❌
Πέμπτη, 24 Αυγούστου 2023

Άγιος Ευτυχής Ιερομάρτυρας μαθητής του Αγίου Ιωάννη Θεολόγου, Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, Ανακομιδή Ιερών Λειψάνων του Αγίου Διονυσίου του Ζακυνθινού
Εὐτυχοῦς ἱερομάρτυρος (β΄ αἰ.). Κοσμᾶ τοῦ νέου ἱερομάρτυρος τοῦ Αἰτωλοῦ (†1779)· μετάθεσις τοῦ λειψάνου τοῦ ἁγ. Διονυσίου Αἰγίνης (1624).
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' Ζ´ 1 - 10


1 Ταύτας οὖν ἔχοντες τὰς ἐπαγγελίας, ἀγαπητοί, καθαρίσωμεν ἑαυτοὺς ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ. 2 Χωρήσατε ἡμᾶς· οὐδένα ἠδικήσαμεν, οὐδένα ἐφθείραμεν, οὐδένα ἐπλεονεκτήσαμεν. 3 οὐ πρὸς κατάκρισιν λέγω· προείρηκα γὰρ ὅτι ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν ἐστε εἰς τὸ συναποθανεῖν καὶ συζῆν. 4 πολλή μοι παρρησία πρὸς ὑμᾶς, πολλή μοι καύχησις ὑπὲρ ὑμῶν· πεπλήρωμαι τῇ παρακλήσει, ὑπερπερισσεύομαι τῇ χαρᾷ ἐπὶ πάσῃ τῇ θλίψει ἡμῶν. 5 καὶ γὰρ ἐλθόντων ἡμῶν εἰς Μακεδονίαν οὐδεμίαν ἔσχηκεν ἄνεσιν ἡ σὰρξ ἡμῶν, ἀλλ’ ἐν παντὶ θλιβόμενοι· ἔξωθεν μάχαι, ἔσωθεν φόβοι. 6 ἀλλ’ ὁ παρακαλῶν τοὺς ταπεινοὺς παρεκάλεσεν ἡμᾶς ὁ Θεὸς ἐν τῇ παρουσίᾳ Τίτου· 7 οὐ μόνον δὲ ἐν τῇ παρουσίᾳ αὐτοῦ, ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ παρακλήσει ᾗ παρεκλήθη ἐφ’ ὑμῖν, ἀναγγέλλων ἡμῖν τὴν ὑμῶν ἐπιπόθησιν, τὸν ὑμῶν ὀδυρμόν, τὸν ὑμῶν ζῆλον ὑπὲρ ἐμοῦ, ὥστε με μᾶλλον χαρῆναι, 8 ὅτι εἰ καὶ ἐλύπησα ὑμᾶς ἐν τῇ ἐπιστολῇ, οὐ μεταμέλομαι, εἰ καὶ μετεμελόμην· βλέπω γὰρ ὅτι ἡ ἐπιστολὴ ἐκείνη, εἰ καὶ πρὸς ὥραν, ἐλύπησεν ὑμᾶς. 9 νῦν χαίρω, οὐχ ὅτι ἐλυπήθητε, ἀλλ’ ὅτι ἐλυπήθητε εἰς μετάνοιαν· ἐλυπήθητε γὰρ κατὰ Θεόν, ἵνα ἐν μηδενὶ ζημιωθῆτε ἐξ ἡμῶν. 10 ἡ γὰρ κατὰ Θεὸν λύπη μετάνοιαν εἰς σωτηρίαν ἀμεταμέλητον κατεργάζεται· ἡ δὲ τοῦ κόσμου λύπη θάνατον κατεργάζεται.

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' Ζ´ 1 - 10


1 Αφοῦ λοιπὸν ἔχομεν τὰς ὑποσχέσεις αὐτάς, ἀγαπητοί, ἂς καθαρίσωμεν τοὺς ἑαυτούς μας ἀπὸ κάθε τι, ποὺ μολύνει τὸ σῶμα καὶ τὸ πνεῦμα μας καὶ ἂς τελειοποιούμεθα εἰς τὴν ἀγιωσύνην μὲ τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ. 2 Κάμετε μὲ τὴν ἀγάπην χῶρον εἰς τὰς καρδίας σᾶς δι' ἠμᾶς. Κανένα δὲν ἠδικήσαμεν· κανένα δὲν διεφθείραμεν· εἰς κανένα δὲν ἐδείχθημεν πλεονέκται. 3 Δὲν λέγω ταῦτα διὰ νὰ σᾶς κατακρίνω· διότι ἔχω εἴπει προτήτερα, ὅτι εἶσθε μέσα εἰς τὰς καρδίας μας διὰ νὰ συναποθάνωμεν καὶ συζήσωμεν μαζί σας. 4 Ἔχω πολὺ θάρρος καὶ πεποίθησιν εἰς σᾶς· ἔχω πολλὴν καύχησιν διὰ σᾶς· εἶμαι γεμᾶτος ἀπὸ τὴν παρηγορίαν, τὴν ὁποίαν μοῦ ἐπροξένησεν ἡ διόρθωσίς σας· ἔχω μὲ τὸ παραπάνω περισσεύουσαν τὴν χαράν, ὥστε αὐτὴ ὑπερτερεῖ ὅλην τὴν θλῖψιν μας. 5 Ναί· ὑπερτερεῖ καὶ ἐπικρατεῖ ἡ χαρά μας. Διότι πράγματι, ὅταν ἤλθαμεν εἰς Μακεδονίαν, δὲν εὗρε καμμίαν ἀνακούφισιν τὸ πονεμένον σῶμα μας, ἀλλ’ ἀπὸ κάθε τι ἐθλιβόμεθα. Ἀπ’ ἕξω ἀπὸ τοὺς ἀπίστους ἐγίνοντο μάχαι ἐναντίον μας, ἀπὸ μέσα διὰ τοὺς ἀσθενεῖς ἀδελφούς μας κατελάμβανον φόβοι, μήπως παρασυρθοῦν καὶ ἀποπλανηθοῦν ἀπὸ τὴν πίστιν. 6 Ἀλλ’ ὁ Θεός, ποὺ παρηγορεῖ τοὺς ταπεινωμένους, μᾶς ἐπαρηγόρησε μὲ τὴν παρουσίαν τοῦ Τίτου. 7 Ἐπαρηγορήθην δὲ ὄχι μόνον ἀπὸ τὸν ἐρχομὸν καὶ τὴν παρουσίαν του, ἀλλὰ καὶ διὰ τὴν παρηγορίαν ποὺ αὐτὸς ἐπαρηγορήθη ἐξ αἰτίας σας, ὅταν μᾶς ἀνήγγελλε τὸν μεγάλον πόθον σας δι’ ἐμέ, τὰ πολλὰ κλάματά σας ἐπειδὴ μὲ εἴχατε λυπήσει, τὸν ζῆλον ποὺ ἐδείξατε δι’ ἐμὲ κατ’ ἐκείνων, ποὺ μὲ συκοφαντοῦν, ὥστε ἑγὼ ἀκούων ὅλα αὐτὰ περισσότερον νὰ χαρῶ. 8 Ἐπαρηγορήθην δέ, διότι ἂν καὶ σᾶς ἐλύπησα μὲ τὴν ἐπιστολήν μου, δὲν μεταμέλομαι τώρα δι’ αὐτό, ἂν καὶ τότε ποὺ σᾶς ἔστειλα τὴν ἐπιστολήν, μετενόουν. Καὶ δὲν μεταμέλομαι τώρα, διότι βλέπω, ὅτι ἡ ἐπιστολὴ ἐκείνη, καίτοι σᾶς ἐλύπησε προσκαίρως, σᾶς ἐλύπησε πρὸς ὠφέλειάν σας. 9 Τώρα χαίρω, ὄχι διότι ἐλυπήθητε, ἀλλὰ διότι ἡ λύπη ποὺ ἐδοκιμάσατε, σᾶς ὠδήγησεν εἰς μετάνοιαν. Διότι ἐλυπήθητε ὅπως θέλει ὁ Θεός, διὰ νὰ μὴ βλαβῆτε πνευματικῶς εἰς τίποτε ἀπὸ ἡμᾶς. 10 Τουναντίον μάλιστα ὠφελήθητε πνευματικῶς. Διότι ἡ λύπη, ποὺ εἶναι σύμφωνος πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα μετάνοιαν, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ εἰς σωτηρίαν. Καὶ ἐκεῖνος, ποὺ αἰσθάνεται τὴν μετάνοιαν αὐτήν, δὲν θὰ μεταμεληθῇ ποτὲ διὰ τὴν μεταβολὴν αὐτὴν καὶ τὸ ἄλλαγμα τῶν σκέψεων καὶ ἀποφάσεών του. Ἡ λύπη ὅμως, τὴν ὁποίαν προκαλεῖ ἡ προσκόλλησις εἰς τὸν κόσμον, ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τὸν ψυχικόν, κάποτε δὲ καὶ αὐτὸν τὸν σωματικὸν θάνατον.

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' Ζ´ 1 - 10


1 Εφ' όσον, λοιπόν, αγαπητοί, έχομεν αυτάς τας μαγάλας υποσχέσστου Θεού, ας καθαρίσωμεν τους εαυτούς μας από κάθε μολυσμόν σαρκός και πνεύματος, αγωνιζόμενοι και συνεχώς προχωρούντες μέχρι τέλους στον δρόμον της αγιότητος, με φόβον Θεού. 2 Καμετε ευρύχωρες τις καρδιές σας με αγάπην, δια να μας χωρέσετε· κανένα δεν έχομεν αδικήσει· κανένα δεν εξωθήσαμεν και δεν παρεσύραμεν εις διαφθοράν· επάναντι κανενός δεν εφανήκαμεν πλεονέκται, ώστε να του αρπάσωμεν τα αγαθά του. 3 Δεν τα λέγω αυτά προς κατάκρισίν σας· διότι σας έχω πει, ότι είσθε μέσα εις τας καρδίας μας, δια να πεθάνωμεν και ζήσωμε μαζή σας (συμμέτοχοι των θλίψεων και των κινδύνων σας, όπως επίσης της χαράς και της επιτυχίας σας). 4 Εχω πολύ θάρρος και εμπιστοσύνην προς σας. Μεγάλο είναι το καύχημά μου δια σας. Είμαι γεμάτος από την παρηγορίαν, που μο έχετε χαρίσει. Υπερεκχειλίζει η χαρά μου, ώστε να υπερκαλύπτη κάθε θλίψιν μας. 5 Χαίρομεν τώρα, διότι, όταν ήλθαμε εις την Μακεδονίαν, δεν ευρήκε καμμίαν άνεσιν το σώμα μας, αλλ' από κάθε τι και εις κάθε στιγμήν εθλιβόμεθα. Απ' έξω ήσαν αι μάχαι των απίστων εναντίον μας, από μέσα εις την καρδίαν μας υπήρχεν ο φόβος δια τους ασθενείς πνευματικώς αδελφούς. 6 Αλλ' ο Θεός, που παρηγορεί και ενισχύει τους ταπεινούς και αδυνάτους, μας παρηγόρησε με την παρουσίαν του Τιτου. 7 Επαρηγορήθημεν όχι μόνον με την παρουσίαν αυτού, αλλά και με την παρηγορίαν, την οποίαν αυτός επήρεν εξ αιτίας σας, όταν κατέστησεν εις ημάς γνωστόν τον μεγάλον πόθον σας, τα κλάματα και τους στεναγμούς σας, τον ζήλον που εδείξατε δι' εμέ, ώστε εγώ πληροφορούμενος αυτά να δοκιμάσω μεγάλην χαράν. 8 Ακριβώς αυτή η αγάπη σας για μένα, με κάμνει να λέγω, ότι αν και σας ελύπησα με την επιστολήν μου, δεν μετανοώ, μολονότι είχα αισθανθή μεταμέλειαν που σας την έγραψα (μέχρις ότου όμως ήλθεν ο Τιτος και με επληροφόρησε τα της διορθόσεώς σας). Διότι βλέπω τώρα ότι η επιστολή μου εκείνη, καίτοι σας εστενοχώρησε επί ολίγον διάστημα, σας ελύπησε προς ωφέλειαν, διότι σας έφερε εις συναίσθησιν και μετάνοιαν. 9 Τωρα χαίρω, όχι διότι απλώς ελυπηθήκατε, αλλά διότι ελυπηθήκατε εις μετάνοιαν και διόρθωσιν. Εδοκιμάσατε την κατά Θεόν λύπην, εις τρόπον ώστε να μη υποστήτε καμμίαν ζημίαν εκ μέρους ημών. 10 Ωφέλειαν πνευματικήν σας έφερεν η λύπη αυτή. Διότι η κατά Θεόν λύπη κατεργάζεται την ειλικρινή μετάνοιαν, δια την οποίαν ποτέ δεν θα μεταμεληθή ο λυπούμενος και η οποία φέρει ως καρπόν την σωτηρίαν. Η λύπη όμως, την οποίαν δια της αμαρτίας του προκαλεί ο κόσμος, έχει ως καρπόν και αποτέλεσμά της τον θάνατον τον πνευματικόν.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Α´ 29 - 35


29 Καὶ εὐθέως ἐκ τῆς συναγωγῆς ἐξελθόντες ἦλθον εἰς τὴν οἰκίαν Σίμωνος καὶ Ἀνδρέου μετὰ Ἰακώβου καὶ Ἰωάννου. 30 ἡ δὲ πενθερὰ Σίμωνος κατέκειτο πυρέσσουσα, καὶ εὐθέως λέγουσιν αὐτῷ περὶ αὐτῆς. 31 καὶ προσελθὼν ἤγειρεν αὐτὴν κρατήσας τῆς χειρός αὐτῆς· καὶ ἀφῆκεν αὐτὴν ὁ πυρετός εὐθέως, καὶ διηκόνει αὐτοῖς. 32 Ὀψίας δὲ γενομένης, ὅτε ἔδυ ὁ ἥλιος, ἔφερον πρὸς αὐτὸν πάντας τοὺς κακῶς ἔχοντας καὶ τοὺς δαιμονιζομένους· 33 καὶ ἦν ἡ πόλις ὅλη ἐπισυνηγμένη πρὸς τὴν θύραν· 34 καὶ ἐθεράπευσε πολλοὺς κακῶς ἔχοντας ποικίλαις νόσοις, καὶ δαιμόνια πολλὰ ἐξέβαλε, καὶ οὐκ ἤφιε λαλεῖν τὰ δαιμόνια, ὅτι ᾔδεισαν αὐτὸν Χριστὸν εἶναι. 35 Καὶ πρωῒ ἔννυχα λίαν ἀναστὰς ἐξῆλθε καὶ ἀπῆλθεν εἰς ἔρημον τόπον, κἀκεῖ προσηύχετο.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Α´ 29 - 35


29 Καὶ ἀμέσως ἀφοῦ ἐβγῆκαν ἀπὸ τὴν συναγωγήν, ἦλθαν μαζὶ μὲ τὸν Ἰάκωβον καὶ τὸν Ἰωάννην εἰς τὸ σπίτι τοῦ Σίμωνος καὶ τοῦ Ἀνδρέα. 30 Ἡ πενθερὰ δὲ τοῦ Πέτρου ἦτο κατάκοιτος ἀπὸ πυρετόν. Καὶ ἀμέσως τοῦ εἶπαν δι’ αὐτήν, ὅτι εἶναι ἀσθενής. 31 Καὶ ἀφοῦ ἐπλησίασεν εἰς τὸ κρεββάτι της, τὴν ἔπιασεν ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὴν ἐσήκωσε. Καὶ ἀμέσως τὴν ἀφῆκεν ὁ πυρετὸς καὶ ἐπειδὴ δὲν ᾐσθάνετο οὐδὲ τὴν παραμικρὰν ἑξάντλησιν, τοὺς ὑπηρέτει. 32 Καὶ ὅταν ἔγινεν ἑσπέρα καὶ ἔδυσεν ὁ ἥλιος, τοῦ ἔφεραν ὅλους τοὺς ἀσθενεῖς τῆς περιφερείας ἐκείνης καὶ τοὺς κατεχομένους ἀπὸ δαιμόνια. 33 Καὶ ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως εἶχαν μαζευθῇ πλησίον τῆς θύρας τῆς οἰκίας τοῦ Πέτρου. 34 Καὶ ἐθεράπευσε πολλούς, ποὺ ἔπασχον ἀπὸ διάφορα εἶδη ἀσθενείας, καὶ πολλὰ δαιμόνια ἔβγαλεν ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ ὑπέφεραν ἀπὸ αὐτά. Καὶ δὲν ἄφινεν ὁ Ἰησοῦς τὰ δαιμόνια νὰ ὁμιλοῦν, διότι τὸν ἐγνωριζαν, ὅτι εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ ἐμαρτύρουν περὶ τούτου, εἶτε διὰ νὰ φαίνωνται σύμμαχοι καὶ συνεργάται του, καὶ ὕπουλα νὰ ἐλκύσουν τὴν ἐμπιστοσύνην τοῦ κόσμου, εἶτε καὶ διὰ νὰ προκαλέσουν παράκαιρον συναγερμὸν τοῦ λαοῦ ὑπὲρ τοῦ Ἰησοῦ, ποὺ θὰ ἐδημιούργει πειρασμοὺς καὶ ἐμπόδια εἰς τὸ ἔργον του. 35 Καὶ τὸ πρωῒ πολὺ πρὶν ξημερώσῃ, ὅταν ἀκόμη ἦτο κατασκότεινα, ἀφοῦ ἐσηκώθη, ἐβγῆκε καὶ ἐπῆγεν εἰς τόπον ἔρημον καὶ ἐκεῖ προσηύχετο.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Α´ 29 - 35


29 Και αμέσως εβγήκαν από την συναγωγήν και ήλθαν στο σπίτι του Σιμωνος και του Ανδρέου μαζή με τον Ιάκωβον και τον Ιωάννην. 30 Η δε πενθερά του Σιμωνος ήτο κατάκοιτος με πυρετόν. Και αμέσως του άκαμαν λόγον δι' αυτήν. 31 Και αυτός επλησίασε εις την κλίνην της, την επιασε από το χέρι, την εσήκωσε και αμέσως την αφήκεν ο πυρετός, και εντελώς υγιής τους υπηρετούσεν. 32 Αργά δε το απόγευμα, μετά την δύσιν του ηλίου (όταν πλέον είχε περάσει η αργία του Σαββάτου), έφεραν προς αυτόν όλους τους ασθενείς και τους δαιμονιζομένους. 33 Και όλη η πόλις ήτο συγκεντρωμένη έξω από την θύραν της οικίας. 34 Και εθεράπευσε πολλούς, που έπασχαν από διάφορα νοσήματα και πολλά δαιμόνια εξεδίωξε. Δεν άφινε δε τα δαιμόνια να ομιλούν δι' αυτόν, διότι εγνώριζαν ότι αυτός είναι ο Χριστός και δεν ήθελε την μαρτυρίαν των ακαθάρτων πνευμάτων. 35 Και πρωϊ-πρωϊ, ενώ ακόμη ήτο νύχτα, εσηκώθη, εβγήκεν από την πόλιν και επροχώρησεν εις έρημον τόπον και εκεί προσηύχετο.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα