❌
Τετάρτη, 02 Αυγούστου 2023

Ανακομιδή του Ιερού Λειψάνου του Αγίου Πρωτομάρτυρα Στεφάνου, Άγιος Θεόδωρος ο Νεομάρτυρας που μαρτύρησε στα Δαρδανέλια
Ἀνακομιδὴ λειψάνου τοῦ πρωτομάρτυρος καὶ ἀποστόλου Στεφάνου (428). Θεοδώρου νεομάρτυρος (†1690).
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Ϛ´ 8 - 15


8 Στέφανος δὲ πλήρης πίστεως καὶ δυνάμεως ἐποίει τέρατα καὶ σημεῖα μεγάλα ἐν τῷ λαῷ. 9 ἀνέστησαν δέ τινες τῶν ἐκ τῆς συναγωγῆς τῆς λεγομένης Λιβερτίνων καὶ Κυρηναίων καὶ Ἀλεξανδρέων καὶ τῶν ἀπὸ Κιλικίας καὶ Ἀσίας συζητοῦντες τῷ Στεφάνῳ, 10 καὶ οὐκ ἴσχυον ἀντιστῆναι τῇ σοφίᾳ καὶ τῷ πνεύματι ᾧ ἐλάλει. 11 τότε ὑπέβαλον ἄνδρας λέγοντας ὅτι Ἀκηκόαμεν αὐτοῦ λαλοῦντος ῥήματα βλάσφημα εἰς Μωϋσῆν καὶ τὸν Θεόν· 12 συνεκίνησάν τε τὸν λαὸν καὶ τοὺς πρεσβυτέρους καὶ τοὺς γραμματεῖς, καὶ ἐπιστάντες συνήρπασαν αὐτὸν καὶ ἤγαγον εἰς τὸ συνέδριον, 13 ἔστησάν τε μάρτυρας ψευδεῖς λέγοντας· Ὁ ἄνθρωπος οὗτος οὐ παύεται ῥήματα βλάσφημα λαλῶν κατὰ τοῦ τόπου τοῦ ἁγίου καὶ τοῦ νόμου· 14 ἀκηκόαμεν γὰρ αὐτοῦ λέγοντος ὅτι Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος οὗτος καταλύσει τὸν τόπον τοῦτον καὶ ἀλλάξει τὰ ἔθη ἃ παρέδωκεν ἡμῖν Μωϋσῆς. 15 καὶ ἀτενίσαντες εἰς αὐτὸν ἅπαντες οἱ καθεζόμενοι ἐν τῷ συνεδρίῳ εἶδον τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡσεὶ πρόσωπον ἀγγέλου.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Ζ´ 1 - 5


1 Εἶπε δὲ ὁ ἀρχιερεύς· Εἰ ἄρα ταῦτα οὕτως ἔχει; 2 ὁ δὲ ἔφη· Ἄνδρες ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, ἀκούσατε. ὁ Θεὸς τῆς δόξης ὤφθη τῷ πατρὶ ἡμῶν Ἀβραὰμ ὄντι ἐν τῇ Μεσοποταμίᾳ πρὶν ἢ κατοικῆσαι αὐτὸν ἐν Χαρράν, 3 καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καὶ ἐκ τῆς συγγενείας σου, καὶ δεῦρο εἰς γῆν ἣν ἄν σοι δείξω. 4 τότε ἐξελθὼν ἐκ γῆς Χαλδαίων κατῴκησεν ἐν Χαρράν. κἀκεῖθεν μετὰ τὸ ἀποθανεῖν τὸν πατέρα αὐτοῦ μετῴκισεν αὐτὸν εἰς τὴν γῆν ταύτην εἰς ἣν ὑμεῖς νῦν κατοικεῖτε· 5 καὶ οὐκ ἔδωκεν αὐτῷ κληρονομίαν ἐν αὐτῇ οὐδὲ βῆμα ποδός, καὶ ἐπηγγείλατο δοῦναι αὐτῷ εἰς κατάσχεσιν αὐτὴν καὶ τῷ σπέρματι αὐτοῦ μετ’ αὐτόν, οὐκ ὄντος αὐτῷ τέκνου.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Ζ´ 47 - 60


47 Σολομὼν δὲ ᾠκοδόμησεν αὐτῷ οἶκον. 48 ἀλλ’ οὐχ ὁ ὕψιστος ἐν χειροποιήτοις ναοῖς κατοικεῖ, καθὼς ὁ προφήτης λέγει· 49 ὁ οὐρανός μοι θρόνος, ἡ δὲ γῆ ὑποπόδιον τῶν ποδῶν μου· ποῖον οἶκον οἰκοδομήσετέ μοι, λέγει Κύριος, ἢ τίς τόπος τῆς καταπαύσεώς μου; 50 οὐχὶ ἡ χείρ μου ἐποίησε ταῦτα πάντα; 51 Σκληροτράχηλοι καὶ ἀπερίτμητοι τῇ καρδίᾳ καὶ τοῖς ὠσίν, ὑμεῖς ἀεὶ τῷ Πνεύματι τῷ ἁγίῳ ἀντιπίπτετε, ὡς οἱ πατέρες ὑμῶν καὶ ὑμεῖς. 52 τίνα τῶν προφητῶν οὐκ ἐδίωξαν οἱ πατέρες ὑμῶν; καὶ ἀπέκτειναν τοὺς προκαταγγείλαντας περὶ τῆς ἐλεύσεως τοῦ δικαίου, οὗ νῦν ὑμεῖς προδόται καὶ φονεῖς γεγένησθε. 53 οἵτινες ἐλάβετε τὸν νόμον εἰς διαταγὰς ἀγγέλων καὶ οὐκ ἐφυλάξατε. 54 Ἀκούοντες δὲ ταῦτα διεπρίοντο ταῖς καρδίαις αὐτῶν καὶ ἔβρυχον τοὺς ὀδόντας ἐπ’ αὐτόν. 55 ὑπάρχων δὲ πλήρης Πνεύματος ἁγίου, ἀτενίσας εἰς τὸν οὐρανὸν εἶδε δόξαν Θεοῦ καὶ Ἰησοῦν ἑστῶτα ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ, 56 καὶ εἶπεν· Ἰδοὺ θεωρῶ τοὺς οὐρανοὺς ἀνεῳγμένους καὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ ἑστῶτα. 57 κράξαντες δὲ φωνῇ μεγάλῃ συνέσχον τὰ ὦτα αὐτῶν καὶ ὥρμησαν ὁμοθυμαδὸν ἐπ’ αὐτόν, 58 καὶ ἐκβαλόντες ἔξω τῆς πόλεως ἐλιθοβόλουν. καὶ οἱ μάρτυρες ἀπέθεντο τὰ ἱμάτια αὐτῶν παρὰ τοὺς πόδας νεανίου καλουμένου Σαύλου, 59 καὶ ἐλιθοβόλουν τὸν Στέφανον, ἐπικαλούμενον καὶ λέγοντα· Κύριε Ἰησοῦ, δέξαι τὸ πνεῦμά μου. 60 θεὶς δὲ τὰ γόνατα ἔκραξε φωνῇ μεγάλῃ· Κύριε, μὴ στήσῃς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην. καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐκοιμήθη. Σαῦλος δὲ ἦν συνευδοκῶν τῇ ἀναιρέσει αὐτοῦ.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Ϛ´ 8 - 15


8 Ὁ Στέφανος δέ, ποὺ ἦτο γεμᾶτος πίστιν καὶ χάρισμα εὐγλωττίας δυνατόν, ἐτέλει μεταξὺ τοῦ λαοῦ μεγάλα θαύματα, ποὺ προεκάλουν κατάπληξιν καὶ ἀπεδείκνυον τὴν ἀλήθειαν τοῦ χριστιανικοῦ κηρύγματος. 9 Μερικοὶ δὲ ἀπὸ τὴν συναγωγήν, ποὺ ἐλέγετο συναγωγὴ τῶν Λιβερτίνων καὶ τῶν Κυρηναίων καὶ τῶν Ἀλεξανδρέων, καθὼς καὶ τῶν Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι κατήγοντο ἀπὸ τὴν Κιλικίαν καὶ τὴν Ἀσίαν, ἐσηκώθησαν μὲ φανατισμὸν καὶ συνεζήτουν μὲ τὸν Στέφανον. 10 Καὶ δὲν ἠμποροῦσαν νὰ ἀντισταθοῦν εἰς τὴν σοφίαν καὶ εἰς τὸ πνευματικὸν χάρισμα, μὲ τὸν φωτισμὸν τοῦ ὁποίου ὡμίλει ὁ Στέφανος. 11 Τότε ὑπεκίνησαν καὶ ἐδωροδόκησαν ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι σύμφωνα μὲ τὰς ἰδιαιτέρας ὁδηγίας ποὺ ἔλαβον, ἔλεγον, ὅτι τὸν ἔχομεν ἀκούσει μὲ τὰ αὐτιά μας νὰ λέγῃ λόγους βλασφήμους κατὰ τοῦ Μωϋσέως καὶ τοῦ Θεοῦ. 12 Καὶ ἐξηρέθισαν τὸν λαὸν καὶ τοὺς προεστοὺς τῶν Ἰουδαίων καὶ τοὺς γραμματεῖς. Καὶ κατόπιν αὐτοῦ ἦλθαν ἔξαφνα καὶ ἥρπασαν ὅλοι μαζὶ τὸν Στέφανον καὶ διὰ τῆς βίας τὸν ἔφεραν εἰς τὸ συνέδριον. 13 Καὶ παρουσίασαν ἐκεῖ ψευδομάρτυρας, οἱ ὁποῖοι ἔλεγον· Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν παύει ἀπὸ τοῦ νὰ λέγῃ λόγους βλασφήμους κατὰ τοῦ ἁγίου τόπου τοῦ ναοῦ καὶ κατὰ τοῦ νόμου. 14 Δὲν μᾶς μένει δὲ ἡ παραμικρὰ ἀμφιβολία περὶ τοῦ ὅτι βλασφημεῖ τὸν ναὸν καὶ τὸν νόμον, διότι τὸν ἔχομεν ἀκούσει οἱ ἴδιοι νὰ λέγῃ, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος, αὐτὸς ποὺ δὲν ἠμπόρεσε νὰ σώσῃ τὸν ἑαυτόν του, θὰ καταστρέψῃ τὸν τόπον αὐτὸν τὸν ἱερὸν καὶ θὰ ἀλλάξῃ τὰ ἱερὰ ἔθιμα καὶ τοὺς θεσμούς, ποὺ μᾶς παρέδωκε διὰ τοῦ νόμου ὁ Μωϋσῆς. 15 Καὶ ὅταν τὸν ἐκύτταξαν ὅλοι οἱ δικασταί, ὅσοι ἐκάθηντο εἰς τὸ συνέδριον, εἶδον τὸ πρόσωπόν του νὰ ἀστράπτῃ, σὰν νὰ ἦτο πρόσωπον ἀγγέλου.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Ζ´ 1 - 5


1 Εἶπε δὲ ὁ ἀρχιερεύς· Ἔτσι λοιπὸν εἶναι αὐτά, ὅπως τὰ καταγγέλλουν οἱ μάρτυρες; 2 Οὗτος δὲ εἶπεν· Ἄνδρες ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, ἀκούσατε. Ὁ Θεὸς ὁ ἔνδοξος, ὁ ὁποῖος συγχρόνως εἶναι καὶ ἡ πηγὴ τῆς πραγματικῆς καὶ αἰωνίας δόξῃς, ἐνεφανίσθη εἰς τὸν πατέρα μας Ἀβραάμ, ὅταν ἦτο ἀκόμη εἰς τὴν Μεσοποταμίαν, προτοῦ νὰ κατοικήσῃ οὗτος ἐν Χαρράν. 3 Καὶ τοῦ εἶπεν· Ἔβγα ἀπὸ τὴν πατρίδα σου καὶ ἀπὸ τὴν συγγένειάν σου καὶ ἔλα εἰς χώραν, τὴν ὁποίαν θὰ σοῦ δείξω. 4 Τότε ὁ Ἀβραὰμ συμμορφούμενος πρὸς τὴν ἐντολὴν ταύτην, ἀφοῦ ἀνεχώρησεν ἀπὸ τὴν χώραν τῶν Χαλδαίων, ἐκατοίκησεν εἰς Χαρράν. Καὶ ἀπ’ ἐκεῖ, ὅταν ἀπέθανεν ὁ πατέρας του, τὸν μετοίκησεν ὁ Θεὸς εἰς τὴν γῆν αὐτὴν τῆς Χαναάν, εἰς τὴν ὁποίαν κατοικεῖτε σεῖς τώρα. 5 Καὶ ἐφ’ ὅσον ἔζη ὁ Ἀβραάμ, δὲν ἔδωκεν εἰς αὐτὸν κληρονομίαν εἰς τὴν γῆν αὐτὴν οὔτε ἑνὸς βήματος τόπον. Καὶ ὅμως ὑπεσχέθη ὁ Θεὸς νὰ δώσῃ τὴν χώραν αὐτὴν εἰς αὐτὸν καὶ εἰς τοὺς ἀπογόνους αὐτοῦ ὕστερα ἀπὸ αὐτόν, διὰ νὰ τὴν κατέχουν, ἂν καὶ τότε, ποὺ ἔδιδεν εἰς τὸν Ἀβραὰμ τὴν ὑπόσχεσιν αὐτήν, δὲν εἶχεν οὗτος τέκνον.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Ζ´ 47 - 60


47 Πλὴν ὅμως ὄχι ὁ Δαβίδ, ἀλλ’ ὁ Σολομὼν ἔκτισεν οἶκον εἰς τὸν Θεόν. 48 Ὁ Ὕψιστος Θεὸς ἐν τούτοις δὲν κατοικεῖ εἰς ναούς, ποὺ κατασκευάζονται ἀπὸ χέρια καὶ τέχνην ἀνθρώπων, καθὼς λέγει ὁ προφήτης Ἡσαΐας· 49 Θρόνος δι’ ἐμὲ εἶναι ὁ οὐρανός, ὁλόκληρος δὲ ἡ γῆ εἶναι τὸ στήριγμα, ποὺ ἀκουμβοῦν οἱ πόδες μου. Ποῖον οἶκον ἠμπορεῖτε νὰ κτίσετε εἰς ἐμέ, ποὺ δὲν μὲ χωρεῖ ὁλόκληρος ὁ κόσμος, λέγει ὁ Κύριος; Ἢ ποῖος θὰ εἶναι ὁ τόπος τῆς διαρκοῦς καὶ μονίμου ἀναπαύσεώς μου, εἰς τὸν ὁποῖον θὰ κατοικῶ, χωρὶς νὰ μετακινοῦμαι; 50 Ὅλα αὐτά, ποὺ ἠμπορεῖτε σεῖς οἱ ἄνθρωποι νὰ μοῦ προσφέρετε, δὲν εἶναι ἰδικά μου καὶ δὲν τὰ ἔκαμε τὸ παντοδύναμο χέρι μου; 51 Καὶ ἐπειδὴ ἐν τῷ μεταξὺ τὰ μέλη τοῦ ἰουδαϊκοῦ συνεδρίου ἐξεδήλωναν μὲ τὴν ἔκφρασιν καὶ τοὺς μορφασμοὺς τοῦ προσώπου των λυσσώδη ἀγανάκτησιν καὶ σκληρότητα, ὁ Στέφανος ἐλέγχει αὐτοὺς λέγων· Ὦ σεῖς, ποὺ ἔχετε σκληρὸν καὶ ἄκαμπτον τὸν τράχηλόν σας καὶ δὲν ὑποτάσσεσθε εἰς τὸν Θεόν· σεῖς, ποὺ δὲν ἔχετε περικόψει τὴν σκληρότητα καὶ ἀναισθησίαν τῆς καρδίας σας καὶ δὲν ἠθελήσατε νὰ ἀπαλλαγῆτε ἀπὸ τὴν πνευματικὴν κουφαμάραν, ὥστε νὰ ἀκούετε μὲ καλὴν καὶ εὐπειθῆ διάθεσιν τὴν ἀλήθειαν· πάντοτε ἀντιτάσσεσθε εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Ὅπως ἠπείθουν καὶ ἀντετάσσοντο οἱ πατέρες σας, ἔτσι σήμερον ἀντιτάσσεσθε καὶ σεῖς. 52 Ποῖον ἀπὸ τοὺς προφήτας δὲν κατεδίωξαν οἱ πρόγονοί σας; Καὶ ἐφόνευσαν ἐκείνους, ποὺ προανήγγειλαν τὸν ἐρχομὸν τοῦ Μεσσίου, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξεν ὁ ἀπολύτως ἀναμάρτητος καὶ κατ’ ἐξοχὴν δίκαιος καὶ τοῦ ὁποίου τώρα σεῖς ἔχετε γίνει προδόται καὶ φονεῖς. 53 Σεῖς, ποὺ ἐλάβατε τὸν νόμον, τὸν ὁποῖον διέταξεν ὁ Θεὸς διὰ μέσου ἀγγέλων, καὶ δὲν τὸν ἐφυλάξατε, ἀλλὰ τὸν παρέβητε. 54 Ἐνῷ δὲ ἤκουαν αὐτά, ἐσχίζοντο αἱ καρδίαι των ἀπὸ ἀγανάκτησιν καὶ ἔτριζαν τὰ δόντια των ἐναντίον τοῦ Στεφάνου. 55 Αἱ ἀπειλαὶ ὅμως αὐταὶ δὲν διήγειραν ἐχθρικὰ συναισθήματα καὶ εἰς τὴν καρδίαν τοῦ πρωτομάρτυρος. Ἀλλ’ αὐτὸς ἦτο πάντοτε εἰρηνικὸς καὶ γεμᾶτος μὲ Πνεῦμα Ἅγιον. Ἐνῷ λοιπὸν εὑρίσκετο εἰς τέτοιαν διάθεσιν, ἔστρεψεν ἀκίνητον καὶ προσηλωμένον τὸ βλέμμα του εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἶδε τὴν ἔνδοξον λαμπρότητα τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν Ἰησοῦν νὰ στέκεται ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ, ἕτοιμος νὰ τὸν βοηθήσῃ. 56 Καὶ εἶπεν· Ἰδοὺ βλέπω καθαρὰ τοὺς οὐρανοὺς νὰ εἶναι ἀνοιγμένοι, καὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου τὸν βλέπω νὰ στέκεται εἰς τὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ. 57 Οἱ Ἰουδαῖοι ὅμως, ἀφοῦ ἔκραξαν μὲ φωνὴν μεγάλην, ἐβούλωσαν τὰ αὐτιά τους διὰ νὰ μὴ ἀκούουν τοὺς λόγους τοῦ Στεφάνου, ποὺ τοὺς ἐνόμιζον ὡς βλασφήμους, καὶ μὲ μίαν γνώμην ὅλοι ἔπεσαν μὲ ὁρμὴν ἐναντίον του. 58 Καὶ ἀφοῦ τὸν ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν, τὸν ἐλιθοβόλουν. Καὶ οἰ μάρτυρες, ποὺ σύμφωνα μὲ τὸν νόμον ἔπρεπε πρῶτοι νὰ ρίψουν λίθους κατ’ αὐτοῦ, ἀφῆκαν πρὸς φύλαξιν τὰ ροῦχα των κοντὰ εἰς τὰ πόδια κάποιου νέου, ποὺ ἐλέγετο Σαῦλος. 59 Καὶ ἐκεῖνοι ἐλιθοβόλουν τὸν Στέφανον, ὁ ὁποῖος ἐπεκαλεῖτο τὸν Κύριον καὶ ἔλεγε· Κύριε Ἰησοῦ, δέχθητι τὸ πνεῦμα μου. 60 Ἀφοῦ δὲ ἐγονάτισεν, ἔκραξε μὲ μεγάλην φωνήν, ποὺ ἠκούσθη καὶ ἀπὸ τοὺς φονεῖς του καὶ εἶπε· Κύριε, μὴ λογαριάσῃς εἰς αὐτοὺς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην. Καὶ ἀφοῦ εἶπε τοῦτο, ἀπέθανε τὸν εἰρηνικὸν ὕπνον τοῦ θανάτου. Ὁ Σαῦλος δὲ ἐπεκρότει καὶ ἐπεδοκίμαζε μαζὶ μὲ τοὺς φονεῖς τὴν θανατικὴν ἐκτέλεσιν τοῦ Στεφάνου.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Ϛ´ 8 - 15


8 Ο δε Στέφανος, γεμάτος πίστιν και δύναμιν Θεού, έκανε μεταξύ του λαού καταπληκτικά θαύματα και υπερφυσικά έργα, που μαρτυρούσαν την αλήθειαν της πίστεως. 9 Μερικοί δε Εβραίοι από την συναγωγήν, που ελέγετο συναγωγή των Λιβερτίνων, των δούλων δηλαδή που είχαν απελευθερώσει οι Ρωμαίοι, και από την συναγωγήν των Κυρηναίων και Αλεξανδρέων καθώς και των Ιουδαίων της Κιλικίας και της Ασίας, εσηκώθηκαν με φανατισμόν και πείσμα και συζητούσαν με τον Στέφανον. 10 Αλλά δεν ημπορούσαν να αντισταθούν εις την σοφίαν και στο πνεύμα, με το οποίον ωμιλούσε ο Στέφανος. 11 Τοτε εδωροδόκησαν και έβαλαν μερικούς άνδρας, οι οποίοι και ήρχισαν να λέγουν ότι ημείς έχομεν ακούσει τον Στέφανον να λέγη βλάσφημα λόγια εναντίον του Μωϋσέως και του Θεού. 12 Και έφεραν αναταραχήν και εξέγερσιν στον λαόν και τους πρεσβυτέρους και τους γραμματείς εναντίον του Στεφάνου, και όλοι μαζή ώρμησαν έξαφνα και ήρπασαν τον Στέφανον και τον έφεραν στο συνέδριον. 13 Και παρουσίασαν ψευδομάρτυρας, οι οποίοι έλεγαν· “ο άνθρωπος αυτός δεν παύει να λέγη βλάσφημα λόγια εναντίον του αγίου τόπου, δηλαδή του ναού, και εναντίον του Νομου. 14 Διότι ημείς με τα ίδια μας τα αυτιά τον έχομε ακούσει να λέγη ότι ο Ιησούς ο Ναζωραίος θα καταστρέψη αυτόν τον ιερόν τόπον και θα αλλάξη τα ιερά έθιμα, που μας έχει παραδώσει ο Μωϋσής με τον νόμον του”. 15 Και όταν όλοι οι δικασταί, που εκάθηντο στο συνέδριον, εγύρισαν τα βλέμματα προς τον Στέφανον, είδαν το πρόσωπόν του ν' ακτινοβολή ωσάν να ήτο πρόσωπον αγγέλου.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Ζ´ 1 - 5


1 Είπε δε ο αρχιερεύς· “πες μας, είναι τάχα αληθινά, όσα καταγγέλλουν οι μάρτυρες;” 2 Ο δε Στέφανος είπε· “άνδρες αδελφοί και πατέρες, ακούσατε. Ο Θεός της δόξης παρουσιάσθηκε στον πρόγονον μας, τον Αβραάμ, όταν ήτο εις την Μεσοποταμίαν, πριν ακόμη κατοικήση εις την Χαρράν. 3 Και είπε εις αυτόν· Αναχώρησε από τον τόπον σου και από τους συγγενείς σου και έλα εις περιοχήν, την οποίαν εγώ θα σου δείξω. 4 Τοτε ο Αβραάμ ανεχώρησε από την χώραν των Χαλδαίων και εγκατεστάθη εις την Χαρράν. Από εκεί, μετά τον θάνατον του πατρός του, τον έβαλε ο Θεός να κατοικήση εις την γην αυτήν, εις την οποίαν και σεις τώρα κατοικείτε. 5 Και εν τούτοις δεν του έδωκε εις την περιοχήν αυτήν ως κληρονομίαν ούτε ενός βήματος τόπον. Και όμως είχε υποσχεθη ο Θεός να δώση ως ιδιοκτησίαν την χώραν αυτήν, εις αυτόν τον ίδιον και ύστερα από αυτόν στους απογόνους του, καίτοι όταν υπέσχετο αυτά ο Θεός, δεν είχεν ο Αβραάμ τέκνον.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Ζ´ 47 - 60


47 Αλλά ο Σολομών έκτισε ναόν στον Θεόν. 48 Ομως ο Υψιστος δεν κατοικεί εις χειροποιήτους ναούς, όπως άλλωστε και ο προφήτης λέγει· 49 Ο ουρανός είναι δι' εμέ θρόνος και η γη υποπόδιον των ποδών μου. Ποίον οίκον ημπορείτε να μου οικοδομήσετε, λέγει ο Κυριος, η ποίος θα είναι ο τόπος της μονίμου παραμονής και αναπαύσεώς μου; 50 Ολα αυτά, που ημπορείτε σεις οι άνθρωποι να μου τα προσφέρετε, δεν τα έχει κάμει το παντοδύναμον χέρι μου; 51 Σκληροτράχηλοι, που δεν θέλετε να σκύψετε το κεφάλι σας ενώπιον του Θεού και που έχετε περικόψει από την καρδίαν σας τας κακίας, έχετε βαρειά τ' αυτιά σας, ώστε να μη ακούετε το θέλημα του Θεού· σεις πάντοτε αντιπράττετε και ανθίστασθε στο Πνεύμα το Αγιον, όπως και οι πατέρες σας. 52 Ποίον από τους προφήτας δεν κατεδίωξαν οι πατέρες σας; Αυτοί και εφόνευσαν εκείνους, που προανήγγειλαν, δια την έλευσιν του δικαίου, του οποίου τώρα σεις έχετε γίνει προδόται και φονείς. 53 Σεις οι οποίοι ελάβατε τον νόμον με εντολάς, που ο Θεός σας έδωσε δια μέσου των αγγέλων, και δεν τον εφυλάξατε”. 54 Ενώ δε ήκουαν αυτά ησθάνοντο τας καρδίας των να σχίζωνται από άγριον θυμόν και έτριζαν τα δόντια των εναντίων του Στεφάνου. 55 Αυτός δε, γεμάτος Πνεύμα Αγιον, έστρεψε και προσήλωσε το βλέμμα του στον ουρανόν, είδε την δόξαν και λαμπρότητα του ουρανού και τον Ιησούν να στέκεται εις τα δεξιά του Θεού 56 και είπε· “ιδού, βλέπω ανοιγμένους τους ουρανούς και τον υιόν του ανθρώπου να στέκεται εκ δεξιών του Θεού”. 57 Οι σύνεδροι και οι άλλοι Ιουδαίοι, αφού εκραύγασαν με μεγάλην φωνήν, εβούλλωσαν τ' αυτιά των, δια να μη ακούουν τα βλάσφημα τάχα αυτά λόγια του Στεφάνου και ώρμησαν με μια γνώμη όλοι μαζή εναντίον του. 58 Και αφού τον έβγαλαν έξω από την πόλιν, τον λιθοβολούσαν. Και μάρτυρες της κατηγορίας, οι οποίοι, σύμφωνα με τον νόμον, πρώτοι έπρεπε να ρίψουν λίθον εναντίον του καταδίκου, έβγαλαν και αφήκαν προς φύλαξιν τα ρούχα των κοντά εις τα πόδια ενός νέου, που ελέγετο Σαύλος, 59 και ελιθοβολούσαν τον Στέφανον, καθ' ον χρόνον εκείνος επεκαλείτο τον Κυριον και έλεγε· “Κυριε Ιησού, δέξου το πνεύμα μου”. 60 Αφού δε εγονάτισε, εφώναξε με μεγάλην φωνήν· “Κυριε, μη καταλογίσης εις αυτούς αυτήν την αμαρτίαν”. Και αφού είπε την προσευχήν αυτήν της συγγνώμης, εκοιμήθηκε εν Κυρίω. Ο δε Σαύλος επεδοκίμαζε την θανατικήν εκτέλεσιν του Στεφάνου.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κ´ 1 - 16


1 Ὁμοία γάρ ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ οἰκοδεσπότῃ, ὅστις ἐξῆλθεν ἅμα πρωῒ μισθώσασθαι ἐργάτας εἰς τὸν ἀμπελῶνα αὐτοῦ· 2 καὶ συμφωνήσας μετὰ τῶν ἐργατῶν ἐκ δηναρίου τὴν ἡμέραν ἀπέστειλεν αὐτοὺς εἰς τὸν ἀμπελῶνα αὐτοῦ. 3 καὶ ἐξελθὼν περὶ τρίτην ὥραν εἶδεν ἄλλους ἑστῶτας ἐν τῇ ἀγορᾷ ἀργούς, 4 καὶ ἐκείνοις εἶπεν· ὑπάγετε καὶ ὑμεῖς εἰς τὸν ἀμπελῶνα, καὶ ὃ ἐὰν ᾖ δίκαιον δώσω ὑμῖν. οἱ δὲ ἀπῆλθον. 5 πάλιν ἐξελθὼν περὶ ἕκτην καὶ ἐνάτην ὥραν ἐποίησεν ὡσαύτως. 6 περὶ δὲ τὴν ἑνδεκάτην ἐξελθὼν εὗρεν ἄλλους ἑστῶτας ἀργούς, καὶ λέγει αὐτοῖς· τί ὧδε ἑστήκατε ὅλην τὴν ἡμέραν ἀργοί; 7 λέγουσιν αὐτῷ· ὅτι οὐδεὶς ἡμᾶς ἐμισθώσατο. λέγει αὐτοῖς· ὑπάγετε καὶ ὑμεῖς εἰς τὸν ἀμπελῶνα, καὶ ὃ ἐὰν ᾖ δίκαιον λήψεσθε. 8 ὀψίας δὲ γενομένης λέγει ὁ κύριος τοῦ ἀμπελῶνος τῷ ἐπιτρόπῳ αὐτοῦ· κάλεσον τοὺς ἐργάτας καὶ ἀπόδος αὐτοῖς τὸν μισθὸν ἀρξάμενος ἀπὸ τῶν ἐσχάτων ἕως τῶν πρώτων. 9 καὶ ἐλθόντες οἱ περὶ τὴν ἑνδεκάτην ὥραν ἔλαβον ἀνὰ δηνάριον. 10 ἐλθόντες δὲ οἱ πρῶτοι ἐνόμισαν ὅτι πλείονα λήψονται, καὶ ἔλαβον καὶ αὐτοὶ ἀνὰ δηνάριον. 11 λαβόντες δὲ ἐγόγγυζον κατὰ τοῦ οἰκοδεσπότου 12 λέγοντες ὅτι οὗτοι οἱ ἔσχατοι μίαν ὥραν ἐποίησαν, καὶ ἴσους ἡμῖν αὐτοὺς ἐποίησας τοῖς βαστάσασι τὸ βάρος τῆς ἡμέρας καὶ τὸν καύσωνα. 13 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν ἑνὶ αὐτῶν· ἑταῖρε, οὐκ ἀδικῶ σε· οὐχὶ δηναρίου συνεφώνησάς μοι; 14 ἆρον τὸ σὸν καὶ ὕπαγε· θέλω δὲ τούτῳ τῷ ἐσχάτῳ δοῦναι ὡς καὶ σοί. 15 ἢ οὐκ ἔξεστί μοι ποιῆσαι ὃ θέλω ἐν τοῖς ἐμοῖς, εἰ ὁ ὀφθαλμός σου πονηρός ἐστιν ὅτι ἐγὼ ἀγαθός εἰμι; 16 Οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γὰρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί.

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κ´ 1 - 16


1 Θὰ γίνουν δὲ πολλοὶ ἔσχατοι πρῶτοι, διότι αἱ ἀμοιβαὶ ποὺ θὰ δοθοῦν εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, καὶ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον θὰ δοθοῦν, ὁμοιάζουν πρὸς τὰς πληρωμάς, ποὺ ἔκαμεν ἄνθρωπος οἰκοκύρης, ὁ ὁποῖος ἐβγῆκε γρήγορα τὸ πρωῒ διὰ νὰ μισθώσῃ ἐργάτας διὰ τὸ ἀμπέλι του. 2 Καὶ ἀφοῦ ἐσυμφώνησε μὲ τοὺς ἐργάτας ἀπὸ ἕνα δηνάριον ὡς ἡμερομίσθιον, τοὺς ἔστειλεν εἰς τὸ ἀμπέλι του. 3 Καὶ ὅταν ἐβγῆκεν εἰς τὴν ἀγορὰν κατὰ τάς ἐννέα τὸ πρωΐ, εἶδεν ἄλλους ἐργάτας νὰ στέκωνται ἐκεῖ χωρὶς ἐργασίαν· 4 καὶ εἶπεν εἰς ἐκείνους· Πηγαίνετε καὶ σεῖς εἰς τὸ ἀμπέλι μου, καὶ ὅ,τι εἶναι δίκαιον, θὰ σᾶς δώσω.Καὶ ἐκεῖνοι ἐπῆγαν. 5 Πάλιν δὲ ἐβγῆκε κατὰ τὰς δώδεκα καὶ κατὰ τάς τρεῖς τὸ ἀπόγευμα καὶ ἔκαμε τὸ ἴδιο. 6 Ὅταν δὲ ἐβγῆκε καὶ κατὰ τὰς πέντε τὸ ἀπόγευμα, εὗρεν ἄλλους, ποὺ ἐστέκοντο χωρὶς ἐργασίαν καὶ τοὺς λέγει· Διατὶ στέκεσθε ἐδῶ ὅλην τὴν ἡμέραν χωρὶς ἐργασίαν; 7 Λέγουν εἰς αὐτόν· Μένομεν ἄνεργοι, διότι κανεὶς δὲν μᾶς ἐμίσθωσε.Λέγει εἰς αὐτούς· Πηγαίνετε καὶ σεῖς εἰς τὸ ἀμπέλι μου καὶ ὅ,τι εἶναι δίκαιον διὰ τὸν κόπον σας, θὰ τὸ λάβετε. 8 Ὅταν δὲ ἐβράδυασε, λέγει ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ ἀμπελιοῦ εἰς τὸν ἐπιστάτην του· Κάλεσε τοὺς ἐργάτας καὶ δός τους τὸ ὡρισμένον ἡμερομίσθιον, ἀρχίζων ἀπὸ τοὺς τελευταίους καὶ προχορῶν ἕως τοὺς πρώτους. 9 Καὶ ἀφοῦ ἦλθαν ἐκεῖνοι, ποὺ ἔπιασαν δουλειὰ κατὰ τὰς πέντε τὸ ἀπόγευμα, ἐπῆραν ὁ καθένας τους ἀπὸ ἕνα δηνάριον. 10 Ὅταν δὲ ἦλθαν οἱ πρῶτοι, ποὺ ἔπιασαν δουλειὰ πολὺ πρωῒ ἐνόμισαν, ὅτι θὰ πάρουν περισσότερα.Καὶ ἐπῆραν καὶ αὐτοὶ ἀπὸ ἕνα δηνάριον. 11 Ἀλλ’ ὅταν τὸ ἐπῆραν, παρεπονοῦντο καὶ ἐμουρμούριζαν κατὰ τοῦ νοικοκύρη 12 καὶ ἔλεγαν, ὅτι αὐτοὶ οἱ πιὸ τελευταῖοι μίαν ὥραν ἐργάσθησαν εἰς τὸ ἀμπέλι καὶ τοὺς ἔκαμες ἴσους μὲ ἡμᾶς, ποὺ ἐβαστάσαμεν τὸν βαρὺν κόπον τῆς ἡμέρας καὶ ὅλην τὴν ζέστην. 13 Αὐτὸς δὲ ἀπεκρίθη καὶ εἶπεν εἰς ἕνα ἀπὸ αὐτούς· Σύντροφε, δὲν σὲ ἀδικῶ.Δὲν συνεφώνησες μαζί μου ἕνα δηνάριον; 14 Πάρε τὸ ἰδικόν σου καὶ πήγαινε.Θέλω δὲ ἐγὼ εἰς αὐτὸν τὸν (πιὸ) τελευταῖον νὰ δώσω ὅσον καὶ εἰς σέ. 15 Ἢ δὲν ἔχω δικαίωμα νὰ κάμω ἐκεῖνο ποὺ θέλω εἰς αὐτά, ποὺ εἶναι ἰδικά μου; Ἢ τὸ μάτι σου εἶναι κακὸ καὶ ζηλεύει, ἐπειδὴ ἐγὼ εἶμαι καλὸς καὶ ἀγαθός, καὶ γίνεται ἀφορμὴ ἡ ἰδική μου καλωσύνη νὰ δείξῃς σὺ τὸν φθόνον σου; 16 Ἔτσι θὰ γίνουν πρῶτοι αὐτοί, ποῦ ἐκλήθησαν τελευταῖοι καὶ ἀργότερα ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἀλλ’ ἔδειξαν μεγάλον ζῆλον εἰς τὸ ἔργον τοῦ Κυρίου.Καὶ αὐτοὶ ποὺ ἐκλήθησαν ἐνωρίτερον καὶ πρῶτοι ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἀλλ’ ἐχαλαρώθησαν καὶ ἠμέλησαν, θὰ γίνουν τελευταῖοι. Διότι πολλοὶ εἶναι προσκαλεσμένοι ἀπὸ τὸν Χριστόν, ὀλίγοι ὅμως εἶναι ἐκλεκτοί, δὲν ἐξαρτᾶται δὲ ἡ ἀμοιβή, ποῦ δίδει ὁ Κύριος, ἀπὸ τὸν περισσότερον χρόνον, ποὺ θὰ ἐργασθῇ ὁ καθένας μας, ἀλλ’ ἀπὸ τὴν μεγαλυτέραν προθυμίαν ποῦ θὰ δείξῃ, πάντοτε δὲ ἡ ἀμοιβὴ αὐτὴ θὰ μᾶς δοθῇ κατὰ τὸ ἔλεος καὶ τὴν φιλανθρωπίαν τοῦ Κυρίου.

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κ´ 1 - 16


1 Δια να εννοήσετε δε αυτήν την αλήθειαν, ακούσατε μία παραβολήν. Η βασιλεία των ουρανών είναι ομοία με ένα άνθρωπον νοικοκύρην, ο οποίος πρωί-πρωί εβγήκε να μισθώση εργάτας δια το αμπέλι του. 2 Και αφού εσυμφώνησε με τους εργάτας να τους πληρώνη ως ημερομίσθιον ένα δηνάριον, τους έστειλε στο αμπέλι του. 3 Εβγήκε πάλιν κατά τας εννέα το πρωί εις την αγοράν και είδε άλλους εργάτας να στέκουν εκεί χωρίς εργασίαν και να περιμένουν μήπως τους μισθώση κανείς. 4 Και εις εκείνους είπε· Πηγαίνετε και σεις στο αμπέλι και ο,τι είναι δίκαιον θα σας δώσω. Και εκείνοι επήγαν. 5 Και πάλιν εβγήκε κατά τας δώδεκα και τας τρστο απόγευμα και έκαμε το ίδιο. 6 Οταν δε κατά τας πέντε εβγήκε, ευρήκε και άλλους εργάτας να στέκουν χωρίς εργασίαν και τους λέγει· Διατί στέκεσθε εδώ όλην την ημέραν άνεργοι; 7 Λεγουν προς αυτόν· Διότι κανείς δεν μας εμίσθωσε. Λεγει εις αυτούς· Πηγαίνετε και σεις στο αμπέλι μου και ο,τι είναι δίκαιον θα πάρετε. 8 Οταν δε εβράδιασε, λέγει ο κύριος του αμπελιού στον διαχειριστήν του· Καλεσε τους εργάτας και δώσε τους τον μισθόν, αρχίζοντας από τους τελευταίους και προχωρώντας στους πρώτους. 9 Και όταν ήλθαν αυτοί που έπιασαν δουλειά κατά τας πέντε το απόγευμα, επήρε ο καθένας τους από ένα δηνάριον. 10 Οταν δε ήλθαν οι πρώτοι ενόμισαν ότι θα πάρουν περισσότερα, αλλά επήραν και αυτοί από ένα δηνάριον. 11 Οταν όμως το επήραν, εμουρμούριζαν δυσαρεστημένοι εναντίον του οικοδεσπότου 12 και έλεγαν ότι αυτοί οι τελευταίοι μίαν μόνον ώρα εδούλεψαν και τους επλήρωσες ίσα με ημάς οι οποίοι εβαστάσαμε το ολοήμερον βάρος της εργασίας και όλον τον καύσωνα. 13 Ο οικοδεσπότης απεκρίθη και είπε εις ένα από αυτούς· Φιλε, δεν σε αδικώ· δεν συνεφώνησες μαζή μου ένα δηνάριο ως ημερομίσθιον; 14 Παρε, λοιπόν, αυτό που σου ανήκει και πήγαινε. Θελω δε εις αυτόν τον τελευταίον να δώσω ο,τι έδωσα και εις σε· 15 η μήπως δεν έχω το δικαίωμα να κάνω, ο,τι θέλω εις την ιδικήν μου περιουσίαν. Η εάν το μάτι σου είναι φθονερό και αχόρταστο διότι εγώ είμαι αγαθός, ποίος πταίει; Ασφαλώς η ιδική σου μοχθηρία. 16 Ετσι θα είναι πρώτοι αυτοί που εκλήθησαν τελευταία και ειργάσθησαν με ζήλον και θα είναι τελευταίοι οι πρώτοι, ένεκα του φθόνου και της χαλαρώσεώς των. Διότι πολλοί είναι εκείνοι που έχουν κληθή, ολίγοι όμως είναι οι εκλεκτοί, που θα εργασθούν μέχρι τέλους με φλογεράν επιθυμίαν και θερμόν ζήλον”.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα