❌
Παρασκευή, 10 Νοεμβρίου 2023

Άγιοι Ολυμπάς, Ηρωδίων, Έραστος, Σωσίπατρος και Κουάρτος οι Απόστολοι από τους Εβδομήκοντα, Όσιος Αρσένιος ο Καππαδόκης, Άγιος Ορέστης
Ολυμπᾶ, Τερτίου κ.λπ. ἐκ τῶν 70 (α΄ αἰ.)· ᾿Ορέστου μάρτ. τοῦ Τυανέως (†304). Ἀρσενίου ὁσίου τοῦ Καππαδόκου (†1924).
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ Α' Β´ 14 - 20


14 ὑμεῖς γὰρ μιμηταὶ ἐγενήθητε, ἀδελφοί, τῶν ἐκκλησιῶν τοῦ Θεοῦ τῶν οὐσῶν ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ὅτι τὰ αὐτὰ ἐπάθετε καὶ ὑμεῖς ὑπὸ τῶν ἰδίων συμφυλετῶν καθὼς καὶ αὐτοὶ ὑπὸ τῶν Ἰουδαίων, 15 τῶν καὶ τὸν Κύριον ἀποκτεινάντων Ἰησοῦν καὶ τοὺς ἰδίους προφήτας, καὶ ἡμᾶς ἐκδιωξάντων, καὶ Θεῷ μὴ ἀρεσκόντων, καὶ πᾶσιν ἀνθρώποις ἐναντίων, 16 κωλυόντων ἡμᾶς τοῖς ἔθνεσι λαλῆσαι ἵνα σωθῶσιν, εἰς τὸ ἀναπληρῶσαι αὐτῶν τὰς ἁμαρτίας πάντοτε. ἔφθασε δὲ ἐπ’ αὐτοὺς ἡ ὀργὴ εἰς τέλος. 17 Ἡμεῖς δέ, ἀδελφοί, ἀπορφανισθέντες ἀφ’ ὑμῶν πρὸς καιρὸν ὥρας, προσώπῳ οὐ καρδίᾳ, περισσοτέρως ἐσπουδάσαμεν τὸ πρόσωπον ὑμῶν ἰδεῖν ἐν πολλῇ ἐπιθυμίᾳ. 18 διὸ ἠθελήσαμεν ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς, ἐγὼ μὲν Παῦλος καὶ ἅπαξ καὶ δίς, καὶ ἐνέκοψεν ἡμᾶς ὁ σατανᾶς. 19 τίς γὰρ ἡμῶν ἐλπὶς ἢ χαρὰ ἢ στέφανος καυχήσεως ἢ οὐχὶ καὶ ὑμεῖς ἔμπροσθεν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ αὐτοῦ παρουσίᾳ; 20 ὑμεῖς γάρ ἐστε ἡ δόξα ἡμῶν καὶ ἡ χαρά.

ΠΡΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ Α' Β´ 14 - 20


14 Λέγω ὅτι τὸν ἐδέχθητε σὰν λόγον Θεοῦ, διότι σεῖς, ἀδελφοί, ἐγίνατε μιμηταὶ τῶν Ἐκκλησιῶν τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι εἰς τὴν Ἰουδαίαν ἐνωμέναι μὲ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν. Καὶ ἐγίνατε μιμηταὶ ἐκείνων, διότι καὶ σεῖς ἐπάθατε τὰ ἴδια ἀπὸ τοὺς ὁμοεθνεῖς σας, καθὼς καὶ ἐκεῖνοι ἀπὸ τοὺς ἀπιστήσαντας Ἰουδαίους, 15 οἱ ὁποῖοι καὶ τὸν Κύριον Ἰησοῦν καὶ τοὺς προφήτας των ἐθανάτωσαν, καὶ ἡμᾶς σκληρὰ κατεδίωξαν καὶ εἰς τὸν Θεόν δὲν ἀρέσκουν καὶ εἶναι ἐναντίοι πρὸς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἀφοῦ καταπολεμοῦν τὸν Σωτῆρα τοῦ κόσμου. 16 Αὐτοὶ μᾶς ἐμποδίζουν να λαλήσωμεν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ εἰς τοὺς ἐθνικοὺς διὰ να σωθοῦν καὶ αὐτοί. Πράττουν δὲ ταῦτα διὰ να γεμίσουν ἕως ἐπάνω τὸ μέτρον τῶν ἁμαρτιῶν των, πάντοτε καὶ εἰς κάθε ἐποχὴν ἁμαρτάνοντες. Ἔφθασεν ὅμως ἡ θεία ὀργὴ ἐπάνω των, διὰ να ἐπιφέρῃ τὸ τέλος καὶ τὴν καταστροφήν των. 17 Ἡμεῖς ὅμως, ἀδελφοί, ὅταν ἐχωρίσθημεν ἀπὸ σᾶς καὶ ἐμείναμεν σὰν ὀρφανὰ παιδιά, μακρὰν ἀπὸ σᾶς προσωρινὰ καὶ μὲ τὸ σῶμα μόνον, ὄχι ὅμως καὶ μὲ τὴν καρδίαν, εἰς μεγάλον βαθμὸν καὶ μὲ πολλὴν ἐπιθυμίαν ἐποθήσαμεν νὰ ἴδωμεν τὸ πρόσωπόν σας. 18 Δι’ αὐτὸ ἠθελήσαμεν νὰ ἔλθωμεν πρὸς σᾶς, ἐγὼ μὲν ὁ Παῦλος καὶ μίαν καὶ δύο φοράς, καὶ μᾶς ἠμπόδισεν ὁ σατανᾶς. 19 Ἠθελήσαμεν δὲ νὰ ἔλθωμεν εἰς συνάντησίν σας, διότι ποῖος ἄλλος εἶναι ἡ ἐλπίδα μας ἢ χαρά μας ἢ στέφανός μας, διὰ τὸν ὁποῖον δυνάμεθα νὰ καυχώμεθα παρὰ καὶ σεῖς μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους, εἰς τοὺς ὁποίους ἐκηρύξαμεν; Διὰ σᾶς ἐλπίζομεν νὰ ἔβρωμεν ἔλεος καὶ δόξαν ἐνώπιόν του Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς τὴν δυτέραν παρουσίαν του. 20 Καὶ ἐλπίζομεν αὐτὰ διὰ τότε, διότι καὶ τώρα σεῖς εἶσθε ἡ δόξα μας καὶ ἡ χαρά μας.

ΠΡΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ Α' Β´ 14 - 20


14 Διότι σεις, αδελφοί, εγίνατε μιμηταί των Εκκλησιών του Θεού, που ευρίσκονται εις την Ιουδαίαν και είναι θεμελιωμέναι εν τω ονόματι του Χριστού· επειδή και σεις επάθατε από τους ομοεθνείς σας τα ίδια, τα οποία έπαθαν και αυτοί από τους απίστους Ιουδαίους. 15 Αυτοί δε οι άπιστοι Εβραίοι είναι εκείνοι, οι οποίοι εθανάτωσαν τον Κυριον Ιησούν και τους προφήτας του και ημάς τους Αποστόλους κατεδίωξαν και εξεδίωξαν και στον Θεόν δεν αρέσουν και είναι προς όλους τους ανθρώπους αντίθετοι και πολέμιοι. 16 Αυτοί δεν ηρκέσθησαν να μας εκδιώξουν από την περιοχήν του έθνους των, αλλά μας εμποδίζουν να κηρύξωμεν τον Χριστόν και στους εθνικούς, δια να σωθούν και αυτοί. Και το κάμνουν αυτό, δια να γεμίση έως επάνω και ξεχειλίση το ποτήριον των αμαρτιών των, παρανομούντες και αμαρτάνοντες πάντοτε. Εφθασεν όμως επάνω τους η οργή του Θεού, που θα σημάνη την τελειωτικήν πλέον καταστροφήν των. 17 Ημείς δε, αδελφοί, όταν εφύγαμεν από την Θεσσαλονίκην και εμείναμεν σαν ορφανά παιδιά μακρυά από σας, και εχωρίσθημεν προσωρινά κατά το σώμα μόνον και όχι κατά την καρδίαν, επεδιώξαμεν και κατεβάλαμεν κάθε προσπάθειαν να ίδωμεν το πρόσωπον σας με πολλήν και ιεράν επιθυμίαν. 18 Δια τούτο ηθελήσαμεν να έλθωμεν πάλιν προς σας, εγώ δε ειδικώτερα ο Παύλος και μίαν φοράν και δύο φοράς, αλλά μας ημπόδισε (κατά παραχώρησιν βέβαια Θεού) ο σατανάς. 19 Εποθήσαμεν δε να σας ίδωμεν, διότι ποίος άλλος παρά και σεις μαζή με τους άλλους είσθε η ελπίδα μας η η χαρά μας η ο στέφανος, δια τον οποίον ημπορούμε να καυχώμεθα έμπροσθεν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού εις την Δευτέραν αυτού Παρουσίαν; 20 Διότι σεις πράγματι είσθε η δόξα μας και η χαρά μας.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΓ´ 31 - 35


31 Ἐν αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ προσῆλθόν τινες Φαρισαῖοι λέγοντες αὐτῷ· Ἔξελθε καὶ πορεύου ἐντεῦθεν, ὅτι Ἡρῴδης θέλει σε ἀποκτεῖναι. 32 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Πορευθέντες εἴπατε τῇ ἀλώπεκι ταύτῃ· ἰδοὺ ἐκβάλλω δαιμόνια καὶ ἰάσεις ἐπιτελῶ σήμερον καὶ αὔριον, καὶ τῇ τρίτῃ τελειοῦμαι· 33 πλὴν δεῖ με σήμερον καὶ αὔριον καὶ τῇ ἐχομένῃ πορεύεσθαι, ὅτι οὐκ ἐνδέχεται προφήτην ἀπολέσθαι ἔξω Ἱερουσαλήμ. 34 Ἱερουσαλὴμ Ἱερουσαλήμ, ἡ ἀποκτένουσα τοὺς προφήτας καὶ λιθοβολοῦσα τοὺς ἀπεσταλμένους πρὸς αὐτήν! ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυνάξαι τὰ τέκνα σου ὃν τρόπον ὄρνις τὴν ἑαυτῆς νοσσιὰν ὑπὸ τὰς πτέρυγας, καὶ οὐκ ἠθελήσατε! 35 ἰδοὺ ἀφίεται ὑμῖν ὁ οἶκος ὑμῶν ἔρημος. λέγω δὲ ὑμῖν ὃτι οὐ μὴ με ἴδητε ἕως ἂν ἥξῃ ὅτε εἴπητε· εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΓ´ 31 - 35


31 Κατ’ αὐτὴν τὴν ἡμέραν ἦλθαν μερικοὶ Φαρισαῖοι, οἱ ὁποῖοι ἐκ φθόνου ἐπεδίωκον νὰ διακόψουν τὸ ἔργον τοῦ Ἰησοῦ καὶ νὰ ἐκφοβίσουν τοὺς ἀκολούθους του, ἤθελαν δὲ καὶ νὰ εὐαρεστήσουν εἰς τὸν Ἡρῴδην, ὁ ὁποῖος ἐθεώρει ἐπικίνδυνον διὰ τὸν ἑαυτόν του τὴν παρουσίαν τοῦ Ἰησοῦ εἰς τὰ μέρη τῆς δικαιοδοσίας του, καὶ εἶπαν πρὸς αὐτὸν διὰ νὰ τὸν ἀναγκάσουν νὰ φύγῃ· Ἔβγα ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς δικαιοδοσίας τοῦ Ἡρῴδου καὶ πήγαινε ἀπ’ ἐδῶ, διότι ὁ Ἡρῴδης θέλει νὰ σὲ φονεύσῃ. 32 Καὶ εἶπεν εἰς αὐτούς· Πηγαίνετε καὶ εἴπατε εἰς τὸν ἄνθρωπον αὐτόν, ποὺ ἔχει τὴν πονηρίαν καὶ δολιότητα τῆς ἀλεποῦς· Εἶναι μετρημέναι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς μου. Ἰδοὺ σήμερον καὶ αὔριον πράττω εὐεργετικὰ καὶ κοινῆς ὠφελείας ἔργα, βγάζω δαιμόνια καὶ κάνω θεραπείας καὶ τὴν τρίτην ἡμέραν, πολὺ σύντομα δηλαδή, φθάνω εἰς τὸ τέλος τοῦ ἔργου μου καὶ τῆς ζωῆς μου. 33 Ἂς μὴ ἐνοχλῆται ὅμως ὁ Ἡρῴδης καὶ ἂς μὴ προχωρῇ εἰς ἀπειλάς. Δὲν θὰ μὲ φονεύσῃ αὐτός. Ἐγὼ πρέπει σύμφωνα μὲ τὴν ἀπόφασιν τοῦ Πατρός μου σήμερον καὶ αὔριον, τὰς ὀλίγας δηλαδὴ ἀκόμη ἡμέρας μου νὰ τὰς ζήσω καὶ δὲν ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ ματαιώσῃ τὴν βουλὴν τοῦ Θεοῦ. Καὶ κατὰ τὰς ἀκολούθους ἡμέρας πρέπει, συμμορφούμενος πρὸς τὴν θείαν βουλήν, νὰ μεταβῶ εἰς Ἱεροσόλυμα διὰ νὰ ἀποθάνω ὄχι ἐδῶ, ὅπως ἀπειλεῖ ὁ Ἡρῴδης, ἀλλ’ ἐκεῖ. Διότι δὲν εἶναι ἐνδεχόμενον καὶ πιθανὸν προφήτης νὰ φονευθῇ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ. 34 Ἱερουσαλήμ, Ἱερουσαλήμ, ταλαίπωρε καὶ ἀξιοθρήνητε πόλις ! σὺ ποὺ φονεύεις τοὺς προφήτας καὶ λιθοβολεῖς ἐκείνους, ποὺ σοῦ ἀπέστειλεν ὁ Θεός ! Πόσας φορὰς ἠθέλησα νὰ συμμαζεύσω τὰ παιδιά σου μὲ στοργὴν παρομοίαν πρὸς ἐκείνην, μὲ τὴν ὁποίαν περιμαζεύει ἡ ὄρνιθα τὸ πλῆθος τῶν μικρῶν πουλιῶν της κάτω ἀπὸ τὰ πτερά της, καὶ δὲν ἠθελήσατε ! 35 Ἰδοὺ πρὸς τιμωρίαν σας ἀφίνεται ἔρημος καὶ ἀπροστάτευτος ἀπὸ τὸν Θεόν, εἰς μόνας τὰς ἰδικάς σας χεῖρας, ὁ οἶκος σας, δηλαδὴ ἡ πόλις σας μὲ τὸν ναόν της. Σᾶς λέγω δέ, ὅτι δὲν θὰ μὲ ἴδετε πλέον. Ἕως ὅτου μετανοήσετε καὶ πιστεύσετε, ὁπότε συγκαταριθμούμενοι εἰς τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας μου θὰ εἴπετε δι’ ἐμέ· Εὐλογημένος εἶναι αὐτός, ποὺ ἔρχεται εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου ὡς ἀπεσταλμένος του καὶ ἀντιπρόσωπός του.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΓ´ 31 - 35


31 Κατά την ημέραν εκείνην ήλθαν προς αυτόν μερικοί Φαρισαίοι, οι οποίοι δια να τον αναγκάσουν να φύγη από την Γαλιλαίαν, του είπαν· “έβγα από τα όρια της χώρας αυτής και φύγε από εδώ, διότι ο Ηρώδης θέλει να σε θανατώση”. 32 Και είπε εις αυτούς· “πηγαίνετε και πέστε στον άνθρωπον αυτόν, που είναι πονηρός και δόλιος σαν την αλεπού, ότι ολίγον καιρόν θα μείνω ακόμη εδώ, επειδή εγώ έχω κανονίσει έτσι και όχι διότι φοβούμε αυτόν. Ιδού σήμερον και αύριον, ολίγας ακόμη ημέρας, διώχνω δαιμόνια και κάνω θεραπείας και έπειτα φθάνω στο τέλος της ζωής και του έργου μου. 33 Αλλά αυτές τις ημέρες πρέπει να μείνω και θα μείνω εδώ και κατόπιν θα προχωρήσω προς την Ιερουσαλήμ, όπου θα σταυρωθώ. Δεν θα με φονεύση εδώ ο Ηρώδης, διότι δεν είναι πιθανόν προφήτης να θανατωθή έξω από την Ιερουσαλήμ. 34 Ιερουσαλήμ Ιερουσαλήμ, πόλις αμαρτωλή και αμετανοήτη, που φονεύστους προφήτας και λιθοβολείς εκείνους που σου έστειλεν ο Θεός! Ποσες φορές ηθέλησα να περιμαζέψω με στοργήν τα τέκνα σου, όπως μαζεύει κάτω από τις φτερούγες της η όρνις τα μικρά πουλιά της, και δεν ηθελήσατε. 35 Ιδού αφίνεται προς τιμωρίαν σας έρημη από τον Θεόν και απροστάτευτη η πόλις σας με τον ναόν της. Σας διαβεβαιώνω δε ότι δεν θα με ίδετε, έως ότου έλθη καιρός και πήτε με μετάνοιαν και συντριβήν· Ευλογημένος είναι αυτός που έρχεται εν ονόματι Κυρίου και ως αντιπρόσωπος του Κυρίου”.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα