❌
Τρίτη, 27 Ιουνίου 2023

Άγιος Σαμψών ο Ξενοδόχος, Αγία Ιωάννα η Μυροφόρος
Σαμψὼν ὁσίου τοῦ ξενοδόχου (†530).
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Ι´ 11 - 21


11 λέγει γὰρ ἡ γραφή· πᾶς ὁ πιστεύων ἐπ’ αὐτῷ οὐ καταισχυνθήσεται. 12 οὐ γάρ ἐστι διαστολὴ Ἰουδαίου τε καὶ Ἕλληνος· ὁ γὰρ αὐτὸς Κύριος πάντων, πλουτῶν εἰς πάντας τοὺς ἐπικαλουμένους αὐτόν· 13 πᾶς γὰρ ὃς ἂν ἐπικαλέσηται τὸ ὄνομα Κυρίου σωθήσεται. 14 πῶς οὖν ἐπικαλέσονται εἰς ὃν οὐκ ἐπίστευσαν; πῶς δὲ πιστεύσουσιν οὗ οὐκ ἤκουσαν; πῶς δὲ ἀκούσουσι χωρὶς κηρύσσοντος; 15 πῶς δὲ κηρύξουσιν ἐὰν μὴ ἀποσταλῶσι; καθὼς γέγραπται· ὡς ὡραῖοι οἱ πόδες τῶν εὐαγγελιζομένων εἰρήνην, τῶν εὐαγγελιζομένων τὰ ἀγαθά! 16 Ἀλλ’ οὐ πάντες ὑπήκουσαν τῷ εὐαγγελίῳ· Ἡσαΐας γὰρ λέγει· Κύριε, τίς ἐπίστευσε τῇ ἀκοῇ ἡμῶν; 17 ἄρα ἡ πίστις ἐξ ἀκοῆς, ἡ δὲ ἀκοὴ διὰ ῥήματος Θεοῦ. 18 ἀλλὰ λέγω, μὴ οὐκ ἤκουσαν; μενοῦνγε εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος αὐτῶν, καὶ εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης τὰ ῥήματα αὐτῶν. 19 ἀλλὰ λέγω, μὴ οὐκ ἔγνω Ἰσραήλ; πρῶτος Μωϋσῆς λέγει· ἐγὼ παραζηλώσω ὑμᾶς ἐπ’ οὐκ ἔθνει, ἐπὶ ἔθνει ἀσυνέτῳ παροργιῶ ὑμᾶς. 20 Ἡσαΐας δὲ ἀποτολμᾷ καὶ λέγει· εὑρέθην τοῖς ἐμὲ μὴ ζητοῦσιν, ἐμφανὴς ἐγενόμην τοῖς ἐμὲ μὴ ἐπερωτῶσι. 21 πρὸς δὲ τὸν Ἰσραὴλ λέγει· ὅλην τὴν ἡμέραν ἐξεπέτασα τὰς χεῖράς μου πρὸς λαὸν ἀπειθοῦντα καὶ ἀντιλέγοντα.

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ ΙΑ´ 1 - 2


1 Λέγω οὖν, μὴ ἀπώσατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ; μὴ γένοιτο· καὶ γὰρ ἐγὼ Ἰσραηλίτης εἰμί, ἐκ σπέρματος Ἀβραάμ, φυλῆς Βενιαμίν. 2 οὐκ ἀπώσατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ ὃν προέγνω. ἢ οὐκ οἴδατε ἐν Ἠλίᾳ τί λέγει ἡ γραφή, ὡς ἐντυγχάνει τῷ Θεῷ κατὰ τοῦ Ἰσραήλ λέγων;,

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Ι´ 11 - 21


11 Καὶ ἐπιτυγχάνει τὴν σωτηρίαν του, διότι λέγει ἡ Γραφή· Καθένας ποὺ πιστεύει εἰς αὐτόν, δὲν θὰ ἐντροπιασθῇ. 12 Ναί· καθένας ποὺ πιστεύει. Διότι δὲν ὑπάρχει διάκρισις μεταξὺ Ἰουδαίου καὶ Ἕλληνος, διότι ὁ αὐτὸς Κύριος εἶναι Κύριος ὅλων. Ὄχι μόνον Κύριος τῶν Ἰουδαίων, ἀλλὰ καὶ Κύριος τῶν ἐθνικῶν. Καὶ ὁ Κύριος αὐτὸς εἶναι πλούσιος εἰς ἀγαθότητα καὶ ἔλεος δι’ ὅλους, ὥστε νὰ παρέχῃ ἀφθόνως τὰς δωρεὰς τῆς σωτηρίας πρὸς ἐκείνους, ποὺ ἐπικαλοῦνται αὐτόν. 13 Ὅτι δὲ ὅσοι ἐπικαλοῦνται αὐτὸν σώζονται, ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὴν προφητείαν τοῦ Ἰωήλ, ὁ ὁποῖος βέβαιοῖ, ὅτι καθένας ποὺ θὰ ἐπικαλεσθῇ τὸ ὅνομα τοῦ Κυρίου, θὰ σωθῇ. 14 Ἰδοὺ λοιπὸν διατὶ οἱ Ἰσραηλῖται ἀπεξενώθησαν ἀπὸ τὴν σωτηρίαν καὶ δὲν ἐπέτυχαν τὴν δικαίωσιν. Διὰ νὰ δικαιωθοῦν καὶ σωθοῦν, πρέπει νὰ ἐπικαλεσθοῦν τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου. Ἀλλὰ πῶς θὰ ἐπικαλεσθοῦν ἐκεῖνον, εἰς τὸν ὁποῖον δὲν ἐπίστευσαν; Πῶς δὲ θὰ πιστεύσουν εἰς ἐκεῖνον, τὸν ὁποῖον δὲν ἤκουσαν νὰ κηρύττεται; Πῶς δὲ θὰ ἀκούσουν, χωρὶς νὰ ὑπάρχῃ κάποιος ποὺ νὰ κηρύττῃ; 15 Πῶς δὲ θὰ διεξαγάγουν ἐπιτυχῶς τὴν διακονίαν τοῦ κηρύγματος, ἐὰν δὲν ἀποσταλοῦν διὰ τὴν διακονίαν αὐτὴν ἀπὸ τὸν Θεόν; Γίνεται δὲ ἡ ἀποστολὴ αὐτὴ τῶν διακόνων τοῦ κηρύγματος σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο, ποὺ ἔχει γραφῆ ἀπὸ τὸν Ἡσαΐαν: Πόσον ὡραῖα εἶναι τὰ πόδια ἐκείνων, ποὺ ἀναγγέλλουν τὸ χαρμόσυνον ἄγγελμα τῆς εἰρήνης, τὴν ὁποίαν μὲ τὸ αἷμα του ἀποκατέστησε μεταξὺ τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων ὁ Χριστός· τὰ πόδια ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι εὐαγγελίζονται τὰ ἀγαθὰ καὶ τὰς εὐλογίας, ποὺ μᾶς ἐξησφάλισεν ὁ Λυτρωτής! 16 Ἀλλὰ καίτοι ὁ Θεὸς ἀπέστειλε κήρυκας, δὲν ὑπήκουσαν ὅλοι εἰς τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου. Ἡ ἀπιστία τους ὅμως ἦτο πρὸ πολλοῦ γνωστή· διότι ὁ Ἡσαΐας λέγει προφητικῶς ἐξ ὀνόματος τῶν ἀπεσταλμένων τοῦ Θεοῦ· Κύριε, ποῖος ἐπίστευσεν εἰς ὅσα ἤκουσεν ἀπὸ ἡμᾶς νὰ κηρύττωνται; Πολὺ ὀλίγοι. 17 Ἐξάγεται λοιπὸν ἀπὸ τὰ λεχθέντα ὡς συμπέρασμα, ὅτι ἡ πίστις γεννᾶται ἀπὸ τὸ ἀκουόμενον κήρυγμα, τὸ δὲ κήρυγμα γίνεται διὰ τῆς ἀναπτύξεως καὶ γνωστοποιήσεως τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. 18 Ἀλλὰ λέγω ἐξετάζων ἐνδεχομένην ἔνστασιν: Μήπως οἱ Ἰουδαῖοι δὲν ἤκουσαν θεῖον κήρυγμα; Βεβαίως ἤκουσαν, διότι ἡ φωνὴ τῶν κηρύκων τοῦ εὐαγγελίου, ὅμοια πρὸς τὴν φωνήν, μὲ τὴν ὁποίαν τὰ ἔργα τῆς δημιουργίας ἑξαγγέλλουν τὸν Ποιητήν τους, ἐβγῆκεν εἰς ὅλην τὴν γῆν καὶ οἱ λόγοι τους ἀκούσθησαν εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης. 19 Ἀλλὰ καὶ νέαν ἔνστασιν ἐξετάζων λέγω: Μήπως δὲν ἐκατάλαβεν ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ; Ὄχι. Διότι, καθὼς καταφαίνεται ἀπὸ τὰς προφητείας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἦτο ἀνέκαθεν σκληροκάρδιος. Πρῶτος ὁ Μωϋσῆς λέγει ἐξ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ· Ἐγὼ θὰ σᾶς κάμω νὰ κυριευθῆτε ἀπὸ ζήλειαν δι’ ἔθνος, ποὺ σεῖς δὲν τὸ λογαριάζετε γιὰ ἔθνος· διὰ τοὺς ἀσυνέτους εἰδωλολάτρας, τοὺς ὁποίους ἐγὼ θὰ ἐλεήσω καὶ θὰ τιμήσω, θὰ φθάσῃ ἡ ζήλεια σας μέχρις ὀργῆς. 20 Ὁ Ἡσαΐας δὲ ἐν μέσῳ τῶν Ἰσραηλιτῶν, ποὺ ἐπεριφρόνουν τοὺς εἰδωλολάτρας, λαμβάνει τὴν τόλμην καὶ λέγει ἐξ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ: Εὑρέθην ἐγώ, ὁ ἀληθινὸς Θεός, ἀπὸ ἐθνικοὺς ποὺ δὲν μὲ ζητοῦν, ἔγινα φανερὸς εἰς ἐκείνους ποὺ δὲν μὲ ἐρωτοῦν, διότι δὲν μὲ ἡξεύρουν. 21 Πρὸς δὲ τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν λέγει: Διαρκῶς σὰν πατέρας στοργικὸς ἑξάπλωσα τὰ χέρια μου διὰ νὰ ἀγκαλιάσω λαόν, ὁ ὁποῖος ἀπειθεῖ καὶ ἀντιλέγει.

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ ΙΑ´ 1 - 2


1 Κατόπιν λοιπὸν αὐτῶν, ποὺ εἴπομεν, ἐρωτῶ: Μήπως ὁ Θεὸς ἔσπρωξε μακρυὰ καὶ ἀπέρριψε τὸν ἐκλεκτὸν λαόν του; Μὴ γένοιτο νὰ εἴπωμεν κάτι τέτοιο. Διότι καὶ ἐγώ, τὸν ὁποῖον ἐκάλεσεν ὁ Θεὸς Ἀπόστολον τοῦ Εὐαγγελίου, εἶμαι Ἰσραηλίτης, ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἀβραάμ, ἀπὸ τὴν φυλὴν Βενιαμίν. Πῶς λοιπὸν θὰ μὲ ἐξέλεγεν Ἀπόστολόν του ὁ Θεός, ἐὰν εἶχεν ἀπορρίψει τοὺς Ἰσραηλίτας; 2 Ὄχι· δὲν ἀπέρριψεν ὁ Θεὸς τοὺς Ἰσραηλίτας, τοὺς ὁποίους, προτοῦ νὰ καλέσῃ τὰ ἔθνη, ἐπρογνώρισε καὶ ἐξέλεξεν ὡς λαὸν ἰδικόν του. Ἀλλ’ αὐτὸ, ποὺ συνέβη σήμερον, ἔγινε καὶ προτήτερα εἰς ἄλλους χρόνους τῆς Π. Διαθήκης. Ἢ δὲν ἠξεύρετε, τί λέγει ἡ Γραφή, ὅταν ἐξιστορῇ τὴν δρᾶσιν τοῦ προφήτου Ἠλία; Πῶς δηλαδὴ ὁ Ἠλίας προσευχόμενος εἰς τὸν Θεὸν ὁμίλει κατὰ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ λέγων:

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Ι´ 11 - 21


11 Αλλωστε και η Αγία Γραφή λέγει· “καθένας, που πιστεύει εις αυτόν, είτε Ιουδαίος είναι είτε εθνικός, δεν θα εντροπιασθή ούτε θα ίδη να διαψεύδεται η πίστις του”. 12 Ναι, καθένας που πιστεύει, διότι δεν υπάρχει καμμία διάκρισις μεταξύ Ιουδαίου και Ελληνος, επειδή ο αυτός Κυριος είναι Κυριος και Θεός όλων, προσφέρων πλουσίας τας δωρεάς του εις όλους εκείνους, οι οποίοι τον επικαλούνται. 13 Αυτό προλέγει και ο προφήτης Ιωήλ· “καθένας που θα επικαλεσθή με πίστιν το όνομα του Κυρίου, θα σωθή”. 14 Οι Εβραίοι όμως δεν επίστευσαν στον Χριστόν. Πως, λοιπόν, θα επικαλεσθούν Εκείνον, στον οποίον δεν επίστευσαν; Πως δε θα πιστεύσουν εις Εκείνον, δια τον οποίον δεν ήκουσαν κήρυγμα και διδασκαλίαν; Πως δε είναι δυνατόν να ακούσουν, χωρίς να υπάρχη δι' αυτούς ο κήρυξ, ο διδάσκαλος της αληθείας; 15 Πως δε θα κηρύξουν επιτυχώς την αλήθειαν του Ευαγγελίου οι κήρυκες, εάν δεν αποσταλούν εις την υπηρεσίαν αυτήν; Πρέπει δε να λάβουν, όπως και έλαβαν, προς τούτο εντολήν από τον Θεόν, καθώς έχει γραφή και στον προφήτην Ησαΐαν· “πόσον ωραίοι είναι οι πόδες εκείνων, που κηρύττουν το χαρμόσυνον μήνυμα της ειρήνης του Θεού προς τους ανθρώπους, αυτών που αναγγέλουν τα αγαθά και τας δωρεάς”, που μας προσφέρει δια της θυσίας του ο λυτρωτής! 16 Αλλά, μολονότι ο Θεός έστειλε τους κήρυκάς του, δεν υπήκουσαν όλοι οι Εβραίοι στο Ευαγγέλιον. Αυτήν την απιστίαν προείπε και ο Ησαΐας, λέγων· “Κυριε, ποιός επίστευσεν εις όσα ήκουσεν από ημάς να κηρύττωμεν;” 17 Αρα η πίστις γεννάται μέσα εις την καρδίαν από την ακρόασιν του κηρύγματος· το δε κήρυγμα έχει ως περιεχόμενον και σκοπόν την ανάπτυξιν και γνωστοποίησιν των λόγων του Θεού. 18 Αλλά λέγω, ότι ίσως θα ημπορούσε να ισχυρισθή κανείς· μήπως τάχα οι Ιουδαίοι δεν ήκουσαν το κήρυγμα; Καθε άλλο, διότι βεβαιότατα “εις όλην την γην εξήλθε και διεδόθη φωτεινόν και έντονον το κήρυγμα των Αποστόλων, και εις τα πέρατα της οικουμένης έχουν φθάσει και έχουν ακουσθή οι λόγοι των”. 19 Αλλά πάλιν λέγω, ότι θα ημπορούσε να ερωτήση κανείς· Μηπως δεν εγνώρισαν και δεν ενόησαν καλά τον λόγον του Θεού οι Ισραηλίται; Οχι, διότι απ' αρχής αυτοί ήσαν σκληρόκαρδοι και κωφοί στο θέλημα του Θεού. Πρώτος ο Μωϋσής λέγει, εκ μέρους του Θεού, δι' αυτούς· “εγώ θα σας κάμω να καταληφθήτε από ζήλειαν δι' έθνος, που δεν το θεωρείτε έθνος, και θα σας εξερεθίσω ένεκα του φθόνου σας εναντίον ειδωλολατρικού έθνους, το οποίον σεις θεωρείτε ασύνετον και το οποίον εν τούτοις εγώ δια την καλήν του διάθεσιν θα ελεήσω”. 20 Ο δε προφήτης Ησαΐας τολμά και λέγει εκ μέρους του Θεού προς τους Ισραηλίτας· απεκαλύφθην εγώ και έγινα γνωστός από τους εθνικούς, που δεν με ζητούν, έγινα φανερός εις εκείνους, οι οποίοι λόγω της αγνοίας των δεν με ερωτούν”. 21 Προς δε τον Ισραηλιτικόν λαόν λέγει· “όλας τας ημέρας συνεχώς άπλωσα με στοργήν τα χέρια μου, δια να αγκαλιάσω ένα λαόν, ο οποίος απειθεί και αντιλέγει”.

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ ΙΑ´ 1 - 2


1 Ερωτώ λοιπόν τώρα· Μηπως ο Θεός απώθησε και απέρριψε μακρυά τον λαόν του; Ποτέ ας μη λεχθή κάτι τέτοιο· διότι και εγώ, που έχω κληθή από τον Θεόν Απόστολος, είμαι Ισραηλίτης, από τους απογόνους του Αβραάμ, από την φυλήν του Βενιαμίν. 2 Οχι, δεν απέρριψε ο Θεός τον λαόν του, τον οποίον είχε προγνωρίσει και εκλέξει. Η δεν γνωρίζετε και δεν ενθυμείσθε τι λέγει η Γραφή εις την ιστορίαν του Ηλία; Οτι δηλαδή ο Ηλίας προσεύχεται προς τον Θεόν εναντίον του Ισραηλιτικού λαού λέγων·

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΙΑ´ 16 - 20


16 Τίνι δὲ ὁμοιώσω τὴν γενεὰν ταύτην; ὁμοία ἐστὶ παιδίοις καθημένοις ἐν ἀγοραῖς ἃ προσφωνοῦντα τοῖς ἑτέροις αὐτῶν λέγουσιν· 17 ηὐλήσαμεν ὑμῖν, καὶ οὐκ ὠρχήσασθε, ἐθρηνήσαμεν ὑμῖν, καὶ οὐκ ἐκόψασθε. 18 ἦλθεν γὰρ Ἰωάννης μήτε ἐσθίων μήτε πίνων, καὶ λέγουσι· δαιμόνιον ἔχει· 19 ἦλθεν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐσθίων καὶ πίνων, καὶ λέγουσιν· ἰδοὺ ἄνθρωπος φάγος καὶ οἰνοπότης, τελωνῶν φίλος καὶ ἁμαρτωλῶν. καὶ ἐδικαιώθη ἡ σοφία ἀπὸ τῶν τέκνων αὐτῆς! 20 Τότε ἤρξατο ὀνειδίζειν τὰς πόλεις ἐν αἷς ἐγένοντο αἱ πλεῖσται δυνάμεις αὐτοῦ, ὅτι οὐ μετενόησαν·

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΙΑ´ 16 - 20


16 Ἀλλὰ πρὸς ποῖον νὰ παρομοιάσω τὴν διεστραμμένην αὐτὴν γενεάν, ἡ ὁποία δὲν ἔχει αὐτιὰ διὰ νὰ ἀκούῃ; Εἶναι ὁμοία πρὸς παιδιὰ ἀνόητα καὶ ὀκνηρά, ποὺ κάθηνται εἰς τὰς ἀγοράς, τὰ ὁποῖα φωνάζουν δυνατὰ εἰς τοὺς φίλους των καὶ λέγουν· 17 Σᾶς ἐπαίξαμεν χαρούμενα μὲ τὸν αὐλὸν καὶ δὲν ἐχορεύσατε· σᾶς ἐμοιρολογήσαμεν καὶ σᾶς εἴπαμεν τραγούδια θλιβερὰ καὶ δὲν ἐκτυπήσατε τὰ στήθη καὶ τὴν κεφαλὴν κλαίοντες ἀπαρηγόρητα. 18 Τῆς γενεᾶς αὐτῆς οἰ ἄνθρωποι εἶναι δύστροποι καὶ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ τοὺς εὔρη πουθενά.Διότι ἦλθεν ὁ Ἰωάννης, ὁ ὁποῖος οὔτε ἔτρωγεν οὔτε ἔπινεν ὅπως οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, ἀλλ’ ἔζη ἀσκητικά, καὶ εἶπαν δι’ αὐτόν· Εἶναι ὑποχόνδριος καὶ μεαγχολικὸς καὶ ἔχει μέσα του δαιμόνιον. 19 Ἦλθεν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ τρώγει καὶ πίνει ὡς ἐγκρατὴς ἀλλὰ κοινωνικὸς ἄνθρωπος, καὶ λέγουν· Ἰδοὺ ἄνθρωπος φαγᾶς καὶ οἰνοπότης, φίλος τῶν τελωνῶν καὶ τῶν ἁμαρτωλῶν.Καὶ ἐθαυμάσθη ἡ θεία σοφία ὡς δικαία καὶ ὡς ἐργασθεῖσα σοφῶς διὰ τὴν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων, ὅχι ἀπὸ ὅλους, ὅπως θὰ ἔπρεπε, ἀλλὰ μόνον ἀπὸ τοὺς πράγματι συνετοὺς καὶ πνεῦμα σοφίας ἔχοντας ἀνθρώπους. 20 Τότε ἤρχισεν ὁ Ἰησοῦς νὰ μέμφεται καὶ νὰ ταλανίζῃ τὰς πόλεις, εἰς τὰς ὁποίας εἶχαν γίνει τὰ περισσότερα θαύματά του, διότι δὲν μετενόησαν.

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΙΑ´ 16 - 20


16 Με τι να παρομοιάσω την γενεάν αυτήν; Ομοιάζει με ανόητα παιδιά, που κάθονται είς τας αγοράς και φωνάζουν στους φίλους των και λέγουν· 17 Επαίξαμεν χορευτικά τραγούδια με την φλογέρα και δεν εχορέψατε, εθρηνήσαμε και σας είπαμε μοιρολόγια και δεν εκτυπήσατε κλαίοντες το κεφάλι και το στήθος. 18 Διότι ήλθε ο Ιωάννης, που εζούσε ασκητικήν ζωήν, χωρίς να τρώγη και χωρίς να πίνη όπως οι άλλοι, και είπαν οι άνθρωποι της γενεάς αυτής ότι έχει δαιμόνιον. 19 Ηλθε ο Υιός του ανθρώπου, ο οποίος και τρώγει και πίνει, όπως κάθε φυσιολογικός, εγκρατής και κοινωνικός άνθρωπος, και λέγουν· να, άνθρωπος φαγάς και οινοπότης, φίλος τελωνών και αμαρτωλών. Και έτσι η θεία σοφία εθαυμάσθη και εδικαιώθη από τα συνετά τέκνα της, διότι χρησιμοποιεί πάντοτε σοφούς και δικαίους τρόπους εις σωτηρίαν του ανθρώπου”. 20 Τοτε ήρχισεν ο Ιησούς να ελέγχη και να επιτιμά με δριμύτητα τας πόλεις εις τας οποίας είχαν γίνει τα πλείστα από τα θαύματά του και αι οποίαι, παρ' όλα αυτά, δεν μετενόησαν.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα