❌
Τρίτη, 29 Αυγούστου 2023

Η Αποτομή της Τιμίας Κεφαλής του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου
† Μνήμη τῆς ἀποτομῆς τῆς τιμίας κεφαλῆς τοῦ Προδρόμου καὶ βαπτιστοῦ Ἰωάννου. Θεοπίστης ὁσίας τῆς ἐξ Αἰγίνης.
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΙΓ´ 25 - 32


25 ὡς δὲ ἐπλήρου ὁ Ἰωάννης τὸν δρόμον, ἔλεγε· τίνα με ὑπονοεῖτε εἶναι; οὐκ εἰμὶ ἐγώ, ἀλλ’ ἰδοὺ ἔρχεται μετ’ ἐμὲ οὗ οὐκ εἰμὶ ἄξιος τὸ ὑπόδημα τῶν ποδῶν λῦσαι. 26 Ἄνδρες ἀδελφοί, υἱοὶ γένους Ἀβραὰμ καὶ οἱ ἐν ὑμῖν φοβούμενοι τὸν Θεόν, ἡμῖν ὁ λόγος τῆς σωτηρίας ταύτης ἀπεστάλη. 27 οἱ γὰρ κατοικοῦντες ἐν Ἱερουσαλὴμ καὶ οἱ ἄρχοντες αὐτῶν τοῦτον ἀγνοήσαντες, καὶ τὰς φωνὰς τῶν προφητῶν τὰς κατὰ πᾶν σάββατον ἀναγινωσκομένας κρίναντες ἐπλήρωσαν, 28 καὶ μηδεμίαν αἰτίαν θανάτου εὑρόντες ᾐτήσαντο Πιλᾶτον ἀναιρεθῆναι αὐτόν. 29 ὡς δὲ ἐτέλεσαν πάντα τὰ περὶ αὐτοῦ γεγραμμένα, καθελόντες ἀπὸ τοῦ ξύλου ἔθηκαν εἰς μνημεῖον. 30 ὁ δὲ Θεὸς ἤγειρεν αὐτὸν ἐκ νεκρῶν· 31 ὃς ὤφθη ἐπὶ ἡμέρας πλείους τοῖς συναναβᾶσιν αὐτῷ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας εἰς Ἱερουσαλήμ, οἵτινές εἰσι μάρτυρες αὐτοῦ πρὸς τὸν λαόν. 32 καὶ ἡμεῖς ὑμᾶς εὐαγγελιζόμεθα τὴν πρὸς τοὺς πατέρας ἐπαγγελίαν γενομένην, ὅτι ταύτην ὁ Θεὸς ἐκπεπλήρωκε τοῖς τέκνοις αὐτῶν, ἡμῖν, ἀναστήσας Ἰησοῦν,

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΙΓ´ 25 - 32


25 Κατὰ τὸν καιρὸν δέ, ποὺ ὁ Ἰωάννης ἐξηκολούθει νὰ κηρύττῃ διὰ νὰ φέρῃ εἰς πέρας τὴν ἀποστολήν του, ἔλεγε· Ποῖον μὲ νομίζετε ὅτι εἶμαι; Δὲν εἶμαι ἐγὼ αὐτός, ποὺ περιμένομεν ὡς Μεσσίαν, ἀλλ’ ἰδοὺ ὕστερον ἀπὸ ἐμὲ ἔρχεται κάποιος ἄλλος, τοῦ ὁποίου δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ λύσω ὡς ταπεινός του ὑπηρέτης τὸ ὑπόδημα τῶν ποδῶν. 26 Ἄνδρες ἀδελφοί, τέκνα τοῦ γένους Ἀβραὰμ καὶ ὅσοι μεταξύ σας εἶναι προσήλυτοι ἐκ τῶν ἐθνικῶν καὶ φοβοῦνται τὸν ἀληθινὸν Θεόν· εἰς σᾶς ἀπεστάλη τὸ κήρυγμα τῆς σωτηρίας ταύτης, ἥτις ἐπιτυγχάνεται διὰ τοῦ Ἰησοῦ. 27 Εἰς σᾶς, ποὺ κατοικεῖτε μακρὰν ἀπὸ τὴν Παλαιστίνην, ἀπεστάλη τὸ κήρυγμα τοῦτο, διότι αὐτοί, ποὺ κατοικοῦν εἰς Ἱερουσαλὴμ καὶ οἰ ἄρχοντές των παρεγνώρισαν τοῦτον τὸν Ἰησοῦν, καθὼς καὶ τὰς διακηρύξεις τῶν προφητῶν, ποὺ κάθε Σάββατον ἀναγινώσκονται καὶ ἀκούονται εἰς τὰς συναγωγάς. Καὶ ἀντὶ νὰ τὸν ἀναγνωρίσουν ὡς Μεσσίαν, τὸν κατεδίκασαν, ἀσυναισθήτως δὲ καὶ χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνουν ἐπλήρωσαν καὶ ἐπραγματοποίησαν τὰς προφητείας αὐτάς. 28 Καίτοι δὲ δεν εὗρον εἰς αὐτὸν κανὲν ἔγκλημα ἢ ἐνοχήν, ὥστε νὰ δικαιολογῆται ἡ εἰς θάνατον καταδίκη του, ἐζήτησαν ἀπὸ τὸν Πιλᾶτον νὰ θανατωθῇ οὗτος. 29 Ἀφοῦ δὲ ἐξετέλεσαν ὅλα ὅσα ἔχουν γραφῆ καὶ προφητευθῆ περὶ αὐτοῦ ὑπὸ τῶν προφητῶν, κατέβασαν ἀπὸ τὸ ξύλον τοῦ σταυροῦ τὸ σῶμα του καὶ τὸ ἔβαλαν εἰς μνημεῖον. 30 Ὁ Θεὸς ὅμως ἀνέστησεν αὐτὸν ἐκ νεκρῶν. 31 Καὶ αὐτὸς μετὰ τὴν Ἀνάστασίν του ἐνεφανίσθη ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας εἰς ἐκείνους, ποὺ ἀνέβησαν μαζί του ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, οἱ ὁποῖοι τὸν εἶδαν μὲ τὰ μάτια τους καὶ μαρτυροῦν τὴν Ἀνάστασίν του εἰς τὸν λαόν. 32 Καὶ ὅπως ἐκεῖνοι μαρτυροῦν εἰς τοὺς ἐν Ἰουδαίᾳ, οὕτω καὶ ἡμεῖς ἀναγγέλλομεν εἰς σᾶς τὸ χαρμόσυνον μήνυμα, ὅτι τὴν ἐπαγγελίαν καὶ ὑπόσχεσιν, ποὺ ἔδωκεν εἰς τοὺς προγόνους μας, ταύτην ὁ Θεὸς ἔχει τελείως πραγματοποιήσει δι’ ἡμᾶς τοὺς ἀπογόνους ἐκείνων. Καὶ τὴν ἐπραγματοποίησεν ἀναστήσας ἐκ νεκρῶν καὶ ἀνυψώσας τὸν Ἰησοῦν,

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΙΓ´ 25 - 32


25 Κατά τον καιρόν δε που ο Ιωάννης εξεπλήρωνε την αποστολήν του και ακολουθούσε τον δρόμον, που του είχεν ορίσει ο Θεός, έλεγε· Ποίον με νομίζετε ότι είμαι; Δεν είμαι εγώ ο Μεσσίας, αλλ' ιδού, ύστερα από εμέ έρχεται εκείνος, του οποίου εγώ δεν είμαι άξιος να λύσω το υπόδημα των ποδών. 26 Ανδρες αδελφοί, παιδιά του γένους Αβραάμ, και σεις οι εθνικοί, που φοβείσθε τον Θεόν, ακούσατε τούτο· προς σας απευθύνεται το κήρυγμα αυτής της σωτηρίας. 27 Διότι οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ και οι άρχοντές των παρεγνώρισαν τούτον, τον Ιησούν, όπως επίσης και τας φωνάς των προφητών, που αναγινώσκονται και ακούονται κάθε Σαββατον εις τας συναγωγάς, και τον κατεδίκασαν εις θάνατον, χωρίς να αντιληφθούν ότι έτσι επραγματοποιήσαν τας προφητείας. 28 Και ενώ δεν ευρήκαν εις αυτόν καμμίαν ενοχήν, που να τιμωρήται με θάνατον, εζήτησαν από τον Πιλάτον να θανατωθή αυτός. 29 Αφού δε με εκείνα τα οποία εν τη κακία των έπραξαν, εξεπλήρωσαν όλα όσα είχαν γραφή στους προφήτας δι' αυτόν, τον κατέβασαν από το ξύλον του σταυρού και τον έβαλαν εις μνημείον. 30 Ο Θεός όμως τον ανέστησε εκ νεκρών. 31 Και αυτός παρουσιάσθηκε επί πολλάς ημέρας εις εκείνους, που είχαν ανεβή μαζή του από την Γαλιλαίαν εις την Ιερουσαλήμ και οι οποίοι είναι αυτόπται μάρτυρες αυτού και της αναστάσεώς του προς τον λαόν. 32 Και ημείς σήμερον κηρύττομεν προς σας το χαρμόσυνον μήνυμα, ότι την υπόσχεσιν, που έδωσεν ο Θεός προς τους προγόνους μας, αυτήν την έχει εκπληρώσει τώρα εις τα τέκνα των, δηλαδή εις ημάς, αναστήσας τον Ιησούν εκ νεκρών.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ϛ´ 14 - 30


14 Καὶ ἤκουσεν ὁ βασιλεὺς Ἡρῴδης· φανερὸν γὰρ ἐγένετο τὸ ὄνομα αὐτοῦ· καὶ ἔλεγεν ὅτι Ἰωάννης ὁ βαπτίζων ἐκ νεκρῶν ἠγέρθη, καὶ διὰ τοῦτο ἐνεργοῦσιν αἱ δυνάμεις ἐν αὐτῷ. 15 ἄλλοι ἔλεγον ὅτι Ἠλίας ἐστίν· ἄλλοι δὲ ἔλεγον ὅτι προφήτης ὡς εἷς τῶν προφητῶν. 16 ἀκούσας δὲ ὁ Ἡρῴδης εἶπεν ὅτι Ὃν ἐγὼ ἀπεκεφάλισα Ἰωάννην, οὗτός ἐστιν· αὐτὸς ἠγέρθη ἐκ νεκρῶν. 17 αὐτὸς γὰρ ὁ Ἡρῴδης ἀποστείλας ἐκράτησε τὸν Ἰωάννην καὶ ἔδησεν αὐτὸν ἐν φυλακῇ διὰ Ἡρῳδιάδα τὴν γυναῖκα Φιλίππου τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ ὅτι αὐτὴν ἐγάμησεν. 18 ἔλεγε γὰρ ὁ Ἰωάννης τῷ Ἡρῴδῃ ὅτι Οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου. 19 ἡ δὲ Ἡρῳδιὰς ἐνεῖχεν αὐτῷ καὶ ἤθελεν αὐτὸν ἀποκτεῖναι, καὶ οὐκ ἠδύνατο· 20 ὁ γὰρ Ἡρῴδης ἐφοβεῖτο τὸν Ἰωάννην, εἰδὼς αὐτὸν ἄνδρα δίκαιον καὶ ἅγιον, καὶ συνετήρει αὐτόν καὶ ἀκούσας αὐτοῦ πολλὰ ἐποίει καὶ ἡδέως αὐτοῦ ἤκουε. 21 καὶ γενομένης ἡμέρας εὐκαίρου, ὅτε Ἡρῴδης τοῖς γενεσίοις αὐτοῦ δεῖπνον ἐποίει τοῖς μεγιστᾶσιν αὐτοῦ καὶ τοῖς χιλιάρχοις καὶ τοῖς πρώτοις τῆς Γαλιλαίας, 22 καὶ εἰσελθούσης τῆς θυγατρὸς αὐτῆς τῆς Ἡρῳδιάδος καὶ ὀρχησαμένης καὶ ἀρεσάσης τῷ Ἡρῴδῃ καὶ τοῖς συνανακειμένοις, εἶπεν ὁ βασιλεὺς τῷ κορασίῳ· Αἴτησόν με ὃ ἐὰν θέλῃς, καὶ δώσω σοι. 23 καὶ ὤμοσεν αὐτῇ ὅτι Ὅ ἐάν με αἰτήσῃς δώσω σοι ἕως ἡμίσους τῆς βασιλείας μου. 24 ἡ δὲ ἐξελθοῦσα εἶπε τῇ μητρὶ αὐτῆς· Τί αἰτήσομαι; ἡ δὲ εἶπε· Τὴν κεφαλὴν Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ. 25 καὶ εἰσελθοῦσα εὐθέως μετὰ σπουδῆς πρὸς τὸν βασιλέα ᾐτήσατο λέγουσα· Θέλω ἵνα μοι δῷς ἐξαυτῆς ἐπὶ πίνακι τὴν κεφαλὴν Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ. 26 καὶ περίλυπος γενόμενος ὁ βασιλεὺς, διὰ τοὺς ὅρκους καὶ τοὺς συνανακειμένους οὐκ ἠθέλησεν αὐτὴν ἀθετῆσαι. 27 καὶ εὐθέως ἀποστείλας ὁ βασιλεὺς σπεκουλάτωρα ἐπέταξεν ἐνεχθῆναι τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ. 28 ὁ δὲ ἀπελθὼν ἀπεκεφάλισεν αὐτὸν ἐν τῇ φυλακῇ, καὶ ἤνεγκε τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ ἐπὶ πίνακι καὶ ἔδωκεν αὐτὴν τῷ κορασίῳ, καὶ τὸ κοράσιον ἔδωκεν αὐτὴν τῇ μητρὶ αὐτῆς. 29 καὶ ἀκούσαντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἦλθον καὶ ἦραν τὸ πτῶμα αὐτοῦ, καὶ ἔθηκαν αὐτὸ ἐν μνημείῳ. 30 Καὶ συνάγονται οἱ ἀπόστολοι πρὸς τὸν Ἰησοῦν, καὶ ἀπήγγειλαν αὐτῷ πάντα, καὶ ὅσα ἐποιήσαν καὶ ὅσα ἐδίδαξαν.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ϛ´ 14 - 30


14 Καὶ ἤκουσεν ὁ βασιλεὺς Ἡρῴδης περὶ τοῦ Ἰησοῦ καὶ περὶ τῶν ἔργων αὐτοῦ καὶ τῶν μαθητῶν του. Διότι ἔγινε φανερὸν καὶ γνωστὸν τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ. Καὶ ἔλεγεν ὁ Ἡρῴδης ὅτι ὁ Ἰωάννης ὁ βαπτιστὴς ἀνεστήθη ἐκ νεκρῶν μὲ νέα ἀποστολὴν καὶ μὲ νέα χαρίσματα ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ δι΄ αὐτὸ αἱ ὑπερφυσικαὶ δυνάμεις ἐνεργοῦν δι’ αὐτοῦ. 15 Ἄλλοι δέ, ποὺ ἐσύγχυζαν τὸν Ἰησοῦν μὲ τοὺς παλαιοὺς προφήτας, ἔλεγον ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Ἠλίας· ἄλλοι δὲ ἔλεγον, ὅτι εἶναι προφήτης σὰν ἕνας ἀπὸ τοὺς προφήτας. 16 Ὅταν δὲ ἤκουσεν ὁ Ἡρῴδης αὐτά, ποὺ ἔλεγαν οἱ διάφοροι διὰ τὸν Ἰησοῦν, εἶπεν, ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Ἰωάννης, τὸν ὁποῖον ἐγὼ ἀπεκεφάλισα. Αὐτὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν. 17 Καὶ εἶπεν αὐτὰ ὁ Ἡρῴδης, διότι αὐτὸς ὁ ἴδιος ἔστειλε καὶ συνέλαβε τὸν Ἰωάννην καὶ τὸν ἔρριψε δεμένον εἰς τὴν φυλακὴν ἐξ αἰτίας τῆς Ἡρῳδιάδος, ποὺ ἦτο σύζυγος τοῦ ἀδελφοῦ του Φιλίππου καὶ ὁ Ἡρῴδης τὴν ἐπῆρε σύζυγον. 18 Ἔγινε δὲ τοῦτο αἰτία τῆς φυλακίσεως τοῦ Ἰωάννου, διότι ἔλεγεν ὁ Ἰωάννης εἰς τὸν Ἡρῴδην, ὅτι δὲν σοῦ ἐπιτρέπεται ἀπὸ τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ νὰ ἔχῃς σύζυγον τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου, ὁ ὁποῖος ζῇ ἀκόμη. 19 Ἡ δὲ Ἡρῳδιὰς ἐκράτει μέσα της μῖσος κατ’ αὐτοῦ καὶ ἤθελε νὰ τὸν φονεύσῃ καὶ δὲν ἠδύνατο. 20 Δὲν ἠδύνατο δὲ ἡ Ἡρῳδιὰς νὰ φονεύσῃ τὸν Ἰωάννην, διότι ὁ Ἡρῴδης ἐφοβεῖτο αὐτὸν καὶ διὰ τὸν σεβασμόν, ποὺ τοῦ εἶχεν ὁ λαός, ἀλλὰ καὶ διότι τὸν ἐγνώριζεν ὡς ἄνθρωπον δίκαιον καὶ ἅγιον. Καὶ δι’ αὐτὸ τὸν διετήρει εἰς τὴν ζωήν· καὶ ὅταν τὸν ἤκουσε κάποτε εἰς τὴν φυλακήν, πολλὰ ἀπ’ ἐκεῖνα, ποὺ τὸν συνεβούλευσεν ὁ Ἰωάννης, τὰ ἔκαμε, καὶ ὁσάκις συνήντα τὸν Ἰωάννην, τὸν ἤκουε μὲ εὐχαρίστησιν. 21 Καὶ ὅταν ἦλθεν ἡμέρα, ποὺ ἔδιδεν εὐκαιρίαν εἰς τὴν Ἡρῳδιάδα νὰ ἐκτελέσῃ τὸ σχέδιόν της, ὅταν δηλαδὴ ὁ Ἡρῴδης διὰ τὰ γενέθλιά του ἔκανε δεῖπνον εἰς τοὺς μεγάλους ἄρχοντας καὶ εἰς τοὺς ἀνωτέρους ἀξιωματικοὺς τοῦ στρατοῦ καὶ εἰς τοὺς προύχοντας τῆς Γαλιλαίας, 22 καὶ ἐμβῆκεν αὐτὴ ἡ ἰδία ἡ θυγατέρα τῆς Ἡρῳδιάδος, καὶ ἐχόρευσε χορὸν ἄσεμνον καὶ πολὺ ἐξευτελισμένον, καὶ ἤρεσεν εἰς τὸν Ἡρῴδην καὶ εἰς τοὺς καθισμένους μαζί του εἰς τὸ τραπέζι, εἶπεν ὁ βασιλεὺς εἰς τὸ κοράσιον· Ζήτησέ μου ὀ,τιδήποτε θέλεις, καὶ θὰ σοῦ τὸ δώσω. 23 Καὶ τῆς ὡρκίσθη, ὅτι θὰ σοῦ δώσω ὅ,τι καὶ ἄν μοῦ ζητήσῃς ἕως τὸ μισὸ βασίλειόν μου. 24 Ἐκείνη δὲ ἐβγῆκε καὶ εἶπε εἰς τὴν μητέρα της· Τί νὰ ζητήσω; Αὐτὴ δὲ εἶπε: Ζήτησε τὴν κεφαλὴν τοῦ Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ. 25 Καὶ ἐμβῆκεν ἐκείνη ἀμέσως βιαστικὰ εἰς τὸν βασιλέα καὶ ἐζήτησε λέγουσα· θέλω νά μου δώσῃς αὐτὴν τὴν ὥραν καὶ χωρὶς χρονοτριβὴν μέσα εἰς πιάτο τὴν κεφαλὴν Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ. 26 Καὶ ὁ βασιλεὺς κατελυπήθη διότι εἶχε βάλει ὅρκους, ἦσαν δὲ παρόντες καὶ αὐτοί, ποὺ ἐκάθηντο μαζί του εἰς τὸ τραπέζι, εἰς τοὺς ὁποίους δὲν ἤθελε νὰ παρουσιασθῇ ψεύτης καὶ ἐπίορκος. Καὶ μολονότι ἐλυπεῖτο πολὺ νὰ θανατώσῃ τὸν Ἰωάννη, δὲν ἠθέλησε νὰ τῆς ἀρνηθῇ καὶ νὰ ἀθετήσῃ τὴν ὑπόσχεσίν του. 27 Καὶ ἀμέσως ὁ βασιλεὺς ἔστειλεν ἕνα στρατιώτην ἀπὸ τοὺς σωματοφύλακάς του μὲ τὴν διαταγὴν νὰ φέρῃ τὴν κεφαλὴ τοῦ Ἰωάννου. 28 Αὐτὸς δὲ ἐπῆγε καὶ τὸν ἀπεκεφάλισε εἰς τὴν φυλακὴν καὶ ἔφερε μέσα εἰς πιάτο τὴν κεφαλὴν τοῦ Ἰωάννου καὶ τὴν ἔδωκε εἰς τὸ κοράσιον καὶ τὸ κοράσιον τὴν ἔδωκεν εἰς τὴν μητέρα της. 29 Καὶ ὅταν ἤκουσαν τοῦτο οἱ μαθηταὶ τοῦ Ἰωάννου, ἦλθον καὶ ἐσήκωσαν τὸ λείψανόν του καὶ τὸ ἔβαλαν μέσα εἰς μνημεῖον. 30 Καὶ συναθροίζονται ἀπὸ τὴν περιοδείαν οἱ Ἀπόστολοι πλησίον τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἀνέφεραν εἰς αὐτὸν ὅλα, δηλαδὴ καὶ ὅσα ἔργα καὶ θαύματα ἔκαμαν καὶ ὅσα ἐδίδαξαν.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ϛ´ 14 - 30


14 Ηκουσε δε τότε ο βασιλεύς Ηρώδης τα περί του Ιησού, διότι το όνομα αυτού είχε γίνει πλέον γνωστόν, και έλεγεν ότι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής ανεστήθη εκ νεκρών και δια τούτο ενεργούν δι' αυτού αι υπερφυσικαί αυταί δυνάμεις. 15 Αλλοι έλεγαν ότι είναι ο Ηλίας· άλλοι δε ότι είναι προφήτης, όπως ένας από τους προφήτας. 16 Ακούσας δε ο Ηρώδης αυτά είπε ότι “αυτός είναι ο Ιωάννης, τον οποίον εγώ αποκεφάλισα. Αυτός ανεστήθη εκ νεκρών”. 17 Ο ίδιος ο Ηρώδης έστειλε και συνέλαβε τον Ιωάννην και τον έρριψε δεμένον εις την φυλακήν, εξ αιτίας της συζύγου του αδελφού του, της Ηρωδιάδος, την οποίαν αυτός είχε πάρει παρανόμως ως σύζυγον του. 18 Διότι έλεγε ο Ιωάννης στον Ηρώδην ότι “δεν σου επιτρέπεται να έχης την γυναίκα του αδελφού σου”. 19 Η δε Ηρωδιάς έτρεφε μέσα της μίσος και αγανάκτησιν εναντίον του Ιωάννου και ήθελε να τον φονεύση, αλλά δεν ημπορούσε, 20 επειδή ο Ηρώδης εφοβείτο τον Ιωάννην, διότι τον εγνώριζεν ως άνθρωπον δίκαιον και άγιον και τον διετήρει εις την ζωήν και όταν τον ήκουσε, πολλά από εκείνα που είπε ο Ιωάννης τα έκαμνε και κάθε φορά, που τον συναντούσε, τον ήκουε με ευχαρίστησιν. 21 Αλλά ήλθε ημέρα ευκαιρίας δια την Ηρωδιάδα· όταν ο Ηρώδης, δια να εορτάση τα γενέθλιά του, παρέθεσε δείπνον στους μεγάλους άρχοντας αυτού, στους χιλιάρχους και στους προύχοντας της Γαλιλαίας. 22 Εισήλθεν η θυγάτηρ αυτής της Ηρωδιάδος και εχόρευσε και ήρεσεν στον Ηρώδην και τους άλλους συνδαιτημόνας. Είπε δε ο Βασιλεύς εις την κόρην· “ζήτησέ μου ο,τι θέλεις και εγώ θα σου το δώσω”. 23 Και της ορκίσθη πως, “θα σου δώσω ο,τι μου ζητήσεις, μέχρι ακόμη και το μισό βασίλειόν μου”. 24 Εκείνη δε εξελθούσα έτρεξε προς την μητέρα της και την ηρώτησε· “τι να ζητήσω;” Εκείνη δε είπε· “την κεφαλήν του Ιωάννου του Βαπτιστού”. 25 Και εκείνη εισώρμησε αμέσως βιαστικά στον βασιλέα και εζήτησε λέγουσα· “θέλω να μου δώσης αυτήν την στιγμήν την κεφαλήν του Ιωάννου του Βαπτιστού επάνω εις ένα πιάτο”. 26 Και ο βασιλεύς ελυπήθη παρά πολύ, αλλά δια τους όρκους, που είχε κάμει, και δια να μη εκτεθή στους συνδαιτημόνας του ως επίορκος, δεν ηθέλησε να αθετήση την υπόσχεσίν του. 27 Και αμέσως έστειλε ο βασιλεύς δήμιον και διέταξε να φέρη την κεφαλήν του Ιωάννου. 28 Εκείνος δε επήγε, απεκεφάλισε τον Ιωάννην εις την φυλακήν, έφερε την κεφαλήν του μέσα στο πιάτο και την έδωκεν εις την κόρην και η κόρη την έδωκεν εις την μητέρα της. 29 Και όταν ήκουσαν οι μαθηταί του Ιωάννου το θλιβερόν γεγονός, ήλθαν και επήραν το νεκρό σώμα του και το έβαλαν εις μνημείον. 30 Οι Απόστολοι, αφού ετελείωσεν η περιοδεία των, συνεκεντρώθησαν κοντά στον Ιησούν και ανέφεραν εις αυτόν όλα, και όσα έκαμαν και όσα εδίδαξαν.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα