❌
Παρασκευή, 23 Ιουνίου 2023

Αγία Αγριππίνα, Άγιοι Αριστοκλής ο πρεσβύτερος, Δημητριανός διάκονος και Αθανάσιος αναγνώστης
Ἀγριππίνης (†253-260) μάρτυρος. Ἀριστοκλέους πρεσβυτέρου, Δημητρίου διακόνου, Ἀθανασίου ἀναγνώστου.
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Θ´ 6 - 19


6 Οὐχ οἷον δὲ ὅτι ἐκπέπτωκεν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. οὐ γὰρ πάντες οἱ ἐξ Ἰσραήλ, οὗτοι Ἰσραήλ, 7 οὐδ’ ὅτι εἰσὶ σπέρμα Ἀβραάμ, πάντες τέκνα, ἀλλ’, ἐν Ἰσαὰκ κληθήσεταί σοι σπέρμα· 8 τοῦτ’ ἔστιν οὐ τὰ τέκνα τῆς σαρκὸς ταῦτα τέκνα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὰ τέκνα τῆς ἐπαγγελίας λογίζεται εἰς σπέρμα. 9 ἐπαγγελίας γὰρ ὁ λόγος οὗτος· κατὰ τὸν καιρὸν τοῦτον ἐλεύσομαι καὶ ἔσται τῇ Σάρρᾳ υἱός. 10 οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ Ρεβέκκα ἐξ ἑνὸς κοίτην ἔχουσα, Ἰσαὰκ τοῦ πατρὸς ἡμῶν· 11 μήπω γὰρ γεννηθέντων μηδὲ πραξάντων τι ἀγαθὸν ἢ κακόν, ἵνα ἡ κατ’ ἐκλογὴν τοῦ Θεοῦ πρόθεσις μένῃ, οὐκ ἐξ ἔργων, ἀλλ’ ἐκ τοῦ καλοῦντος, 12 ἐρρέθη αὐτῇ ὅτι ὁ μείζων δουλεύσει τῷ ἐλάσσονι, 13 καθὼς γέγραπται· τὸν Ἰακὼβ ἠγάπησα, τὸν δὲ Ἡσαῦ ἐμίσησα. 14 Τί οὖν ἐροῦμεν; μὴ ἀδικία παρὰ τῷ Θεῷ; μὴ γένοιτο. 15 τῷ γὰρ Μωϋσεῖ λέγει· ἐλεήσω ὃν ἂν ἐλεῶ, καὶ οἰκτιρήσω ὃν ἂν οἰκτίρω. 16 ἄρα οὖν οὐ τοῦ θέλοντος οὐδὲ τοῦ τρέχοντος, ἀλλὰ τοῦ ἐλεοῦντος Θεοῦ. 17 λέγει γὰρ ἡ γραφὴ τῷ Φαραὼ ὅτι εἰς αὐτὸ τοῦτο ἐξήγειρά σε, ὅπως ἐνδείξωμαι ἐν σοὶ τὴν δύναμίν μου, καὶ ὅπως διαγγελῇ τὸ ὄνομά μου ἐν πάσῃ τῇ γῇ. 18 ἄρα οὖν ὃν θέλει ἐλεεῖ, ὃν δὲ θέλει σκληρύνει. 19 Ἐρεῖς οὖν μοι· τί ἔτι μέμφεται; τῷ γὰρ βουλήματι αὐτοῦ τίς ἀνθέστηκε;

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Θ´ 6 - 19


6 Τὸ ὅτι ὅμως ἐχωρίσθησαν οἱ Ἰσραηλῖται ἀπὸ τὸν Μεσσίαν καὶ ἐξέπεσαν ἀπὸ τὰς εὐλογίας, ποὺ μᾶς ἔφερε, δὲν ἔχει τέτοιαν σημασίαν, ὁποίαν ἐκ πρώτης ὄψεως θὰ ἐφαντάζετο κανείς. Δὲν σημαίνει δηλαδή, ὅτι ἔχασε τὴν δύναμίν του καὶ διεψεύσθη ὁ λόγος, μὲ τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς ἐβεβαίωσε τὴν διαθήκην του. Διότι ἀληθινὸς ἰσραηλιτικὸς λαὸς δὲν εἶναι ὅλοι, ὅσοι κατάγονται σαρκικῶς ἀπὸ τὸν Ἰσραήλ. 7 Οὔτε διότι εἶναι σαρκικοὶ ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραάμ, εἶναι δι’ αὐτὸ τέκνα τοῦ Ἀβραὰμ μὲ κληρονομικὰ δικαιώματα ἐπὶ τῆς ἐπαγγελίας. Ἀλλά, καθὼς λέγει ἡ Γραφή, ἀπὸ τὸν Ἰσαὰκ θὰ ὀνομασθοῦν οἱ ἀληθινοὶ ἀπόγονοί σου. 8 Μὲ ἄλλα λόγια τέκνα τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι τὰ σαρκικὰ τέκνα, ποὺ γεννῶνται κατὰ νόμους φυσικούς. Ἀλλὰ τὰ τέκνα, ποὺ γεννῶνται σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεσιν τοῦ Θεοῦ, αὐτὰ λογαριάζονται εἰς ἀληθινοὺς καὶ πραγματικοὺς ἀπογόνους. 9 Διότι εἶναι λόγος ἐπαγγελίας καὶ ὑποσχέσεως ὁ λόγος αὐτός, τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς εἶπεν εἰς τὸν Ἀβραάμ, ὅταν προανήγγελλε τὴν γέννησιν τοῦ Ἰσαάκ, τοῦ μόνου πραγματικοῦ κληρονόμου τοῦ Ἀβραάμ. Εἶπε δηλαδὴ ὁ Θεός: Τὸ ἐρχόμενον ἔτος σὰν τώρα θὰ ἔλθω καὶ ἡ στεῖρα Σάρρα θὰ ἔχῃ παιδί. 10 Ὄχι δὲ μόνον ἡ Σάρρα ἐγέννησε κατὰ τὴν ὑπόσχεσιν τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ ἡ Ρεβέκκα ἔλαβε θείαν ἐπαγγελίαν καὶ ὑπόσχεσιν καὶ ἀπὸ ἕνα ἄνδρα, δηλαδὴ τὸν πατέρα μας Ἰσαάκ, συνέλαβε καὶ ἐτεκνοποίησεν. 11 Ὅτι δὲ σύμφωνα μὲ θείαν ὑπόσχεσιν ἐγέννησε καὶ ἡ Ρεβέκκα, ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὸ ὅτι, ἐνῷ ἀκόμη δὲν εἶχαν γεννηθῆ τὰ δίδυμα παιδιά της καὶ δὲν εἶχαν ἀκόμη πράξει κάτι ἀγαθὸν ἢ κακόν, 12 ἐλέχθη εἰς αὐτήν, ὅτι ὁ μεγαλύτερος Ἠσαῦ θὰ δουλεύσῃ εἰς τὸν μικρότερον Ἰακώβ. Καὶ ἔγινεν αὐτό, διὰ νὰ μένῃ στερεὰ καὶ ἀδιαμφισβήτητος ἡ βουλὴ καὶ ἡ προαπόφασις τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία βασίζεται εἰς τὴν ἐκλογήν του καὶ δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ ἔργα ἀνθρώπου, ἀλλ’ ἀπὸ τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος καλεῖ καὶ προορίζει τοὺς ἀνθρώπους. 11,12 Ὅτι δὲ σύμφωνα μὲ θείαν ὑπόσχεσιν ἐγέννησε καὶ ἡ Ρεβέκκα, ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὸ ὅτι, ἐνῷ ἀκόμη δὲν εἶχαν γεννηθῆ τὰ δίδυμα παιδιά της καὶ δὲν εἶχαν ἀκόμη πράξει κάτι ἀγαθὸν ἢ κακόν, ἐλέχθη εἰς αὐτήν, ὅτι ὁ μεγαλύτερος Ἠσαῦ θὰ δουλεύσῃ εἰς τὸν μικρότερον Ἰακώβ. Καὶ ἔγινεν αὐτό, διὰ νὰ μένῃ στερεὰ καὶ ἀδιαμφισβήτητος ἡ βουλὴ καὶ ἡ προαπόφασις τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία βασίζεται εἰς τὴν ἐκλογήν του καὶ δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ ἔργα ἀνθρώπου, ἀλλ’ ἀπὸ τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος καλεῖ καὶ προορίζει τοὺς ἀνθρώπους. 13 Πράγματι δὲ ἡ ὑπόσχεσις αὐτὴ τοῦ Θεοῦ ἔλαβε τελείαν ἐπαλήθευσιν σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο, ποὺ ἔχει γραφῆ ἀπὸ τὸν προφήτην Μαλαχίαν· Τὸν Ἰακὼβ καὶ τοὺς Ἰσραηλίτας, ποὺ κατάγονται ἀπὸ αὐτόν, ἠγάπησα, λέγει ὁ Θεός· τὸν δὲ Ἠσαῦ καὶ τοὺς ἀπογόνους του Ἰδουμαίους ἀπεδοκίμασα. 14 Ἀλλ’ ἐὰν ἡ ἐκλογὴ καὶ ἡ προτίμησις ἐξαρτᾶται κυρίως ἀπὸ τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος καλεῖ τὸν ἄνθρωπον, τί λοιπὸν θὰ εἴπωμεν; Διέπραξεν ἀδικίαν ὁ Θεὸς εἰς βάρος τοῦ Ἠσαῦ; Μὴ γένοιτο νὰ μᾶς περάσῃ ἀπὸ τὸν νοῦν κάτι τέτοιο. 15 Πάντοτε οὕτως ἐνεργεῖ ὁ Θεός, ἀποδεικνύεται δὲ τοῦτο ἀπὸ τὸ ὅτι καὶ εἰς ἄλλο μέρος βεβαιώνει ἡ Ἁγία Γραφὴ τὸν κατ’ ἐκλογὴν προορισμόν, ποὺ κάνει ὁ δίκαιος Θεός. Εἶπε δηλαδὴ εἰς τὸν Μωϋσὴν ὁ Θεός· Θὰ ἐλεήσω ὁποιονδήποτε ἐγὼ ὁ ἀπροσωπόληπτος καὶ δίκαιος κρίνω ἄξιον τοῦ ἐλέους μου, καὶ θὰ δείξω τοὺς οἰκτιρμούς μου εἰς ὁποιονδήποτε ἐγὼ εὑρίσκω ἄξιον τῆς εὐσπλαγχνίας μου. 16 Τὸ συμπέρασμα λοιπὸν ἐκ τῆς μαρτυρίας αὐτῆς εἶναι, ὅτι καὶ εἰς τὴν περίπτωσιν τοῦ Ἰακὼβ καὶ τοῦ Ἠσαῦ ἐνήργησεν ὁ Θεὸς σύμφωνα μὲ ἀρχήν, τὴν ὁποίαν ἐφαρμόζει γενικῶς. Κατὰ τὴν ἀρχὴν δὲ αὐτὴν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ δὲν ἐξαρτᾶται τελείως καὶ ἀποκλειστικῶς ἀπὸ τὸν θέλοντα οὐδὲ ἀπὸ τὸν ἐπιδιώκοντα τὸ ἔλεος τοῦτο ἄνθρωπον, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν ἐλεοῦντα Θεόν. 17 Αὐτὸ ἄλλως τε φαίνεται καὶ ἀπὸ ἄλλο τῆς Γραφῆς παράδειγμα. Διότι λέγει ἡ Γραφὴ εἰς τὸν Φαραώ, ὅτι ἀκριβῶς δι’ αὐτὸ ἐπέτρεψα νὰ ἀνυψωθῇς εἰς τὸ βασιλικὸν ἀξίωμα, διὰ νὰ δείξω διὰ σοῦ τὴν δύναμίν μου καὶ νὰ διαφημισθῇ τὸ ὄνομά μου εἰς ὅλην τὴν γῆν. 18 Συνάγεται λοιπὸν καὶ ἀπὸ τὸ νέον αὐτὸ τῆς Ἁγίας Γραφῆς παράδειγμα, ὅτι ἐλεεῖ ὁ Θεὸς ἐκεῖνον ποὺ θέλει, ἀλλὰ καὶ ὅποιον θέλει, τὸν ἐγκαταλείπει καὶ σκληρύνεται. Προϋποτίθεται ὅμως, ὅτι πάντοτε ἡ θέλησις καὶ ἡ προτίμησις αὐτὴ τοῦ Θεοῦ στηρίζεται ἐπὶ τῆς προγνώσεως καὶ τῆς δικαιοσύνης του. 19 Ὕστερον λοιπὸν ἀπὸ αὐτὰ θὰ μοῦ προβάλῃς τὴν ἔνστασιν: Ἀφοῦ ὅποιον ὁ Θεὸς θέλει, τὸν ἐγκαταλείπει καὶ σκληρύνεται, διατὶ πλέον ἀποδοκιμάζει καὶ κατακρίνει τοὺς σκληρυνομένους; Εἰς τὸ θέλημά του ποῖος ἀντεστάθη ποτέ;

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Θ´ 6 - 19


6 Το γεγονός όμως ότι εξέπεσαν αυτοί από τας ευλογίας, δεν σημαίνει ότι έχει ξεπέσει και διαψευσθή υπό των πραγμάτων ο λόγος του Θεού, διότι αληθινοί Ισραηλίται δεν είναι όλοι όσοι κατάγονται σαρκικώς από τον Ισραήλ, 7 ούτε, διότι είναι σαρκικοί απόγονοι του Αβραάμ, είναι όλοι άξια τέκνα του Αβραάμ. Αλλά, όπως ο Θεός είπεν στον Αβραάμ, “θα ονομασθούν αληθινοί απόγονοί σου από τον Ισαάκ”. 8 δηλαδή τέκνα του Θεού δεν είναι όλοι οι κατά σάρκα απόγονοι του Αβραάμ, που γεννώνται σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους. Αλλά θεωρούνται και είναι γνήσια τέκνα και πραγματικοί απόγονοι του Αβραάμ αυτοί που γεννώνται σύμφωνα με την υπόσχεσιν του Θεού. 9 Διότι είναι λόγος της επισήμου υποσχέσεως του Θεού, αυτός τον οποίον είπεν στον Αβραάμ· ότι δηλαδή, “κατά το ερχόμενον έτος, εις τέτοιαν εποχήν, θα έλθω, και η στείρα Σαρρα θα έχη παιδί”, δηλαδή τον Ισαάκ. 10 Οχι μόνον δε η Σαρρα ετεκνοποίησε, σύμφωνα με την υπόσχεσιν του Θεού, αλλά και η Ρεβέκκα έλαβε τέτοια υπόσχεσιν και από ένα άνδρα, δηλαδή τον πατέρα μας Ισαάκ, ετεκνοποίησε. 11 Είναι δε αξιοσημείωτον ο,τι πριν ακόμη γεννηθούν τα παιδιά, όταν δεν είχαν πράξει κάτι καλόν η κάτι κακόν, ελέχθη εις την Ρεβέκκαν από τον Θεόν, , 12 ότι “ο μεγαλύτερος, ο Ησαύ, θα υπηρετήση στον μικρότερον, στον Ιακώβ”, και τούτο δια να μένη στερεά και ακλόνητος η θεία βουλή και προαπόφασις η οποία δεν εκξαρτάται από τα έργα του ανθρώπου, αλλά από τον καλούντα Θεόν. 13 Πράγματι δε η βουλή του Θεού επραγματοποιήθη, σύμφωνα και με εκείνο που έχει γραφή και από τον προφήτην Μαλαχίαν· “τον Ιακώβ και τους απογόνους του Ισραηλίτας ηγάπησα, τον δε Ησαύ και τους Ιδουμαίους απογόνους του εμίσησα”. 14 Εμπρός στο γεγονός αυτό της εκλογής του Θεού τι θα είπωμεν; Μηπως διεπράχθη αδικία από τον Θεόν εις βάρος του Ησαύ; Μη γένοιτο! 15 Αλλά και στον Μωϋσήν είπεν ο Θεός· “εγώ ο δίκαιος και απροσωπόληπτος θα ελεήσω εκείνον που κρίνω άξιον ελέους και θα εκδηλώσω την στοργήν και τους οικτιρμούς μου προς εκείνον, τον οποίον κρίνω άξιον της εσπλαγχνίας μου”. 16 Αρα το θείον έλεος δεν εξαρτάται κυρίως από εκείνον που το θέλει και τρέχει δια να το αποκτήση, αλλ' από τον ελεούντα Θεόν. 17 Διότι, όπως είναι γραμμένο εις την Εξοδον, είπεν ο Θεός στον Φαραώ· ότι “δι' αυτό τούτο επέτρεψα να εξερεθισθής και να σκληρυνθής, δια να δείξω δια μέσου σου στον λαόν μου, με τα μεγάλα θαύματά μου, την δύναμίν μου και να διαλαληθή τοιουτοτρόπως το όνομά μου εις όλην την γην”. 18 Αρα, λοιπόν, όποιον θέλει ο παντοδύναμος Θεός ελεεί και όποιον θέλει τον αφίνει να σκληρυνθή, σύμφωνα με την δικαίαν αυτού πρόγνωσιν. 19 Θα μου είπης όμως τώρα· αφού όποιον θέλει τον αφίνει και σκληρύνεται, διατί τον καταδικάζει; Εις το θέλημά του ποιός ποτέ έχει αντισταθή;

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Ι´ 32 - 36


32 Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς· 33 ὅστις δ’ ἂν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτὸν κἀγὼ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς. 34 Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐπὶ τὴν γῆν· οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἀλλὰ μάχαιραν. 35 ἦλθον γὰρ διχάσαι ἄνθρωπον κατὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ θυγατέρα κατὰ τῆς μητρὸς αὐτῆς καὶ νύμφην κατὰ τῆς πενθερᾶς αὐτῆς· 36 καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ.

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΙΑ´ 1 - 1


1 Καὶ ἐγένετο ὅτε ἐτέλεσεν ὁ Ἰησοῦς διατάσσων τοῖς δώδεκα μαθηταῖς αὐτοῦ, μετέβη ἐκεῖθεν τοῦ διδάσκειν καὶ κηρύσσειν ἐν ταῖς πόλεσιν αὐτῶν.

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Ι´ 32 - 36


32 Μὴ λογαριάζετε λοιπὸν τοὺς διωγμοὺς καὶ τοὺς κινδύνους, ἀλλὰ λογαριάζετε τὰς μεγάλας ἀμοιβάς, ποὺ σᾶς περιμένουν.Καθένας ποὺ θὰ μὲ ὁμολογήσῃ ὡς Σωτῆρα του καὶ Θεόν του ἐμπρὸς εἰς τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ καταδιώκουν τὴν πίστιν μου, θὰ τὸν ὁμολογήσω καὶ ἑγὼ ὡς πιστὸν ἀκόλουθόν μου ἐμπρὸς εἰς τὸν Πατέρα μου, ποὺ εἶναι εἰς τοὺς οὐρανούς. 33 Ἐκεῖνον δέ, ποὺ θὰ μὲ ἀρνηθῇ ὡς Θεάνθρωπον Σωτῆρα ἐμπρὸς εἰς τοὺς ἀνθρώπους, θὰ τὸν ἀρνηθῶ καὶ ἑγὼ καὶ δὲν θὰ τὸν ἀναγνωρίσω ὡς ἰδικόν μου ἐμπρὸς εἰς τὸν Πατέρα μου, ποὺ εἶναι εἰς τοὺς οὐρανούς. 34 Μὴ νομίσετε, ὅτι ἦλθα νὰ φέρω εἰς τὴν γῆν μίαν τέτοιαν εἰρήνην, ὅπως τὴν φαντάζονται αὐτοί, ποὺ περιμένουν τὸν Μεσσίαν ὡς ἐπίγειον βασιλέα καὶ κατακτητήν.Ὄχι.Δὲν ἦλθα διὰ νὰ ἐπιφέρω εἰρήνην, ἀλλὰ μάχαιραν καὶ διαίρεσιν καὶ διχασμόν, (διὰ τὰ ὁποῖα ὅμως ὑπεύθυνος εἶναι ἡ κακία τῶν ἀνθρώπων καὶ ὅχι τὸ εὐαγγέλιόν μου). 35 Διότι ἦλθον νὰ χωρίσω τὸν πιστὸν καὶ εὐθὺν ἄνθρωπον ἀπὸ τὸν ἄπιστον καὶ διεστραμμένον πατέρα του, καὶ τὴν κόρην ἀπὸ τὴν μητέρα της, καὶ τὴν νύμφην ἀπὸ τὴν πενθεράν της. 36 Καὶ ἐχθροὶ τοῦ πιστοῦ ἀνθρώπου θὰ εἶναι οἰ ἄνθρωποι τοῦ σπιτιοῦ του, ποὺ δὲν θὰ δεχθοῦν τὸ εὐαγγέλιόν μου, τὸ ὁποῖον φέρει τὴν ἀληθινὴν καὶ οὐρανίαν εἰρήνην.

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΙΑ´ 1 - 1


1 Καὶ ὅταν ἐτελείωσεν ὁ Ἰησοῦς νὰ δίδῃ ἐντολὰς καὶ ὁδηγίας εἰς τοὺς δώδεκα μαθητάς του καὶ ἔφυγαν αὐτοὶ διὰ τὴν περιοδείαν των, ἀνεχώρησε καὶ αὐτὸς ἀπ’ ἐκεῖ, διὰ νὰ συνεχίσῃ τὴν κατ’ ἰδίαν διδασκαλίαν του εἰς τὰ σπίτια καὶ τὸ δημόσιον κήρυγμά του εἰς τὰς συναγωγὰς καὶ τὰ λοιπὰ δημόσια κέντρα τῶν Ἰουδαϊκῶν πόλεων.

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Ι´ 32 - 36


32 Καθένας, λοιπόν, που με πίστιν και θάρρος και χωρίς να φοβήται τους διωγμούς, θα με ομολογήση σωτήρα του και Θεόν του εμπρός στους ανθρώπους, θα τον ομολογήσω και εγώ έμπροσθεν του ουρανίου πατρός μου ως ιδικόν μου. 33 Οποιος όμως με αρνηθή εμπρός στους ανθρώπους, θα αρνηθώ και εγώ να τον παραδεχθώ ως ιδικόν μου εμπρός στον ουράνιον Πατέρα μου. 34 Μη νομίσετε ότι ήλθα να επιβάλω μία ψευδή ειρήνην εις την γην (όπως την φαντάζονται οι Ισραηλίται, οι οποίοι περιμένουν τον Μεσσίαν ως επίγειον βασιλέαν). Δεν ήλθα να φέρω τέτοιαν ειρήνην, αλλά μάχαιραν και διαίρεσιν. 35 Διότι ήλθα να χωρίσω τον ασεβή υιόν εναντίον του πιστού πατρός του και την ασεβή θυγατέρα εναντίον της μητρός της και την νύμφην ενάντιον της πενθεράς της. 36 Και θα γίνουν εχθροί του πιστού ανθρώπου οι οικιακοί του, που δεν θα δεχθούν το Ευαγγέλιον της σωτηρίας.

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΙΑ´ 1 - 1


1 Οταν δε ετελείωσε ο Ιησούς να δίδη τας παραγγελίας αυτάς στους δώδεκα μαθητάς του και εκείνοι ήρχισαν την περιοδείαν των, ανεχώρησεν από εκεί δια να διδάξη και κηρύξη εις τας πόλεις των Ιουδαίων.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα