❌
Τετάρτη, 19 Ιουλίου 2023

Όσιος Δίος, Οσία Μακρίνα αδελφή του Μεγάλου Βασιλείου, Όσιος Θεόδωρος ο Σαββαΐτης επίσκοπος Εδέσσης
Μακρίνης ὁσίας, ἀδελφῆς τοῦ μεγάλου Βασιλείου, καὶ Δίου ὁσίου (†380).
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α' Ζ´ 12 - 24


12 τοῖς δὲ λοιποῖς ἐγὼ λέγω οὐχ ὁ Κύριος· εἴ τις ἀδελφὸς γυναῖκα ἔχει ἄπιστον, καὶ αὐτὴ συνευδοκεῖ οἰκεῖν μετ’ αὐτοῦ, μὴ ἀφιέτω αὐτήν· 13 καὶ γυνὴ εἴ τις ἔχει ἄνδρα ἄπιστον, καὶ αὐτὸς συνευδοκεῖ οἰκεῖν μετ’ αὐτῆς, μὴ ἀφιέτω αὐτόν. 14 ἡγίασται γὰρ ὁ ἀνὴρ ὁ ἄπιστος ἐν τῇ γυναικί, καὶ ἡγίασται ἡ γυνὴ ἡ ἄπιστος ἐν τῷ ἀνδρί· ἐπεὶ ἄρα τὰ τέκνα ὑμῶν ἀκάθαρτά ἐστι, νῦν δὲ ἅγιά ἐστιν. 15 εἰ δὲ ὁ ἄπιστος χωρίζεται, χωριζέσθω. οὐ δεδούλωται ὁ ἀδελφὸς ἢ ἡ ἀδελφὴ ἐν τοῖς τοιούτοις. ἐν δὲ εἰρήνῃ κέκληκεν ἡμᾶς ὁ Θεός. 16 τί γὰρ οἶδας, γύναι, εἰ τὸν ἄνδρα σώσεις; ἢ τί οἶδας, ἄνερ, εἰ τὴν γυναῖκα σώσεις; 17 εἰ μὴ ἑκάστῳ ὡς ἐμέρισεν ὁ Θεός, ἕκαστον ὡς κέκληκεν ὁ Κύριος, οὕτως περιπατείτω. καὶ οὕτως ἐν ταῖς ἐκκλησίαις πάσαις διατάσσομαι. 18 περιτετμημένος τις ἐκλήθη; μὴ ἐπισπάσθω. ἐν ἀκροβυστίᾳ τις ἐκλήθη; μὴ περιτεμνέσθω. 19 ἡ περιτομὴ οὐδέν ἐστι, καὶ ἡ ἀκροβυστία οὐδέν ἐστιν, ἀλλὰ τήρησις ἐντολῶν Θεοῦ. 20 ἕκαστος ἐν τῇ κλήσει ᾗ ἐκλήθη, ἐν ταύτῃ μενέτω. 21 δοῦλος ἐκλήθης; μή σοι μελέτω· ἀλλ’ εἰ καὶ δύνασαι ἐλεύθερος γενέσθαι, μᾶλλον χρῆσαι. 22 ὁ γὰρ ἐν Κυρίῳ κληθεὶς δοῦλος ἀπελεύθερος Κυρίου ἐστίν· ὁμοίως καὶ ὁ ἐλεύθερος κληθεὶς δοῦλός ἐστι Χριστοῦ. 23 τιμῆς ἠγοράσθητε· μὴ γίνεσθε δοῦλοι ἀνθρώπων. 24 ἕκαστος ἐν ᾧ ἐκλήθη, ἀδελφοί, ἐν τούτῳ μενέτω παρὰ Θεῷ.

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α' Ζ´ 12 - 24


12 Εἰς δὲ τοὺς λοιποὺς ἐγγάμους λέγω νόμον, τὸν ὁποῖον δὲν ἔθεσε μὲν ἀπ’ εὐθείας ὁ Κύριος, ἀλλὰ τὸν ὁρίζω ἑγὼ ὡς Ἀπόστολός του. Ἐὰν κανένας ἀδελφὸς Χριστιανὸς ἔχῃ γυναῖκα ἄπιστον, μὲ τὴν ὁποίαν ἦλθεν εἰς γάμον προτοῦ νὰ πιστεύσῃ, καὶ αὐτὴ δέχεται μὲ τὴν καρδιά της νὰ κατοικῇ μαζί του, ἂς μὴ τὴν ἀφίνῃ, ἀλλ’ ἂς ἑξακολουθῇ νὰ τὴν ἔχῃ σύζυγον. 13 Καὶ ἐὰν γυναῖκα Χριστιανὴ ἔχῃ ἄνδρα ἄπιστον, καὶ αὐτὸς προθύμως δέχεται νὰ συγκατοικῇ μαζί της, ἂς μὴ τὸν ἀφίνῃ. 14 Σᾶς λέγω δὲ νὰ μὴ τὸν ἀφίνῃ, διότι ὁ ἄνδρας ὁ ἄπιστος ἔχει ἁγιασθῇ καὶ αὐτὸς εἰς κάποιον βαθμὸν διὰ μέσου τῆς ἑνώσεώς του μὲ τὴν πιστὴν γυναῖκα του. Καὶ ἡ γυναῖκα ἡ ἄπιστος ἔχει κάπως ἁγιασθῇ διὰ μέσου τῆς ἑνώσεώς της μὲ τὸν πιστὸν ἄνδρα. Ἐπειδή, ἐὰν δὲν συνέβαινε τοῦτο, κατὰ φυσικὴν συνέπειαν καὶ τὰ τέκνα σας θὰ ἦσαν ἀκάθαρτα. Τώρα ὅμως λόγῳ τοῦ ὅτι ἐγεννήθησαν ἀπὸ γονεῖς, ποὺ ἔχουν ἁγιασμόν, εἶναι καὶ αὐτὰ ἅγια. 15 Ἐὰν ὅμως ὁ ἄπιστος σύζυγος ζητῇ χωρισμόν, ἂς χωρίζεται ἀπὸ αὐτὸν ἡ Χριστιανὴ σύζυγος. Δὲν εἶναι δεσμευμένος ὁ ἀδελφὸς Χριστιανὸς ἢ ἡ ἀδελφὴ εἰς τὰς περιπτώσεις αὐτάς. Ὁ Θεὸς δὲ μᾶς ἔχει καλέσει νὰ ζῶμεν μέσα εἰς ἀτμόσφαιραν εἰρήνης καὶ δὲν εἶναι σωστὸν τὰ ἀνδρόγυνα νὰ εὑρίσκωνται εἰς ἀσυμφωνίαν καὶ διαμάχας. 16 Ἐὰν ὅμως ἠμπορῇ τὸ πιστὸν μέλος νὰ συζήσῃ εἰρηνικὰ μὲ τὸ ἄπιστον μέλος, ἂς μὴ χωρίζεται ἀπὸ αὐτό. Διότι ποὺ ξεύρεις, ὡ Χριστιανὴ γυναῖκα, ἐὰν ζῶσα μαζὶ μὲ τὸν ἄπιστον σύζυγον, ἑλκύσῃς εἰς τὴν πίστιν καὶ σώσῃς εἰς τὸ τέλος τὸν ἄνδρα; Ἢ ποῦ ξεύρεις, ὦ Χριστιανὲ σύζυγε, μήπως σώσῃς τὴν ἄπιστον γυναῖκα; 17 Μόνον ἂς φροντίζῃ ὁ καθένας νὰ πολιτεύεται καὶ νὰ ζῇ, καθὼς ὁ Θεὸς μὲ τὴν πρόνοιάν του ἐκανόνισε τὸν βίον του καὶ ὅπως εὗρε τὸν καθένα ἡ κλῆσις, ποὺ τοῦ ἔκαμεν ὁ Χριστός. Αἱ περιστάσεις ὑπὸ τὰς ὁποίας εὑρέθη ὁ πιστός, ὅταν ὁ Κύριος τὸν ἐκάλεσε, δὲν ἀποτελοῦν ἐμπόδιον εἰς τὴν χριστιανικὴν ζωήν. Καὶ ἔτσι εἱς ὅλας τὰς Ἐκκλησίας κανονίζω καὶ καθορίζω. 18 Ἐκλήθη κανεὶς εἰς τὴν πίστιν καὶ ἔγινε Χριστιανός, ἐνῶ ἦτο περιτμημένος; Ἂς μὴ τραβᾷ μὲ βίαν τὸ δέρμα του διὰ νὰ ἑξαλείψῃ τὰ σημεῖα τῆς περιτομῆς. Ἐκλήθη κανεὶς εἰς τὴν πίστιν, ἐνῷ εὑρίσκετο ἒν ἀκροβυστίᾳ καὶ ἦτο ἀπερίτμητος; Ἂς μὴ περιτέμνεται. 19 Ἡ περιτομὴ δὲν εἶναι τίποτε καὶ δὲν συντελεῖ εἰς τίποτε διὰ τὴν σωτηρίαν μας. Καὶ ἡ ἀκροβυστία τὸ ἴδιο, δὲν εἶναι τίποτε. Ἀλλ’ ἡ τήρησις τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ πᾶν. 20 Καθένας εἰς τὴν κατάστασιν ποὺ εὑρέθη, ὅταν ἐκλήθη ἀπὸ τὸν Θεόν, εἰς αὐτὴν ἂς μένῃ. 21 Ἐκλήθης εἰς τὴν πίστιν εἰς καιρόν, ποὺ ἤσουν δοῦλος; Μὴ σὲ μέλῃ διὰ τὴν κατάστασιν αὐτὴν τῆς δουλείας σου. Ἀλλὰ καὶ ἂν ἠμπορῇς νὰ γίνῃς ἐλεύθερος, χρησιμοποίησε μᾶλλον τὴν δουλείαν καὶ προτίμησε νὰ μείνῃς δοῦλος. 22 Διότι ἐκεῖνος, ποὺ ἐκαλέσθη ἀπὸ τὸν Κύριον εἰς τὴν πίστιν, εἰς καιρὸν ποὺ ἦτο δοῦλος, εἶναι ἀπελεύθερος τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος τὸν ἐχειραφέτησε καὶ τὸν ἔκαμε πνευματικῶς ἐλεὐθερον. Τὸ ἴδιο καὶ ἐκεῖνος, ποὺ ἐκαλέσθη εἰς τὴν πίστιν, ἐνῷ το ἐλεύθερος, εἶναι δοῦλος Χριστοῦ. 23 Καὶ δοῦλοι καὶ ἐλεύθεροι εἶσθε δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ. Εἶσθε ἀγορασμένοι ἀπὸ τὸν Κύριον μὲ τίμημα μεγάλο. Μὴ γίνεσθε δοῦλοι ἀνθρώπων. 24 Ὁ καθένας εἰς ὅποιαν κατάστασιν ἐκαλέσθη, εἰς αὐτὴν ἂς μένῃ, ἀδελφοί, ἐπιδιώκων πάντοτε νὰ εἶναι πλησίον τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ εὐαρεστῇ εἰς αὐτόν.

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α' Ζ´ 12 - 24


12 Εις δε τους άλλους εγγάμους, εγώ ως απόστολος του Κυρίου, και όχι κατ' ευθείαν ο Κυριος, λέγω· εάν κανένας αδελφός Χριστιανός έχη γυναίκα άπιστον, που την έλαβε ως σύζυγον, πριν και αυτός πιστεύση, και αυτή συγκατατίθεται προθύμως να κατοική μαζή του, ας μη την απομπέμπη. 13 Και γυναίκα Χριστιανή, που έχει άνδρα άπιστον, και αυτός δέχεται προθύμως να κατοική μαζή της, ας μην τον αφήση. 14 Διότι ο άνδρας ο άπιστος έχει κατά κάποιον τρόπον και εις κάποιον βαθμόν αγιασθή δια της ενώσεώς του προς την πιστήν γυναίκα· και η άπιστος γυναίκα έχει κάπως αγιασθή και αυτή δια της ενώσεώς της προς τον πιστόν άνδρα της. Επειδή, εάν δεν υπήρχε αυτή η κάποια μετάδοσις αγιασμού τα τέκνα θα ήσαν κατά φυσικήν συνέπειαν ακάθαρτα· ενώ τώρα είναι και αυτά άγια. 15 Εάν δε ο άπιστος σύζυγος επιθυμή και θέλη χωρισμόν, ας χωρίζεται η Χριστιανή γυναίκα. Εις τοιαύτας περιπτώσεις δεν είναι υποδουλωμένος και δεσμευμένος ο πιστός η πιστή. Ο Θεός μας έχει καλέσει να ζώμεν με ειρήνην εσωτερικήν και με ειρήνην προς τους γύρω μας και δεν είναι ορθόν να ταλαιπωρήται ο πιστός σύζυγος από τας έριδας και τας μάχας της απίστου συζύγου. 16 Ως προς δε την συνοίκησιν, σας λέγω και τούτο· που το ξέρεις συ, η Χριστιανή γυναίκα, εάν στέργουσα να συγκατοικής με τον άπιστον άνδρα σου, εφ' όσον και αυτός το θέλει, μήπως τυχόν και τον σώσης; Η που το ξέρεις συ, ο Χριστιανός σύζυγος, μήπως και σώσης την άπιστον γυναίκα; 17 Εκτός όμως αυτών που είπα παραπάνω, ο καθένας ας προσπαθή να ζη και να πορεύεται σύμφωνα με τας συνθήκας της ζωής, τας οποίας ο Θεός εν τη προνοία του του έχει κανονίσει, να συνεχίση ομαλά τον βίον του, όπως τον ευρήκεν η κλήσις, που του απηύθηνεν ο Κυριος. Εγώ κατ' αυτόν τον τρόπον κανονίζω και ορίζω εις όλας τας τας Εκκλησίας. 18 Εκλήθη κανείς εις την Χριστιανικήν πίστιν και εδέχθη το βάπτισμα, ενώ ήτο περιτετμημένος; Ας μη τραβά το δέρμα, δια να κρύψη την περιτομήν του. Εκλήθη κανείς εις την πίστιν και έγινε Χριστιανός, ενώ ήτο απερίτμητος; Ας μη περιτέμνεται. 19 Τιποτε δεν είναι η περιτομή, και τίποτε δεν είναι η ακροβυστία. Αλλ' εκείνο που έχει την αξίαν είναι η τήρησις των εντολών του Θεού. 20 Καθένας ας μένη εις την κατάστασίν που ευρέθη, όταν εκλήθη από τον Θεόν εις την πίστιν. 21 Εκλήθης εις την πίστιν καθ' ον χρόνον ήσο δούλος; Μη σε μέλη δια την δουλείαν σου αυτήν. Αλλά και αν ακόμη ημπορής να γίνης ελεύθερος, χρησιμοποίησε μάλλον και προτίμα την κατάστασιν της δουλείας. 22 Διότι εκείνος ο οποίος ήτο δούλος, όταν εκλήθη από τον Κυριον εις την πίστιν, έχει τώρα απελευθερωθή υπό του Κυρίου, ο οποίος του εχάρισε την λύτρωσιν από τον ζυγόν της δουλείας και του θανάτου. Ομοίως και εκείνος που εκλήθη εις την πίστιν, καθ' ον χρόνον ήτο ελεύθερος, είναι τώρα δούλος του Χριστού. 23 Ολοι έχετε εξαγορασθή από τον Χριστόν με ανεκτίμητον τίμημα. Μη γίνεσθε, λοιπόν, δούλοι των ανθρώπων, (μη συμμορφώνεσθε και μη υποδουλώνεσθε εις τας αμαρτωλάς απαιτήσεις και συνηθείας των ανθρώπων). 24 Ο καθένας, αδελφοί, εις όποιαν κατάστασιν ευρέθη, όταν εκλήθη, εις αυτήν και ας μένη, (φροντίζων μόνον και αγωνιζόμενος να είναι πάντοτε κοντά στον Θεόν).

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΙΔ´ 35 - 36


35 καὶ ἐπιγνόντες αὐτὸν οἱ ἄνδρες τοῦ τόπου ἐκείνου ἀπέστειλαν εἰς ὅλην τὴν περίχωρον ἐκείνην, καὶ προσήνεγκαν αὐτῷ πάντας τοὺς κακῶς ἔχοντας, 36 καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα κἄν μόνον ἅψωνται τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ· καὶ ὅσοι ἥψαντο διεσώθησαν.

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΙΕ´ 1 - 11


1 Τότε προσέρχονται τῷ Ἰησοῦ οἱ ἀπὸ Ἱεροσολύμων γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι λέγοντες· 2 Διατί οἱ μαθηταί σου παραβαίνουσι τὴν παράδοσιν τῶν πρεσβυτέρων; οὐ γὰρ νίπτονται τὰς χεῖρας αὐτῶν ὅταν ἄρτον ἐσθίωσιν. 3 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· Διατί καὶ ὑμεῖς παραβαίνετε τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ διὰ τὴν παράδοσιν ὑμῶν; 4 ὁ γὰρ Θεὸς ἐνετείλατο λέγων· τίμα τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα· καί· ὁ κακολογῶν πατέρα ἢ μητέρα θανάτῳ τελευτάτω· 5 ὑμεῖς δὲ λέγετε· ὃς ἂν εἴπῃ τῷ πατρὶ ἢ τῇ μητρί, δῶρον ὃ ἐὰν ἐξ ἐμοῦ ὠφεληθῇς, καὶ οὐ μὴ τιμήσει τὸν πατέρα αὐτοῦ ἢ τὴν μητέρα αὐτοῦ· 6 καὶ ἠκυρώσατε τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ διὰ τὴν παράδοσιν ὑμῶν. 7 ὑποκριταί! καλῶς προεφήτευσε περὶ ὑμῶν Ἡσαΐας λέγων· 8 ἐγγίζει μοι λαὸς οὗτος τῷ στόματι αὐτῶν καὶ τοῖς χείλεσίν με τιμᾷ, ἡ δὲ καρδία αὐτῶν πόρρω ἀπέχει ἀπ’ ἐμοῦ· 9 μάτην δὲ σέβονταί με, διδάσκοντες διδασκαλίας ἐντάλματα ἀνθρώπων. 10 Καὶ προσκαλεσάμενος τὸν ὄχλον εἶπεν αὐτοῖς· Ἀκούετε καὶ συνίετε· 11 οὐ τὸ εἰσερχόμενον εἰς τὸ στόμα κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον, ἀλλὰ τὸ ἐκπορευόμενον ἐκ τοῦ στόματος τοῦτο κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον.

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΙΔ´ 35 - 36


35 Καὶ ὅταν οἱ ἄνθρωποι τοῦ τόπου ἐκείνου τὸν ἀντελήφθησαν, ἔστειλαν ἀπεσταλμένους εἰς ὅλην τὴν περιφέρειαν ἐκείνην διὰ νὰ εἰδοποιήσουν τοὺς κατοίκους της περὶ τῆς ἀφίξεώς του, καὶ τοῦ ἔφεραν ὅλους τοὺς ἀσθενεῖς. 36 Καὶ τὸν παρεκάλουν νὰ τοὺς ἀφήσῃ νὰ ἐγγίσουν μόνον τὸ ἄκρον τοῦ ἐξωτερικοῦ του ἐνδύματος.Καὶ ὅσοι τὸ ἤγγισαν, ἐθεραπεύθησαν τελείως.

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΙΕ´ 1 - 11


1 Τότε ἔρχονται πρὸς τὸν Ἰησοῦν γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ ἐμεναν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ εἶπαν· 2 Διατὶ οἱ μαθηταί σου παραβαίνουν τὴν παράδοσιν τῶν παλαιοτέρων μας διδασκάλων; Παραβαίνουν δὲ πράγματι τὴν παράδοσιν, διότι δὲν νίπτουν τὰ χέρια τους, ὅταν τρώγουν ἄρτον. 3 Ὁ δὲ Κύριος ἀπεκρίθη καὶ τοὺς εἶπε· Διατὶ καὶ σεῖς παραβαίνετε τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ διὰ νὰ συμμορφωθῆτε πρὸς τὴν παράδοσιν σας; 4 Ὁ Θεὸς δηλαδὴ ὥρισεν ἐντολὴ καὶ εἶπε· Τίμα τὸν Πατέρα καὶ τὴν μητέρα· καί· ἐκεῖνος ποὺ βλασφημεῖ καὶ ὑβρίζει τὸν πατέρα του ἤ τὴν μητέρα του, πρέπει να θανατώνεται. 5 Σεῖς ὅμως λέγετε· Ὁποιοσδήποτε υἱὸς εἴπῃ εἰς τὸν πατέρα ἢ τὴν μητέρα, ποὺ ζητοῦν κάτι ὡς βοήθειαν ἀπὸ τὸ παιδί τους· ἄς εἶναι ἀφιέρωμα εἰς τὸν Θεὸν ἐκεῖνο, ποὺ θέλεις νὰ λάβῃς ὡς βοήθειαν καὶ ἐνίσχυσιν ἀπὸ ἑμέ· αὐτὸς ὁ υἱὸς ἀπαλλάσσεται τοῦ καθήκοντος νὰ βοηθήσῃ τὸν πατέρα του ἢ τὴν μητέρα του καὶ δὲν ὑποχρεοῦται νὰ δώσῃ εἰς αὐτοὺς ἐκεῖνο, ποὺ αὐτοὶ τοῦ ζητοῦν.Καὶ ὡς συνέπεια τῆς παραδόσεως σας αὐτῆς ἐπακολουθεῖ, ὅτι αὐτὸς ὁ υἱὸς δὲν θὰ τιμήσῃ τὸν πατέρα του ἢ τὴν μητέρα του. 6 Καὶ ἀκυρώσατε τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ ἕνεκα τῆς παραδόσεώς σας. 7 Ὑποκριταί, ποὺ κατορθώνετε νὰ παρουσιάζεσθε τηρηταὶ τοῦ νόμου, ἐνῷ πράγματι τὸν παραβαίνετε· καλὰ ἐπροφήτευσε διὰ σᾶς ὁ Ἡσαΐας, ὅταν ἔλεγεν· 8 Ὁ λαὸς αὐτὸς μὲ πλησιάζει μὲ τὸ στόμα του καὶ μὲ τιμᾷ μὲ τὰ χείλη του μόνον· ἡ καρδία τους ὅμως ἀπέχει μακρὰν ἀπὸ ἑμέ. 9 Ματαίως δὲ καὶ ψεύτικα μὲ λατρεύουν, ἐπειδὴ διδάσκουν διδασκαλίας, ποὺ εἶναι παραγγέλματα καὶ ἐντολαὶ ἀνθρώπων καὶ ὄχι ἰδικαί μου. 10 Καὶ ἀφοῦ προσεκάλεσε τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ τοὺς εἶπεν· Ἀκούσατε αὐτό, ποὺ θὰ εἴπω, καὶ προσέξατε νὰ τὸ καταλάβετε. 11 Δὲν κάνει βέβηλον καὶ θρησκευτικῶς ἀκάθαρτον τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνο ποὺ εἰσάγεται μὲ τὴν τροφὴν εἰς τὸ στόμα, ἀλλ’ ἐκεῖνο ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα, οἱ πονηροὶ δηλαδὴ καὶ ἐφάμαρτοι λόγοι, αὐτὸ καθιστᾷ τὸν ἄνθρωπον ἀκάθαρτον.

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΙΔ´ 35 - 36


35 Οι δε άνθρωποι του τόπου εκείνου μόλις τον αντελήφθησαν, έστειλαν αγγελιοφόρους εις όλην την περιοχήν εκείνην, δια να αναγγείλουν την έλευσίν του, και του έφεραν όλους τους ασθενείς. 36 Τον παρακαλούσαν δε να τους επιτρέψη, έστω και να εγγίσουν μόνον την άκρη από το ιμάτιόν του· και όσοι το ήγγισαν εθεραπεύθησαν.

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΙΕ´ 1 - 11


1 Τοτε προσήλθαν στον Ιησούν οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι, κάτοικοι της Ιερουσαλήμ, και του είπαν· 2 “Διατί οι μαθηταί σου παραβαίνουν την παράδοσιν των πρεσβυτέρων, δηλαδή των παλαιοτέρων διδασκάλων μας; Αυτό δε φαίνεται από το γεγονός ότι, όταν πρόκειται να φάγουν ψωμί, δεν πλύνουν τα χέρια των”. 3 Εκείνος δε απεκρίθη και τους είπε· “διατί και σεις παραβαίνετε την εντολήν του Θεού χάριν της παραδόσεώς σας; 4 Διότι, ενώ ο Θεός διέταξε και είπε· Τιμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου· και εκείνος που υβρίζει και βλασφημεί τον πατέρα του η την μητέρα του πρέπει να καταδικάζεται εις θάνατον, 5 σεις εξ αντιθέτου λέγετε· Οποιος θα πη στον πατέρα του η την μητέρα του, αυτό που μου ζητείς να σου δώσω δια την εξυπηρέτησίν σου, θα το προσφέρω αφιέρωμα στον Θεόν, αυτός απαλλάσεται από την υποχρέωσιν να βοηθήση τον πατέρα του η την μητέρα του. 6 Και έτσι έχετε αχρηστεύσει και περιφρονήσει την εντολήν του Θεού εξ αιτίας αυτής της παραδόσεώς σας. 7 Υποκριταί! Πολύ σωστά επροφήτευσε για σας ο Ησαΐας, λέγων· 8 Ο λαός αυτός με πλησιάζει μόνον με το στόμα και με τιμά μόνον με τα χείλη (η ευσέβειά του δηλαδή περιορίζεται εις υποκριτικά λόγια), η δε καρδία των απέχει πολύ από εμένα. 9 Ανώφελα δε με σέβονται, διότι αφίνουν την ιδικήν μου αλήθειαν και διδάσκουν εντολάς και διδασκαλίας ανθρώπων”. 10 Και αφού επροσκάλεσε τα πλήθη του λαού, τους είπε· “ακούσατε καλά και εννοήσατε αυτά που θα σας πω. 11 Δεν μολύνει τον άνθρωπον αυτό που εισέρχεται στο στόμα, αλλά εκείνο που βγαίνει από το στόμα. Αυτό τον μολύνει”.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα