❌
Πέμπτη, 18 Μαΐου 2023

Άγιοι Πέτρος, Διονύσιος, Ανδρέας, Παύλος, Χριστίνα, Ηράκλειος, Παυλίνος και Βενέδιμος οι Μάρτυρες, Αγίες Τεκούσα, Αλεξανδρία, Κλαυδία, Φαεινή, Ευφρασία, Ματρώνα, Ιουλία και Θεοδότη οι Παρθενομάρτυρες από την Άγκυρα της Γαλατίας και Θεόδοτος ο Μάρτυρας
Πέτρου, Διονυσίου, Ἀνδρέου, Παύλου, Χριστίνης, Ἡρα κλείου, Παυλίνου καὶ Βενεδίμου τῶν μαρτύρων (γ ́ αἰ.).
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΙΔ´ 20 - 28


20 κυκλωσάντων δὲ αὐτὸν τῶν μαθητῶν ἀναστὰς εἰσῆλθεν εἰς τὴν πόλιν, καὶ τῇ ἐπαύριον ἐξῆλθε σὺν τῷ Βαρνάβᾳ εἰς Δέρβην. 21 εὐαγγελισάμενοί τε τὴν πόλιν ἐκείνην καὶ μαθητεύσαντες ἱκανοὺς ὑπέστρεψαν εἰς τὴν Λύστραν καὶ Ἰκόνιον καὶ Ἀντιόχειαν, 22 ἐπιστηρίζοντες τὰς ψυχὰς τῶν μαθητῶν, παρακαλοῦντες ἐμμένειν τῇ πίστει, καὶ ὅτι διὰ πολλῶν θλίψεων δεῖ ἡμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. 23 χειροτονήσαντες δὲ αὐτοῖς πρεσβυτέρους κατ’ ἐκκλησίαν καὶ προσευξάμενοι μετὰ νηστειῶν παρέθεντο αὐτοὺς τῷ Κυρίῳ, εἰς ὃν πεπιστεύκασι. 24 καὶ διελθόντες τὴν Πισιδίαν ἦλθον εἰς Παμφυλίαν, 25 καὶ λαλήσαντες ἐν Πέργῃ τὸν λόγον κατέβησαν εἰς Ἀττάλειαν, 26 κἀκεῖθεν ἀπέπλευσαν εἰς Ἀντιόχειαν, ὅθεν ἦσαν παραδεδομένοι τῇ χάριτι τοῦ Θεοῦ εἰς τὸ ἔργον ὃ ἐπλήρωσαν. 27 Παραγενόμενοι δὲ καὶ συναγαγόντες τὴν ἐκκλησίαν ἀνήγγειλαν ὅσα ἐποίησεν ὁ Θεὸς μετ’ αὐτῶν καὶ ὅτι ἤνοιξε τοῖς ἔθνεσι θύραν πίστεως. 28 διέτριβον δὲ ἐκεῖ χρόνον οὐκ ὀλίγον σὺν τοῖς μαθηταῖς.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΙΕ´ 1 - 4


1 Καί τινες κατελθόντες ἀπὸ τῆς Ἰουδαίας ἐδίδασκον τοὺς ἀδελφοὺς ὅτι Ἐὰν μὴ περιτέμνησθε τῷ ἔθει τῷ Μωϋσέως, οὐ δύνασθε σωθῆναι. 2 γενομένης οὖν στάσεως καὶ ζητήσεως οὐκ ὀλίγης τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Βαρνάβᾳ πρὸς αὐτοὺς, ἔταξαν ἀναβαίνειν Παῦλον καὶ Βαρνάβαν καί τινας ἄλλους ἐξ αὐτῶν πρὸς τοὺς ἀποστόλους καὶ πρεσβυτέρους εἰς Ἰερουσαλὴμ περὶ τοῦ ζητήματος τούτου. 3 Οἱ μὲν οὖν προπεμφθέντες ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας διήρχοντο τὴν Φοινίκην καὶ Σαμάρειαν ἐκδιηγούμενοι τὴν ἐπιστροφὴν τῶν ἐθνῶν, καὶ ἐποίουν χαρὰν μεγάλην πᾶσι τοῖς ἀδελφοῖς. 4 παραγενόμενοι δὲ εἰς Ἱερουσαλὴμ ἀπεδέχθησαν ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας καὶ τῶν ἀποστόλων καὶ τῶν πρεσβυτέρων, ἀνήγγειλάν τε ὅσα ὁ Θεὸς ἐποίησε μετ’ αὐτῶν, καὶ ὅτι ἤνοιξε τοῖς ἔθνεσι θύραν πίστεως.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΙΔ´ 20 - 28


20 Ὅταν δὲ τὸν περιεκύκλωσαν οἱ μαθηταὶ μὲ τὸν σκοπὸν νὰ τὸν κηδεύσουν, ὁ Παῦλος δι’ ἐπεμβάσεως θείας ἐσηκώθη ὑγιὴς καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὴν πόλιν. Καὶ τὴν ἄλλην ἡμέραν ἀνεχώρησε μαζὶ μὲ τὸν Βαρνάβαν καὶ ἦλθον εἰς τὴν Δέρβην. 21 Ὅταν δὲ τὸν περιεκύκλωσαν οἱ μαθηταὶ μὲ τὸν σκοπὸν νὰ τὸν κηδεύσουν, ὁ Παῦλος δι’ ἐπεμβάσεως θείας ἐσηκώθη ὑγιὴς καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὴν πόλιν. Καὶ τὴν ἄλλην ἡμέραν ἀνεχώρησε μαζὶ μὲ τὸν Βαρνάβαν καὶ ἦλθον εἰς τὴν Δέρβην. 22 στηρίζοντες ἀκόμη περισσότερον τὰς ψυχὰς τῶν μαθητῶν, προτρέποντες αὐτοὺς νὰ μένουν ἀμετακίνητοι εἰς τὴν πίστιν καὶ λέγοντες ὅτι, ἐφ’ ὅσον ὁ Θεὸς τὸ ὥρισεν, ἀλλὰ καὶ ἡ ἠθικὴ κατάστασις τόσον τοῦ κόσμου, ὅσον καὶ ἡμῶν τῶν ἰδίων τὸ καθιστᾷ ἀναπόφευκτον, πρέπει νὰ ὑποστῶμεν ἡμεῖς πολλὰς θλίψεις διὰ νὰ εἰσέλθωμεν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. 23 Ἀφοῦ δὲ διὰ χειροθεσίας καὶ εὐχῶν ἐγκατέστησαν πρεσβυτέρους εἰς μίαν ἐκάστην Ἐκκλησίαν καὶ προσηυχήθησαν μὲ ἀφοσίωσιν, τὴν ὁποίαν καθιστῶν θερμοτέραν αἱ συνοδεύουσαι τὰς προσευχὰς νηστεῖαι, ἐνεπιστεύθησαν αὐτοὺς εἰς τὴν προστασίαν τοῦ Κυρίου, εἰς τὸν ὁποῖον εἶχον πιστεύσει. 24 Καὶ ἀφοῦ κηρύττοντες περιώδευσαν τὴν χώραν τῆς Πισιδίας, ἦλθον εἰς τὴν Παμφυλίαν. 25 Καὶ ἀφοῦ ἐδίδαξαν τὸν λόγον εἰς τὴν Πέργην, κατέβησαν ἀπὸ τὰ μεσόγεια μέρη εἰς τὴν παραλιακὴν Ἀττάλειαν. 26 Καὶ ἀπ’ ἐκεῖ ἀνεχώρησαν μὲ πλοῖον εἰς τὴν Ἀντιόχειαν. Εἰς τὴν πόλιν δηλαδή, ἀπὸ τὴν ὁποίαν εἶχαν ξεκινήσει, ὅταν οἱ ἀδελφοί τους εἶχαν παραδώσει εἰς τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ διὰ τὸ ἔργον, τὸ ὁποῖον ἔφερον εἰς πέρας. Οὕτως ἔλαβε τέλος ἡ πρώτη ἀποστολικὴ πορεία. 27 Ὅταν δὲ ὁ Παῦλος καὶ ὁ Βαρνάβας ἦλθον καὶ συνήθροισαν τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ἀντιοχείας, διηγήθησαν ὅσα ἐποίησεν ὁ Θεὸς παρέχων τὴν χάριν του καὶ συνεργαζόμενος μετ’ αὐτῶν καὶ ὅτι ἤνοιξεν ὁ Θεὸς εἰς τοὺς ἐθνικοὺς τὴν θύραν, διὰ τῆς ὁποίας οὗτοι θὰ ἐκαλοῦντο εἰς τὴν πίστιν καὶ θὰ ἐσώζοντο δι’ αὐτῆς. 28 Παρέμειναν δὲ ἀρκετὸν χρόνον ἐκεῖ εἰς τὴν Ἀντιόχειαν μαζὶ μὲ τοὺς μαθητάς.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΙΕ´ 1 - 4


1 Καὶ ἐν τῷ μεταξὺ μερικοί, ποὺ κατέβησαν εἰς τὴν Ἀντιόχειαν ἀπὸ τὴν Ἰουδαίαν, ἐδίδασκον τοὺς ἀδελφοὺς ὅτι, ἐὰν δὲν περιτέμνεσθε σύμφωνα μὲ τὸ ἀπὸ μακροῦ χρόνου ἐπικρατοῦν ἔθιμον, τὸ ὁποῖον ἀνεγνωρίσθη καὶ ἐνομοθετήθη καὶ ἀπὸ τὸν Μωϋσήν, μὲ μόνον τὸ βάπτισμα δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ σωθῆτε. 2 Ἐπειδὴ λοιπὸν ἔγινε φιλονεικία καὶ συζήτησις ὄχι ὀλίγη μετὰ τοῦ Παύλου καὶ τοῦ Βαρνάβα πρὸς ἀναίρεσιν αὐτῶν, ὥρισαν νὰ ἀναβοῦν ὁ Παῦλος καὶ ὁ Βαρνάβας καὶ μερικοὶ ἄλλοι ἀπὸ αὐτοὺς εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα πρὸς τοὺς ἀποστόλους καὶ τοὺς πρεσβυτέρους, διὰ νὰ λυθῇ αὐθεντικῶς καὶ ὁριστικῶς τὸ ζήτημα τοῦτο. 3 Οὗτοι λοιπόν, ἀφοῦ κατευωδόθησαν ἀπὸ τὰ μέλη τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Ἐκκλησίας, διήρχοντο τὰς χώρας τῆς Φοινίκης καὶ τῆς Σαμαρείας διηγούμενοι εἰς τοὺς ἐκεῖ Χριστιανοὺς τὴν εἰς Χριστὸν ἐπιστροφὴν τῶν ἐθνικῶν, καὶ ἐπροκάλουν μεγάλην χαρὰν εἰς ὅλους τοὺς ἀδελφούς. 4 Ὅταν δὲ ἦλθον εἰς Ἱερουσαλήμ, ἔγινεν εἰς αὐτοὺς ὑποδοχὴ ἀπὸ τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους καὶ ἀπὸ τοὺς πρεσβυτέρους. Καὶ αὐτοὶ διηγήθησαν ὅσα ὁ Θεὸς ἐποίησε μαζί τους διὰ τῆς συνεργίας καὶ ἐνισχύσεώς του εἰς τὸ κήρυγμά των καὶ τὸ ἔργον των καὶ ἐβεβαίωσαν, ὅτι δι’ εὐνοϊκῶν περιστάσεων καὶ εὐκαιριῶν ἤνοιξεν ὁ Θεὸς εἰς τοὺς ἐθνικοὺς θύραν, ποὺ τοὺς ὁδηγεῖ εἰς τὴν ἀληθῆ πίστιν.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΙΔ´ 20 - 28


20 Οταν δε οι Χριστιανοί περιεκύκλωσαν με πόνον αυτόν, δια να τον κηδεύσουν, εσηκώθηκε ο Παύλος υγιής, με την δύναμιν του Θεού, και εισήλθε εις την πόλιν. Την επομένην δε έφυγε μαζή με τον Βαρνάβαν και ήλθε εις την Δερβην. 21 Αφού δε εκήρυξαν και εις την πόλιν εκείνην το Ευαγγέλιον και εδίδαξαν πολλούς, επέστρεψαν εις την Λυστραν και το Ικόνιον και την Αντιόχειαν 22 στηρίζοντες περισσότερον τας ψυχάς των μαθητών, παρακαλούντες αυτούς να μένουν ακλόνητοι εις την πίστιν και λέγοντες ότι δια μέσου πολλών θλίψεων θα εισέλθωμεν εις την βασιλείαν των ουρανών. 23 Αφού δε εχειροτόνησαν δι' αυτούς πρεσβυτέρους εις κάθε Εκκλησίαν και προσηυχήθησαν με νηστείας, ενεπιστεύθησαν αυτούς στον Κυριον, στον οποίον είχαν πιστεύσει. 24 Και αφού περιώδευσαν την χώραν της Πισιδίας, ήλθαν εις την Παμφυλίαν. 25 Αφού δε και εις την Περγην εκήρυξαν τον λόγον του Θεού, κατέβηκαν εις την παράλιον πόλιν Αττάλειαν. 26 Από εκεί έπλευσαν εις την Αντιόχειαν, εις πόλιν όπου οι αδελφοί τους είχαν παραδώσει εις την χάριν του Θεού δια το έργον του ευαγγελισμού, το οποίον και έφεραν εις πέρας. 27 Οταν λοιπόν ήλθαν, συνεκέντρωσαν τους πιστούς της Εκκλησίας και εγνωστοποίησαν εις αυτούς όσα ο Θεός, χρησιμοποιών αυτούς ως συνεργούς του, έκαμε και ότι ήνοιξε στους εθνικούς την θύραν της πίστεως και της σωτηρίας. 28 Εμειναν δε εκεί μαζή με τους άλλους Χριστιανούς αρκετόν χρόνον.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΙΕ´ 1 - 4


1 Τοτε κατέβηκαν μερικοί από την Ιουδαίαν εις την Αντιόχειαν και εδίδασκαν τους εθνικούς Χριστιανούς, ότι “εάν δεν περιτέμνεσθε, σύμφωνα με το έθιμον, το οποίον και ο Μωϋσής ενομοθέτησε, δεν είναι δυνατόν να σωθήτε”. 2 Επειδή λοιπόν έγινε φιλονεικία και μεγάλη συζήτησις του Παύλου και του Βαρνάβα προς αυτούς, ώρισαν οι αδελφοί της Αντιοχείας να ανεβούν ο Παύλος και ο Βαρνάβας και μερικοί άλλοι από αυτούς εις τα Ιεροσόλυμα προς τους Αποστόλους και τους πρεσβυτέρους, δια να θέσουν και λύσουν οριστικώς το ζήτημα αυτό. 3 Αυτοί λοιπόν καταυοδωθέντες από τα μέλη της Εκκλησίας, επερνούσαν την περιοχήν της Φοινίκης και της Σαμαρείας, διηγούμενοι την επιστροφήν των εθνικών στον Χριστόν και επροκαλούσαν έτσι χαράν μεγάλην εις όλους τους αδελφούς. 4 Οταν δε έφθασαν εις την Ιερουσαλήμ, τους υπεδέχθησαν τα μέλη της Εκκλησίας και οι Απόστολοι και οι πρεσβύτεροι. Και αυτοί εγνωστοποίησαν όσα ο Θεός έκαμε μαζή των και ότι ήνοιξε στους εθνικούς την θύραν της πίστεως και της σωτηρίας.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Θ´ 39 - 41


39 καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· Εἰς κρίμα ἐγὼ εἰς τὸν κόσμον τοῦτον ἦλθον, ἵνα οἱ μὴ βλέποντες βλέπωσι καὶ οἱ βλέποντες τυφλοὶ γένωνται. 40 Καὶ ἤκουσαν ἐκ τῶν Φαρισαίων ταῦτα οἱ ὄντες μετ’ αὐτοῦ, καὶ εἶπον αὐτῷ· Μὴ καὶ ἡμεῖς τυφλοί ἐσμεν; 41 εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Εἰ τυφλοὶ ἦτε, οὐκ ἂν εἴχετε ἁμαρτίαν· νῦν δὲ λέγετε ὅτι βλέπομεν· ἡ οὖν ἁμαρτία ὑμῶν μένει.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Ι´ 1 - 9


1 Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὁ μὴ εἰσερχόμενος διὰ τῆς θύρας εἰς τὴν αὐλὴν τῶν προβάτων, ἀλλὰ ἀναβαίνων ἀλλαχόθεν, ἐκεῖνος κλέπτης ἐστὶ καὶ λῃστής· 2 ὁ δὲ εἰσερχόμενος διὰ τῆς θύρας ποιμήν ἐστι τῶν προβάτων. 3 τούτῳ ὁ θυρωρὸς ἀνοίγει, καὶ τὰ πρόβατα τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούει, καὶ τὰ ἴδια πρόβατα καλεῖ κατ’ ὄνομα καὶ ἐξάγει αὐτά. 4 καὶ ὅταν τὰ ἴδια πρόβατα ἐκβάλῃ, ἔμπροσθεν αὐτῶν πορεύεται, καὶ τὰ πρόβατα αὐτῷ ἀκολουθεῖ, ὅτι οἴδασι τὴν φωνὴν αὐτοῦ· 5 ἀλλοτρίῳ δὲ οὐ μὴ ἀκολουθήσωσιν, ἀλλὰ φεύξονται ἀπ’ αὐτοῦ, ὅτι οὐκ οἴδασι τῶν ἀλλοτρίων τὴν φωνήν. 6 Ταύτην τὴν παροιμίαν εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἐκεῖνοι δὲ οὐκ ἔγνωσαν τίνα ἦν ἃ ἐλάλει αὐτοῖς. 7 Εἶπεν οὖν πάλιν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἐγώ εἰμι ἡ θύρα τῶν προβάτων. 8 πάντες ὅσοι ἦλθον πρὸ ἐμοῦ, κλέπται εἰσὶ καὶ λῃσταί· ἀλλ’ οὐκ ἤκουσαν αὐτῶν τὰ πρόβατα. 9 ἐγώ εἰμι ἡ θύρα· δι’ ἐμοῦ ἐάν τις εἰσέλθῃ, σωθήσεται, καὶ εἰσελεύσεται καὶ ἐξελεύσεται, καὶ νομὴν εὑρήσει.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Θ´ 39 - 41


39 Καὶ κατόπιν ἀπὸ τὴν πίστιν αὐτήν, ποὺ ἐξεδήλωσεν ὁ θεραπευθεὶς τυφλὸς κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἀπιστίαν τῶν Ἰουδαίων, εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· Ἦλθον ἐγὼ εἰς τὸν κόσμον αὐτὸν διὰ νὰ γίνῃ κρίσις καὶ διὰ νὰ ξεχωρισθοῦν οἱ καλοπροαίρετοι ἀπὸ τοὺς διεστραμμένους. Καὶ ἔτσι θὰ ἐπακολουθήσῃ ὡς ἀποτέλεσμα τοῦτο: ἐκεῖνοι ποὺ θεωροῦνται ἀπὸ τοὺς ἐντριβεῖς τοῦ νόμου γραμματεῖς ὡς τυφλοὶ καὶ βυθισμένοι εἰς τὸ σκότος τῆς ἀγνοίας καὶ τῆς πλάνης, αὐτοὶ θὰ ἴδουν τὸ φῶς τῆς ἀληθείας· καὶ ἐκεῖνοι ποὺ παρουσιάζουν τοὺς ἑαυτούς των ὡς γνώστας τῶν Γραφῶν καὶ φρονοῦν ἀλαζονικῶς ὅτι βλέπουν, θὰ καταντήσουν εἰς πνευματικὴν τύφλωσιν. 40 Καὶ ἤκουσαν αὐτὰ ἐκεῖνοι ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους, ποὺ ἦσαν πλησίον του καὶ τοῦ εἶπαν· Μήπως καὶ ἡμεῖς, οἱ ἀνεγνωρισμένοι τοῦ ἔθνους διδάσκαλοι, εἴμεθα πνευματικῶς τυφλοὶ καὶ πρέπει νὰ γίνωμεν μαθηταί σου διὰ νὰ ἀνοίξουν τὰ μάτια μας; 41 Εἶπε δὲ πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Ἐὰν ἤσασθε τυφλοὶ καὶ δὲν εἴχατε γνῶσιν τῆς Γραφῆς, δὲν θὰ εἴχατε ἁμαρτίαν διὰ τὴν ἀπιστίαν, ποὺ δεικνύετε εἰς ἐμέ. Διότι ἡ ἀπιστία σας θὰ προήρχετο ἐξ ἀγνοίας καὶ οὐχὶ ἐκ πονηρᾶς καὶ διεστραμμένης διαθέσεως. Τώρα ὅμως λέγετε, ὅτι γνωρίζομεν καλὰ τὸν νόμον καὶ βλέπομεν μὴ ἔχοντες ἀνάγκην νὰ μᾶς διδάξῃ καὶ νὰ μᾶς ὁδηγήσῃ ἄλλος. Ἡ ἁμάρτια σας λοιπόν, ἀφοῦ εἶναι ἁμαρτία ἐν γνώσει, μένει καὶ δὲν συγχωρεῖται.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Ι´ 1 - 9


1 Νομίζετε διὰ τὸν ἑαυτόν σας, ὅτι εἶσθε οἱ ἀνεγνωρισμένα ὁδηγοὶ καὶ διδάσκαλοι τοῦ Ἰσραήλ. Σᾶς διαβεβαιῶ ὅμως ἐν πάσῃ ἀληθείᾳ, ὅτι εἶσθε ἐκμεταλλευταὶ τοῦ ποιμνίου καὶ κλέπται τῶν προβάτων. Ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἐμβαίνει ἀπὸ τὴν πόρταν εἰς τὴν μάνδραν, εἰς τὴν ὁποίαν φυλάττονται τὰ πρόβατα, ἀλλ’ ἀνεβαίνει ἀπὸ ἄλλο μέρος διὰ νὰ πηδήσῃ μέσα κρυφίως, ἐκεῖνος εἶναι κλέπτης καὶ λῃστής. (Μὲ ἄλλας λέξεις εἶναι κλέπτης καὶ λῃστὴς ἐκεῖνος, ποὺ χωρὶς νὰ κληθῇ καὶ ἀναβιβασθῇ ἀπὸ τὸν Θεὸν εἰς τὸ ἀξίωμα τοῦ ποιμένος καὶ ὁδηγοῦ τῶν προβάτων τοῦ Θεοῦ, ζητεῖ νὰ τὸ σφετεριστῇ καὶ νὰ τὸ ἁρπάσῃ, ὅπως τὸ ἐκάματε σεῖς οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ Γραμματεῖς, οἱ ὁποῖοι μολονότι βλέπετε ἀπὸ τὰ θαύματά μου, ὅτι εἶμαι ὁ ἀνεγνωρισμένος ἀπὸ τὸν Θεὸν ποιμήν, σφετερίζεσθε τὰ δικαιώματά μου καὶ τὴν ἐξουσίαν μου). 2 Τουναντίον ἐκεῖνος, ποὺ έμβαίνει εἰς τὴν μάνδραν ὄχι λαθραίως, ἀλλὰ φανερὰ ἀπὸ τὴν πόρταν, εἶναι ποιμὴν τῶν προβάτων. 3 Εἰς αὐτὸν ὁ θυρωρός, ποὺ φυλάττει τὴν μάνδραν, ἀνοίγει τὴν πόρταν, ἀλλὰ καὶ τὰ πρόβατα ἀκούουν τὴν φωνήν του καὶ γνωρίζουν αὐτήν, καὶ αὐτὸς πάλιν γεμᾶτος ἐνδιαφέρον διὰ τὰ πρόβατά του φωνάζει τὸ καθένα μὲ τὸ ὄνομά του καὶ τὰ βγάζει ἀπὸ τὴν μάνδραν διὰ νὰ τὰ βοσκήσῃ. 4 Καὶ ὅταν ἀπὸ τὴν μάνδραν, εἰς τὴν ὁποίαν μένουν καὶ ἄλλα ποίμνια μαζί, βγάλῃ αὐτὸς ἔξω τὰ ἰδικά του πρόβατα, πηγαίνει ἐμπρὸς ἀπὸ αὐτά, καὶ τὰ πρόβατα τὸν ἀκολουθοῦν, διότι γνωρίζουν τὴν φωνήν του καὶ τὸ σφύριγμά του, μὲ τὸ ὁποῖον ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν τὰ φωνάζει. 5 Δὲν θὰ ἀκολουθήσουν ὅμως ποτὲ ὁποιονδήποτε ξένον, ἀλλὰ θὰ φύγουν μακρὰν ἀπὸ αὐτόν, διότι δὲν γνωρίζουν τὴν φωνὴν τῶν ξένων. Ἔτσι καὶ τὰ λογικὰ πρόβατά μου θὰ μὲ ἀναγνωρίσουν ὡς ποιμένα των, θὰ ἀκούσουν τὴν διδασκαλίαν μου, καὶ θὰ αἰσθανθοῦν τὸ δι’ αὐτὰ ἐνδιαφέρον μου καὶ τὴν πρὸς αὐτὰ στοργήν μου καὶ δὲν θὰ παραπλανηθοῦν ἀπὸ τοὺς ἀπατεῶνας, οἱ ὁποῖοι θὰ ἐπιζητήσουν νὰ τὰ ἀποσπάσουν ἀπὸ ἐμέ. 6 Αὐτὸν τὸν ἀλληγορικὸν λόγον τοὺς εἶπεν ὁ Ἰησοῦς. Ἐκεῖνοι ὅμως δὲν ἐνόησαν, ποίαν σημασίαν εἶχον αὐτά, ποὺ τοὺς ἔλεγε. 7 Ἀφοῦ λοιπὸν δὲν ἐκατάλαβαν τὴν ἔννοιαν τῆς ἀλληγορίας ταύτης, τοὺς εἶπε πάλιν ὁ Ἰησοῦς καθαρώτερα καὶ σαφέστερα τὰ ἑξῆς· Ἀληθῶς, ἀληθῶς σᾶς λέγω, ὅτι ἐγὼ εἶμαι ἡ πόρτα, διὰ τῆς ὁποίας τὰ πρόβατα ἐμβαίνουν εἰς τὴν μάνδραν διὰ νὰ ἀσφαλισθοῦν καὶ ἀπὸ τὴν ὁποίαν βγαίνουν διὰ νὰ βοσκήσουν. 8 Ὅλοι ὅσοι ἦλθον κατὰ τοὺς τελευταίους αὐτοὺς χρόνους, προτοῦ νὰ ἔλθω ἐγώ, καὶ ἐπῆραν μόνοι τους τὸ ἀξίωμα τοῦ ὁδηγοῦ τῶν προβάτων, εἶναι κλέπται καὶ λῃσταί, διότι ἀποβλέπουν εἰς τὸ νὰ ἐκμεταλλευθοῦν καὶ καταφάγουν τὰ πρόβατα. Ἀλλὰ τὰ πρόβατα δὲν τοὺς ἤκουσαν. 9 Ἐγὼ εἶμαι ἡ θύρα. Δι’ ἐμοῦ καὶ μόνον ἐὰν ἔμβῃ κανείς, θὰ σωθῇ. Καὶ θὰ εἰσέλθῃ ὡς τὸ πρόβατον εἰς τὴν μάνδραν πρὸς ἀνάπαυσιν καὶ ἀσφάλειαν ἐν καιρῷ νυκτὸς καὶ θὰ ἐξέλθῃ κατὰ τὴν πρωΐαν ἐκ τῆς μάνδρας πρὸς βοσχὴν καὶ θὰ εὔρὴ τροφήν. Δι’ ἐμοῦ μὲ ἄλλας λέξεις πᾶσα ψυχὴ θὰ ἀσφαλισθῇ ἀπὸ κάθε πνευματικὸν κίνδυνον, θὰ τραφῇ ἀφθόνως διὰ τῆς σωτηριώδους ἀληθείας καὶ θὰ κατακτήσῃ τὴν αἰώνιον ζωήν.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Θ´ 39 - 41


39 Είπε τότε ο Ιησούς· “εγώ ήλθα στον κόσμον αυτόν, δια να γίνη κρίσις και διάκρισις μεταξύ των ανθρώπων, να ξεχωρίσουν οι αγαθοί από τους κακούς. Και έτσι αυτοί που θεωρούνται από τους γραμματείς και Φαρισαίους ότι είναι βυθισμένοι στο σκοτάδι της αγνοίας, ότι είναι τυφλοί και δεν βλέπουν, θα ίδουν το φως της αληθείας. Και εκείνοι που θεωρούν τον εαυτόν των φωτισμένον, θα καταντήσουν ένεκα της υψηλοφροσύνης των τυφλοί πνευματικώς”. 40 Και ήκουσαν αυτά μερικοί από τους Φαρισαίους, που έτυχε να βρίσκονται κοντά του, και του είπαν· “μήπως είμεθα και ημείς τυφλοί πνευματικώς;” 41 Τους είπε δε ο Ιησούς· “εάν ήσαστε τυφλοί και δεν εγνωρίζατε τας Γραφάς, δεν θα είχατε αμαρτίαν. Τωρα όμως λέγετε ότι· Γνωρίζομεν τας Γραφάς και βλέπομεν. Δια τούτο η αμαρτία σας μένει ασυγχώρητος, επειδή γίνεται με επίγνωσιν”.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Ι´ 1 - 9


1 Σας διαβεβαιώνω, ότι εκείνος που δεν εισέρχεται εις την μάντραν των προβάτων από την θύραν, αλλά ανεβαίνει και πηδά, δια να μη τον αντιληφθούν, από άλλο μέρος, είναι κλέπτης και ληστής”. (Εκείνος που γίνεται ποιμήν των λογικών προβάτων αναξίως και παρανόμως, είναι ιερόσυλος εκμεταλλευτής και των πιστών και της Εκκλησίας). 2 Εκείνος όμως, που εισέρχεται φανερά από την θύραν, είναι ο πραγματικός ποιμήν των προβάτων. 3 Εις αυτόν ο θυρωρός ανοίγει την θύραν, και τα πρόβατα ακούουν και γνωρίζουν την φωνήν του, και αυτός καλεί τα πρόβατα το καθένα με το όνομά του, και τα βγάζει δια την βοσκήν. 4 Και όταν βγάλη τα πρόβατά του από την μάνδραν, πηγαίνει εμπρός από αυτά και τα πρόβατα τον ακολουθούν, διότι γνωρίζουν την φωνήν του. 5 Ξενον όμως δεν θα τον ακολουθήσουν, αλλά θα φύγουν από αυτόν, διότι δεν αναγνωρίζουν την φωνήν των ξένων. Εμέ, τον πραγματικόν και στοργικόν ποιμένα, με γνωρίζουν, με αναγνωρίζουν και με ακολουθούν τα πρόβατα. (Τους ψευδείς και ιδιοτελείς ποιμένας δεν έχουν την διάθεσιν και δεν θέλουν να τους ακολουθήσουν, διότι δεν τους αναγνωρίζουν ποιμένας των)”. 6 Αυτήν την παραβολήν τους είπεν ο Ιησούς. Εκείνοι όμως δεν εκατάλαβαν, τι εσήμαιναν αυτά που τους έλεγε. 7 Δια τούτο και πάλιν είπε προς αυτούς ο Ιησούς· “αληθινά και ειλικρινά σας λέγω, ότι εγώ είμαι η θύρα, από την οποίαν τα πρόβατα μπαίνουν εις την μάνδρα, δια να εύρουν ασφάλειαν και από την οποίαν βγαίνουν δια την βοσκήν. 8 Ολοι όσοι ήλθαν πριν από εμέ, χωρίς κανείς να τους αναθέση την ποίμανσιν των προβάτων, αλλά αυθαιρέτως μόνοι των επήραν το αξίωμα, αυτοί ήσαν κλέπται και λησταί. Τα πρόβατα όμως δεν τους ήκουσαν και ούτε τους ακολούθησαν. 9 Εγώ είμαι η θύρα. Δι' εμού εάν κανείς εισέλθη, θα σωθή. Και θα εισέλθη εις την μάνδραν, δια να εύρη ασφάλειαν και ανάπαυσιν, και θα βγη, όταν είναι καιρός βοσκής και θα εύρη τροφήν.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα