❌
Σάββατο, 21 Οκτωβρίου 2023

Όσιος Ιλαρίων ο Μέγας, Όσιος Φιλόθεος ο Αγιορείτης, Αγία Θεοδότη και ο Άγιος Σωκράτης ο Πρεσβύτερος
Ἱλαρίωνος ὁσίου (†371). Χριστοδούλου τοῦ ἐν Πάτμῳ· Θεοδότης καὶ Σωκράτους μαρτύρων, Ἰωάννου νεομάρτυρος τοῦ ἐκ Μονεμβασίας (†1773), Φιλοθέου ὁσίου.
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' Α´ 8 - 11


8 Οὐ γὰρ θέλομεν ὑμᾶς ἀγνοεῖν, ἀδελφοί, ὑπὲρ τῆς θλίψεως ἡμῶν τῆς γενομένης ἡμῖν ἐν τῇ Ἀσίᾳ, ὅτι καθ’ ὑπερβολὴν ἐβαρήθημεν ὑπὲρ δύναμιν, ὥστε ἐξαπορηθῆναι ἡμᾶς καὶ τοῦ ζῆν· 9 ἀλλὰ αὐτοὶ ἐν ἑαυτοῖς τὸ ἀπόκριμα τοῦ θανάτου ἐσχήκαμεν, ἵνα μὴ πεποιθότες ὦμεν ἐφ’ ἑαυτοῖς, ἀλλ’ ἐπὶ τῷ Θεῷ τῷ ἐγείροντι τοὺς νεκρούς· 10 ὃς ἐκ τηλικούτου θανάτου ἐρρύσατο ἡμᾶς καὶ ῥύεται, εἰς ὃν ἠλπίκαμεν ὅτι καὶ ἔτι ῥύσεται, 11 συνυπουργούντων καὶ ὑμῶν ὑπὲρ ἡμῶν τῇ δεήσει, ἵνα ἐκ πολλῶν προσώπων τὸ εἰς ἡμᾶς χάρισμα διὰ πολλῶν εὐχαριστηθῇ ὑπὲρ ἡμῶν.

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' Α´ 8 - 11


8 Σᾶς ὁμιλῶ δὲ περὶ παθημάτων καὶ παρηγορίας μας, διότι δὲν θέλω νὰ ἔχετε ἄγνοιαν, ἀδελφοί, διὰ τὴν θλῖψιν, ποὺ μᾶς εὗρεν εἰς τὴν Ἀσίαν. Διότι ἔπεσεν ἐπάνω μας μεγάλο βάρος ὑπερβολικῶν δοκιμασιῶν καὶ πειρασμῶν, ποὺ ἦσαν πάρα πάνω ἀπὸ τὴν δύναμίν μας τόσον πολύ, ὥστε νὰ ἀπελπισθῶμεν καὶ δι’ αὐτὴν τὴν ζωήν μας. 9 Καὶ ἦσαν τέτοια τὰ γεγονότα, ὥστε ἀπὸ τοὺς φοβεροὺς κινδύνους ποὺ διετρέχαμεν, ἐγίνετο φανερὸν καὶ μᾶς ἐδίδετο ἡ ἀπόκρισις, ἀπὸ τὴν ὁποίαν καὶ ἡμεῖς οἰ ἴδιοι εἴχομεν πεισθῆ, ὅτι ὁ θάνατος μας ἦτο πλέον βέβαιος. Καὶ ἐπέτρεπεν ὁ Θεὸς οἱ πρωτοφανεῖς αὐτοὶ κίνδυνοι νὰ μᾶς προκαλοῦν τὴν βεβαιότητα αὐτήν, διὰ νὰ μὴ ἔχωμεν πεποίθησιν εἰς τὸν ἑαυτόν μας, ἀλλ’ εἰς τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος ἀνασταίνει τοὺς νεκρούς. 10 Αὐτὸς ἀπὸ ἕνα τόσον μεγάλον κίνδυνον, ποὺ μᾶς ἀπειλοῦσε μὲ βέβαιον θάνατον, μᾶς ἐγλύτωσε καὶ ἑξακολουθεῖ νὰ μᾶς γλυτώνῃ. Εἰς αὐτὸν δὲ ἔχομεν στηρίξει τὰς ἐλπίδας μας, ὅτι ἀκόμη καὶ εἰς τὸ μέλλον θὰ μᾶς γλυτώσῃ ἀπὸ κάθε κίνδυνον. 11 Ναί· θὰ μᾶς γλυτώσῃ, ἀφοῦ καὶ σεῖς θὰ συνεργῆτε μὲ τὰς προσευχὰς καὶ δεήσεις σας ὑπὲρ ἡμῶν, ὥστε ἡ ζωή, ποὺ θὰ μᾶς χαρίζῃ ὁ Θεός, νὰ ἀναγνωρισθῇ ὡς δωρεά του ἀπὸ πολλὰ πρόσωπα, καὶ ἀπὸ ἡμᾶς δηλαδὴ καὶ ἀπὸ σᾶς. Καὶ ἔτσι μὲ πολλὰς εὐχαριστίας νὰ ἐκφρασθῇ πρὸς τὸν Θεόν ἡ διὰ τὴν σωτηρίαν μας εὐγνωμοσύνη ὅλων.

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' Α´ 8 - 11


8 Δεν θέλομεν δε να αγνοήτε, αδελφοί, την θλίψιν που μας ευρήκεν εις την Ασίαν, διότι εταλαιπωρήθημεν παρά πολύ υπερβολικά μεγάλο βάρος θλίψεων και δοκιμασιών έπεσεν επάνω μας, παραπάνω από την δύναμίν μας, ώστε να χάσωμεν κάθε ελπίδα και δι' αυτήν ακόμη την ζωήν μας. 9 Ολα δε αυτά έγιναν αιτία, ώστε ημείς οι ίδιοι να πάρωμεν σαν απάντησιν από τα γεγονότα την πληροφορίαν και την βεβαιότητα, ότι πρόκειται να αποθάνωμεν. Επέτρεψε δε ο Κυριος τους φοβερούς αυτούς και θανασίμους κινδύνους δια να μη έχωμεν πεποίθησιν στον εαυτόν μας, αλλ' στον Θεόν, ο οποίος ανασταίνει τους νεκρούς. 10 Αυτός μας εγλύτωσεν από ένα τόσον μεγάλον και βέβαιον κίνδυνον θανάτου και μας γλυτώνει. Εις αυτόν δε έχομεν αναθέσει τας ελπίδας μας, ότι και στο μέλλον θα μας γλυτώση και από άλλους κινδύνους, 11 αφού και σεις υποβοηθείτε και συνεργείτε με τας προσευχάς σας υπέρ ημών προς τον Θεόν, ώστε το δώρον που θα μας χαρίση ο Θεός, η περιφρούρησις δηλαδή της ζωής μας από τους κινδύνους, να ομολογηθή και να αναγνωρισθή ως δωρεά του από πολλά πρόσωπα, από ημάς δηλαδή και από σας. Και έτσι να αναπεμφθή με πολλούς τρόπους θερμή ευχαριστία προς τον Κυριον δι' ημάς.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ζ´ 1 - 10


1 Ἐπεὶ δέ ἐπλήρωσε πάντα τὰ ῥήματα αὐτοῦ εἰς τὰς ἀκοὰς τοῦ λαοῦ, εἰσῆλθεν εἰς Καπερναούμ. 2 Ἑκατοντάρχου δέ τινος δοῦλος κακῶς ἔχων ἤμελλε τελευτᾶν, ὃς ἦν αὐτῷ ἔντιμος. 3 ἀκούσας δὲ περὶ τοῦ Ἰησοῦ ἀπέστειλε πρὸς αὐτὸν πρεσβυτέρους τῶν Ἰουδαίων, ἐρωτῶν αὐτὸν ὅπως ἐλθὼν διασώσῃ τὸν δοῦλον αὐτοῦ. 4 οἱ δὲ παραγενόμενοι πρὸς τὸν Ἰησοῦν παρεκάλουν αὐτὸν σπουδαίως, λέγοντες ὅτι Ἄξιός ἐστιν ᾧ παρέξει τοῦτο, 5 ἀγαπᾷ γὰρ τὸ ἔθνος ἡμῶν, καὶ τὴν συναγωγὴν αὐτὸς ᾠκοδόμησεν ἡμῖν. 6 ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐπορεύετο σὺν αὐτοῖς. ἤδη δὲ αὐτοῦ οὐ μακρὰν ἀπέχοντος ἀπὸ τῆς οἰκίας ἔπεμψε πρὸς αὐτὸν ὁ ἑκατόνταρχος φίλους λέγων αὐτῷ· Κύριε, μὴ σκύλλου· οὐ γὰρ εἰμι ἱκανός ἵνα ὑπὸ τὴν στέγην μου εἰσέλθῃς· 7 διὸ οὐδὲ ἐμαυτὸν ἠξίωσα πρὸς σὲ ἐλθεῖν· ἀλλ’ εἰπὲ λόγῳ, καὶ ἰαθήσεται ὁ παῖς μου. 8 καὶ γὰρ ἐγὼ ἄνθρωπός εἰμι ὑπὸ ἐξουσίαν τασσόμενος, ἔχων ὑπ’ ἐμαυτὸν στρατιώτας, καὶ λέγω τούτῳ, πορεύθητι, καὶ πορεύεται, καὶ ἄλλῳ, ἔρχου, καὶ ἔρχεται, καὶ τῷ δούλῳ μου, ποίησον τοῦτο, καὶ ποιεῖ. 9 ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ Ἰησοῦς ἐθαύμασεν αὐτόν, καὶ στραφεὶς τῷ ἀκολουθοῦντι αὐτῷ ὄχλῳ εἶπε· Λέγω ὑμῖν, οὐδὲ ἐν τῷ Ἰσραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον. 10 καὶ ὑποστρέψαντες οἱ πεμφθέντες εἰς τὸν οἶκον εὗρον τὸν ἀσθενοῦντα δοῦλον ὑγιαίνοντα.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ζ´ 1 - 10


1 Όταν δὲ ἐτελείωσεν ὅλους τοὺς λόγους αὐτοὺς καὶ ἐγέμισε μὲ αὐτοὺς τὰ αὐτιὰ τοῦ λαοῦ, ἐμβῆκεν ἀπὸ τὸ πεδινὸν μέρος, ποὺ ἦτο, εἰς τὴν Καπερναούμ. 2 Ὁ δοῦλος δὲ κάποιου ἑκατοντάρχου εἶχεν ἄσχημα εἰς τὴν ὑγείαν του καὶ ἐκινδύνευε νὰ ἀποθάνῃ. Καὶ ὁ δοῦλος αὐτὸς ἦτο ἀγαπητὸς εἰς τὸν ἑκατόνταρχον διὰ τὴν πρὸς αὐτὸν πίστιν καὶ ὑπακοήν. 3 Ὅταν δὲ ἤκουσε περὶ τοῦ Ἰησοῦ, ὅτι ἦλθεν εἰς τὴν Καπερναούμ, τοῦ ἔστειλε μερικοὺς προεστοὺς τῶν Ἰουδαίων καὶ τὸν παρεκάλει νὰ ἔλθῃ καὶ νὰ σώσῃ ἀπὸ τὸν μεγάλον κίνδυνον τὸν δοῦλον του. 4 Αὐτοὶ δὲ ἀφοῦ ἦλθον εἰς τὸν Ἰησοῦν, τὸν παρεκάλουν μὲ ἐπιμονὴν καὶ θερμότητα λέγοντες, ὅτι εἶναι ἄξιος αὐτός, εἰς τὸν ὁποῖον θὰ παράσχῃ τὴν χάριν αὐτὴν ποὺ ζητεῖ. 5 διότι, ἔλεγον οἱ προεστοὶ οὗτοι, ἀγαπᾷ τὸ ἔθνος μας καὶ τὴν συναγωγὴν αὐτὸς δι’ ἰδίων του χρημάτων μᾶς τὴν ἔκτισε. 6 Πράγματι δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐπήγαινε μαζί τους εἰς τὸ σπίτι τοῦ ἑκατοντάρχου. Καὶ ὅταν πλέον δὲν ἦτο μακρὰν ἀπὸ τὸ σπίτι, ἔστειλεν ὁ ἑκατόνταρχος κάποιους φίλους του καὶ τοῦ εἶπε· Κύριε, μὴ ἐνοχλῆσαι καὶ μὴ ἐμβαίνῃς εἰς τὸν μεγαλύτερον κόπον του νὰ ἔλθῃς εἰς τὸ σπίτι μου. Διότι δὲν εἶμαι ἄξιος διὰ νὰ ἔμβῃς κάτω ἀπὸ τὴν στέγην μου. 7 Δι’ αὐτὸ δὲ καὶ δὲν ἔκρινα τὸν ἑαυτόν μου ἄξιον νὰ ἔλθω αὐτοπροσώπως εἰς σέ. Ἀλλὰ εἰπὲ μὲ ἀπλοῦν λόγον νὰ γίνῃ αὐτό, ποὺ σοῦ ζητῶ, καὶ θὰ ἰατρευθῇ ἀσφαλῶς ὁ ὑπηρέτης μου. 8 Διότι καὶ ἐγὼ εἶμαι ἄνθρωπος, ποὺ τίθεμαι ὑπὸ τὰς διαταγὰς τοῦ ἀνωτέρου μου καὶ ἐξαρτῶμαι ἀπὸ τὴν ἐξουσίαν αὐτοῦ, ἔχω ὅμως καὶ ἐγὼ ὑπὸ τὸν ἑαυτόν μου στρατιώτας. Καὶ λέγω εἰς αὐτὸν τὸν στρατιώτην· Πήγαινε, καὶ πηγαίνει. Καὶ εἰς τὸν ἄλλον λέγω· Ἐλθέ, καὶ ἔρχεται. Καὶ εἰς τὸν ὑπηρέτην μου λέγω· Κάμε τοῦτο, καὶ τὸ κάνει. Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ ἰδικός μου λόγος ἐκτελεῖται ἀμέσως, ἐὰν διατάξῃς σύ, ποὺ δὲν εἶσαι ὑπὸ τὰς διαταγὰς κανενὸς ἀνθρώπου, ἀλλ’ ἔχεις ἐξουσίαν καὶ ἐπὶ τῶν ἀοράτων δυνάμεων, δὲν θὰ γίνῃ ἐκεῖνο, ποὺ θέλεις; 9 Ὅταν δὲ ἤκουσεν αὐτὰ ὁ Ἰησοῦς, ἐθαύμασε τὸν ἑκατόνταρχον καὶ ἀφοῦ ἐγύρισε πρὸς τὸ μέρος τοῦ πλήθους, ποὺ τὸν ἠκολούθει, εἶπε· Σᾶς λέγω, ὅτι οὔτε εἰς τὸν Ἰσραήλ, τὸν ἐκλεκτὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ, δὲν εὗρον τόσην μεγάλην πίστιν. 10 Καὶ ὅταν ἐπέστρεψαν εἰς τὸ σπίτι τοῦ ἑκατοντάρχου ἐκεῖνοι, ποὺ ἐστάλησαν ἀπὸ αὐτὸν διὰ νὰ παρακαλέσουν τὸν Ἰησοῦν, εὗρον τὸν δοῦλον νὰ εἶναι ἐν πλήρει ὑγείᾳ.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ζ´ 1 - 10


1 Οταν δε ετελείωσε ο Κυριος όλα τα λόγια αυτά προς το πλήθος, που με προσοχήν τον ήκουε, εισήλθε εις την Καπερναούμ. 2 Καποιου δε εκατοντάρχου ο δούλος ήτο ασθενής πολύ βαρειά και επρόκειτο να αποθάνη. Και ο δούλος αυτός ήτο δια την τιμιότητα και υπακοήν του πολύ αγαπητός στον εκατόνταρχον. 3 Οταν δε ο εκατόνταρχος επληροφορήθηκε περί του Ιησού, έστειλε προς αυτόν μερικούς πρεσβυτέρους των Ιουδαίων, παρακαλών αυτόν να έλθη και σώση τον δούλον του. 4 Αυτοί δε, αφού ήλθαν στον Ιησούν, τον παρακαλούσαν με θερμόν ενδιαφέρον και επιμονήν λέγοντες, ότι αξίζει ο εκατόνταρχος να του κάμης αυτήν την χάριν, 5 διότι αγαπά το έθνος μας και με ιδικά του χρήματα έκτισε την συναγωγήν. 6 Ο δε Ιησούς επήγαινε μαζή με αυτούς. Και όταν επλησίαζε στο σπίτι, έστειλε προς αυτόν ο εκατόνταρχος μερικούς φίλους του και του είπε· “Κυριε, μη ενοχλείσαι· διότι δεν είμαι εγώ άξιος να εισέλθης κάτω από την στέγην μου. 7 Δι' αυτό και ούτε τον ευατόν μου έκρινα άξιον να έλθω προς σε. Αλλά πες μόνον λόγον, δώσε προσταγήν και θα θεραπευθή αμέσως ο υπηρέτης μου. 8 Διότι και εγώ είμαι άνθρωπος, που θέτω τον ευατόν μου κάτω από την εξουσίαν των ανωτέρων μου, έχω όμως και εγώ υπό την εξουσίαν μου στρατιώτας και λέγω στούτον, πήγαινε και πηγαίνει και στον άλλον, έλα και έρχεται και στον υπηρέτην μου, κάμε τούτο και το κάμνει. Πολύ περισσότερον ο ιδικός σου λόγος θα γίνη αμέσως έργον”. 9 Οταν ήκουσε αυτά ο Ιησούς, εθαύμασε τον εκατόνταρχον, και αφού εγύρισε προς τον λαόν, που ακολουθούσε, είπε· “σας λέγω ότι ούτε μεταξύ των Ισραηλιτών, που είναι παρασκευασμένοι από τον νόμον και τους προφήτας, δεν ευρήκα τόσον μεγάλην πίστιν”. (Αμέσως δε την στιγμήν εκείνην εθεράπευσε με την άπειρόν του δύναμιν τον δούλον, χωρίς να τον επισκεφθή στο σπίτι”. 10 Και όταν οι απεσταλμένοι του εκατοντάρχου επέστρεψαν στο σπίτι, ευρήκαν τον ασθενή δούλον εντελώς υγιή.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα