❌
Παρασκευή, 19 Μαΐου 2023

Άγιοι Πατρίκιος επίσκοπος Προύσας, Ακάκιος, Μένανδρος και Πολύαινος, Όσιος Μέμνων ο Θαυματουργός, Άγιος Ακόλουθος, Αγία Θεοτίμη η Μάρτυρας
Πατρικίου ἱερομάρτυρος ἐπισκ. Προύσης καὶ τῶν σὺν αὐτῷ. Τῶν 13 ὁσιομαρτύρων μοναχῶν τῶν καέντων ἐν Λευκωσίᾳ Κύπρου ὑπὸ τῶν Φράγγων λατινοδόξων (†1231).
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΙΕ´ 5 - 12


5 Ἐξανέστησαν δέ τινες τῶν ἀπὸ τῆς αἱρέσεως τῶν Φαρισαίων πεπιστευκότες, λέγοντες ὅτι δεῖ περιτέμνειν αὐτοὺς παραγγέλλειν τε τηρεῖν τὸν νόμον Μωϋσέως. 6 Συνήχθησαν δὲ οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ πρεσβύτεροι ἰδεῖν περὶ τοῦ λόγου τούτου. 7 Πολλῆς δὲ συζητήσεως γενομένης ἀναστὰς Πέτρος εἶπε πρὸς αὐτούς· Ἄνδρες ἀδελφοί, ὑμεῖς ἐπίστασθε ὅτι ἀφ’ ἡμερῶν ἀρχαίων ὁ Θεὸς ἐν ὑμῖν ἐξελέξατο διὰ τοῦ στόματός μου ἀκοῦσαι τὰ ἔθνη τὸν λόγον τοῦ εὐαγγελίου καὶ πιστεῦσαι. 8 καὶ ὁ καρδιογνώστης Θεὸς ἐμαρτύρησεν αὐτοῖς δοὺς αὐτοῖς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον καθὼς καὶ ἡμῖν, 9 καὶ οὐδὲν διέκρινε μεταξὺ ἡμῶν τε καὶ αὐτῶν τῇ πίστει καθαρίσας τὰς καρδίας αὐτῶν. 10 νῦν οὖν τί πειράζετε τὸν Θεόν, ἐπιθεῖναι ζυγὸν ἐπὶ τὸν τράχηλον τῶν μαθητῶν, ὃν οὔτε οἱ πατέρες ἡμῶν οὔτε ἡμεῖς ἰσχύσαμεν βαστάσαι; 11 ἀλλὰ διὰ τῆς χάριτος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ πιστεύομεν σωθῆναι καθ’ ὃν τρόπον κἀκεῖνοι. 12 Ἐσίγησε δὲ πᾶν τὸ πλῆθος καὶ ἤκουον Βαρνάβα καὶ Παύλου ἐξηγουμένων ὅσα ἐποίησεν ὁ Θεὸς σημεῖα καὶ τέρατα ἐν τοῖς ἔθνεσι δι’ αὐτῶν.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΙΕ´ 5 - 12


5 Ἐσηκώθησαν δὲ μερικοὶ ἀπὸ τὴν θρησκευτικὴν μερίδα τῶν Φαρισαίων, ποὺ εἶχον πιστεύσει, καὶ ἔλεγον, ὅτι πρέπει νὰ περιτέμνουν τοὺς πιστεύοντας ἐθνικούς, καὶ νὰ τοὺς παραγγέλλουν νὰ φυλάττουν ὅλον τὸν νόμον τοῦ Μωϋσέως, καὶ αὐτὰς ἀκόμη τὰς τυπικὰς διατάξεις του. 6 Συνηθροίσθησαν δὲ οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ πρεσβύτεροι διὰ νὰ ἐξετάσουν τὴν ὑπόθεσιν αὐτήν. 7 Ἀφοῦ δὲ ἔγινε πολλὴ συζήτησις, ἐσηκώθη ὁ Πέτρος καὶ τοὺς εἶπεν· Ἄνδρες ἀδελφοί, σεῖς γνωρίζετε ἀπὸ τὸ περιστατικὸν τοῦ Κορνηλίου, ὅτι πρὸ πολλοῦ χρόνου, πρὸ δώδεκα περίπου ἐτῶν ἀπὸ σήμερον, ὁ Θεὸς ἐξέλεξε μεταξὺ ἡμῶν τῶν ἀποστόλων ἐμέ, διὰ νὰ ἀκούσουν διὰ τοῦ κηρύγματός μου οἱ ἐθνικοὶ τὸν λόγον τοῦ εὐαγγελίου καὶ νὰ πιστεύσουν. 8 Καὶ ὁ Θεός, ποὺ γνωρίζει τὰς καρδίας τῶν ἀνθρώπων καὶ ἔκρινεν ἀλανθάστως κατὰ πόσον ἦτο εἰλικρινὴς ἡ μετάνοια καὶ πίστις τῶν ἐθνικῶν τούτων, ἔδωκε μαρτυρίαν ὑπὲρ αὐτῶν, διὰ τῆς ὁποίας ἐβεβαίου, ὅτι παρέχεται καὶ εἰς αὐτοὺς ἡ διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ σωτηρία. Λέγω δέ, ὅτι ὁ Θεὸς ἔδωκε τὴν μαρτυρίαν του, διότι τοὺς μετέδωκε τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως τὰ ἔδωκε καὶ εἰς ἡμᾶς, ποὺ καταγόμεθα ἀπὸ τὸν Ἰσραήλ. 9 Καὶ δὲν ἔκαμε καμμίαν διάκρισιν μεταξὺ ἡμῶν τῶν περιτμημένων καὶ αὐτῶν τῶν ἀπεριτμήτων, ἀλλὰ διὰ μόνης τῆς πίστεως καὶ χωρὶς νὰ λάβουν περιτομὴν ἐκαθάρισε τὰς καρδίας των. 10 Τώρα λοιπόν, ὕστερα ἀπὸ μίαν τοιαύτην μαρτυρίαν τοῦ Θεοῦ, διατὶ προκαλεῖτε καὶ θέτετε εἰς δοκιμασίαν τὸν Θεόν, ὡσὰν νὰ μὴν εἶχεν ἐκφράσει σαφῶς τὸ θέλημά του, καὶ διατὶ ζητεῖτε ν’ ἀποσπάσητε ἀπ’ αὐτοῦ ἄλλην νεωτέραν καὶ καταπληκτικωτέραν ἐκδήλωσιν τοῦ θελήματός του; Ζητεῖτε νὰ ἀλλάξῃ γνώμην ὁ Θεός, διὰ νὰ ἐπιβάλλετε εἰς τὸν τράχηλον τῶν μαθητῶν τὸν ζυγόν της τηρήσεως τοῦ νόμου καὶ ὅλων τῶν τελετῶν καὶ τυπικῶν διατάξεών του, τὸν ὁποῖον ζυγὸν οὔτε οἱ προπάτορές μας οὔτε ἡμεῖς ἠμπορέσαμεν νὰ τὸν βαστάσωμεν; 11 Ἀλλὰ πιστεύομεν, ὅτι καὶ ἡμεῖς οἱ Ἰουδαῖοι διὰ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ θὰ σωθῶμεν, κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον κατὰ τὸν ὁποῖον θὰ σωθοῦν καὶ ἐκεῖνοι, ἤτοι οἱ ἐθνικοί. 12 Ἐσιώπησε δὲ ὅλον τὸ πλῆθος καὶ ἤκουον μὲ προσοχὴν τὸν Βαρνάβαν καὶ τὸν Παῦλον, οἱ ὁποῖοι διηγοῦντο, ὅσα ἀποδεικτικὰ καὶ καταπληκτικὰ θαύματα ἔκαμεν ὁ Θεὸς διὰ μέσου αὐτῶν μεταξὺ τῶν ἐθνικῶν.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΙΕ´ 5 - 12


5 Εσηκώθηκαν όμως μερικοί, οι οποίοι προήρχοντο από την τάξιν των Φαρισαίων αλλά είχαν πιστεύσει στον Χριστόν, και έλεγαν, ότι πρέπει να περιτέμνουν τους εθνικούς, που δέχονται την νέαν πίστιν, και να τους παραγγέλουν να τηρούν όλας τας διατάξστου μωσαϊκού νόμου. 6 Συνεκεντρώθησαν λοιπόν οι Απόστολοι και οι πρεσβύτεροι, δια να ιδούν και συσκεφθούν επάνω εις αυτό το ζήτημα. 7 Αφού δε έγινε πολλή συζήτησις, εσηκώθηκε ο Πετρος και είπε εις αυτούς· “άνδρες αδελφοί, σεις γνωρίζετε ότι εδώ και αρκετά χρόνια ο Θεός εδιάλεξε μεταξύ των Αποστόλων εμέ, δια να ακούσουν οι εθνικοί από το στόμα μου τα λόγια του Ευαγγελίου και να πιστεύσουν (Εννοώ τον Κορνήλιον και την ομάδα του). 8 Και ο Θεός, που γνωρίζει τας καρδίας των ανθρώπων, έδωκε μαρτυρίαν υπέρ αυτών, ότι ημπορούν να πιστεύσουν και να σωθούν, διότι μετέδωσε εις αυτούς τότε το Πνεύμα το Αγιον, όπως και εις ημάς. 9 Και δεν έκαμε καμμίαν απολύτως διάκρισιν μεταξύ ημών, που είμεθα περιτμημένοι και εκείνων, που ήσαν απερίτμητοι, καθαρίσας και αγιάσας τας καρδίας αυτών με μόνην την πίστιν στον Χριστόν. 10 Τωρα λοιπόν, ύστερα από αυτό το ολοφάνερο γεγονός, διατί προκαλείτε τον Θεόν να κάμη κάτι διαφορετικόν από ο,τι προηγουμένως είχε πράξει, να επιβάλη δηλαδή ζυγόν στον τράχηλον των εθνικών Χριστιανών, τον οποίον ζυγόν ούτε οι πατέρες μας ούτε ημείς ημπορέσαμεν να βαστάσωμεν; 11 Αλλά πιστεύομεν ότι και ημείς οι Ιουδαίοι θα σωθώμεν όχι με τας τυπικάς διατάξστου Νομου, αλλά με την χάριν του Θεού, όπως και εκείνοι”. 12 Εμεινε δε άφωνον όλο εκείνο το πλήθος των πιστών και ήκουον με προσοχήν τον Βαρνάβαν και τον Παύλον, οι οποίοι διηγούντο όσα καταπληκτικά θαύματα και σημεία, εις επικύρωσιν του κηρύγματος, έκαμε ο Θεός δια μέσου αυτών στους εθνικούς.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Ι´ 17 - 28


17 διὰ τοῦτό με ὁ πατὴρ ἀγαπᾷ, ὅτι ἐγὼ τίθημι τὴν ψυχήν μου, ἵνα πάλιν λάβω αὐτήν. 18 οὐδεὶς αἴρει αὐτὴν ἀπ’ ἐμοῦ, ἀλλ’ ἐγὼ τίθημι αὐτὴν ἀπ’ ἐμαυτοῦ· ἐξουσίαν ἔχω θεῖναι αὐτήν, καὶ ἐξουσίαν ἔχω πάλιν λαβεῖν αὐτήν· ταύτην τὴν ἐντολὴν ἔλαβον παρὰ τοῦ πατρός μου. 19 Σχίσμα οὖν πάλιν ἐγένετο ἐν τοῖς Ἰουδαίοις διὰ τοὺς λόγους τούτους. 20 ἔλεγον δὲ πολλοὶ ἐξ αὐτῶν· Δαιμόνιον ἔχει καὶ μαίνεται· τί αὐτοῦ ἀκούετε; 21 ἄλλοι ἔλεγον· Ταῦτα τὰ ῥήματα οὐκ ἔστι δαιμονιζομένου· μὴ δαιμόνιον δύναται τυφλῶν ὀφθαλμοὺς ἀνοῖγειν; 22 Ἐγένετο δὲ τὰ ἐγκαίνια ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις, καὶ χειμὼν ἦν· 23 καὶ περιεπάτει ὁ Ἰησοῦς ἐν τῷ ἱερῷ ἐν τῇ στοᾷ τοῦ Σολομῶντος. 24 ἐκύκλωσαν οὖν αὐτὸν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ ἔλεγον αὐτῷ· Ἕως πότε τὴν ψυχὴν ἡμῶν αἴρεις; εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστός, εἰπὲ ἡμῖν παρρησίᾳ. 25 ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Εἶπον ὑμῖν, καὶ οὐ πιστεύετε· τὰ ἔργα ἃ ἐγὼ ποιῶ ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ πατρός μου, ταῦτα μαρτυρεῖ περὶ ἐμοῦ· 26 ἀλλ’ ὑμεῖς οὐ πιστεύετε· οὐ γάρ ἐστε ἐκ τῶν προβάτων τῶν ἐμῶν, καθὼς εἶπον ὑμῖν. 27 τὰ πρόβατα τὰ ἐμὰ τῆς φωνῆς μου ἀκούει, κἀγὼ γινώσκω αὐτά, καὶ ἀκολουθοῦσί μοι, 28 κἀγὼ ζωὴν αἰώνιον δίδωμι αὐτοῖς, καὶ οὐ μὴ ἀπόλωνται εἰς τὸν αἰῶνα, καὶ οὐχ ἁρπάσει τις αὐτὰ ἐκ τῆς χειρός μου.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Ι´ 17 - 28


17 Δι’ αὐτὸ δὲ ὁ Πατὴρ μὲ ἀγαπᾷ, διότι ἐγὼ μόνος μου καὶ χωρὶς κανεὶς νὰ μὲ ἀναγκάζῃ παραδίδω τὴν ζωήν μου εἰς θάνατον, διὰ νὰ τὴν λάβω πάλιν καὶ ἑξακολουθήσω ὡς αἰώνιος ἀρχιερεὺς καὶ μετὰ τὴν ἀνάστασίν μου τὸ ἔργον τῆς καθοδηγήσεως τῶν προβάτων μου καὶ τῆς σωτηρίας αὐτῶν διὰ τῆς συνενώσεώς των εἰς μίαν ποίμνην καὶ εἰς ἓν σῶμα. 18 Κανεὶς δὲν ἔχει τὴν δύναμιν νὰ πάρῃ τὴν ζωήν μου καὶ νὰ μὲ θανατώσῃ παρὰ τὴν θέλησίν μου. Ἀλλ’ ἐγὼ ἀπὸ τὸν ἑαυτόν μου καὶ μόνος μου παραδίδω αὐτήν. Ἔχω ἐξουσίαν νὰ δώσω τὴν ζωήν μου καὶ ἔχω ἐξουσίαν πάλιν νὰ τὴν λάβω. Αὐτὴν τὴν ἐντολὴν ἔλαβα ἀπὸ τὸν πατέρα μου, νὰ θυσιάσω τὴν ζωήν μου ἐπὶ τοῦ σταυροῦ καὶ νὰ τὴν πάρω πάλιν διὰ τῆς ἀναστάσεως, διὰ νὰ ἀναδειχθῶ οὕτως ὁ αἰώνιος ἀρχιερεὺς καὶ μεσίτης πρὸς σωτηρίαν τῶν προβάτων μου. 19 Ὕστερα λοιπὸν ἀπὸ αὐτά, ποὺ διεκήρυξεν ὁ Ἰησοῦς, ἔγινε πάλιν διαίρεσις μεταξὺ τῶν Ἰουδαίων ἐξ αἰτίας τῶν λόγων τούτων. 20 Πολλοὶ δὲ ἀπὸ αὐτοὺς ἔλεγον· Διὰ νὰ τρέφῃ τοιαύτας ἰδέας διὸ τὸν ἑαυτόν του, πρέπει νὰ ἔχῃ δαιμόνιον καὶ δι’ αὐτὸ παραλογίζεται. Διατὶ τὸν προσέχετε καὶ ἀκούετε αὐτὰ ποὺ λέγει; 21 Ἄλλοι ἔλεγον· Αὐτὰ τὰ λόγια δὲν εἶναι λόγια δαιμονιζομένου. Καὶ ἐπὶ πλέον τὰ λόγια του συνοδεύονται καὶ ἀπὸ τὰς ὑπερφυσικὰς θεραπείας καὶ τὰ θαύματά του. Μήπως μπορεῖ δαιμόνιον νὰ ἀνοίγῃ μάτια τυφλῶν; 22 Ἔγινε δὲ τότε εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα ἡ ἑορτὴ τῶν ἐγκαινίων καὶ ἦτο ἐποχὴ χειμῶνος, περὶ τὰ μέσα τοῦ ἰδικοῦ μας μηνὸς Δεκεμβρίου. 23 Καὶ ἐβάδιζεν ὁ Ἰησοῦς μέσα εἰς τὸν ἱερὸν περίβολον τοῦ ναοῦ εἰς τὸ παλαιὸν ὑπόστεγον, τὸ ὁποῖον ἐθεωρεῖτο, ὅτι εἶχε κτισθῇ ὑπὸ τοῦ Σολομῶντος μαζὶ μὲ τὸν πρῶτον ναόν, ποὺ κατεστράφη ἀπὸ τοὺς Βαβυλωνίους. 24 Εἰς τὸ πολυσύχναστον λοιπὸν αὐτὸ μέρος τὸν περιεκύκλωσαν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ τοῦ εἶπαν· Ἕως πότε θὰ κρατῇς εἰς ἀγωνίαν καὶ ἀπορίαν μεγάλην τὰς ψυχάς μας; Ἐὰν σὺ εἶσαι ὁ Χριστός, πές μάς το καθαρά. 25 Ἀπεκρίθη εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς: Σᾶς εἶπον περὶ αὐτοῦ ποὺ μὲ ἐρωτᾶτε καὶ ὅμως σεῖς δὲν πιστεύετε. Ἀλλα καὶ ἐὰν δὲν σᾶς εἶχον εἴπει τίποτε περὶ τοῦ ποῖος εἶμαι, τὰ ἔργα τὰ ὁποῖα ἐγὼ πράττω κατ’ ἐντολὴν καὶ ἐξουσιοδότησιν τοῦ πατρός μου, ταῦτα δίδουν μαρτυρίαν περὶ ἐμοῦ καὶ ἐπιβεβαιοῦν, ὅτι εἶμαι ὁ Χριστός. 26 Σεῖς ὅμως δὲν πιστεύετε, διότι, καθὼς σᾶς εἶπα, λόγῳ τῶν κακῶν διαθέσεών σας, δὲν εἶσθε ἐξ ἐκείνων, τοὺς ὁποίους ὁ Πατὴρ προώρισε νὰ γίνουν πρόβατά μου καὶ πιστοὶ ἀκόλουθοί μου. 27 Τὰ πρόβατα τὰ ἰδικά μου ἀκούουν μὲ προθυμίαν καὶ εὐπείθειαν τὴν φωνήν μου καὶ τὴν διδασκαλίαν μου. Καὶ ἐγὼ τὰ γνωρίζω ὡς ἰδικά μου καὶ ἐνδιαφέρομαι καὶ πονῶ καὶ φροντίζω δι’ αὐτά, καθὼς καὶ ἐκεῖνα μὲ γνωρίζουν καὶ μὲ ἀκολουθοῦν ὑπακούοντα εἰς πάσας τὰς ἐντολάς μου. 28 Καὶ ἐγὼ εἰς ἀνταμοιβὴν τῆς ὑπακοῆς των πρὸς ἐμὲ δίδω εἰς αὐτὰ ζωὴν αἰώνιον, καὶ δὲν θὰ ἀπολεσθοῦν ποτὲ εἰς τὸν αἰῶνα. Καὶ οὔτε λύκος, οὔτε κλέπτης, οὔτε κανένας ἄλλος κακοποιὸς δὲν θὰ μπορέσῃ ποτὲ νὰ τὰ ἀποσπάσῃ μὲ τὴν βίαν καὶ νὰ τὰ ἁρπάσῃ ἀπὸ τὴν δυνατὴν καὶ προστατευτικὴν χεῖρα μου.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Ι´ 17 - 28


17 Δια τούτο ο Πατήρ μου με αγαπά, διότι εγώ θυσιάζω την ζωήν μου προς χάριν των προβάτων, δια να την πάρω και πάλιν με την ανάστασίν μου και να είμαι ο αιώνιος ποιμήν και αρχιερεύς. 18 Κανείς δεν έχει την δύναμιν να μου αφαιρέση την ζωήν. Αλλά εγώ από τον ευατόν μου και την θέλησίν μου θυσιάζω αυτήν. Εχω εξουσίαν να δώσω την ζωήν μου, και έχω εξουσίαν να την πάρω πάλιν. Αυτήν την εντολήν και την εξουσίαν έχω λάβει και ως άνθρωπος από τον Πατέρα μου”. 19 Υστερα, λοιπόν, από τους λόγους αυτούς του Κυρίου έγινεν αντιγνωμία και διαίρεσις μεταξύ των Ιουδαίων. 20 Πολλοί από αυτούς έλεγαν· “έχει δαιμόνιον, ένεκα του οποίου είναι εκτός του ευατού του και παραλογίζεται. Τι τον ακούετε;” 21 Αλλοι έλεγον· “αυτά τα λόγια δεν είναι λόγια δαιμονιζομένου. Επειτα ημείς τον βλέπομεν να κάνη και θαύματα· μήπως το δαιμόνιον ημπορεί να ανοίγη μάτια τυφλών;” 22 Εγινε δε αργότερα εις τα Ιεροσόλυμα η εορτή των εγκαινίων και ήτο χειμών, δηλαδή περί τα μέσα Δεκεμβρίου. 23 Και περιπατούσε ο Ιησούς μέσα εις την αυλήν του Σολομώντος. 24 Τον περιεκύκλωσαν, λοιπόν, οι Ιουδαίοι και έλεγαν εις αυτόν· “έως πότε θα κρατής την ψυχήν μας μετέωρον; Εως πότε θα μας κρατής εις απορίαν και αγωνίαν; Εάν συ είσαι πράγματι ο Χριστός που περιμένομεν, πες μας το καθαρά και φανερά”. 25 Απήντησε εις αυτούς ο Χριστός· “σας το είπα και δεν πιστεύετε. Αλλά και τίποτε αν δεν σας είχα πη, τα έργα, τα οποία εγώ κάνω εν ονόματι του Πατρός μου, αυτά μαρτυρούν δι' εμέ και αποδεικνύουν ότι είμαι ο Χριστός. 26 Αλλά σεις δεν πιστεύετε ούτε εις τα λόγια μου ούτε εις τα έργα μου. Και τούτο, διότι λόγω της κακής σας διαθέσεως και της αμαρτωλής καταστάσεώς σας, δεν ανήκετε εις τα πρόβατά μου όπως σας είχα πη. 27 Τα δικά μου πρόβατα ακούουν με χαράν και με υποταγήν την φωνήν μου και εγώ τα γνωρίζω ότι είναι δικά μου και με ακολουθούν. 28 Και εγώ ανταμείβων την υπακοήν των, τους δίδω την αιωνίαν ζωήν και δεν θα χαθούν ποτέ και κανείς δεν θα τα αρπάξη από τα χέρια μου.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα