρωπον, ονομαζόμενον Ματθαίον, να κάθεται στο γραφείον του μέσα στο τελωνείον, δια να εισπράττη τους φόρους και λέγει εις αυτόν· “έλα κοντά μου”. Και ο Ματθαίος εσηκώθη και τον ακολούθησεν αμέσως. 10 Και ενώ εκάθητο ο Ιησούς στο γεύμα, που προς τιμήν του είχε παραθέσει ο Ματθαίος στο σπίτι του, ιδού πολλοί τελώναι και αμαρτωλοί ήλθαν και εκάθηντο μαζή με τον Ιησούν και τους μαθητάς του. 11 Και όταν είδαν οι Φαρισαίοι τούτο, είπαν στους μαθητάς του· “διατί ο διδάσκαλος σας τρώγει μαζή με τους τελώνας και τους αμαρτωλούς;” 12 Ο δε Ιησούς, όταν ήκουσε τα λόγια αυτά, τους είπε· “δεν χρειάζονται ιατρόν οι υγιείς, αλλ' οι άρρωστοι. 13 Πηγαίνετε δε στους ερμηνευτάς των Γραφών, δια να μάθετε τι σημαίνει· ευσπλαγχνίαν θέλω και όχι τυπικήν θυσίαν. Διότι εγώ δεν ήλθα να καλέσω εκείνους που νομίζουν τον ευατόν των δίκαιον, αλλά τους αμαρτωλούς, δια να τους οδηγήσω εις την μετάνοιαν και σωτηρίαν”.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα