❌
Σάββατο, 04 Νοεμβρίου 2023

Όσιος Ιωαννίκιος ο Μεγάλος «ὁ ἐν Ὀλύμπῳ», Άγιοι Νίκανδρος επίσκοπος Μύρων και Ερμαίος ο πρεσβύτερος
Ἰωαννικίου ὁσίου τοῦ μεγάλου (†846), Νικάνδρου καὶ Ἑρμαίου ἱερομαρτύρων. Ἰωάννου Βατάτζη τοῦ βασιλέως καὶ ἐλεήμονος. Γεωργίου ὁσίου (Καρσλίδη) τοῦ ἐν Δράμᾳ (†1959).
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' Ε´ 1 - 10


1 Οἴδαμεν γὰρ ὅτι ἐὰν ἡ ἐπίγειος ἡμῶν οἰκία τοῦ σκήνους καταλυθῇ, οἰκοδομὴν ἐκ Θεοῦ ἔχομεν, οἰκίαν ἀχειροποίητον αἰώνιον ἐν τοῖς οὐρανοῖς. 2 καὶ γὰρ ἐν τούτῳ στενάζομεν, τὸ οἰκητήριον ἡμῶν τὸ ἐξ οὐρανοῦ ἐπενδύσασθαι ἐπιποθοῦντες, 3 εἴ γε καὶ ἐνδυσάμενοι οὐ γυμνοὶ εὑρεθησόμεθα. 4 καὶ γὰρ οἱ ὄντες ἐν τῷ σκήνει στενάζομεν, βαρούμενοι ἐφ’ ᾧ οὐ θέλομεν ἐκδύσασθαι, ἀλλ’ ἐπενδύσασθαι, ἵνα καταποθῇ τὸ θνητὸν ὑπὸ τῆς ζωῆς. 5 ὁ δὲ κατεργασάμενος ἡμᾶς εἰς αὐτὸ τοῦτο Θεός, ὁ καὶ δοὺς ἡμῖν τὸν ἀρραβῶνα τοῦ Πνεύματος. 6 Θαρροῦντες οὖν πάντοτε καὶ εἰδότες ὅτι ἐνδημοῦντες ἐν τῷ σώματι ἐκδημοῦμεν ἀπὸ τοῦ Κυρίου· 7 διὰ πίστεως γὰρ περιπατοῦμεν, οὐ διὰ εἴδους· 8 θαρροῦμεν δὲ καὶ εὐδοκοῦμεν μᾶλλον ἐκδημῆσαι ἐκ τοῦ σώματος καὶ ἐνδημῆσαι πρὸς τὸν Κύριον. 9 διὸ καὶ φιλοτιμούμεθα, εἴτε ἐνδημοῦντες εἴτε ἐκδημοῦντες, εὐάρεστοι αὐτῷ εἶναι. 10 τοὺς γὰρ πάντας ἡμᾶς φανερωθῆναι δεῖ ἔμπροσθεν τοῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ, ἵνα κομίσηται ἕκαστος τὰ διὰ τοῦ σώματος πρὸς ἃ ἔπραξεν, εἴτε ἀγαθὸν εἴτε κακὸν.

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' Ε´ 1 - 10


1 Δι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἀποκάμνομεν. Διότι γνωρίζομεν καλά, ὅτι ἐὰν ἡ ἐπίγειος κατοικία τῆς ψυχῆς μας, ποὺ εἶναι κατοικία πρόσκαιρος καὶ διαλύεται εὔκολα σὰν σκηνή, ἤτοι τὸ σῶμα μας, γίνῃ ἐρείπιον ἀπὸ τὰ δεινὰ καὶ διαλυθῇ ἀπὸ τὸν θάνατον, ἔχομεν ὡς ἄλλην οἰκοδομήν, ποὺ μᾶς ἑτοιμάζεται ἀπὸ τὸν Θεόν, τὸ νέον ἀθάνατον σῶμα. Αὐτὸ πλέον θὰ εἶναι σπίτι, τὸ ὁποῖον δὲν ἔκτισαν χεῖρες ἀνθρώπινοι, καὶ θὰ εἶναι αἰώνιον εἰς τοὺς οὐρανούς. 2 Καὶ ἀληθῶς, ὅσον καιρὸν εὑρισκόμεθα εἰς τὸ φθαρτὸν αὐτὸ σῶμα, στενάζομεν, διότι μὲ πολὺν πόθον ἐπιθυμοῦμεν νὰ φορέσωμεν ἐπάνω μας σὰν ἄλλο ἔνδυμα τὴν μόνιμον κατοικίαν μας, ἡ ὁποία θὰ μᾶς δοθῇ ἀπὸ τὸν οὐρανόν. 3 Καὶ ἐὰν ἀκόμη ὡς ἔνδυμα ἐκλάβωμεν τὸ νέον σῶμα, μιὰ φορὰ ποὺ θὰ φορέσωμεν τὸ ἔνδυμα αὐτό, δὲν θὰ εὑρεθῶμεν γυμνοί, χωρὶς κάποιο σῶμα. 4 Ἡμεῖς δηλαδή, ὅσοι εἴμεθα εἰς τὸ σῶμα αὐτό, ποὺ ὁμοιάζει πρὸς σκηνήν, στενάζομεν σὰν νὰ πιεζώμεθα ἀπὸ κάποιο βαρὺ φόρτωμα. Καὶ στενάζομεν, ὄχι διότι θέλομεν νὰ ἐκδυθῶμεν τὸ σῶμα, ἀλλὰ διότι θέλομεν νὰ ἐνδυθῶμεν ἐπάνω μας τὸ οὐράνιον σῶμα, διὰ νὰ καταποθῇ ἡ θνητότης τοῦ σημερινοῦ μας σώματος ἀπὸ τὴν ἄφθαρτον ζωὴν τοῦ ἄλλου. 5 Εἰς τὴν ἀνθρωπίνην βέβαια δύναμιν εἶναι ἀδύνατον αὐτὸ ποὺ σᾶς λέγω. Ἂλλ’ ἐκεῖνος, ποὺ μᾶς ἔπλασε διὰ τὸν σκοπὸν αὐτόν, ἤτοι διὰ νὰ ἐπενδυθῶμεν τὴν ἀφθαρσίαν, δὲν εἶναι ἄνθρωπος. Εἶναι ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος μάλιστα ὡς ἀρραβῶνα καὶ ἐπίσημον ὑπόσχεσιν περὶ τοῦ ὅτι θὰ ἀφθαρτισθῶμεν, μᾶς ἔδωκε τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. 6 Ἔχομεν λοιπὸν θάρρος πάντοτε καὶ γνωρίζομεν, ὅτι ὅσον καιρὸν μένομεν εἰς τὸ σῶμα, εἴμεθα ξενητευμένοι ἀπὸ τὸν Κύριον. 7 ἑγὼ ξενητευμένοι, ὄχι διότι εἴμεθα χωρισμένοι ἀπὸ τὸν Κύριον, ἀλλὰ διότι δὲν τὸν βλέπομεν μὲ τὰ μάτια τοῦ σώματος. Διότι τὴν παροῦσαν ζωὴν τὴν περνῶμεν μὲ πίστιν, χωρὶς νὰ βλέπιομεν κατὰ πρόσωπον τὸν Κύριον. 8 Εἴμεθα δὲ γεμᾶτοι θάρρος καὶ ἐπιθυμοῦμεν πολὺ νὰ ἀναχωρήσωμεν ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ να μεταβῶμεν διὰ νὰ μείνωμεν μονίμως πλησίον τοῦ Κυρίου. 9 Δι’ αὐτὸ δὲ καὶ προσπαθοῦμεν μὲ κάθε φιλοτιμίαν, εἴτε εὑρισκόμεθα μέσα εἰς τὸ σῶμα αὐτὸ τὸ φθαρτὸν καὶ ἐνδημοῦμεν εἰς αὐτό, εἴτε ἀποθνήσκομεν καὶ ἀναχωροῦμεν ἀπὸ τὸ σῶμα, νὰ εἴμεθα εὐάρεστοι εἰς αὐτόν. 10 Διότι ὅλοι ἡμεῖς πρέπει νὰ παρουσιασθῶμεν φανεροὶ καὶ ξεσκεπασμένοι ἐμπρὸς εἰς τὸ δικαστικὸν βῆμα τοῦ Χριστοῦ, διὰ νὰ ἀπολαύσῃ ὁ καθένάς μας ἐκεῖνα, ποὺ ἔκαμε μὲ τὸ σῶμα, ἀναλόγως τῶν ὅσων ἔπραξεν, εἴτε ἀγαθὸν εἶναι τὸ σύνολον τῶν πράξεών του εἴτε κακόν.

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' Ε´ 1 - 10


1 Δια τούτο ούτε καταβαλλόμεθα ούτε αποκάμνομεν από τας θλίψεις, τους κινδύνους και τας ταλαιπωρίας. Διότι γνωρόζομεν καλά ότι, εάν η επίγειος κατοικία της ψυχής μας, σαν προσωρινή σκηνή που είναι, διαλυθή από τον θάνατον, έχωμεν άλλην οικοδομήν ετοιμασμένην από τον Θεόν, οικίαν που δεν την έχουν κάμει ανθρώπινα χέρια, δηλαδή το αθάνατον και ένδοξον σώμα μας, που θα είναι αιώνιον στους ουρανούς. 2 Διότι πράγματι στούτο το σκήνος, το φθαρτόν και ταλαιπωρημένον σώμα, στενάζομεν, επιθυμούντες με πολύν πόθον και λαχτάραν να φορέσωμεν επάνω μας, σαν άλλο πολυτιμόταστον ένδυμα, την ένδοξον κατοικίαν μας, η οποία θα μας δοθή από τον ουρανόν, δηλαδή το άφθαρτον και ακατάλυτον και ένδοξον νέον σώμα. 3 Εάν βέβαια έστω και σαν ένδυμα φορέσωμεν αυτό το νέον σώμα, δεν θα ευρεθώμεν πλέον γυμνοί. 4 Διότι ημείς που είμεθα και ζώμεν στο φθαρτόν τούτο σώμα, στενάζομεν σαν να είμεθα φορτωμένοι βαρύ φορτίον, όχι διότι θέλομεν να εκδυθώμεν το σώμα και να απαλλαγώμεν από αυτό, αλλά διότι θέλομεν να φορέσωμεν επάνω μας το αθάνατον σώμα, δια να απορροφηθή και εξαφανισθή εντελώς η θνητότης του σώματος και μεταστοιχειωθή το φθαρτόν τούτο σώμα υπό της αιωνίου και αφθάρτου ζωής του άλλου, ώστε να γίνη άφθαρτον. 5 Εκείνος δε, ο οποίος μας εδημιούργησε δι' αυτό τούτο, δια να ενδυθώμεν δηλαδή το άφθαρτον σώμα, είναι αυτός ο Θεός, ο οποίος μας έδωσε από τώρα σαν εγγύησιν και βεβαίαν υπόσχεσιν την χάριν του Αγίου Πνεύματος, του χορηγού της ζωής. 6 Παντοτε, λοιπόν, έχομεν θάρρος και ελπίδα και γνωρίζομεν καλά, ότι κατά το διάστημα, κατά το οποίον μένομεν στο σώμα τούτο, είναι σαν να έχωμεν ξενητευθή από τον Κυριον. 7 Διότι την παρούσαν ζωήν την διερχόμεθα με πίστιν, χωρίς και να βλέπωμεν με τρόπον αισθητόν κατά πρόσωπον τον Κυριον. 8 Εχομεν δε ακλόνητον θάρρος και πολύ προτιμώμεν να εκδημήσωμεν από το σώμα αυτό και να μείνωμεν δια παντός πλησίον του Κυρίου. 9 Δι' αυτό και προσπαθούμεν με κάθε φιλοτιμίαν να είμεθα ευάρεστοι στον Θεόν, είτε ευρισκόμεθα στο φθαρτόν αυτό σώμα είτε αναχωρούμεν από αυτό δια τον ουρανόν κατά την ώραν του θανάτου. 10 Διότι όλοι μας θα παρουσιασθώμεν οπωσδήποτε μπροστά στο βήμα του Χριστού, ολοφάνεροι και ξέσκεποι, δια να αποκομίση και απολαύση ο καθένας, ανάλογα με όσα δια του σώματος έπραξε, είτε αγαθά είτε κακά.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Θ´ 1 - 6


1 Συγκαλεσάμενος δὲ τοὺς δώδεκα μαθητὰς αὐτοῦ ἔδωκεν αὐτοῖς δύναμιν καὶ ἐξουσίαν ἐπὶ πάντα τὰ δαιμόνια καὶ νόσους θεραπεύειν· 2 καὶ ἀπέστειλεν αὐτοὺς κηρύσσειν τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἰᾶσθαι τοὺς ἀσθενοῦντας, 3 καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· Μηδὲν αἴρετε εἰς τὴν ὁδόν, μήτε ῥάβδους μήτε πήραν μήτε ἄρτον μήτε ἀργύριον μήτε ἀνὰ δύο χιτῶνας ἔχειν. 4 καὶ εἰς ἣν ἂν οἰκίαν εἰσέλθητε, ἐκεῖ μένετε καὶ ἐκεῖθεν ἐξέρχεσθε. 5 καὶ ὅσοι ἐὰν μὴ δέξωνται ὑμᾶς, ἐξερχόμενοι ἀπὸ τῆς πόλεως ἐκείνης τὸν κονιορτὸν ἀπὸ τῶν ποδῶν ὑμῶν ἀποτινάξατε εἰς μαρτύριον ἐπ’ αὐτούς. 6 ἐξερχόμενοι δὲ διήρχοντο κατὰ τὰς κώμας εὐαγγελιζόμενοι καὶ θεραπεύοντες πανταχοῦ.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Θ´ 1 - 6


1 Αφοῦ δὲ ἐκάλεσεν ὅλους μαζὶ τοὺς δώδεκα μαθητάς του, ἔδωκεν εἰς αὐτοὺς δύναμιν θαυματουργικὴν καὶ ἐξουσίαν ἐπὶ ὅλων τῶν δαιμονίων, καθὼς καὶ τὸ χάρισμα νὰ θεραπεύουν ἀσθενείας. 2 Καὶ τοὺς ἔστειλε νὰ κηρύττουν τὸ περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ κήρυγμα καὶ νὰ ἰατρεύουν τοὺς ἀρρώστους, ἐπιβεβαιοῦντες διὰ τῶν θαυματουργικῶν θεραπειῶν τὴν ἀλήθειαν καὶ ἀξιοπιστίαν τοῦ κηρύγματός των. 3 Καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· Μὴ παίρνετε τίποτε μαζί σας εἰς τὸν δρόμον, ποὺ θὰ πηγαίνετε οὔτε ραβδιά, οὔτε σάκκον ταξιδιωτικόν, οὔτε ψωμί, οὔτε χρήματα, οὔτε νὰ ἔχετε ἀπὸ δύο ἐσωτερικὰ ρούχα, διὰ νὰ φορῆτε συγχρόνως αὐτά, ὅπως συνηθίζεται ἀπὸ τοὺς ταξιδιώτας. 4 Καὶ εἰς ὁποιανδηποτε οἰκίαν εἰσέλθετε πρὸς φιλοξενίαν, ἐκεῖ νὰ μένετε καθ’ ὅλον τὸ διάστημα τῆς διαμονῆς σας εἰς τὴν πόλιν ἐκείνην, καὶ ἀπὸ τὸν οἶκον αὐτὸν νὰ βγαίνετε, ὅταν θὰ φεύγετε ὁριστικῶς ἀπὸ τὴν πόλιν ἢ τὸ χωρίον αὐτό. 5 Καὶ ὅσοι τυχὸν δὲν σᾶς δεχθοῦν, ὅταν φεύγετε ἀπὸ τὴν πόλιν ἐκείνην, εἰς δήλωσιν τοῦ ὅτι δὲν ἐπήρατε τίποτε μαζί σας ἀπὸ αὐτήν, οὔτε ἔχετε καμμίαν σχέσιν μετ’ αὐτῆς, τινάξατε καλὰ ἀπὸ τὰ πόδια σας καὶ αὐτὴν ἀκόμη τὴν σκόνην, ποὺ τυχὸν σᾶς ἐκόλλησεν ἀπὸ τὸ χῶμα της, διὰ νὰ εἶναι ὡς διαμαρτυρία καὶ ὡς ἔλεγχος κατ’ αὐτῶν ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως. 6 Ἀφοῦ δὲ ἐξεκίνησαν οἱ Ἀπόστολοι, ἐπερνοῦσαν ἕνα ἕνα τὰ διάφορα χωρία, ποὺ συνήντων εἰς τὴν περιοδείαν των, καὶ ἐκήρυττον τὸ εὐαγγέλιον ἐπιβεβαιοῦντες καὶ ἐπισφραγίζοντες τὸ κήρυγμά των μὲ θεραπείας θαυματουργικάς, τὰς ὁποίας ἔκαναν εἰς ὅλα τὰ μέρη, ἀπὸ τὰ ὁποῖα διέβαινον.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Θ´ 1 - 6


1 Αφού δε εκάλεσε τους δώδεκα μαθητάς του, έδωσεν εις αυτούς δύναμιν και εξουσίαν επί όλων των δαιμονίων, καθώς επίσης και να θεραπεύουν ασθενείας. 2 Και έστειλε αυτούς να κηρύσσουν την διδασκαλίαν περί της βασιλείας του Θεού και να θεραπεύουν τους ασθενείς, δια να επιβεβαιώνεται έτσι με τα θαύματα η διδασκαλία των. 3 Και είπεν εις αυτούς· “μη παίρνετε τίποτε στον δρόμον ούτε ράβδους ούτε σάκκον ούτε ψωμί ούτε χρήματα ούτε να έχετε από δύο χιτώνας. 4 Και εις όποιο σπίτι μπήτε δια να φιλοξενηθήτε, εκεί να μένετε όλον το διάστημα της παραμονής σας και από εκεί να αναχωρήτε, όταν θα ξεκινάτε δι' άλλην πόλιν. 5 Και εάν τυχόν μερικοί δεν σας δεχθούν, όταν φεύγετε από την πόλιν εκείνην, τινάξτε καλά και την σκόνην από τα πόδια σας, ως διαμαρτυρίαν εναντίον των και ως έλεγχον αυτών ενώπιον του Θεού”. 6 Αφού δε εξεκίνησαν οι Απόστολοι, διήρχοντο το ένα μετά το άλλο τα χωριά, κηρύττοντες το Ευαγγέλιον και θεραπεύοντες παντού τους ασθενείς.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα