❌
Τετάρτη, 14 Ιουνίου 2023

Προφήτης Ελισσαίος, Άγιος Μεθόδιος ο ομολογητής Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης, Άγιος Κύριλλος Ιερομάρτυρας επίσκοπος Γορτύνης Κρήτης, Όσιος Νήφων ο Αθωνίτης
Ἐλισαίου τοῦ προφήτου (900 π.Χ.), Μεθοδίου ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ ὁμολογητοῦ (†847). Ἰουστίνου ὁσίου (Πόποβιτς) τοῦ ἐν Σερβίᾳ († 1979).
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Δ´ 13 - 25


13 οὐ γὰρ διὰ νόμου ἡ ἐπαγγελία τῷ Ἀβραὰμ ἢ τῷ σπέρματι αὐτοῦ, τὸ κληρονόμον αὐτὸν εἶναι τοῦ κόσμου, διὰ δικαιοσύνης πίστεως. 14 εἰ γὰρ οἱ ἐκ νόμου κληρονόμοι, κεκένωται ἡ πίστις καὶ κατήργηται ἡ ἐπαγγελία· 15 ὁ γὰρ νόμος ὀργὴν κατεργάζεται· οὗ γὰρ οὐκ ἔστι νόμος, οὐδὲ παράβασις. 16 Διὰ τοῦτο ἐκ πίστεως, ἵνα κατὰ χάριν, εἰς τὸ εἶναι βεβαίαν τὴν ἐπαγγελίαν παντὶ τῷ σπέρματι, οὐ τῷ ἐκ τοῦ νόμου μόνον, ἀλλὰ καὶ τῷ ἐκ πίστεως Ἀβραάμ, ὅς ἐστι πατὴρ πάντων ἡμῶν, 17 καθὼς γέγραπται ὅτι πατέρα πολλῶν ἐθνῶν τέθεικά σε, κατέναντι οὗ ἐπίστευσε Θεοῦ τοῦ ζωοποιοῦντος τοὺς νεκροὺς καὶ καλοῦντος τὰ μὴ ὄντα ὡς ὄντα· 18 ὃς παρ’ ἐλπίδα ἐπ’ ἐλπίδι ἐπίστευσεν, εἰς τὸ γενέσθαι αὐτὸν πατέρα πολλῶν ἐθνῶν κατὰ τὸ εἰρημένον· οὕτως ἔσται τὸ σπέρμα σου· 19 καὶ μὴ ἀσθενήσας τῇ πίστει οὐ κατενόησε τὸ ἑαυτοῦ σῶμα ἤδη νενεκρωμένον, ἑκατονταέτης που ὑπάρχων, καὶ τὴν νέκρωσιν τῆς μήτρας Σάρρας· 20 εἰς δὲ τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ Θεοῦ οὐ διεκρίθη τῇ ἀπιστίᾳ, ἀλλ’ ἐνεδυναμώθη τῇ πίστει, δοὺς δόξαν τῷ Θεῷ 21 καὶ πληροφορηθεὶς ὅτι ὃ ἐπήγγελται δυνατός ἐστι καὶ ποιῆσαι. 22 διὸ καὶ ἐλογίσθη αὐτῷ εἰς δικαιοσύνην. 23 Οὐκ ἐγράφη δὲ δι’ αὐτὸν μόνον ὅτι ἐλογίσθη αὐτῷ, 24 ἀλλὰ καὶ δι’ ἡμᾶς οἷς μέλλει λογίζεσθαι, τοῖς πιστεύουσιν ἐπὶ τὸν ἐγείραντα Ἰησοῦν τὸν Κύριον ἡμῶν ἐκ νεκρῶν, 25 ὃς παρεδόθη διὰ τὰ παραπτώματα ἡμῶν καὶ ἠγέρθη διὰ τὴν δικαίωσιν ἡμῶν.

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Δ´ 13 - 25


13 Διότι ἡ ἐπαγγελία εἰς τὸν Ἀβραὰμ ἢ εἰς τοὺς ἀπογόνους του, ὅτι διὰ τῆς πνευματικῆς κυριαρχίας τοῦ ἀπογόνου του Ἰησοῦ Χριστοῦ θὰ γίνῃ ὁ Ἀβραὰμ κληρονόμος τοῦ κόσμου, δὲν ἐδόθη διὰ μέσου οἰουδήποτε νόμου, ἀλλὰ διὰ μέσου τῆς δικαιώσεως, τὴν ὁποίαν ἐκ πίστεως ἔλαβε. 14 Διότι, ἐὰν ἐκεῖνοι, ποὺ ἔλαβον τὸν νόμον, γίνωνται καὶ δικαιωματικῶς διὰ τῆς τηρήσεως αὐτοῦ κληρονόμοι τοῦ κόσμου, τότε ἔγινεν ἀνωφελῆς καὶ ματαία ἡ πίστις καὶ δὲν ἐπραγματοποιήθη, ἀλλὰ κατηργήθη ἡ ὑπόσχεσις τοῦ Θεοῦ, ἡ βεβαιοῦσα ὅτι δωρεὰν διὰ τοῦ Χριστοῦ θὰ δοθῇ ἡ κληρονομία αὐτή. 15 Ἀλλ’ ὄχι. Ἡ κληρονομία αὐτὴ δὲν ἐδόθη διὰ νόμου. Διότι ὁ νόμος, ἐπειδὴ οἱ ἄνθρωποι παραβαίνουν αὐτόν, φέρει ὡς ἀποτέλεσμα ὀργὴν καὶ συνεπῶς τοὺς ἀποξενώνει ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ τῆς ἐπαγγελίας. Τουναντίον δὲ ὅπου δὲν ὑπάρχει νόμος, ἐκεῖ οὔτε παράβασις ὑπάρχει. 16 Διότι δὲ ὁ νόμος ἀποξενώνει ἀπὸ τὴν κληρονομίαν τῆς ἐπαγγελίας, διὰ τοῦτο ἡ κληρονομία παρέχεται διὰ μέσου τῆς πίστεως. Καὶ μᾶς δίδεται τώρα ἡ κληρονομία αὐτὴ ὄχι ὡς ἀνταμοιβὴ διὰ τὴν πιστὴν τήρησιν τοῦ νόμου, ἀλλὰ δωρεὰν καὶ κατὰ χάριν Θεοῦ. Ὥστε δεν ὑπάρχει πλέον κίνδυνος ἕνεκα τῶν ἐξ ἀδυναμίας παραβάσεών μας νὰ καταργηθῇ ἡ ἐπαγγελία καὶ ὑπόσχεσις τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ πραγματοποιεῖται αὐτὴ ἀσφαλῶς καὶ βεβαίως εἰς ὅλους τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἀβραάμ, ὄχι μόνον εἰς ἐκείνους ποὺ εἶχαν τὸν νόμον καὶ ἐξηρτῶντο ἀπὸ αὐτόν, ἀλλὰ καὶ εἰς ἐκείνους, ποὺ ἂν καὶ δεν εἶχαν τὸν νόμον, ἐμιμήθησαν τὴν πίστιν τοῦ Ἀβραὰμ καὶ ἔγιναν ἔτσι πνευματικὰ παιδιὰ τοῦ Ἀβραάμ, ὁ ὁποῖος εἶναι πατέρας ὅλων μας ὅσοι ἐπιστεύσαμεν. 17 Καὶ εἶναι ὁ Ἀβραὰμ πατέρας ὅλων μας σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο, ποὺ ἔχει γραφῆ εἰς τὴν Γένεσιν· ὅτι σὲ ἐγκατέστησα πατέρα πολλῶν ἐθνῶν. Ἐγκατεστάθη δὲ πατέρας πολλῶν ἐθνῶν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, εἰς τὸν ὁποῖον ἐπίστευσε. Πολλὰ ἀπὸ τὰ ἔθνη αὐτὰ δὲν ὑπῆρχον, ἀλλὰ θὰ ἀνεφαίνοντο εἰς τὸ μέλλον. Ὁ Θεὸς ὅμως, ὁ ὁποῖος δίδει ζωὴν εἰς τοὺς νεκρούς, χάρις εἰς τὴν πρόγνωσίν του, ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν παντοδυναμίαν του, διὰ τῆς ὁποίας φέρει εἰς τὴν ὕπαρξιν τὰ μὴ ὑπάρχοντα, ὁμίλει καὶ δι’ ἐκεῖνα ποὺ δὲν ὑπάρχουν εἰς τὸ παρόν, ἀλλὰ θὰ ὑπάρξουν εἰς τὸ μέλλον, σὰν νὰ ὑπῆρχον. 18 Αὐτὴν τὴν ὑπόσχεσιν ἔδωκεν ὁ Θεὸς εἰς τὸν Ἀβραάμ. Αὐτὸς δέ, καίτοι ἡ γεροντική του ἡλικία δὲν τοῦ ἔδιδε καμμίαν ἐλπίδα ν’ ἀποκτήσῃ τέκνον, μὲ τὴν ἐλπίδα εἰς τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ ἐπίστευσεν εἰς τὸ ὅτι θὰ ἐγίνετο αὐτὸς πατέρας πολλῶν ἐθνῶν, σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον τοῦ ἐλέχθη ἀπὸ τὸν Θεόν· Θὰ εἶναι οἱ ἀπόγονοί σου τόσον πολλοὶ καὶ λαμπροί, ὅπως τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ. 19 Καὶ ἐπειδὴ δὲν ἐκλονίσθη εἰς τὴν πίστιν του αὐτήν, δὲν ἐσυλλογίσθη τὸ σῶμα του, ποὺ ἦτο νεκρὸν πλέον καὶ ἀνίκανον πρὸς παιδοποιΐαν, διότι ἦτο περίπου ἑκατὸν ἐτῶν. Οὔτε ἐσυλλογίσθη τὴν νέκρωσιν τῆς μήτρας τῆς γυναικός του Σάρρας. 20 Εἰς τὴν ὑπόσχεσιν δέ, ποὺ τοῦ ἔδωκεν ὁ Θεός, δὲν ἐταλαντεύθη ἀπὸ ἀμφιβολίας ἀπιστίας, ἀλλὰ τουναντίον ἐνεδυνάμωσε τὸν ἑαυτόν του εἰς τὴν πίστιν, ἀποδώσας δόξαν εἰς τὸν Θεόν, σὰν νὰ εἶχε πραγματοποιηθῇ ἡ ὑπόσχεσις. 21 Καὶ ἐσχημάτισε βεβαίαν τὴν πεποίθησιν, ὅτι ἐκεῖνο ποὺ ὑπόσχεται ὁ Θεός, εἶναι δυνατὸς καὶ νὰ τὸ ἐκτελέσῃ. 22 Διότι δὲ ἐπίστευσε μὲ τέτοιαν πεποίθησιν, δι’ αὐτό ἐλογαριάσθη εἰς αὐτὸν ἡ πίστις του αὐτὴ ὡς δικαίωσις. 23 Δὲν ἐγράφη δὲ δι’ αὐτὸν μόνον, ὅτι ἐλογαριάσθη εἰς αὐτὸν ἡ πίστις του εἰς δικαίωσιν. 24 Ἀλλ’ ἐγράφη καὶ δι’ ἡμᾶς, εἱς τοὺς ὁποίους μέλλει νὰ λογαριασθῇ ἡ πίστις μας εἰς δικαίωσιν· δι’ ἡμᾶς, οἱ ὁποῖοι πιστεύομεν εἰς τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος ἀνέστησεν Ἰησοῦν τὸν Κύριόν μας ἐκ νεκρῶν. 25 Ὁ ὁποῖος Χριστὸς παρεδόθη εἰς θάνατον διὰ τὰ ἁμαρτήματά μας καὶ ἀνέστη διὰ νὰ μᾶς κάμῃ δικαίους.

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Δ´ 13 - 25


13 Διότι η υπόσχεσις, που εδόθη στον Αβραάμ, ότι με την πνευματικήν βασιλείαν του κατά σάρκα απογόνος του Ιησού Χριστού, θα γίνη αυτός κληρονόμος του κόσμου, δεν του εδόθη δια μέσου κανενός νόμου, αλλά δια μέσου της δικαιώσεως, που έλαβε από την πίστιν. 14 Διότι, εάν κληρονόμοι του πνευματικού κόσμου γίνωνται αυτοί μόνον που έλαβαν και τηρούν τον Νομον, τότε έχει γίνει αδειανή και ανωφελής η πίστις και έχει καταργηθή πλέον η υπόσχεσις του Θεού, ότι η κληρονομία αυτή θα δοθή δωρεάν δια της πίστεως στον Χριστόν. 15 (Η παράβασις του Νομου του Θεού είναι αμαρτία. Ως τοιαύτη δε συνεπάγεται την οργήν του Θεού και την καταδίκην του αμαρτωλού). Ο Νομος, επειδή βέβαια δεν τηρείται από τους ανθρώπους, επιφέρει ως συνέπειαν την οργήν του Θεού εναντίον των παραβατών, τους οποίους φυσικά και αποξενώνει από τας πνευματικάς δωρεάς, Οπου όμως δεν υπάρχει νόμος, εκεί φυσικόν είναι να μη υπάρχη ούτε παράβασις. 16 Δια τούτο η σωτηρία και η κληρονομία των αγαθών δίδεται δια μέσου της πίστεως δωρεάν και κατά χάριν και όχι ως ανταμοιβή έργων του Νομου. Ετσι δε είναι σταθερά και ασφαλής η υπόσχεσις του Θεού περί δικαιώσεως εις όλους τους απογόνους του Αβραάμ· όχι μόνον εις εκείνους, είχαν τον Νομον, αλλά και εις εκείνους, που χωρίς τον Νομον είχαν την πίστιν του Αβραάμ, ο οποίος κατ' αυτόν τον τρόπον είναι πατέρας όλων μας, των Εβραίων και των εθνικών, εφ' όσον έχουν την πίστιν. 17 Αλλωστε έτσι έχει γραφή και στο θεόπνευστον βιβλίον της Γενέσεως· ότι δηλαδή “πατέρα πολλών εθνών σε έχω θέσει” ενώπιον του Θεού, στον οποίον επίστευσε και ο οποίος δίδει ζωήν στους νεκρούς, καλεί δε εκ του μηδενός και ονομάζει και εκείνα τα οποία δεν έλαβαν ακόμη ύπαρξιν, ως εάν υπάρχουν ήδη εις την πραγματικότητα. 18 Ο Αβραάμ, καίτοι λόγω της γεροντικής του ηλικίας δεν είχε καμμίαν ελπίδα κατά το ανθρώπινον να αποκτήση τέκνον, εν τούτοις ήλπισεν εις την παντοδυναμίαν του Θεού και επίστευσεν εις ότι θα εγίνετο αυτός “πατέρας πολλών εθνών”, σύμφωνα με τον λόγον του Θεού, ο οποίος του είπεν ότι οι απόγονοί σου θα είναι πολυάριθμοι ωσάν την άμμον και λαμπροί ωσάν τ' αστέρια. 19 Και επειδή δεν έδειξεν αδυναμίαν η κλονισμόν εις την πίστιν του, δεν έλαβε υπ' όψιν του το σώμα του, το οποίον ήτο πλέον νεκρόν δια παιδοποιΐαν, αφού ήτο περίπου εκατό ετών ούτε και εσυλλογίσθη την νέκρωσιν της μήτρας της Σαρρας. 20 Εις την υπόσχεσιν δε αυτήν, που του έδωσεν ο Θεός, δεν εκλονίσθη από αμφιβολίας της απιστίας, αλλά τουναντίον επήρε δύναμιν δια της πίστεως και εδόξασεν έτσι τον Θεόν, ωσάν νε είχε γίνει πραγματικότης η υπόσχεσις αυτή. 21 Και έλαβε βεβαίαν και ακλόνητον την εσωτερικήν πληροφορίαν, ότι ο Θεός είναι δυνατός να πραγματοποιήση αυτό, το οποίον υπεσχέθη. 22 Δια τούτο η ακλόνητος και σταθερά αυτή πίστις του, του κατελογίσθη ως δικαίωσις. 23 Δεν εγράφη δε εις την Αγίαν Γραφήν δι' αυτόν μόνον, ότι η πίστις του κατελογίσθη εις δικαίωσιν, 24 αλλ' εγράφη και δι' ημάς, στους οποίους μέλλει να καταλογισθή εις δικαίωσίν μας, δι' ημάς οι οποίοι πιστεύομεν στον Θεόν Πατέρα, ο οποίος ανέστησεν εκ νεκρών τον Κυριον μας Ιησούν Χριστόν. 25 Αυτόν, ο οποίος παρεδόθη εις σταυρικόν λυτρωτικόν θάνατον, δια τα αμαρτήματα ημών και ανεστήθη, δια να μας δώση την δικαίωσιν και την σωτηρίαν.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Δ´ 22 - 30


22 καὶ πάντες ἐμαρτύρουν αὐτῷ καὶ ἐθαύμαζον ἐπὶ τοῖς λόγοις τῆς χάριτος τοῖς ἐκπορευομένοις ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ καὶ ἔλεγον· Οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς Ἰωσὴφ ; 23 καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· Πάντως ἐρεῖτέ μοι τὴν παραβολὴν ταύτην· ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν· ὅσα ἠκούσαμεν γενόμενα ἐν τῇ Καπερναοὺμ, ποίησον καὶ ὧδε ἐν τῇ πατρίδι σου. 24 εἶπε δέ· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς προφήτης δεκτός ἐστιν ἐν τῇ πατρίδι αὐτοῦ. 25 ἐπ’ ἀληθείας δὲ λέγω ὑμῖν πολλαὶ χῆραι ἦσαν ἐν ταῖς ἡμέραις Ἠλίου ἐν τῷ Ἰσραήλ, ὅτε ἐκλείσθη ὁ οὐρανὸς ἐπὶ ἔτη τρία καὶ μῆνας ἕξ, ὡς ἐγένετο λιμὸς μέγας ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν, 26 καὶ πρὸς οὐδεμίαν αὐτῶν ἐπέμφθη Ἠλίας εἰ μὴ εἰς Σαρεπτὰ τῆς Σιδωνίας πρὸς γυναῖκα χήραν. 27 καὶ πολλοὶ λεπροὶ ἦσαν ἐπὶ Ἐλισαίου τοῦ προφήτου ἐν τῷ Ἰσραὴλ, καὶ οὐδεὶς αὐτῶν ἐκαθαρίσθη εἰ μὴ Νεεμὰν ὁ Σύρος. 28 καὶ ἐπλήσθησαν πάντες θυμοῦ ἐν τῇ συναγωγῇ ἀκούοντες ταῦτα, 29 καὶ ἀναστάντες ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω τῆς πόλεως καὶ ἤγαγον αὐτὸν ἕως ὀφρύος τοῦ ὄρους, ἐφ’ οὗ ἡ πόλις αὐτῶν ᾠκοδόμητο, εἰς τὸ κατακρημνίσαι αὐτόν· 30 αὐτὸς δὲ διελθὼν διὰ μέσου αὐτῶν ἐπορεύετο.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Δ´ 22 - 30


22 Καὶ ὅλοι, ὅσοι ἤκουσαν τὴν ἐξήγησιν τῆς προφητείας, ποὺ ἐν συνεχείᾳ ἔκαμεν ὁ Ἰησοῦς, ἔδιδαν μαρτυρίαν περὶ αὐτοῦ, ὅτι ἐκήρυξε λαμπρῶς καὶ εὑρίσκοντο εἰς ἀπορίαν διὰ τὰ γεμᾶτα θείαν χάριν καὶ γλυκύτητα λόγια, ποὺ ἔβγαιναν ἀπὸ τὸ στόμα του. Καὶ ἔλεγαν· Περίεργον! Δὲν εἶναι αὐτὸς ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωσήφ, ποὺ ἕως χθὲς εἰργάζετο σὰν ἕνας ἀπὸ ἡμᾶς; 23 Καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· Ὡρισμένως θὰ μοῦ εἴπητε τὴν παροιμίαν αὐτήν· Ἰατρέ, θεράπευσον τὸν ἑαυτόν σου. Ὑπόσχεσαι νὰ μᾶς ἰατρεύσῃς ἀπὸ τὰς ἀθλιότητἀς μας. Θεράπευσε τὴν ἀσημότητά σου καὶ στήριξε τὴν θέσιν σου καὶ τὸ κῦρος σου πρωτίστως εἰς τὴν πατρίδα σου. Κάμε καὶ ἐδῶ ὅσα θαύματα ἠκούσαμεν, ὅτι ἔγιναν ἀπὸ σὲ εἰς τὴν Καπερναούμ. 24 Ἀλλ’ ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπεν· Ἀληθῶς σᾶς λέγω, ὅτι κανένα προφήτην δὲν ὑποδέχονται μὲ τὴν πρέπουσαν τιμὴν εἰς τὴν πατρίδα του. 25 Σᾶς λέγω ὅμως βασιζόμενος εἰς τὴν ἀλήθειαν, ὅτι πολλαὶ χῆραι ἦσαν κατὰ τὰς ἡμέρας τοῦ Ἠλία εἰς τὸ Ἰσραηλιτικὸν ἔθνος, ὅταν ἐκλείσθη ὁ οὐρανὸς καὶ δὲν ἔβρεξεν ἐπὶ ἔτη τρία καὶ ἓξ μῆνας, ὁπότε ἔγινε πεῖνα μεγάλη εἰς ὅλην τὴν γῆν τῆς Παλαιστίνης. 26 Καὶ εἰς καμμίαν ἀπὸ τὰς γυναῖκας τῶν Ἰουδαίων δὲν ἐστάλη ἀπὸ τὸν Θεὸν ὁ Ἠλίας, παρὰ εἰς τὰ Σάρεπτα τῆς Σιδωνίας εἰς μίαν γυναῖκα χήραν, ξένην καὶ ἄγνωστον εἰς αὐτόν. 27 Καὶ πολλοὶ λεπροὶ ἦσαν εἰς τὸ Ἰσραηλιτικὸν ἔθνος κατὰ τὴν ἐποχὴν τοῦ προφήτου Ἐλισαίου καὶ κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς δὲν ἐκαθαρίσθῃ ἀπὸ τὴν λέπραν του, παρὰ ὁ Νεεμὰν ὁ Σύρος, ποὺ ἦλθεν ἀπὸ χώραν μακρυνὴν διὰ νὰ εὔρῃ τὸν Ἐλισαῖον. 28 Καὶ ἐκυριεύθησαν μέσα εἰς τὴν συναγωγὴν ὅλοι ἀπὸ θυμόν, ὅταν ἤκουσαν αὐτά, ποὺ εἶπεν ὁ Κύριος, 29 καὶ ὑπὸ τὸ κράτος τῆς παραφορᾶς των ἐσηκώθησαν καὶ τὸν ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν καὶ τὸν ἔφεραν ἕως τὴν ἄκραν κάποιου ὑψώματος τοῦ βουνοῦ, ἐπὶ τοῦ ὁποίου εἶχεν οἰκοδομηθῇ ἡ πόλις των, μὲ τὸν σκοπὸν νὰ τὸν κρημνίσουν κάτω. 30 Αὐτὸς ὅμως ἐπέρασε μέσα ἀπὸ αὐτοὺς κατὰ τρόπον θαυμαστὸν καὶ ἔφυγε.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Δ´ 22 - 30


22 Και όλοι επεβεβαίωναν δι' αυτόν, ότι εκήρυττε με πολλήν δύναμιν και εθαύμαζαν δια τα λόγια τα γεμάτα χάριν, που έβγαιναν από το στόμα του και έλεγαν· “δεν είναι αυτός ο υιός του γνωστού μας Ιωσήφ, ο μαραγκός;” 23 Και είπε προς αυτούς· “ασφαλώς θα μου πήτε την γνωστήν παροιμίαν· ιατρέ, θεράπευσε τον εαυτόν σου· δείξε την δύναμίν σου εδώ εις την πατρίδα σου, κάμε και εδώ τα θαύματα, που ηκούσαμεν ότι έκαμες εις την Καπερναούμ”. 24 Αλλά ο Ιησούς τους είπε· “αλήθεια σας λέγω, ότι κανείς προφήτης δεν έγινε δεκτός με την πρέπουσαν τιμήν εις την πατρίδα του. 25 Σας υπενθυμίζω δε και αυτήν την αλήθειαν, ότι πολλαί χήραι εζούσαν μεταξύ του Ισραηλιτικού λαού κατά την εποχήν του Ηλιού, όταν εκλείσθη ο ουρανός και δεν έβρεξε επί τρία έτη και εξ μήνας, τότε που απλώθηκε μεγάλη πείνα εις όλην την χώραν της Παλαιστίνης. 26 Και εις καμμίαν από τας πτωχάς χήρας των Ιουδαίων δεν εστάλη από τον Θεόν ο Ηλίας, ει μη μόνον εις τα Σαρεπτα της Σιδωνίας προς κάποιαν άγνωστον και άσημον χήραν γυναίκα. 27 Και πολλοί λεπροί ήσαν κατά την εποχήν του προφήτου Ελισαίου στο ισραηλιτικόν έθνος και κανείς από αυτούς δεν εθεραπεύθη, ει μη μόνον ο Νεεμάν, που κατήγετο από την Συρίαν”. 28 Και όλοι μέσα εις την συναγωγήν, όταν ήκουσα αυτά, κατελήφθησαν από ασυγκράτητον οργήν (διότι ενόμισαν ότι ο Κυριος τους θέτει εις κατωτέραν θέσιν από τους ειδωλολάτρας). 29 Εσηκώθησαν, τον ήρπασαν και τον έβγαλαν έξω από την πόλιν, τον έφεραν έως το χείλος ενός κρημνού του όρους, επάνω στο οποίον είχεν οικοδομηθή η πόλις των, με τον σκοπόν να τον κρημνίσουν κάτω. 30 Αυτός όμως επέρασε ανάμεσα από αυτούς κατά ένα τρόπον θαυμαστόν και έφυγε.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα