❌
Τρίτη, 18 Ιουλίου 2023

Άγιος Αιμιλιανός, Άγιοι Παύλος, Ουαλεντίνη και Θέη, Άγιος Υάκινθος από την Αμάστριδα, Όσιος Παμβώ
Αἰμιλιανοῦ, Παύλου, Θεῆς καὶ Οὐαλεντίνης τῶν μαρτύρων (†363).
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α' Ϛ´ 20 - 20


20 ἠγοράσθητε γὰρ τιμῆς· δοξάσατε δὴ τὸν Θεὸν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν καὶ ἐν τῷ πνεύματι ὑμῶν ἅτινά ἐστι τοῦ Θεοῦ.

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α' Ζ´ 1 - 12


1 Περὶ δὲ ὧν ἐγράψατέ μοι, καλὸν ἀνθρώπῳ γυναικὸς μὴ ἅπτεσθαι· 2 διὰ δὲ τὰς πορνείας ἕκαστος τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα ἐχέτω, καὶ ἑκάστη τὸν ἴδιον ἄνδρα ἐχέτω. 3 τῇ γυναικὶ ὁ ἀνὴρ τὴν ὀφειλομένην εὔνοιαν ἀποδιδότω, ὁμοίως δὲ καὶ ἡ γυνὴ τῷ ἀνδρί. 4 ἡ γυνὴ τοῦ ἰδίου σώματος οὐκ ἐξουσιάζει, ἀλλ’ ὁ ἀνήρ· ὁμοίως δὲ καὶ ὁ ἀνὴρ τοῦ ἰδίου σώματος οὐκ ἐξουσιάζει, ἀλλ’ ἡ γυνή. 5 μὴ ἀποστερεῖτε ἀλλήλους, εἰ μή τι ἂν ἐκ συμφώνου πρὸς καιρὸν, ἵνα σχολάζητε τῇ νηστείᾳ καὶ τῇ προσευχῇ καὶ πάλιν ἐπὶ τὸ αὐτὸ συνέρχησθε, ἵνα μὴ πειράζῃ ὑμᾶς ὁ σατανᾶς διὰ τὴν ἀκρασίαν ὑμῶν. 6 τοῦτο δὲ λέγω κατὰ συγγνώμην, οὐ κατ’ ἐπιταγήν. 7 θέλω γὰρ πάντας ἀνθρώπους εἶναι ὡς καὶ ἐμαυτόν· ἀλλ’ ἕκαστος ἴδιον χάρισμα ἔχει ἐκ Θεοῦ, ὃς μὲν οὕτως, ὃς δὲ οὕτως. 8 Λέγω δὲ τοῖς ἀγάμοις καὶ ταῖς χήραις, καλὸν αὐτοῖς ἐστιν ἐὰν μείνωσιν ὡς κἀγώ. 9 εἰ δὲ οὐκ ἐγκρατεύονται, γαμησάτωσαν· κρεῖσσον γάρ ἐστι γαμῆσαι ἢ πυροῦσθαι. 10 τοῖς δὲ γεγαμηκόσι παραγγέλλω, οὐκ ἐγώ, ἀλλ’ ὁ Κύριος, γυναῖκα ἀπὸ ἀνδρὸς μὴ χωρισθῆναι· 11 ἐὰν δὲ καὶ χωρισθῇ, μενέτω ἄγαμος ἢ τῷ ἀνδρὶ καταλλαγήτω· καὶ ἄνδρα γυναῖκα μὴ ἀφιέναι. 12 τοῖς δὲ λοιποῖς ἐγὼ λέγω οὐχ ὁ Κύριος· εἴ τις ἀδελφὸς γυναῖκα ἔχει ἄπιστον, καὶ αὐτὴ συνευδοκεῖ οἰκεῖν μετ’ αὐτοῦ, μὴ ἀφιέτω αὐτήν·

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α' Ϛ´ 20 - 20


20 Ναί· δὲν ὁρίζετε τὸν ἑαυτόν σας. Διότι ἑξαγορασθήκατε μὲ τίμημα βαρύ, μὲ τὸ ἀτίμητον αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Ἀποφεύγετε λοιπὸν κάθε αἰσχρὰν πρᾶξιν, ποὺ γίνεται μὲ τὸ σῶμα· καὶ ἀποδιώκετε κάθε πονηρὰν σκέψιν καὶ ἐπιθυμίαν ἀπὸ τὸ πνεῦμα σας. Καὶ ἔτσι δοξάσατε τὸν Θεόν μὲ τὸ σῶμα σας καὶ μὲ τὸ πνεῦμα σας, τὰ ἀνήκουν εἰς τὸν Θεόν.

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α' Ζ´ 1 - 12


1 Όσον δ’ ἀφορᾷ εἰς τὰ ζητήματα, πού μου ἐγράψατε, ἀπαντῶ τὰ ἑξῆς· Καλὸν εἶναι εἰς τὸν ἄνθρωπον νὰ μὴ ἐγγίζῃ καὶ νὰ μὴ γνωρίσῃ διόλου γυναῖκα. 2 Διὰ τὸν κίνδυνον ὅμως τῆς παρεκτροπῆς εἰς πορνείας, ἂς ἔχῃ καθένας τὴν σύζυγόν του καὶ καθεμία ἂς ἔχῃ τὸν ἰδικόν τας ἄνδρα. 3 Εἰς τὴν γυναῖκα του ἂς ἀποδίδῃ ὁ ἄνδρας τὴν εὔνοιαν καὶ τὴν ἀγάπην ποὺ τῆς χρεωστεῖ. Ὁμοίως δὲ καὶ ἡ γυναῖκα ἂς ἀποδίδῃ τὸ αὐτὸ εἰς τὸν ἄνδρα της. 4 Ὡς πρὸς δὲ τὰς ἰδιαιτέρας σχέσεις τοῦ ἀνδρογύνου, ἂς γνωρίζῃ ἡ γυναῖκα, ὅτι δὲν ἐξουσιάζει τὸ ἴδιόν της σῶμα, ἀλλ’ ἐξουσιαστὴς αὐτοῦ ἐντὸς τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ πάντοτε εἶναι ὁ ἄνδρας της. Τὸ ἴδιο δὲ καὶ ὁ ἄνδρας δὲν ἐξουσιάζει τὸ σῶμα του, ἀλλ’ ἐξουσιαστὴς αὐτοῦ εἶναι ἢ γυναῖκα του. 5 Ἂς μὴ ἀποστερῇ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον μὲ ἀποχὴν καὶ ἐγκράτειαν, ἐκτὸς ἐὰν πράττετε τοῦτο ἀπὸ συμφώνου προσκαίρως διὰ νὰ ἐπιδίδεσθε μὲ μεγαλυτέραν προθυμίαν καὶ ἀφοσίωσιν εἰς τὴν νηστείαν καὶ τὴν προσευχήν· καὶ πάλιν νὰ συνέρχεσθε εἰς τὰς συζυγικάς σχέσεις σας, διὰ νὰ μὴ σᾶς πειράζῃ εἰς πορνείαν ὁ σατανᾶς ἐξ αἰτίας τῆς ἀκρατείας σας. 6 Τὴν σύστασιν δὲ τοῦ νὰ μὴ ἀποστερῇ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον σᾶς τὴν κάνω κατὰ συγκατάβασιν, ἐπειδὴ εἶσθε ἀκόμη ἀδύνατοι πνευματικῶς. Δὲν σᾶς ἐπιβάλλω τοῦτο ὡς ἐντολήν. 7 Ναί, κατὰ συγκατάβασιν. Διότι ἑγὼ θέλω νὰ εἶναι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ὅπως εἶμαι καὶ ἑγώ, δηλαδὴ ἄγαμοι. Ἀλλ’ ὁ καθένας ἔχει ἰδικόν του χάρισμα ἀπὸ τὸν Θεόν. Ἄλλος μὲν ἔχει τὸ χάρισμα νὰ ζῇ ἔτσι, ἄγαμος δηλαδή, ἄλλος δὲ νὰ ζῇ διαφορετικά, δηλαδὴ ἐν γάμῳ. 8 Λέγω δὲ εἰς τοὺς ἀγάμους καὶ εἰς τὰς χήρας, ὅτι εἶναι καλὸν εἰς αὐτούς, ἐὰν μείνουν, ὅπως μένω καὶ ἑγώ, δηλαδὴ ἄγαμοι. 9 Ἐὰν ὅμως δὲν ἐγκρατεύωνται, ἂς ἔλθουν εἰς γάμον. Διότι προτιμότερον εἶναι νὰ ἔλθῃ κανεὶς εἰς γάμον, παρὰ νὰ καίεται ἀπὸ τὴν φλόγα τῆς ἐπιθυμίας. 10 Εἰς ἐκείνους δέ, ποὺ ἔχουν ἔλθει εἰς γάμον, δίδω ἐντολὴν ὄχι ἐγώ, ἀλλ’ ὁ Κύριος, ἡ γυναῖκα νὰ μὴ χωρισθῇ ἀπὸ τὸν ἄνδρα τας. 11 Ἐὰν δὲ συμβῇ νὰ χωρισθῇ, ἂς μένῃ ἄγαμος. Ἢ ἐὰν δὲν ἠμπορῇ νὰ ζήσῃ μόνη της, ἂς συμφιλιωθῇ πρὸς τὸν ἄνδρα της. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἄνδρας νὰ μὴ ἀφίνῃ τὴν γυναῖκα του. 12 Εἰς δὲ τοὺς λοιποὺς ἐγγάμους λέγω νόμον, τὸν ὁποῖον δὲν ἔθεσε μὲν ἀπ’ εὐθείας ὁ Κύριος, ἀλλὰ τὸν ὁρίζω ἑγὼ ὡς Ἀπόστολός του. Ἐὰν κανένας ἀδελφὸς Χριστιανὸς ἔχῃ γυναῖκα ἄπιστον, μὲ τὴν ὁποίαν ἦλθεν εἰς γάμον προτοῦ νὰ πιστεύσῃ, καὶ αὐτὴ δέχεται μὲ τὴν καρδιά της νὰ κατοικῇ μαζί του, ἂς μὴ τὴν ἀφίνῃ, ἀλλ’ ἂς ἑξακολουθῇ νὰ τὴν ἔχῃ σύζυγον.

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α' Ϛ´ 20 - 20


20 Διότι έχετε εξαγορασθή με πολύτιμον τίμημα, δηλαδή με το ανεκτίμητον αίμα του Χριστού. Αποφεύγετε, λοιπόν, κάθε σαρκικήν εκτροπήν, που μολύνει το σώμα, και δοξάσατε τον Θεόν με όλην σας την προσωπικότητα, με το σώμα σας και με το πνεύμα σας, τα οποία είναι του Θεού.

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α' Ζ´ 1 - 12


1 Ως προς εκείνα δε που μου εγράψατε, σας λέγω ότι καλόν είναι να μη εγγίση καθόλου ο άνθρωπος γυναίκα. 2 Επειδή όμως ο άνθρωπος είναι αδύνατος και υπάρχει φόβος να παρασυρθή εις πορνείας, ας έχη ο καθένας την γυναίκα του και καθεμία ας έχη τον άνδρα της. 3 Εις την σύζυγόν του ο άνδρας ας αποδίδη, καθ' ο άλλωστε καθήκον έχει, την στοργήν, την συμπάθειαν και την προστασίαν, που της οφείλεται. Ομοίως και η γυναίκα ας αποδίδη τα αυτά στον άνδρα της. 4 Η γυναίκα δεν εξουσιάζει το σώμα της, αλλά, σύμφωνα με τον νόμον του Θεού και έντος του νόμου του Θεού, το εξουσιάζει ο ανήρ· ομοίως και ο άνδρας δεν εξουσιάζει το σώμα του, αλλά το εξουσιάζει η σύζυγός του. 5 Μη αποστερείτε δε ο ένας τον άλλον, εκτός εάν αυτό το κάνετε κατόπιν κοινής συμφωνίας και επί ωρισμένον χρονικόν διάστημα, δια να επιδίδεσθε απερίσπαστοι με μεγαλυτέραν προθυμίαν και αφωσίωσιν εις την νηστείαν και την προσευχήν. Και πάλιν να επανέρχεσθε εις τας συζυγικάς σας σχέσεις, δια να μη δίδετε αφορμήν και ευκαιρίαν, λόγω της ακρατείας σας, να σας πειράζει ο σατανάς. 6 Αυτό που σας είπα, να μη αποστερήτε δηλαδή ο ένας τον άλλον, το λέγω ως υποχώρησιν και συγκατάβασιν δια την πνευματικήν σας αδυναμίαν. Δεν σας το επιβάλλω ως εντολήν. 7 Διότι εγώ θέλω να είναι όλοι οι άνθρωποι όπως είμαι και εγώ, δηλαδή άγαμος και αφωσιωμένος στον Θεόν, αλλ' ο καθένας έχει από τον Θεόν ιδικόν του ιδιαίτερον χάρισμα, άλλος μεν έχει το χάρισμα να ζη κατ' αυτόν τον τρόπον, δηλαδή άγαμος· άλλος δε να ζη κατά διαφορετικόν τρόπον, δηλαδή έγγαμος. 8 Λεγω δε στους αγάμους και εις τας χήρας, ότι είναι καλόν και συμφέρον δι' αυτούς, εάν μείνουν όπως εγώ, δηλαδή άγαμοι. 9 Εάν όμως δεν αισθάνωνται την δύναμιν να εγκρατευθούν, αυτό σημαίνει ότι δεν έχουν το χάρισμα της αγαμίας, και ας προχωρήσουν εις γάμον. Διότι είναι προτιμότερον να έλθη κανείς εις γάμον, παρά να πυρποληται από την φλόγα της σαρκικής επιθυμίας. 10 Εις εκείνους δε οι οποίοι έχουν έλθει εις γάμον, δίδω την εντολήν, όχι εγώ, αλλά ο Κυριος, η γυναίκα να μη χωρισθή από τον άνδρα της. 11 Εάν όμως συμβή και χωρισθή, ας μένη άγαμος η ας συμφιλιωθή με τον άνδρα της. Αλλά και ο άνδρας να μη αφίνη την γυναίκα του. 12 Εις δε τους άλλους εγγάμους, εγώ ως απόστολος του Κυρίου, και όχι κατ' ευθείαν ο Κυριος, λέγω· εάν κανένας αδελφός Χριστιανός έχη γυναίκα άπιστον, που την έλαβε ως σύζυγον, πριν και αυτός πιστεύση, και αυτή συγκατατίθεται προθύμως να κατοική μαζή του, ας μη την απομπέμπη.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΙΔ´ 1 - 13


1 Ἐν ἐκείνῳ τῷ καιρῷ ἤκουσεν Ἡρῴδης ὁ τετράρχης τὴν ἀκοὴν Ἰησοῦ, 2 καὶ εἶπεν τοῖς παισὶν αὐτοῦ· Οὗτός ἐστιν Ἰωάννης ὁ βαπτιστής· αὐτὸς ἠγέρθη ἀπὸ τῶν νεκρῶν, καὶ διὰ τοῦτο αἱ δυνάμεις ἐνεργοῦσιν ἐν αὐτῷ. 3 Ὁ γὰρ Ἡρῴδης κρατήσας τὸν Ἰωάννην ἔδησεν αὐτὸν καὶ ἔθετο ἐν φυλακῇ διὰ Ἡρῳδιάδα τὴν γυναῖκα Φιλίππου τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ· 4 ἔλεγεν γὰρ αὐτῷ ὁ Ἰωάννης· Οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν αὐτήν. 5 καὶ θέλων αὐτὸν ἀποκτεῖναι ἐφοβήθη τὸν ὄχλον, ὅτι ὡς προφήτην αὐτὸν εἶχον. 6 γενεσίων δὲ ἀγομένων τοῦ Ἡρῴδου ὠρχήσατο ἡ θυγάτηρ τῆς Ἡρῳδιάδος ἐν τῷ μέσῳ καὶ ἤρεσε τῷ Ἡρῴδῃ, 7 ὅθεν μεθ’ ὅρκου ὡμολόγησεν αὐτῇ δοῦναι ὃ ἐὰν αἰτήσηται. 8 ἡ δὲ προβιβασθεῖσα ὑπὸ τῆς μητρὸς αὐτῆς, Δός μοι, φησίν, ὧδε ἐπὶ πίνακι τὴν κεφαλὴν Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ. 9 καὶ ἐλυπήθη ὁ βασιλεὺς, διὰ δὲ τοὺς ὅρκους καὶ τοὺς συνανακειμένους ἐκέλευσε δοθῆναι, 10 καὶ πέμψας ἀπεκεφάλισε τὸν Ἰωάννην ἐν τῇ φυλακῇ· 11 καὶ ἠνέχθη ἡ κεφαλὴ αὐτοῦ ἐπὶ πίνακι καὶ ἐδόθη τῷ κορασίῳ, καὶ ἤνεγκε τῇ μητρὶ αὐτῆς. 12 καὶ προσελθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἦραν τὸ σῶμα καὶ ἔθαψαν αὐτό, καὶ ἐλθόντες ἀπήγγειλαν τῷ Ἰησοῦ. 13 Ἀκούσας δὲ ὁ Ἰησοῦς ἀνεχώρησεν ἐκεῖθεν ἐν πλοίῳ εἰς ἔρημον τόπον κατ’ ἰδίαν· καὶ ἀκούσαντες οἱ ὄχλοι ἠκολούθησαν αὐτῷ πεζῇ ἀπὸ τῶν πόλεων.

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΙΔ´ 1 - 13


1 Κατ’ ἐκεῖνον τὸν καιρὸν ἤκουσεν ὁ Ἡρῴδης ὁ Ἀντίπας, ὁ τετράρχης τῆς Γαλιλαίας καὶ Περαίας, τὴν φήμην τοῦ Ἰησοῦ 2 καὶ εἶπεν εἰς τοὺς αὐλικούς του αὐτὸς εἶναι ὁ Ἰωάννης ὁ βαπτιστής· αὐτὸς ἀνεστήθη ἐκ νεκρῶν μὲ νέαν ἀποστολὴν ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ δι’ αὐτὸ αἱ ὑπερφυσικαὶ δυνάμεις ἐνεργοῦν διὰ μέσου αὐτοῦ. 3 Εἰπὲ δὲ ὁ Ἡρῴδης περὶ τοῦ Ἰωάννου, ὅτι ἀνεστήθη ἐκ νεκρῶν, διότι ὁ Ἡρῴδης τὸν εἶχε θανατώσει· ἀφοῦ δηλαδὴ συνέλαβε τὸν Ἰωάννην, τὸν ἔδεσε καὶ τὸν ἔβαλεν εἰς τὴν φυλακὴν ἐξ αἰτίας τῆς Ἡρῳδιάδος, ἡ ὁποία ἦτο σύζυγος τοῦ Φιλίππου τοῦ ἀδελφοῦ του, καὶ συνέζη τώρα μὲ τὸν Ἡρῴδην. 4 Διότι τοῦ ἔλεγεν ὁ Ἰωάννης· Δὲν σοῦ ἐπιτρέπεται ἀπὸ τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ νὰ ἔχῃς αὐτὴν σύζυγον. 5 Καὶ ἐνῷ εἰς τὰς ἀρχάς, παρακινούμενος ἀπὸ τὴν Ἡρῳδιάδα, ἤθελε νὰ τὸν φονεύσῃ, ἐφοβήθη τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ, διότι ἐθεώρουν καὶ ἐσέβοντο αὐτὸν ὡς προφήτην. 6 Ἀλλ’ ὅταν ἑωρτάζοντο τὰ γενέθλια τοῦ Ἡρῴδου, ἐχόρευσεν ἡ κόρη τῆς Ἠρῳδιάδος εἰς τὸ μέσον τῶν προσκαλεσμένων εἰς τὸ τραπέζι καὶ ἄρεσεν ὁ χορός της εἰς τὸν Ἡρῴδην. 7 Δι’ αὐτὸ τῆς ὑπεσχέθη μὲ ὅρκον νὰ τῆς δώσῃ κάθε τι ποὺ θὰ ἐζήτει. 8 Αὐτὴ δὲ ὁδηγηθεῖσα ἀπὸ τὴν μητέρα της· Δός μοι, εἶπεν, ἐδῶ ἐπάνω εἰς τὸ πιάτο, τὴν κεφαλὴν Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ. 9 Καὶ ἐλυπήθη ὁ βασιλεύς, διὰ τοὺς ὅρκους ὅμως καὶ δι’ ἐκείνους, ποὺ ἐκάθηντο μαζὶ εἰς τὸ τραπέζι, εἰς τοὺς ὁποίους ἦτο ἐκτεθειμένος καὶ δὲν ἤθελε νὰ παρουσιασθῇ, ὅτι ἠθέτει τὸν λόγον του καὶ τὸν ὅρκον του, ἔδωκε διαταγὴν νὰ δοθῇ ἡ κεφαλὴ τοῦ Ἰωάννου. 10 Καὶ ἀφοῦ ἔστειλε δήμιον, ἀπεκεφάλισε τὸν Ἰωάννην εἰς τὴν φυλακήν. 11 Καὶ ἐφέρθη ἡ κεφαλή του ἐπάνω εἰς πιάτο καὶ ἐδόθη εἰς τὸ κοράσιον, καὶ τὴν ἔφερεν ἐκεῖνο εἰς τὴν μητέρα του. 12 Καὶ ἐπῆγαν οἱ μαθηταὶ τοῦ Ἰωάννου εἰς τὴν φυλακὴν καὶ ἐσήκωσαν τὸ σῶμα του καὶ τὸ ἔθαψαν.Καὶ μετὰ τὴν ταφὴν ἦλθαν καὶ ἀνήγγειλαν εἰς τὸν Ἰησοῦν τὸ συμβάν. 13 Ὅταν δὲ ἤκουσε ταῦτα ὁ Ἰησοῦς, ἀνεχώρησεν ἀπ’ ἐκεῖ διὰ πλοίου εἰς ἔρημον τόπον, ὥστε νὰ μείνῃ μόνος μὲ τοὺς μαθητάς του. Καὶ ὅταν ἤκουσαν τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ, ὅτι ἀπεχώρησεν εἰς ἔρημον τόπον, τὸν ἠκολούθησαν πεζοὶ ἀπὸ τὰς πόλεις.

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΙΔ´ 1 - 13


1 Κατά τον καιρόν εκείνος ο Ηρώδης Αντίπας, ο τετράρχης της Γαλιλαίας, επληροφορήθη την φήμην του Ιησού, 2 και είπεν στους ανθρώπους του περιβάλλοντός του· “αυτός είναι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, τον οποίον εγώ αποκεφάλισα· αυτός ανεστήθη εκ των νεκρών και δια τούτο ενεργούν δι' αυτού αι θαυματουργικαί δυνάμεις”. 3 Διότι ο Ηρώδης είχε συλλάβει τον Ιωάννην, τον έδεσε και τον έρριψεν εις την φυλακήν εξ αιτίας της Ηρωδιάδος, με την οποίαν παρανόμως συζούσε, διότι αυτή ήτο σύζυγος του αδελφού του Φιλίππου. 4 Επειδή έλεγεν εις αυτόν ο Ιωάννης· “δεν σου επιτρέπεται να συζής με αυτήν”. 5 Και ενώ ήθελε να τον θανατώση, δεν τον εθανάτωνε, διότι εφοβείτο τα πλήθη του λαού, τα οποία εθεωρούσαν τον Ιωάννην ως προφήτην. 6 Οταν όμως ο Ηρώδης εώρταζε τα γενέθλιά του, εχόρευσε με τέχνην και προκλητικότητα η κόρη της Ηρωδιάδος, η Σαλώμη, ενώπιον των προσκεκλημένων και ήρεσεν ο χορός της στον Ηρώδην. 7 Δια τούτο υπεσχέθη εις αυτήν με όρκον δημοσία, να της δώση ο,τιδηποτε και αν του ζητήση. 8 Εκείνη δε καθοδηγηθείσα από την μητέρα της είπε· “δος μου εδώ επάνω στο πιάτο το κεφάλι του Ιωάννου του Βαπτιστού”. 9 Και εστενοχωρήθη μεν ο βασιλεύς, αλλά δια τους όρκους και δια να μη εκτεθή στους συνδαιτημόνας ως επίορκος, διέταξε να δοθή η κεφαλή του Ιωάννου. 10 Και έστειλε δήμιον και αποκεφάλισε τον Ιωάννην εις την φυλακήν. 11 Και έφεραν την κεφαλήν αυτού επάνω εις ένα πιάτο και την έδωσαν εις την κόρην και εκείνη την έφερεν εις την μητέρα της. 12 Επήγαν κατόπιν οι μαθηταί του Ιωάννου, επήραν το σώμα αυτού και το έθαψαν. Επειτα δε ήλθαν στον Ιησούν και ανήγγειλαν εις αυτόν το θλιβερόν γεγονός. 13 Οταν δε ο Ιησούς ήκουσε αυτά, ανεχώρησε από εκεί με πλοίον εις έρημον τόπον, όπου έμεινε μόνος με τους μαθητάς του. Οταν όμως επληροφορήθησαν τα πλήθη την αναχώρησιν του Ιησού, τον ηκολούθησαν πεζή από τας πόλεις.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα