❌
Πέμπτη, 07 Σεπτεμβρίου 2023

Προεόρτια της Γέννησης της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας, Άγιος Σώζων, Οσία Κασσιανή η Υμνογράφος, Όσιος Δανιήλ ο Κατουνακιώτης
Προεόρτια τῆς γεννήσεως τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. Σῴζοντος μάρτυρος (†304). Δανιὴλ ὁσίου τοῦ Κατουνακιώτου (†1929).
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ Α´ 1 - 3


1 Παῦλος, ἀπόστολος οὐκ ἀπ’ ἀνθρώπων, οὐδὲ δι’ ἀνθρώπου, ἀλλὰ διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ πατρὸς τοῦ ἐγείραντος αὐτὸν ἐκ νεκρῶν, 2 καὶ οἱ σὺν ἐμοὶ πάντες ἀδελφοί, ταῖς ἐκκλησίαις τῆς Γαλατίας· 3 χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ πατρὸς καὶ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ,

ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ Α´ 20 - 24


20 ἃ δὲ γράφω ὑμῖν, ἰδοὺ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὅτι οὐ ψεύδομαι. 21 Ἔπειτα ἦλθον εἰς τὰ κλίματα τῆς Συρίας καὶ τῆς Κιλικίας. 22 ἤμην δὲ ἀγνοούμενος τῷ προσώπῳ ταῖς ἐκκλησίαις τῆς Ἰουδαίας ταῖς ἐν Χριστῷ· 23 μόνον δὲ ἀκούοντες ἦσαν ὅτι ὁ διώκων ἡμᾶς ποτὲ νῦν εὐαγγελίζεται τὴν πίστιν ἥν ποτε ἐπόρθει, 24 καὶ ἐδόξαζον ἐν ἐμοὶ τὸν Θεόν.

ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ Β´ 1 - 5


1 Ἔπειτα διὰ δεκατεσσάρων ἐτῶν πάλιν ἀνέβην εἰς Ἱεροσόλυμα μετὰ Βαρνάβα, συμπαραλαβὼν καὶ Τίτον· 2 ἀνέβην δὲ κατὰ ἀποκάλυψιν· καὶ ἀνεθέμην αὐτοῖς τὸ εὐαγγέλιον ὃ κηρύσσω ἐν τοῖς ἔθνεσι, κατ’ ἰδίαν δὲ τοῖς δοκοῦσι, μήπως εἰς κενὸν τρέχω ἢ ἔδραμον. 3 Ἀλλ’ οὐδὲ Τίτος ὁ σὺν ἐμοί, Ἕλλην ὤν, ἠναγκάσθη περιτμηθῆναι, 4 διὰ δὲ τοὺς παρεισάκτους ψευδαδέλφους, οἵτινες παρεισῆλθον κατασκοπῆσαι τὴν ἐλευθερίαν ἡμῶν ἣν ἔχομεν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ἵνα ἡμᾶς καταδουλώσωνται· 5 οἷς οὐδὲ πρὸς ὥραν εἴξαμεν τῇ ὑποταγῇ, ἵνα ἡ ἀλήθεια τοῦ εὐαγγελίου διαμείνῃ πρὸς ὑμᾶς.

ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ Α´ 1 - 3


1 Εγὼ ὁ Παῦλος, Ἀπόστολος, ὁ ὁποῖος, οὔτε ἀπὸ ἀνθρώπους ἔλαβα τὸ ἀξίωμα αὐτό, οὔτε διὰ μέσου ἀνθρώπου ἐκλήθην εἰς αὐτό, ἀλλὰ κατ’ εὐθεῖαν ἀπὸ τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τὸν Θεὸν Πατέρα, ὁ ὁποῖος τὸν ἀνέστησεν ἐκ νεκρῶν· 2 καὶ ὅλοι οἱ ἀδελφοί, ποὺ εἶναι μαζί μου, γράφομεν τὴν ἐπιστολὴν αὐτὴν πρὸς τὰς Ἐκκλησίας τῆς Γαλατίας. 3 Εἴθε νὰ εἶναι μαζί σας χάρις καὶ εἰρήνη ἀπὸ τὸν Θεὸν Πατέρα καὶ ἀπὸ τὸν Κύριον μας Ἰησοῦν Χριστόν,

ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ Α´ 20 - 24


20 Ἀπὸ αὐτά, ποὺ σᾶς γράφω, ἀποδεικνύεται, ὅτι τὸ ἀποστολικὸν ἀξίωμα καὶ τὸ Εὐαγγέλιον δὲν τὰ ἔλαβα ἀπὸ ἄνθρωπον, οὔτε ἀπὸ ἄλλον ἀπόστολον. Εἶναι δὲ ταῦτα ἀλήθεια, καὶ ἰδοὺ βεβαιώνω ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὅτι δὲν ψεύδομαι. 21 Ἔπειτα μετὰ τὴν διαμονήν μου αὐτὴν εἰς Ἱεροσόλυμα ἦλθον εἰς τὰ μέρη τῆς Συρίας καὶ τῆς Κιλικίας. 22 Ἤμην δὲ ἄγνωστος προσωπικῶς εἰς τὰς Ἐκκλησίας τῆς Ἰουδαίας, ποὺ ἀπὸ τὸν Ἰουδαϊσμὸν ἐπέστρεψαν εἰς Χριστὸν καὶ διατελοῦν ἐν κοινωνίᾳ μετὰ τοῦ Χριστοῦ. 23 Μόνον δὲ ἤκουαν συνεχῶς οἱ Χριστιανοὶ τῶν Ἐκκλησιῶν αὐτῶν, ὅτι ἐκείνος, ὁ ὁποῖος ἄλλοτε μᾶς κατεδίωκε, τώρα κηρύττει τὴν πίστιν, τὴν ὁποίαν ἄλλοτε προσεπάθει νὰ ἀφανίσῃ. 24 Καὶ ἐδοξολόγουν τὸν Θεὸν διὰ τὴν θαυμαστὴν αὐτὴν μεταβολήν μου.

ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ Β´ 1 - 5


1 Κατόπιν ἀπὸ τὸ εἰς Συρίαν καὶ Κιλικίαν ταξίδιόν μου, μετὰ δεκατέσσερα ὅλα ἔτη ἀνέβην πάλιν εἰς Ἱεροσόλυμα μαζὶ μὲ τὸν Βαρνάβαν καὶ ἐπῆρα μαζί μου καὶ τὸν Τίτον. 2 Ἀνέβην δὲ σύμφωνα μὲ ἀποκάλυψιν, ποὺ μοῦ ἔκαμεν ὁ Θεός. Καὶ ἀνεκοίνωσα εἰς τοὺς Χριστιανοὺς τῶν Ἱεροσολύμων τὸ Εὐαγγέλιον, ποὺ κηρύττω μεταξὺ τῶν ἐθνικῶν, ἰδιαιτέρως δὲ ἐξεθεσα τοῦτο εἰς τοὺς ἐπισήμους καὶ περιφανεῖς ἐκ τῶν ἀποστόλων, διὰ νὰ ἀποδειχθῇ μήπως ματαίως κοπιάζω ἢ ἐκοπίασα. 3 Ὄχι δὲ μόνον τὸ Εὐαγγέλιόν μου εὑρέθη γνήσιον, ἀλλ’ οὐδὲ ὁ Τίτος, ὁ ὁποῖος ἦτο μαζί μου, καίτοι ἦτο Ἕλλην καὶ ἀπερίτμητος, δὲν ἠναγκάσθη νὰ περιτμηθῇ. 4 Δὲν ἠναγκάσθη δὲ οὐδὲ ἠνέχθην ἐγὼ νὰ περιτμηθῇ, ἐξ αἰτίας τῶν εἰσχωρησάντων ὑπούλως εἰς τὴν Ἐκκλησίαν ψευδαδέλφων, οἱ ὁποῖοι ἐμβῆκαν σὰν κατάσκοποι, διὰ νὰ ἐπιβουλευθοῦν τὴν ἐλευθερίαν μας ποὺ μᾶς ἔδωκεν ἡ μετὰ τοῦ Χριστοῦ ἕνωσις καὶ κοινωνία μας, καὶ διὰ νὰ μᾶς ὑποδουλώσουν εἰς τὴν ἀνυπόφορον δουλείαν τῶν τυπικῶν διατάξεων τοῦ νόμου. 5 Εἰς αὐτοὺς τοὺς ψευδαδέλφους οὐδ’ ἐπὶ στιγμὴν ὑπεχωρήσαμεν καὶ δὲν ὑπετάχθημεν εἰς τὴν ἀξίωσίν τους νὰ περιτμηθῇ ὁ Τίτος. Καὶ ἐκάμαμεν ὅλην αὐτὴν τὴν ἀντίστασιν, διὰ νὰ διατηρηθῇ εἰς σᾶς ἡ ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου.

ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ Α´ 1 - 3


1 Εγώ ο Παύλος, Απόστολος, που δεν έλαβα το αποστολικόν αξίωμα από ανθρώπους, ούτε δια της μεσιτείας ανθρώπου, αλλά κατ' ευθείαν δια του Ιησού Χριστού και του Θεού Πατρός, ο οποίος τον ανέστησεν εκ νεκρών 2 και όλοι οι αδελφοί, που είναι μαζή μου, απευθύνομεν την επιστολήν αυτήν εις τας Εκκλησίας της Γαλατίας 3 και ευχόμεθα να είναι πάντοτε μαζή σας η χάρις και η ειρήνη από τον Θεόν και Πατέρα και από τον Κυριον ημών Ιησούν Χριστόν,

ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ Α´ 20 - 24


20 Αυτά δε που σας γράφω είναι η απόλυτος και καθαρά αλήθεια. Ιδού σας διαβεβαιώνω ενώπιον του Θεού, ότι δεν ψεύδομαι. (Σας τα γράφω δε, δια να πεισθήτε απολύτως, ότι τον θησαυρόν του Ευαγγελίου δεν τον παρέλαβα από κανένα άνθρωπον, ούτε από Απόστολον, αλλά κατ' ευθείαν από τον Χριστόν). 21 Επειτα δε από την δεκαπενθήμερον αυτήν παραμονήν μου εις την Ιερουσαλήμ, ήλθα εις τας περιοχάς της Συρίας και της Κιλικίας. 22 Ημουν δε άγνωστος προσωπικώς εις τας Εκκλησίας της Ιουδαίας, αι οποίαι απετελούντο από Ιουδαίους που είχαν πιστεύσει στον Χριστόν. 23 Αυτοί δε μόνον εξ ακοής επληροφορούντο, ότι εκείνος ο οποίος άλλοτε μας κατεδίωκε, κηρύττει τώρα το χαρμόσυνον μήνυμα της πίστεώς μας, την οποίαν άλλοτε κατεδίωκε και προσπαθούσε να αφανίση. 24 Και εδόξαζαν όλοι τον Θεόν δια το μεγάλο θαύμα, που επραγματοποίησε εις εμέ.

ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ Β´ 1 - 5


1 Επειτα , αφού επέρασαν δεκατέσσαρα όλα έτη από το ταξίδι μου εις την Συρίαν και Κιλικίαν, ανέβηκα πάλιν εις τα Ιεροσόλυμα με τον Βαρνάβαν, παίρνοντας μαζή μου και τον Τιτον. 2 Ανέβηκα δε σύμφωνα με ειδικήν φανέρωσιν, που μου έκαμεν ο Θεός, και εξέθεσα στους Χριστιανούς της Ιερουσαλήμ το Ευαγγέλιον, το οποίον κηρύττω μεταξύ των εθνικών, ιδιαιτέρως δε και λεπτομερέστερα εξέθεσα τούτο εις εκείνους, οι οποίοι εθεωρούντο και ήσαν οι επίσημοι μεταξύ των Αποστόλων. Εκαμα δε αυτάς τας ανακοινώσεις, δια να ελεγχθή, μήπως τυχόν ματαίως κοπιάζω η εκοπίσα έως τώρα. 3 Αι, λοιπόν! Οχι μόνον το Ευαγγέλιόν μου ανεγνωρίσθη από όλους ως γνήσιον, αλλ' ούτε ο Τιτος ο Ελλην και απερίτμητος, ο οποίος ήτο μαζή μου, δεν υπεχρεώθη να περιτμηθή. 4 Και τούτο, όχι μόνον διότι η περιτομή είναι εντελώς άχρηστος δι' αυτούς, που πιστεύουν στον Χριστόν, αλλά και δια να μη δοθή αφορμή νοθεύσεως της αληθείας εκ μέρους των ψευδαδέλφων, οι οποίοι υπούλως είχαν εισχωρήσει εις την Εκκλησίαν σαν κατάσκοποι, δια να κλονίσουν και καταλύσουν την ελευθερίαν μας, την οποίαν έχομεν εν Χριστώ Ιησού και δια να μας υποδουλώσουν εις την καταθλιπτικήν δουλείαν των εβραϊκών τύπων. 5 Εις τους ψευδαδέλφους αυτούς ούτε προς στιγμήν δεν υπεχωρήσαμεν να περιτμηθή ο Τιτος, δια να μείνη έτσι καθαρά και ανόθευτος η αλήθεια του Ευαγγελίου εις σας.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ε´ 1 - 20


1 Καὶ ἦλθον εἰς τὸ πέραν τῆς θαλάσσης εἰς τὴν χώραν τῶν Γεργεσηνῶν. 2 καὶ ἐξελθόντος αὐτοῦ ἐκ τοῦ πλοίου εὐθέως ἀπήντησεν αὐτῷ ἐκ τῶν μνημείων ἄνθρωπος ἐν πνεύματι ἀκαθάρτῳ, 3 ὃς τὴν κατοίκησιν εἶχεν ἐν τοῖς μνήμασι, καὶ οὔτε ἁλύσεσιν οὐδεὶς ἠδύνατο αὐτὸν δῆσαι, 4 διὰ τὸ αὐτὸν πολλάκις πέδαις καὶ ἁλύσεσι δεδέσθαι, καὶ διεσπάσθαι ὑπ’ αὐτοῦ τὰς ἁλύσεις καὶ τὰς πέδας συντετρῖφθαι, καὶ οὐδεὶς ἴσχυεν αὐτὸν δαμάσαι· 5 καὶ διὰ παντὸς νυκτὸς καὶ ἡμέρας ἐν τοῖς μνήμασι καὶ ἐν τοῖς ὄρεσιν ἦν κράζων καὶ κατακόπτων ἑαυτὸν λίθοις. 6 ἰδὼν δὲ τὸν Ἰησοῦν ἀπὸ μακρόθεν ἔδραμε καὶ προσεκύνησεν αὐτὸν, 7 καὶ κράξας φωνῇ μεγάλῃ λέγει· Τί ἐμοὶ καὶ σοί, Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; ὁρκίζω σε τὸν Θεόν, μή με βασανίσῃς. 8 ἔλεγε γὰρ αὐτῷ· Ἔξελθε τὸ πνεῦμα τὸ ἀκάθαρτον ἐκ τοῦ ἀνθρώπου. 9 καὶ ἐπηρώτα αὐτόν· Τί ὄνομά σοι; καὶ ἀπεκρίθη λέγων· Λεγεὼν ὄνομά μοι, ὅτι πολλοί ἐσμεν. 10 καὶ παρεκάλει αὐτὸν πολλὰ ἵνα μὴ ἀποστείλῃ αὐτοὺς ἔξω τῆς χώρας. 11 ἦν δὲ ἐκεῖ ἀγέλη χοίρων μεγάλη βοσκομένη πρὸς τῷ ὄρει· 12 καὶ παρεκάλεσαν αὐτὸν πάντες οἱ δαίμονες λέγοντες· Πέμψον ἡμᾶς εἰς τοὺς χοίρους, ἵνα εἰς αὐτοὺς εἰσέλθωμεν. 13 καὶ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς εὐθέως ὁ Ἰησοῦς. καὶ ἐξελθόντα τὰ πνεύματα τὰ ἀκάθαρτα εἰσῆλθον εἰς τοὺς χοίρους· καὶ ὥρμησεν ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν θάλασσαν· ἦσαν δὲ ὡς δισχίλιοι καὶ ἐπνίγοντο ἐν τῇ θαλάσσῃ. 14 καὶ οἱ βόσκοντες τοὺς χοίρους ἔφυγον καὶ ἀπήγγειλαν εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς τοὺς ἀγρούς· καὶ ἐξῆλθον ἰδεῖν τί ἐστι τὸ γεγονός. 15 καὶ ἔρχονται πρὸς τὸν Ἰησοῦν, καὶ θεωροῦσι τὸν δαιμονιζόμενον καθήμενον καὶ ἱματισμένον καὶ σωφρονοῦντα, τὸν ἐσχηκότα τὸν λεγεῶνα, καὶ ἐφοβήθησαν. 16 καὶ διηγήσαντο αὐτοῖς οἱ ἰδόντες πῶς ἐγένετο τῷ δαιμονιζομένῳ καὶ περὶ τῶν χοίρων. 17 καὶ ἤρξαντο παρακαλεῖν αὐτὸν ἀπελθεῖν ἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτῶν. 18 καὶ ἐμβαίνοντος αὐτοῦ εἰς τὸ πλοῖον παρεκάλει αὐτὸν ὁ δαιμονισθεὶς ἵνα μετ’ αὐτοῦ ᾖ. 19 καὶ οὐκ ἀφῆκεν αὐτόν, ἀλλὰ λέγει αὐτῷ· Ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου πρὸς τοὺς σοὺς καὶ ἀνάγγειλον αὐτοῖς ὅσα σοι ὁ Κύριος πεποίηκε καὶ ἠλέησέ σε. 20 καὶ ἀπῆλθε καὶ ἤρξατο κηρύσσειν ἐν τῇ Δεκαπόλει ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, καὶ πάντες ἐθαύμαζον.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ε´ 1 - 20


1 Καὶ ἦλθον εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος τῆς λίμνης, εἰς τὴν χώραν τῶν Γεργεσηνών. 2 Καὶ ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἐβγῆκεν ἀπὸ τὸ πλοῖον, ἀμέσως τὸν συνήντησε κάποιος ἄνθρωπος, ποὺ ἤρχετο ἀπὸ τὰ μνημεῖα καὶ εἶχε πνεῦμα ἀκάθαρτον. 3 Αὐτὸς τὴν κατοικίαν του εἶχε μέσα εἰς τὰ μνήματα καὶ οὔτε μὲ ἁλύσεις σιδηρᾶς δὲν ἠμποροῦσε κανεὶς νὰ τὸν δέσῃ, 4 διότι αὐτὸς πολλὰς φορὰς εἶχε δεθῆ μὲ σιδηρᾶ δεσμὰ εἰς τὰ πόδια καὶ μὲ ἁλυσίδας εἰς τὰ χέρια καὶ εἶχαν διασπασθῆ ἀπὸ αὐτὸν αἱ ἁλυσίδες καὶ εἶχαν συντριβῆ τὰ δεσμὰ τῶν ποδιῶν καὶ κανεὶς δὲν εἶχε τὴν δύναμιν νὰ τὸν δαμάσῃ. 5 Καὶ πάντοτε νύκτα καὶ ἡμέραν εἰς τὰ μνήματα καὶ εἰς τὰ ὅρη ἐξηκολούθει νὰ φωνάζῃ δυνατὰ καὶ νὰ κατακόπτῃ καὶ καταπληγώνῃ τὸν ἑαυτόν του μὲ λιθάρια. 6 Ὅταν δὲ εἶδε τὸν Ἰησοῦν ἀπὸ μακρυά, ἔτρεξε καὶ τὸν προσεκύνησε. 7 Καὶ ἀφοῦ ἐφώναξε μὲ μεγάλην φωνήν, εἶπε· Ποία σχέσις ὑπάρχει μεταξὺ ἐμοῦ καὶ σοῦ καὶ τὶ ζητεῖς ἀπὸ ἐμέ, Ἰησοῦ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου; Σὲ ἐξορκίζω ἐν ὀνόματι τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος μὲ ἀφῆκεν ἐλεύθερον κατὰ τὴν περίοδον τοῦ παρόντος αἰῶνος, νὰ μὴ μὲ βασανίσῃς καὶ μὴ μὲ διώξῃς ἀπ’ ἐδῶ, ποὺ ἔχω εὐχάριστον διαμονήν. 8 Τοῦ εἶπε δὲ μὴ μὲ βασανίσῃς, διότι ὁ Κύριος ἔλεγεν εἰς αὐτόν· Ἔβγα, σὺ τὸ πνεῦμα τὸ ἀκάθαρτον, ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον. 9 Καὶ τὸν ἠρώτα ὁ Ἰησοῦς· Ποῖον εἶναι τὸ ὄνομά σου; Καὶ ἀπεκρίθη καὶ εἶπε· Λεγεών, δηλαδὴ σύνταγμα στρατιωτῶν, εἶναι τὸ ὄνομά μου. Καὶ ἔχω αὐτὸ τὸ ὄνομα, διότι ἐδῶ μέσα εἴμεθα πολλοί. 10 Καὶ παρεκάλει τὸν Ἰησοῦν πολὺ νὰ μὴ τοὺς στείλῃ ἔξω ἀπὸ τὴν χώραν ἐκείνην. 11 Ἦτο δὲ ἐκεῖ πλησίον τοῦ ὅρους ἕνα μεγάλο κοπάδι χοίρων, ποὺ ἔβοσκε. 12 Καὶ τὸν παρεκάλεσαν ὅλοι οἱ δαίμονες καὶ τοῦ εἶπαν· Στεῖλε μας εἰς τοὺς χοίρους, διὰ νὰ ἔμβωμεν εἰς αὐτούς. 13 Καὶ ἐπειδὴ αὐτοί, ποὺ ἔτρεφαν τοὺς χοίρους, ἔπραττον τοῦτο παρὰ τὸν μωσαϊκὸν νόμον, ποὺ ἀπηγόρευεν ὡς ἀκάθαρτον τὸ χοιρινὸν κρέας καὶ συνεπῶς εὑρίσκοντο ἐν τῇ παραβάσει καὶ ἁμαρτία, ὁ Ἰησοῦς ἔδωκεν ἀμέσως τὴν ἄδειαν εἰς τὰ δαιμόνια. Καὶ ἀφοῦ ἐβγῆκαν ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον τὰ πνεύματα τὰ ἀκάθαρτα, ἐμβῆκαν μέσα εἰς τοὺς χοίρους. Καὶ ἔτρεξεν ἀσυγκράτητα καὶ μὲ μανίαν τὸ κοπάδι ἀπὸ τὸ ἐπάνω μέρος τοῦ κρημνοῦ πρὸς τὰ κάτω εἰς τὴν θάλασσαν. Ἦσαν δὲ περίπου δύο χιλιάδες οἱ χοῖροι, καὶ ἐπνίγοντο μέσα εἰς τὴν θάλασσαν. 14 Αὐτοὶ δέ, ποὺ ἔβοσκαν τοὺς χοίρους, ἔφυγαν. Καὶ ἀνήγγειλαν τὸ συμβὰν εἰς τοὺς κατοίκους τῆς πόλεως καὶ εἰς αὐτοὺς ποὺ ἔμεναν εἰς τὰ χωράφια. Καὶ ἐβγῆκαν οἱ κάτοικοι νὰ ἴδουν, τὶ εἶναι αὐτὸ ποὺ συνέβη. 15 Καὶ ἦλθαν πρὸς τὸν Ἰησοῦν καὶ εἶδαν τὸν δαιμονιζόμενον νὰ κάθηται ἐνδεδυμένος καὶ μὲ σωστὰ τὰ μυαλά του, αὐτὸν ποὺ εἶχε προτήτερα τὴν λεγεῶνα. Καὶ ἐφοβήθησαν έξ αἰτίας τῆς παρουσίας τοῦ θαυματουργοῦ αὐτοῦ, ποὺ τὸν ᾐσθάνοντο πολὺ ἀνώτερόν τους. 16 Καὶ τοὺς διηγήθησαν ἐκεῖνοι, ποὺ εἶδαν τὰ συμβάντα, τί συνέβη εἰς τὸν δαιμονιζόμενον καὶ διὰ τοὺς χοίρους πῶς ἐπνίγησαν. 17 Καὶ ἐπειδὴ ἐφοβοῦντο, μήπως πάθουν καὶ ἄλλο μεγαλύτερον κακόν, ἤρχισαν νὰ τὸν παρακαλοῦν νὰ φύγῃ ἀπὸ τὰ σύνορά των. 18 Καὶ ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἐμβῆκεν εἰς τὸ πλοῖον διὰ νὰ φύγῃ, τὸν παρεκάλει ἐκεῖνος ποὺ προτήτερα εἶχε δαιμονισθῇ, νὰ τὸν ἀκολουθήσῃ διὰ νὰ μένῃ μαζί του. 19 Ὁ Ἰησοῦς ὅμως δὲν τὸν άφῆκεν, ἀλλ’ εἶπεν εἰς αὐτόν· Πήγαινε εἰς τὸ σπίτι σου πρὸς τοὺς ἰδικούς σου καὶ διηγήσου εἰς αὐτοὺς ὅσα σοῦ ἔχει κάμει ὁ Κύριος καὶ πόσον σὲ ἠλέησε ἐλευθερώσας σε ἀπὸ πλῆθος πολὺ δαιμόνων. 20 Καὶ ἔφυγεν ἐκεῖνος, καὶ ἤρχισε νὰ διακηρύττῃ εἰς τὰς δέκα ἑλληνικὰς πόλεις, ποὺ εἶχαν κτισθῇ πρὸς ἀνατολὰς τοῦ Ἰορδάνου, τὰ ὅσα τοῦ ἔκαμεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ὅλοι, ὅσοι τὰ ἤκουον, ἐθαύμαζον.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ε´ 1 - 20


1 Και ήλθον στο απέναντι μέρος της θαλάσσης, εις την χώραν των Γεργεσηνών. 2 Οταν δε ο Ιησούς εβγήκεν από το πλοίον, τον απάντησε κάποιος άνθρωπος, που ήρχετο από τα μνημεία, κυριευμένος από πνεύμα ακάθαρτον. 3 Αυτός τόπον κατοικίας και παραμονής είχε τα μνήματα και κανείς δεν ημπορούσε ούτε με σιδερένιες αλυσίδες να τον κρατήση δεμένον. 4 Διότι πολλές φορές τον είχαν δέσει με δεσμά εις τα πόδια και με σιδερένιες αλυσίδες εις τα χέρια και αυτός έσπαζε τις αλυσίδες και συνέτριβε τα δεσμά και κανείς δεν είχε την δύναμιν να τον δαμάση. 5 Και συνεχώς νύκτα και ημέραν ήτο εις τα μνήματα και τα όρη, εφώναζε, κατέκοπτε και κατεπλήγωνε τον ευατόν του με λίθους. 6 Οταν δε είδε τον Ιησούν από μακρυά, έτρεξε προς αυτόν και τον επροσκύνησε. 7 Και αφού εκραύγασε με μεγάλην φωνήν είπε· ποία σχέσις ημπορεί να υπάρχη μεταξύ εμού και σου, Ιησού, Υιέ του Θεού του Υψίστου; Σε εξορκίζω στο όνομα του Θεού να μη με βασανίσης”. 8 Διότι ο Ιησούς έλεγεν εις αυτό· “το πνεύμα το ακάθαρτον έβγα από τον άνθρωπον αυτόν”. 9 Και ηρώτησεν αυτόν· ποίον είναι το όνομά σου;” Και εκείνο απεκρίθη και είπε· “λεγεών είναι το όνομά μου, διότι είμεθα πολλοί εδώ μέσα”. 10 Και παρακαλούσε τον Ιησούν, με πολλάς παρακλήσεις, να μη τους διώξη έξω από την χώραν αυτήν. 11 Ευρίσκετο δε εκεί πλησίον στο όρος ένα μεγάλο κοπάδι χοίρων, που έβοσκε. 12 Και παρεκάλεσαν αυτόν όλοι οι δαίμονες και είπαν· “στείλε μας να μπούμε εις αυτούς τους χοίρους”. 13 Και τους επέτρεψε αμέσως ο Ιησούς και αφού εξήλθαν τα ακάθαρτα πνεύματα, εμπήκαν στους χοίρους και όλο το κοπάδι ώρμησε ασυγκράτητο επάνω στον κρημνόν και έπεσε εις την θάλασσαν. Ησαν δε περίπου δύο χιλιάδες οι χοίροι και επνίγοντο μέσα εις την θάλασσαν. (Και έτσι ετιμωρήθησαν οι Γεργεσηνοί, οι οποίοι έτρεφαν χοίρους, μολονότι το απηγόρευε ο Μωσαϊκός νόμος). 14 Και οι χοιροβοσκοί (κυριευμένοι από θαυμασμόν και τρόμον δια τα δύο καταπληκτικά θαύματα, που είδαν) έφυγαν και ανήγγειλαν το γεγονός εις την πόλιν και εις όσους ευρήκαν εις τα χωράφια· και εβγήκαν οι κάτοικοι να ιδούν, τι είναι αυτό που συνέβη. 15 Ερχονται πλησίον του Ιησού και βλέπουν τον δαιμονιζόμενον να κάθεται ντυμένος και με πλήρες το λογικόν του, αυτόν που είχε προηγουμένως τον λεγεώνα των δαιμονίων. Και εφοβήθησαν. 16 Εκείνοι δε που είχαν ίδει τι συνέβη με τον δαιμονιζόμενον και τους χοίρους, τα διηγήθηκαν εις αυτούς. 17 Επειδή δε εφοβήθησαν και δια τας άλλας παραβάσστου Μωσαϊκού νόμου, ήρχισαν να παρακαλούν τον Ιησούν να αναχωρήση έξω από τα σύνορά των. 18 Οταν δε ο Ιησούς ανέβαινε στο πλοίον, τον παρακαλούσε ο τέως δαιμονισμένος να του επιτρέψη να τον ακολουθήση και να μένη μαζή του. 19 Ο Ιησούς όμως δεν τον αφήκεν, αλλά του είπε· “πήγαινε στο σπίτι σου προς τους δικού σου και να διηγηθής όσα ο Κυριος σου έκαμε και πόσο σε ηλέησε”. 20 Και πράγματι εκείνος επέστρεψε και ήρχισε να κηρύσση προς τας δέκα ελληνικάς πόλεις, που ευρίσκοντο ανατολικά του Ιορδάνου, όσα ο Ιησούς έκαμεν εις αυτόν· και όλοι εθαύμαζαν.(Ευεργετημένοι πνευματικώς και υλικώς από τον Κυριον έχομεν καθήκον να διηγούμεθα εις όλους τα μεγαλεία του).

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα