❌
Τετάρτη, 31 Μαΐου 2023

Άγιος Ερμείας, Άγιοι Ευσέβιος και Χαράλαμπος, Άγιος Ευστάθιος Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης
Ἑρμείου μάρτυρος (β ́ αἰ.).
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΚΓ´ 1 - 11


1 Ἀτενίσας δὲ ὁ Παῦλος τῷ συνεδρίῳ εἶπεν· Ἄνδρες ἀδελφοί, ἐγὼ πάσῃ συνειδήσει ἀγαθῇ πεπολίτευμαι τῷ Θεῷ ἄχρι ταύτης τῆς ἡμέρας. 2 ὁ δὲ ἀρχιερεὺς Ἀνανίας ἐπέταξε τοῖς παρεστῶσιν αὐτῷ τύπτειν αὐτοῦ τὸ στόμα. 3 τότε ὁ Παῦλος πρὸς αὐτὸν εἶπε· Τύπτειν σε μέλλει ὁ Θεός, τοῖχε κεκονιαμένε· καὶ σὺ κάθῃ κρίνων με κατὰ τὸν νόμον, καὶ παρανομῶν κελεύεις με τύπτεσθαι! 4 οἱ δὲ παρεστῶτες εἶπον· Τὸν ἀρχιερέα τοῦ Θεοῦ λοιδορεῖς; 5 ἔφη τε ὁ Παῦλος· Οὐκ ᾔδειν, ἀδελφοί, ὅτι ἐστὶν ἀρχιερεύς· γέγραπται γάρ· ἄρχοντα τοῦ λαοῦ σου οὐκ ἐρεῖς κακῶς. 6 γνοὺς δὲ ὁ Παῦλος ὅτι τὸ ἓν μέρος ἐστὶ Σαδδουκαίων, τὸ δὲ ἕτερον Φαρισαίων, ἔκραξεν ἐν τῷ συνεδρίῳ· Ἄνδρες ἀδελφοί, ἐγὼ Φαρισαῖός εἰμι, υἱὸς Φαρισαίου· περὶ ἐλπίδος καὶ ἀναστάσεως νεκρῶν ἐγὼ κρίνομαι. 7 τοῦτο δὲ αὐτοῦ λαλήσαντος ἐγένετο στάσις τῶν Φαρισαίων καὶ τῶν Σαδδουκαίων, καὶ ἐσχίσθη τὸ πλῆθος. 8 Σαδδουκαῖοι μὲν γὰρ λέγουσι μὴ εἶναι ἀνάστασιν μήτε ἄγγελον μήτε πνεῦμα, Φαρισαῖοι δὲ ὁμολογοῦσι τὰ ἀμφότερα. 9 ἐγένετο δὲ κραυγὴ μεγάλη, καὶ ἀναστάντες οἱ γραμματεῖς τοῦ μέρους τῶν Φαρισαίων διεμάχοντο λέγοντες· Οὐδὲν κακὸν εὑρίσκομεν ἐν τῷ ἀνθρώπῳ τούτῳ· εἰ δὲ πνεῦμα ἐλάλησεν αὐτῷ ἢ ἄγγελος, μὴ θεομαχῶμεν. 10 πολλῆς δὲ γενομένης στάσεως εὐλαβηθεὶς ὁ χιλίαρχος μὴ διασπασθῇ ὁ Παῦλος ὑπ’ αὐτῶν, ἐκέλευσε τὸ στράτευμα καταβῆναι καὶ ἁρπάσαι αὐτὸν ἐκ μέσου αὐτῶν ἄγειν τε εἰς τὴν παρεμβολήν. 11 Τῇ δὲ ἐπιούσῃ νυκτὶ ἐπιστὰς αὐτῷ ὁ Κύριος εἶπε· Θάρσει, Παῦλε· ὡς γὰρ διεμαρτύρω τὰ περὶ ἐμοῦ εἰς Ἱερουσαλὴμ, οὕτω σε δεῖ καὶ εἰς Ρώμην μαρτυρῆσαι.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΚΓ´ 1 - 11


1 Ο Παῦλος δέ, ἀφοῦ προσήλωσε τὸ βλέμμά του εἰς τὸ συνέδριον, εἶπεν· Ἄνδρες ἀδελφοί, ἐγὼ ἔχω πολιτευθῇ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μέχρι τῆς ἡμέρας ταύτης, χωρὶς νὰ μὲ τύπτῃ εἰς τίποτε ἡ συνείδησίς μου, ἀλλὰ τουναντίον ἔχω τὴν μαρτυρίαν τῆς ἐξ ὁλοκλήρου ἀγαθήν. 2 Ὁ ἀρχιερεὺς Ἀνανίας ὅμως διέταξε τότε τοὺς ὑπηρέτας, ποὺ ἐστέκοντο πλησίον τοῦ Παύλου, νὰ τοῦ κτυπήσουν τὸ στόμα, ἴσως διότι ἔλαβε τὸν λόγον μόνος του. 3 Τότε ὁ Παῦλος τοῦ εἶπε· Θὰ σὲ πατάξῃ ὁ Θεός, τοῖχε ἀσβεστωμένε, ποὺ ἀπ’ ἔξω φαίνεσαι λευκός, εἰς τὸ βάθος σου δὲ κρύπτεις τὴν ἀδικίαν. Καὶ σὺ κάθεσαι νὰ μὲ κρίνῃς σύμφωνα μὲ τὸν νόμον; Καὶ παραβαίνων σὺ ὁ κριτὴς τὸν νόμον, ὁ ὁποῖος παραγγέλλει νὰ ἀπολογῆται ἐλεύθερα καὶ ἀνεμπόδιστα κάθε κατηγορούμενος, διατάσσεις νὰ μὲ κτυπήσουν διὰ νὰ βουλώσῃς τὸ στόμα μου κατὰ τὴν ὥραν τῆς ἀπολογίας μου; 4 Οἱ παριστάμενοι δὲ εἶπον· Τὸν ἀρχιερέα τοῦ Θεοῦ ὑβρίζεις; 5 Καὶ εἶπεν ὁ Παῦλος, ὁ ὁποῖος ἀπὸ ἔτη πολλὰ ἔλειπεν ἐξ Ἱεροσολύμων καὶ δὲν ἐγνώριζε προσωπικῶς τὸν ἀρχιερέα, ὁ ὁποῖος τὴν στιγμὴν ἐκείνην δὲν ἦτο εὐδιάκριτος, διότι προήδρευε τῆς συνεδρίας ὁ χιλίαρχος. Δὲν ἐγνώριζα, ἀδελφοί, ὅτι εἶναι ἀρχιερεύς. Ἄλλως δὲν θὰ ἔλεγον αὐτό, ποὺ εἶπα, διότι ἔχει γραφῇ εἰς τὸ βιβλίον τῆς Ἐξόδου: Δὲν θὰ κακολογήσῃς ἄρχοντα τοῦ λαοῦ σου. 6 Ἐν τῷ μεταξὺ δέ, ὅταν ἀντελήφθη ὁ Παῦλος, ὅτι ἡ μία μερὶς τοῦ συνεδρίου ἀπετελεῖτο ἀπὸ Σαδδουκαίους, οἱ ὁποῖοι δὲν ἐπίστευαν εἰς τὴν ἀνάστασιν τῶν νεκρῶν, ἡ ἄλλη δὲ μερὶς ἀπετελεῖτο ἀπὸ Φαρισαίους, ἐφώναξε δυνατὰ ἐν μέσῳ τοῦ συνεδρίου: Ἄνδρες ἀδελφοί, ἐγὼ εἶμαι Φαρισαῖος καὶ υἱὸς Φαρισαίου. Καὶ δικάζομαι σήμερον ἐγώ, ἐπειδὴ πιστεύω καὶ ἐλπίζω εἰς τὴν ἀνάστασιν τῶν νεκρῶν. 7 Ὅταν δὲ εἶπε τοῦτο ὁ Παῦλος, ἔγινε φιλονεικία μεταξὺ τῶν Φαρισαίων καὶ τῶν Σαδδουκαίων καὶ ἐδιχάσθη τὸ πλῆθος τῶν μελῶν τοῦ συνεδρίου. 8 Ἐδιχάσθη δὲ τὸ πλῆθος, διότι οἱ μὲν Σαδδουκαῖοι λέγουν, ὅτι δὲν ὑπάρχει ἀνάστασις, οὔτε ἄγγελος, οὔτε ἀσώματος ψυχή, ἐπειδὴ ὑπεστήριζαν οὗτοι, ὅτι αἱ ψυχαὶ των ἀποθνησκόντων διαλύονται μετὰ τοῦ σώματος. Οἱ Φαρισαῖοι ὅμως ὁμολογοῦν καὶ τὰ δύο, καὶ τὴν ἀνάστασιν τῶν νεκρῶν δηλαδὴ καὶ τὴν ὕπαρξιν πνευμάτων. 9 Ἔγινε δὲ λόγῳ τῆς φιλονεικίας των μεγάλη κραυγή, καὶ ἀφοῦ ἐσηκώθησαν οἱ γραμματεῖς οἱ ἀνήκοντες εἱς τὴν μερίδα τῶν Φαρισαίων, συνεζήτουν μὲ θυμὸν καὶ ἔλεγαν: Δὲν εὑρίσκομεν κανὲν κακὸν εἰς αὐτὸν τὸν ἄνθρωπον. Ἐὰν δὲ πνεῦμα ἢ ἄγγελος ὡμίλησεν εἰς αὐτόν, ἂς μὴ μαχώμεθα κατὰ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔκαμε τὴν ἀποκάλυψιν αὐτήν. 10 Ἐπειδὴ δὲ ἔγινε μεγάλη φιλονεικία, ὁ χιλίαρχος ἐφοβήθη, μήπως ὁ Παῦλος κομματιασθῇ ἀπὸ αὐτούς, καὶ διέταξε νὰ καταβῇ τὸ στράτευμα καὶ νὰ τὸν ἁρπάσῃ ἐκ μέσου αὐτῶν καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσῃ εἰς τὸ στρατόπεδον. 11 Τὴν ἑπομένην δὲ νύκτα ἐνεφανίσθη ἔξαφνα εἰς τὸν Παῦλον ὁ Κύριος Ἰησοῦς καὶ εἶπεν· Ἔχε θάρρος, Παῦλε, διότι ὅπως ἑμαρτύρησες τὴν περὶ ἐμοῦ ἀλήθειαν καὶ ὁμολογίαν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, ἔτσι σύμφωνα μὲ τὸ σχέδιον τῆς θείας βουλῆς πρέπει νὰ μαρτυρήσῃς καὶ εἰς τὴν Ρώμην. Δὲν πρόκειται λοιπὸν νὰ πάθῃς ἐδῶ τίποτε, ἄλλα θὰ σὲ φυλάξω σῷον διὰ νὰ μεταβῇς καὶ εἰς τὴν Ρώμην.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΚΓ´ 1 - 11


1 Ο δε Παύλος, αφού προσήλωσε το βλέμμα στο συνέδριον, είπε· “άνδρες αδελφοί, εγώ έχω πολιτευθή απένεντι του Θεού με καθαράν συνείδησιν έως την ημέραν αυτήν”. 2 Αλλ' ο αρχιερεύς Ανανίας διέταξε τους υπηρέτας, που εστέκοντο κοντά στον Παύλον, να του κτυπήσουν το στόμα. 3 Τοτε ο Παύλος είπε· “θα σε κτυπήση και σε ο Θεός, τοίχε ασβεστωμένε· και συ κάθεσαι να με κρίνης σύμφωνα με τον νόμον και αυτόν τον νόμον (ο οποίος δίδει το δικαίωμα στον κατηγορούμενον ν' απολογήται ελεύθερα και δεν επιτρέπει να τον κτυπούν) τον καταπατείς, με το να διατάσσης να με κτυπήσουν”. 4 Αυτοί δε, που εστέκοντο κοντά στον Παύλον, είπαν· “τον αρχιερέα του Θεού υβρίζεις;” 5 Και ο Παύλος είπε· “δεν εγνώριζα, αδελφοί, ότι είναι αρχιερεύς· διότι έχει γραφή· Δεν θα είπης λόγια κακά και υβριστικά εναντίον άρχοντος του λαού σου”. 6 Επειδή δε ο Παύλος αντελήφθη ότι ένα μέρος του συνεδρίου ήσαν Σαδδουκαίοι, το δε άλλο Φαρισαίοι, εφώναξε δυνατά· “άνδρες αδελφοί, εγώ είμαι Φαρισαίος, υιός Φαρισαίου και αυτήν την στιγμήν εγώ δικάζομαι, επειδή πιστεύω και ελπίζω εις την ανάστασιν των νεκρών”. 7 Οταν δε είπε αυτό ο Παύλος, έγινε ζωηρά φιλονεικία μεταξύ των Φαρισαίων και των Σαδδουκαίων και εδιχάσθησαν μεταξύ των οι σύνεδροι. 8 Διότι οι μεν Σαδδουκαίοι λέγουν ότι δεν υπάρχει ανάστασις ούτε άγγελος ούτε ψυχή έξω από το σώμα. Οι δε Φαρισαίοι ομολογούν και τα δύο, και την ανάστασιν των νεκρών και την ύπαρξιν αγγέλων και ψυχών. 9 Εγινε δε μεγάλη κραυγή και αφού εσηκώθηκαν οι γραμματείς της παρατάξεως των Φαρισαίων, ελογομαχούσαν με θυμόν και έλεγαν· “τίποτε το κακόν δεν ευρίσκομεν στον άνθρωπον αυτόν· εάν δε πνεύμα η άγγελος ωμίλησε και έκαμε αποκαλύψεις εις αυτόν, ας μη μαχώμεθα εναντίον του Θεού”. 10 Επειδή δε έγινε έντονος αντίθεσις και μεγάλη φιλονεικία, εφοβήθηκε ο χιλίαρχος, μήπως και ξεσχισθή από αυτούς ο Παύλος, διέταξε να κατεβούν οι στρατιώται και να αρπάξουν τον Παύλον εκ μέσου των συνέδρων και να τον οδηγήσουν στο στρατόπεδον. 11 Κατά δε την επομένην νύκτα παρουσιάσθηκε έξαφνα στον Παύλον ο Κυριος και είπε· “έχε θάρρος, Παύλε· διότι, όπως με παρρησίαν εμαρτύρησες και εκήρυξες την αλήθειαν περί εμού εις την Ιερουσαλήμ, έτσι σύμφωνα με το θείον σχέδιον θα κηρύξης και εις την Ρωμην”.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙϚ´ 15 - 23


15 πάντα ὅσα ἔχει ὁ πατὴρ ἐμά ἐστι· διὰ τοῦτο εἶπον ὅτι ἐκ τοῦ ἐμοῦ λήψεται καὶ ἀναγγελεῖ ὑμῖν. 16 μικρὸν καὶ οὐκέτι θεωρεῖτέ με, καὶ πάλιν μικρὸν καὶ ὄψεσθέ με, ὅτι ἐγὼ ὑπάγω πρὸς τὸν πατέρα. 17 Εἶπον οὖν ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ πρὸς ἀλλήλους· Τί ἐστι τοῦτο ὃ λέγει ἡμῖν, μικρὸν καὶ οὐ θεωρεῖτέ με, καὶ πάλιν μικρὸν καὶ ὄψεσθέ με, καί ὅτι ἐγὼ ὑπάγω πρὸς τὸν πατέρα; 18 ἔλεγον οὖν· Τοῦτο τί ἐστιν ὃ λέγει τὸ μικρόν; οὐκ οἴδαμε τί λαλεῖ. 19 ἔγνω οὖν ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἤθελον αὐτὸν ἐρωτᾶν, καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Περὶ τούτου ζητεῖτε μετ’ ἀλλήλων ὅτι εἶπον, μικρὸν καὶ οὐ θεωρεῖτέ με καὶ πάλιν μικρὸν καὶ ὄψεσθέ με; 20 ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι κλαύσετε καὶ θρηνήσετε ὑμεῖς, ὁ δὲ κόσμος χαρήσεται· ὑμεῖς δὲ λυπηθήσεσθε, ἀλλ’ ἡ λύπη ὑμῶν εἰς χαρὰν γενήσεται. 21 ἡ γυνὴ ὅταν τίκτῃ, λύπην ἔχει, ὅτι ἦλθεν ἡ ὥρα αὐτῆς· ὅταν δὲ γεννήσῃ τὸ παιδίον, οὐκέτι μνημονεύει τῆς θλίψεως διὰ τὴν χαρὰν ὅτι ἐγεννήθη ἄνθρωπος εἰς τὸν κόσμον. 22 καὶ ὑμεῖς οὖν λύπην μὲν νῦν ἔχετε· πάλιν δὲ ὄψομαι ὑμᾶς καὶ χαρήσεται ὑμῶν ἡ καρδία, καὶ τὴν χαρὰν ὑμῶν οὐδεὶς αἴρει ἀφ’ ὑμῶν. 23 καὶ ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ἐμὲ οὐκ ἐρωτήσετε οὐδέν· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὅσα ἄν αἰτήσητε τὸν πατέρα ἐν τῷ ὀνόματί μου, δώσει ὑμῖν.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙϚ´ 15 - 23


15 15 Προηγουμένως σᾶς εἶπα, ὅτι ὁ Παράκλητος θὰ σᾶς εἴπῃ ὅσα θὰ ἀκούσῃ ἀπὸ τὸν Πατέρα μου. Ὅλα ὅμως, ὅσα ἔχει ὁ Πατήρ, εἶναι ἰδικά μου. Δι’ αὐτὸ σᾶς εἶπον ἐν συνεχείᾳ ὅτι ὁ Παράκλητος θὰ λάβῃ ἀπὸ τὴν ἰδικήν μου γνῶσιν καὶ σοφίαν καὶ θὰ ἀποκαλύψῃ ταύτην εἰς σᾶς. 16 16 Ἀκόμη ὀλίγον χρόνον καὶ δὲν θὰ μὲ βλέπετε πλέον μὲ τοὺς σωματικοὺς ὀφθαλμούς σας. Ἀλλὰ καὶ πάλιν ὀλίγος χρόνος θὰ παρέλθῃ καὶ θὰ μὲ ἴδετε ἀναστάντα, ἀλλὰ πρὸ παντὸς θὰ μὲ αἰσθανθῆτε πνευματικῶς καὶ ἐσωτερικῶς διὰ τῆς ζωῆς μου, τὴν ὁποίαν θὰ σᾶς μεταδώσῃ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα· θὰ μὲ ἴδετε νοερῶς καὶ θὰ μὲ αἰσθανθῆτε ἐσωτερικῶς, διότι ἐγὼ πηγαίνω πρὸς τὸν Πατέρα καὶ θὰ σᾶς στείλω τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, τὸ ὁποῖον θὰ σᾶς ἐνώσῃ μὲ ἐμέ. 17 17 Εἶπαν λοιπὸν μερικοὶ ἀπὸ τοὺς μαθητάς του μεταξύ των· Τί εἶναι αὐτό, ποὺ μᾶς λέγει, ὀλίγον καὶ μικρὸν χρόνον καὶ δὲν θὰ μὲ βλέπετε πλέον, καὶ πάλιν μικρὸν χρόνον καὶ θὰ μὲ ἴδετε; Καὶ τὸ διότι ἐγὼ πηγαίνω πρὸς τὸν Πατέρα; 18 18 Ἔλεγον λοιπόν· τί σημαίνει αὐτὸ ποὺ λέγει τὸ μικρόν; Δὲν ἐννοοῦμεν τί λέγει. 19 19 Κατόπιν λοιπὸν τῆς ἀπορίας αὐτῆς, εἰς τὴν ὁποίαν περιῆλθον οἱ μαθηταί, ὁ Ἰησοῦς μὲ τὴν ὑπερφυσικήν του γνῶσιν ἀντελήφθη, ὅτι ἤθελαν οὔτοι νὰ τὸν ἐρωτήσουν καὶ ἐπρόλαβε καὶ τοὺς εἶπε· Περὶ αὐτοῦ συζητεῖτε μεταξύ σας, ὅτι δηλαδὴ εἶπον: Ὀλίγον χρόνον καὶ δὲν θὰ μὲ βλέπετε διὰ τῶν σωματικῶν ὀφθαλμῶν καὶ πάλιν ὀλίγον χρόνον καὶ θὰ μὲ ἴδετε; 20 20 Ἀληθῶς, ἀληθῶς σᾶς λέγω, ὅτι θὰ κλαύσετε καὶ θὰ θρηνήσετε σεῖς διὰ τὸν θάνατόν μου, ὁ μακρὰν δὲ τοῦ Θεοῦ κόσμος θὰ χαρῇ, διότι ἀπηλλάγη ἀπὸ ἐμέ, τὸν ὁποῖον θεωρεῖ ὡς ἐχθρόν του. Σεῖς ὅμως θὰ λυπηθῆτε, ἀλλ’ ἡ λύπη σας θὰ μεταβληθῇ εἰς χαράν. 21 21 Κάθε γυναῖκα, ὅταν γεννᾷ, αἰσθάνεται πόνους καὶ ἔχει λύπην, διότι ἦλθεν ἡ ὥρα της, ποὺ θὰ γεννήσῃ. Ὅταν ὅμως γεννήσῃ τὸ παιδίον, δὲν ἐνθυμεῖται πλέον τὴν θλῖψιν καὶ τοὺς πόνους τοῦ τοκετοῦ λόγῳ τῆς χαρᾶς ποὺ δοκιμάζει, διότι ἐγεννήθη ἄνθρωπος εἰς τὸν κόσμον. 22 22 Καὶ σεῖς λοιπὸν τώρα μέν, ποὺ ἀποχωριζόμεθα, ἔχετε λύπην· θὰ σᾶς ἴδω ὅμως πάλιν, ὅχι μόνον ὅταν μετὰ τὴν ἀνάστασίν μου θὰ ἐμφανισθῶ εἰς σᾶς, ἀλλὰ κυρίως ὅταν διὰ τῆς νέας ζωῆς καὶ κοινωνίας μετ’ ἐμοῦ θὰ μὲ αἰσθάνεσθε ἐνωμένον μὲ σᾶς. Καὶ τότε θὰ χαρῇ ἡ καρδία σας καὶ τὴν χαράν σας πλέον δὲν θὰ ἡμπορῇ κανεὶς νὰ σᾶς τὴν πάρῃ, ἀλλὰ θὰ εἶναι παντοτεινὴ καὶ διαρκῇς. 23 23 Καὶ κατ’ ἐκείνην τὴν ἡμέραν, κατὰ τὴν ὁποίαν θὰ λάβετε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ θὰ μὲ αἰσθανθῆτε νὰ ζῶ μέσα σας, δὲν θὰ ἔχετε πλέον ἀνάγκην νὰ μοῦ θέτετε ἐρωτήσεις διὰ κανὲν ἀπὸ αὐτά, τὰ ὁποῖα τώρα σᾶς φαίνονται ἀκατανόητα. Ἀληθῶς, ἀληθῶς σᾶς λέγω, ὅτι ὀσαδήποτε ζητήσετε διὰ προσευχῆς ἀπὸ τὸν Πατέρα ἐπικαλούμενοι τὸ ὄνομά μου, θὰ σᾶς τὰ δώσῃ. Αὐτὸς λοιπὸν θὰ σᾶς φωτίζῃ καὶ τότε εἰς πᾶσαν ἀπορίαν σας.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙϚ´ 15 - 23


15 Ολα δε όσα έχει ο Πατήρ είναι ιδικά μου, δια τούτο και σας είπα ότι ο Παράκλητος θα λάβη από τους ιδικούς μου θησαυρούς της σοφίας, οι οποίοι είναι και του Πατρός και θα αναγγείλη αυτά εις σας. 16 Ακόμη ολίγον χρόνον και δε θα με βλέπετε πλέον με τα μάτια του σώματος· αλλά και πάλιν έπειτα από μικρόν χρόνον θα με ίδετε, αμέσως δηλαδή μετά την ανάστασίν μου, και θα με ίδετε επί πλέον με τα μάτια της ψυχής σας, διότι εγώ πηγαίνω προς τον Πατέρα, τον οποίον και θα παρακαλέσω να σας στείλη το Πνεύμα το Αγιον”. 17 Είπαν τότε μερικοί από τους μαθητάς του μεταξύ των· τι σημαίνει αυτό που μας λέγει, ολίγον χρόνον και δεν θα με βλέπετε, και πάλιν έπειτα από ολίγο θα με ίδετε και ότι εγώ πηγαίνω προς τον Πατέρα;” 18 Ελεγαν λοιπόν· “τι σημαίνει αυτό το, μικρόν, που λέγει; Δεν εννοούμεν τι λέγει”. 19 Ο Ιησούς με την θείαν αυτού γνώσιν αντελήφθη ότι ήθελαν οι μαθηταί να τον ερωτήσουν και τους είπε· “συζητείτε μεταξύ σας περί αυτού που σας είπα, ότι δηλαδή ολίγον χρόνον και δεν θα με βλέπετε με τα μάτια του σώματος, και πάλιν ολίγον χρόνον και θα με ίδετε; 20 Σας πληροφορώ και σας διαβεβαιώνω, ότι σεις θα κλάψετε και θα θρηνήσετε δια τον σταυρικόν μου θάνατον, ο δε αμαρτωλός και αμετανόητος κόσμος θα χαρή. Σεις θα ληπηθήτε βέβαια, αλλά πολύ σύντομα η λύπη σας θα γίνη χαρά. 21 Η γυναίκα όταν γεννά, έχει πόνους και λύπην, διότι ήλθε η ώρα της. Οταν όμως γεννήση το παιδί, τότε δεν ενθυμείται πλέον την θλίψιν και τους πόνους, ένεκα της χαράς που δοκιμάζει, διότι εγεννήθη άνθρωπος στον κόσμον. 22 Και σεις, λοιπόν, τώρα μεν έχετε λύπην, πάλιν όμως θα σας ίδω μετά την ανάστασίν μου και θα γεμίση η καρδιά σας από χαράν, και την χαράν σας αυτήν κανείς δεν ημπορεί να σας την αφαιρέση. 23 Κατά την ημέραν εκείνην που θα κατέλθη εις σας το Πνεύμα το Αγιον, δεν θα με ερωτήσετε τίποτε, διότι θα σας έχη φωτίσει Εκείνο. Αληθώς σας λέγω, ότι όσα ζητήσετε από τον Πατέρα μου εν τω ονόματί μου, θα σας τα δώση.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα