❌
Τρίτη, 20 Ιουνίου 2023

Άγιος Μεθόδιος ο Ιερομάρτυρας επίσκοπος Πατάρων, Άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας
Μεθοδίου ἱερομάρτυρος, ἐπισκόπου Πατάρων (†312). Νικολάου Καβάσιλα (ιδ΄ αἰ.).
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Ζ´ 14 - 25


14 Οἴδαμεν γὰρ ὅτι ὁ νόμος πνευματικός ἐστιν· ἐγὼ δὲ σαρκικός εἰμι, πεπραμένος ὑπὸ τὴν ἁμαρτίαν. 15 ὃ γὰρ κατεργάζομαι οὐ γινώσκω· οὐ γὰρ ὃ θέλω τοῦτο πράσσω, ἀλλ’ ὃ μισῶ τοῦτο ποιῶ. 16 εἰ δὲ ὃ οὐ θέλω τοῦτο ποιῶ, σύμφημι τῷ νόμῳ ὅτι καλός. 17 νυνὶ δὲ οὐκέτι ἐγὼ κατεργάζομαι αὐτὸ, ἀλλ’ ἡ οἰκοῦσα ἐν ἐμοὶ ἁμαρτία. 18 οἶδα γὰρ ὅτι οὐκ οἰκεῖ ἐν ἐμοί, τοῦτ’ ἔστιν ἐν τῇ σαρκί μου, ἀγαθόν· τὸ γὰρ θέλειν παράκειταί μοι, τὸ δὲ κατεργάζεσθαι τὸ καλὸν οὐχ εὑρίσκω· 19 οὐ γὰρ ὃ θέλω ποιῶ ἀγαθόν, ἀλλ’ ὃ οὐ θέλω κακὸν τοῦτο πράσσω. 20 εἰ δὲ ὃ οὐ θέλω ἐγὼ τοῦτο ποιῶ, οὐκέτι ἐγὼ κατεργάζομαι αὐτὸ, ἀλλ’ ἡ οἰκοῦσα ἐν ἐμοὶ ἁμαρτία. 21 εὑρίσκω ἄρα τὸν νόμον τῷ θέλοντι ἐμοὶ ποιεῖν τὸ καλὸν, ὅτι ἐμοὶ τὸ κακὸν παράκειται· 22 συνήδομαι γὰρ τῷ νόμῳ τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸν ἔσω ἄνθρωπον, 23 βλέπω δὲ ἕτερον νόμον ἐν τοῖς μέλεσί μου ἀντιστρατευόμενον τῷ νόμῳ τοῦ νοός μου καὶ αἰχμαλωτίζοντά με ἐν τῷ νόμῳ τῆς ἁμαρτίας τῷ ὄντι ἐν τοῖς μέλεσί μου. 24 Ταλαίπωρος ἐγὼ ἄνθρωπος! τίς με ῥύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου; 25 εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν. ἄρα οὖν αὐτὸς ἐγὼ τῷ μὲν νοῒ δουλεύω νόμῳ Θεοῦ, τῇ δὲ σαρκὶ νόμῳ ἁμαρτίας.

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Η´ 1 - 2


1 Οὐδὲν ἄρα νῦν κατάκριμα τοῖς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ μὴ κατὰ σάρκα περιπατοῦσιν, ἀλλὰ κατὰ πνεῦμα. 2 ὁ γὰρ νόμος τοῦ πνεύματος τῆς ζωῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ἠλευθέρωσέ με ἀπὸ τοῦ νόμου τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου.

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Ζ´ 14 - 25


14 Ναί· ἡ ἁμαρτία μοῦ ἔφερε τὸν θάνατον. Διότι γνωρίζομεν ὅτι ὁ νόμος εἶναι δῶρον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἀποβλέπει νὰ καταστήσῃ τοὺς ἀνθρώπους πνευματικοὺς καὶ ἐναρέτους. Ἐγὼ ὅμως εἶμαι δοῦλος τῶν ἐπιθυμιῶν τῆς σαρκός, πουλημένος σὰν σκλάβος εἰς τὴν ἁμαρτίαν. 15 Εἶμαι δὲ σκλάβος τῆς ἁμαρτίας, διότι ἐκεῖνο ποὺ ἐκτελῶ, τὸ ἐκτελῶ τυφλά, μεθυσμένος ἀπὸ τὸ πάθος, χωρὶς νὰ ξεύρω τί πράττω. Διότι δεν πράττω ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον μὲ τὸ βάθος τῆς καρδίας μου θέλω, ἀλλ’ ἐκεῖνο ποὺ μισῶ, ὅταν δὲν εἶμαι σκοτισμένος ἀπὸ τὸ πάθος, αὐτὸ πράττω. 16 Ἐὰν δὲ ἐκεῖνο, ποὺ εἰς τὸ βάθος μου δὲν θέλω, αὐτὸ πράττω, συμφωνῶ καὶ συμμαρτυρῶ μὲ τὸν νόμον, ὅτι εἶναι καλός. 17 Τώρα ὅμως, ποὺ εἶμαι κυριευμένος ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, δὲν ἐκτελῶ πλέον ἐγὼ τὸ κακόν, ἀλλ’ ἡ ἁμαρτία, ἡ ὁποία σὰν ἄλλος τύραννος κατοικεῖ μέσα μου. 18 Γνωρίζω δηλαδή, ὅτι δὲν κατοικεῖ μέσα μου ἀγαθόν. Καὶ ὅταν λέγω μέσα μου, ἐννοῶ τὸν ἑαυτόν μου, ὅπως γίνεται ἀπὸ τὴν κυριαρχίαν τῆς σαρκός μου, ἡ ὁποία εὔκολα παρασύρεται εἰς τὴν ἁμαρτίαν. Καὶ δὲν εἶναι μέσα μου ἀγαθόν, διότι τὸ νὰ θέλω μὲν τὸ καλὸν καὶ τὴν ἀρετὴν εἶναι κοντά μου καὶ πρόχειρον εἰς ἐμέ· τὸ νὰ ἐκτελῶ ὅμως τὸ καλὸν εἶναι μακρὰν καὶ δὲν τὸ κατορθώνω. 19 Δὲν πράττω δηλαδὴ τὸ ἀγαθόν, ποὺ ἡ θέλησίς μου ἀσπάζεται, ἀλλὰ τὸ κακὸν ποὺ δὲν θέλω, αὐτὸ πράττω. 20 Ἐὰν δὲ ἐγὼ πράττω τὸ κακόν, τὸ ὁποῖον δὲν θέλω, δὲν εἶμαι πλέον κύριος τοῦ ἑαυτοῦ μου καὶ δὲν πράττω πλέον τὸ κακὸν ἐγώ, ἀλλ’ ἡ ἁμαρτία ποὺ κατοικεῖ μέσα μου καὶ μὲ κρατεῖ αἰχμάλωτόν της. 21 Συνεπῶς εὑρίσκω εἰς τὸν ἑαυτόν μου, ὁ ὁποῖος θέλει νὰ πράττω τὸ καλόν, ὅτι κυριαρχεῖ ὁ νόμος αὐτός, δηλαδὴ ὁ νόμος, ὅτι τὸ κακὸν εἶναι πρόχειρον καὶ πολὺ πλησίον εἰς ἐμέ. 22 Εἶναι δὲ φανερόν, ὅτι κυριαρχεῖ αὐτὸς ὁ νόμος, διότι εὐχαριστοῦμαι πάρα πολὺ εἰς τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν νοῦν καὶ τὴν καρδίαν μου, ποὺ ἀποτελοῦν τὸν ἐσωτερικόν μου ἄνθρωπον. 23 Βλέπω ὅμως νὰ κυριαρχῇ ἄλλος νόμος καὶ ἄλλη δύναμις εἰς τὰ μέλη μου, ὁ νόμος καὶ ἡ δύναμις τῆς ἁμαρτίας. Αὐτὸς δὲ ὁ νόμος ἐναντιοῦται καὶ μάχεται εἰς ὅσα ὁ νοῦς μου καὶ ἡ συνείδησίς μου ἀναγνωρίζουν ὡς νόμον ὀρθόν, καὶ μὲ κάνει δοῦλον αἰχμάλωτον εἰς τὸν νόμον τῆς ἁμαρτίας, ποὺ κυριαρχεῖ εἰς τὰ μέλη μου. 24 Ὤ! πόσον δυστυχὴς καὶ ἀξιολύπητος ἄνθρωπος εἶμαι ἐγώ! Ποῖος θὰ μὲ ἐλευθερώσῃ ἀπὸ τὸ κυριευμένον ὑπὸ τῆς ἁμαρτίας σῶμα μου, τὸ ὁποῖον εἶναι ἡ ἔδρα καὶ τὸ ὅργανον τοῦ θανάτου αὐτοῦ; 25 Εὐχαριστῶ τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος μὲ ἔσωσε διὰ μέσου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας. Τὸ συμπέρασμα λοιπὸν τῶν ὅσων εἴπομεν εἶναι, ὅτι ἐγὼ καθ’ ἑαυτόν, χωρὶς τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ, μὲ τὸν νοῦν μου μὲν δουλεύω εἰς τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ, μὲ τὰ μέλη ὅμως τῆς σαρκός μου δουλεύω εἰς τὸν νόμον τῆς ἁμαρτίας.

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Η´ 1 - 2


1 Απὸ τὸ γεγονὸς ὅμως, ὅτι ἀπεθάναμεν ὡς πρὸς τὸν νόμον, ἐξάγεται καὶ ἕνα ἄλλο συμπέρασμα. Ὅτι δηλαδὴ δὲν ὑφίσταται πλέον κανένα εἶδος καταδίκης διὰ τοὺς ἠνωμένους μὲ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, οἱ ὁποῖοι δὲν πολιτεύονται κατὰ τὰς ἐπιθυμίας τῆς σαρκός, ἀλλὰ κατὰ τὰς ὑπαγορεύσεις τοῦ Πνεύματος. 2 Διότι ἡ δύναμις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ εἶναι ζωὴ καὶ μεταδίδει ζωὴν εἰς τοὺς ἠνωμένους μὲ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, μαζὶ μὲ ὅλους αὐτοὺς ἠλευθέρωσε καὶ ἐμὲ ἀπὸ τὸν νόμον καὶ τὴν δύναμιν τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου.

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Ζ´ 14 - 25


14 Διότι γνωρίζομεν ότι ο νόμος είναι πνευματικός, δώρον δηλαδή του Αγίου Πνεύματος, δια να εξυπηρετή την ιδικήν μας πνευματικήν ζωήν. Εγώ όμως είμαι δούλος της σαρκός, σαν πουλημένος σκλάβος υπό την κυριαρχίαν της αμαρτίας. 15 Κυριευμένος και σκοτισμένος από το πάθος δεν γνωρίζω καλά αυτό το κακόν που πράττω. Διότι δεν πράττω αυτό το οποίον εσωτερικώς θέλω, αλλά κάμνω εκείνο το οποίον μισώ. 16 Εάν δε, παρασυρόμενος από την εσωτερικήν μου αμαρτωλότητα και τους εξωτερικούς πειρασμούς, πράττω αυτό που δεν θέλω, τότε με την θέλησίν μου και αντίθετα προς τα έργα μου συμφωνώ με τον Νομον και ομολογώ ότι είναι καλός. 17 Τωρα δε δεν πράττω εγώ το κακόν, αλλά η αμαρτία, η οποία κατοικεί μέσα μου και με εξουσιάζει. 18 Διότι γνωρίζω καλά ότι δεν κατοικεί μέσα μου, δηλαδή εις την διεφθαρμένην ανθρωπίνην φύσιν, το αγαθόν· αυτό δε φαίνεται καθαρά και εκ του γεγονότος, ότι το να θέλω μεν το καλόν είναι τούτο κοντά μου, το να πραγματοποιώ όμως το καλόν δεν το ευρίσκω κοντά μου και εύκολον. 19 Διότι δεν πράττω το αγαθόν, το οποίον εσωτερικώς με όλην μου την θέλησιν επιθυμώ, αλλά το κακόν, που δεν θέλω, αυτό πράττω. 20 Εάν δε εγώ πράττω το κακόν, που εις την πραγματικότητα δεν το θέλω, αυτό σημαίνει ότι δεν το πραγματοποιώ πλέον εγώ, αλλ' η αμαρτία, που κατοικεί μέσα μου και η οποία με έχει κάμει δούλον της. 21 Αρα ευρίσκω τον Νομον του Θεού βοηθόν και σύμφωνον με την θέλησίν μου, η οποία και θέλει να πράττω το καλόν. Δεν ημπορώ όμως να τηρήσω αυτόν, διότι υπάρχει κοντά μου και έντος μου το κακόν, η δύναμις της αμαρτίας. 22 Διότι ευχαριστούμαι και ευφραίνομαι στον νόμον του Θεού με όλην μου την ψυχήν, την καρδίαν και τον νουν. 23 Βλέπω όμως να κυριαρχή εις τα μέλη μου άλλος νόμος, η δύναμις της αμαρτίας, που αντιστρατεύεται και μάχεται όσα ο νους μου και η συνείδησις μου υποδεικνύουν ως ορθά, και με υποδουλώνει στον νόμον της αμαρτίας, ο οποίος κυριαρχεί εις την αμαρτωλήν ανθρωπίνην μου φύσιν. 24 Δυστυχισμένος και ταλαιπωρημένος εγώ άνθρωπος! Ποιός θα με ελευθερώση και θα με γλυτώση από το σώμα τούτο, μέσα στο οποίον κυριαρχεί η αμαρτία και δια της αμαρτίας ο θάνατος; 25 Ευχαριστώ τον Θεόν, ο οποίος με ηλευθέρωσε και με έσωσε δια του Ιησού Χριστού, του Κυρίου ημών. Το συμπέρασμα, λοιπόν, είναι ότι εγώ δουλεύω εις δύο κυρίους· με τον νουν και την συνείδησιν δουλεύω στον νόμον του Θεού, με τα μέλη όμως της σαρκός μου δουλεύω στον νόμον της αμαρτίας.

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Η´ 1 - 2


1 Επομένως δεν υπάρχει τώρα καμμία καταδίκη στους πιστεύοντας και τους ηνωμένους με τον Ιησούν Χριστόν, οι οποίοι ζουν και πολιτεύονται όχι σύμφωνα με τας αμαρτωλάς επιθυμίας της σαρκός, αλλά σύμφωνα με τας εντολάς του Πνεύματος. 2 Διότι ο Νομος του Πνεύματος, η χάρις, ο φωτισμός και η δύναμις του Αγίου Πνεύματος, που μεταδίδει και καλλιεργεί και αναπτύσσει την κατά Χριστόν ζωήν, με απηλευθέρωσε από τον νόμον και την κυριαρχίαν της αμαρτίας και του θανάτου.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Ι´ 9 - 15


9 Μὴ κτήσησθε χρυσὸν μηδὲ ἄργυρον μηδὲ χαλκὸν εἰς τὰς ζώνας ὑμῶν, 10 μὴ πήραν εἰς ὁδὸν μηδὲ δύο χιτῶνας μηδὲ ὑποδήματα μηδὲ ῥάβδον· ἄξιος γὰρ ἐστιν ὁ ἐργάτης τῆς τροφῆς αὐτοῦ. 11 εἰς ἣν δ’ ἂν πόλιν ἢ κώμην εἰσέλθητε, ἐξετάσατε τίς ἐν αὐτῇ ἄξιός ἐστι· κἀκεῖ μείνατε ἕως ἂν ἐξέλθητε. 12 εἰσερχόμενοι δὲ εἰς τὴν οἰκίαν ἀσπάσασθε αὐτήν λέγοντες· εἰρήνη τῷ οἰκῳ τούτῳ. 13 καὶ ἐὰν μὲν ᾖ ἡ οἰκία ἀξία, ἐλέθτω ἡ εἰρήνη ὑμῶν ἐπ’ αὐτήν· ἐὰν δὲ μὴ ᾖ ἀξία, ἡ εἰρήνη ὑμῶν πρὸς ὑμᾶς ἐπιστραφήτω. 14 καὶ ὃς ἐὰν μὴ δέξηται ὑμᾶς μηδὲ ἀκούσῃ τοὺς λόγους ὑμῶν, ἐξερχόμενοι ἔξω τῆς οἰκίας ἢ τῆς πόλεως ἐκείνης ἐκτινάξατε τὸν κονιορτὸν τῶν ποδῶν ὑμῶν. 15 ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀνεκτότερον ἔσται γῇ Σοδόμων καὶ Γομόρρας ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως ἢ τῇ πόλει ἐκείνῃ.

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Ι´ 9 - 15


9 Μὴ ἀποκτήσετε χρυσᾶ, οὔτε ἀργυρᾶ, οὔτε χαλκᾶ νομίσματα, τὰ ὁποῖα νὰ φυλάττετε εἰς τὰς ζώνας σας. 10 Οὔτε σάκκον ν’ ἀποκτήσετε διὰ νὰ βάζετε εἰς αὐτὸν ψωμὶ διὰ τὸν δρόμον, ποὺ θὰ κάμετε.Οὔτε δύο ὑποκάμισα, οὔτε ὑποδήματα, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ πέδιλα, ποὺ θὰ φορῆτε, ἀλλ’ οὔτε καὶ ράβδον.Σᾶς εἶναι περιττὰ αὐτά.Διότι εἶσθε ἐργάται, ποὺ ἐργάζεσθε διὰ τὴν πνευματικὴν ὠφέλειαν τῶν ἀνθρώπων καὶ ὁ ἐργάτης εἶναι δίκαιον νὰ λαμβάνῃ τὴν τροφήν του ἀπὸ ἐκείνους, διὰ τοὺς ὁποίους μοχθεῖ. 11 Εἰς ὅποιαν δὲ πόλιν ἢ χωρίον μεταβῆτε, ἐξετάσατε ποῖος εἶναι εἰς αὐτὴν μὲ καλὴν ὑπόληψιν ἄξιος νὰ σᾶς φιλοξενήσῃ.Καὶ εἰς τὸ σπίτι ἐκείνου μείνατε, ἕως ὅτου ἀναχωρήσετε ἀπὸ τὴν πόλιν ἐκείνην. 12 Ὅταν δὲ ἐμβαίνετε εἰς τὸ σπίτι τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ σᾶς τὸν ἐσύστησαν ὡς ἄξιον, δώσατε χαιρετισμὸν καὶ εὐχὴν εἰς αὐτὸ λέγοντες· Ἂς ἔλθῃ εἰρήνη εἰς τὸ σπίτι αὐτό. 13 Καὶ ἐὰν μὲν οἱ κατοικοῦντες εἰς τὸ σπίτι αὐτὸ ἀποδειχθοῦν ἄξιοι τοῦ εὐαγγελίου διὰ τῆς πίστεως μὲ τὴν ὁποίαν θὰ τὸ δεχθοῦν, ἂς ἔλθῃ ἡ εἰρήνη, τὴν ὁποίαν τοῦ ηὐχήθητε, εἰς αὐτούς.Ἐὰν ὅμως δὲν εἶναι ἄξιοι, ἡ εἰρήνη σας ἂς ἐπιστρέψῃ εἰς σᾶς καὶ ἂς αὐξηθῇ ἔτσι ἡ εἰρήνη, τὴν ὁποίαν ἔχετε. 14 Καὶ ὅποιος δὲν σᾶς δεχθῇ μηδὲ ἀκούσῃ τοὺς λόγους σας, καθὼς θὰ βγαίνετε ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι του ἢ ἀπὸ τὴν πόλιν ἐκείνην, ποὺ δὲν σᾶς ἐδέχθη, τινάξατε καλὰ τὴν σκόνην, ποὺ ἐπῆραν τὰ πόδια σας ἀπὸ τὸν τόπον ἐκεῖνον, ὥστε τίποτε ἀπὸ αὐτοὺς νὰ μὴ μείνῃ ἐπάνω σας, ἀλλὰ καὶ εἰς σημεῖον, ὅτι δὲν ἔχετε πλέον καμμίαν σχέσιν μαζί των. 15 Ἀληθῶς σᾶς λέγω, ὅτι κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς κρίσεως θὰ εἶναι περισσότερον ἐπιεικὴς ἡ τιμωρία δι’ ἐκείνους, ποὺ ἔζησαν εἰς τὴν χώραν τῶν Σοδόμων καὶ τῶν Γομόρρων, παρὰ διὰ τὴν πόλιν ἐκείνην, ποὺ δὲν ἐδέχθη τοὺς ἀπεσταλμένους μου.

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Ι´ 9 - 15


9 Μη αποκτήσετε και μη φυλάσσετε εις την ζώνην σας χρυσά νομίσματα, ούτε αργυρά, ούτε χάλκινα. 10 Μη παίρνετε ούτε σακκούλι, δια να βάζετε τα τρόφιμα, που θα σας χρειασθούν στον δρόμον· ούτε δύο υποκάμισα ούτε υποδήματα, εκτός από αυτά που φορείτε, ούτε ράβδον. Διότι ο κάθε εργάτης δικαιούτε την τροφήν του. (Σεις δε είσθε οι πνευματικοί εργάται, στους οποίους οι άνθρωποι θα δώσουν ο,τι χρειάζεται, αφού άλλωστε δι' αυτούς κοπιάζετε). 11 Εις όποιαν δε πόλιν η χωρίον εισέλθετε, πληροφορηθήτε ποιός είναι μεταξύ των κατοίκων ο ευϋπόληπτος και άξιος να σας φιλοξενήση. Και στο σπίτι αυτού μείνετε, έως ότου αναχωρήσετε από εκεί. 12 Οταν δε εισέρχεσθε στο σπίτι αυτό, να χαιρετίσετε όλους και να ευχηθήτε λέγοντες· Η ειρήνη του Θεού ας έλθη στο σπίτι τούτο. 13 Και αν μεν το σπίτι αυτό είναι άξιον να δεχθή την ειρήνην, ας έλθη η ειρήνη σας εις αυτό· εάν όμως δεν είναι άξιον, η ειρήνη σας ας γυρίση πάλιν εις σας. 14 Και όποιος δεν θα σας δεχθή και δεν θα θελήση να ακούση το κήρυγμά σας, όταν βγαίνετε από το σπίτι εκείνο η από την πόλιν εκείνην, τινάξατε τελείως την σκόνην που έχει καθίσει εις τα πόδια σας (δια να δείξετε έτσι ότι δεν έχετε πλέον καμμίαν επικοινωνίαν με αυτούς). 15 Σας διαβεβαιώνω ότι περισσότερον επιεικής θα είναι η τιμωρία, κατά την μεγάλην εκείνην ημέραν της κρίσεως, δια τους κατοίκους της χώρας των Σοδόμων και Γομόρρας, παρά δια τους κατοίκους της πόλεως εκείνης, που αρνήθηκε να σας δεχθή.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα