❌
Σάββατο, 13 Μαΐου 2023

Αγία Γλυκερία, Όσιος Σέργιος ο Ομολογητός, Όσιος Ευθύμιος ο Νέος κτήτορας της Μονής Ιβήρων Αγίου Όρους
Γλυκερίας μάρτυρος (†177). Σεργίου ὁμολογητοῦ, Παυσικάκου ἐπισκόπου Συνάδων (ϛ ́ αἰ.).
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΙΒ´ 1 - 11


1 Κατ’ ἐκεῖνον δὲ τὸν καιρὸν ἐπέβαλεν Ἡρῴδης ὁ βασιλεὺς τὰς χεῖρας κακῶσαί τινας τῶν ἀπὸ τῆς ἐκκλησίας. 2 ἀνεῖλε δὲ Ἰάκωβον τὸν ἀδελφὸν Ἰωάννου μαχαίρᾳ. 3 καὶ ἰδὼν ὅτι ἀρεστόν ἐστι τοῖς Ἰουδαίοις, προσέθετο συλλαβεῖν καὶ Πέτρον· ἦσαν δὲ αἱ ἡμέραι τῶν ἀζύμων· 4 ὃν καὶ πιάσας ἔθετο εἰς φυλακήν, παραδοὺς τέσσαρσι τετραδίοις στρατιωτῶν φυλάσσειν αὐτόν, βουλόμενος μετὰ τὸ πάσχα ἀναγαγεῖν αὐτὸν τῷ λαῷ. 5 ὁ μὲν οὖν Πέτρος ἐτηρεῖτο ἐν τῇ φυλακῇ· προσευχὴ δὲ ἦν ἐκτενῶς γινομένη ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας πρὸς τὸν Θεὸν ὑπὲρ αὐτοῦ. 6 Ὅτε δὲ ἤμελλεν αὐτὸν προάγειν ὁ Ἡρῴδης, τῇ νυκτὶ ἐκείνῃ ἦν ὁ Πέτρος κοιμώμενος μεταξὺ δύο στρατιωτῶν δεδεμένος ἁλύσεσι δυσί, φύλακές τε πρὸ τῆς θύρας ἐτήρουν τὴν φυλακήν. 7 καὶ ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου ἐπέστη καὶ φῶς ἔλαμψεν ἐν τῷ οἰκήματι· πατάξας δὲ τὴν πλευρὰν τοῦ Πέτρου ἤγειρεν αὐτὸν λέγων· Ἀνάστα ἐν τάχει· καὶ ἐξέπεσον αὐτοῦ αἱ ἁλύσεις ἐκ τῶν χειρῶν. 8 εἶπέ τε ὁ ἄγγελος πρὸς αὐτόν· Περίζωσαι καὶ ὑπόδησαι τὰ σανδάλιά σου. ἐποίησε δὲ οὕτω· καὶ λέγει αὐτῷ· Περιβαλοῦ τὸ ἱμάτιόν σου καὶ ἀκολούθει μοι. 9 καὶ ἐξελθὼν ἠκολούθει αὐτῷ, καὶ οὐκ ᾔδει ὅτι ἀληθές ἐστι τὸ γινόμενον διὰ τοῦ ἀγγέλου, ἐδόκει δὲ ὅραμα βλέπειν. 10 διελθόντες δὲ πρώτην φυλακὴν καὶ δευτέραν ἦλθον ἐπὶ τὴν πύλην τὴν σιδηρᾶν τὴν φέρουσαν εἰς τὴν πόλιν, ἥτις αὐτομάτη ἠνοίχθη αὐτοῖς, καὶ ἐξελθόντες προῆλθον ῥύμην μίαν, καὶ εὐθέως ἀπέστη ὁ ἄγγελος ἀπ’ αὐτοῦ. 11 καὶ ὁ Πέτρος γενόμενος ἐν ἑαυτῷ εἶπε· Νῦν οἶδα ἀληθῶς ὅτι ἐξαπέστειλε Κύριος τὸν ἄγγελον αὐτοῦ καὶ ἐξείλετό με ἐκ χειρὸς Ἡρῴδου καὶ πάσης τῆς προσδοκίας τοῦ λαοῦ τῶν Ἰουδαίων.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΙΒ´ 1 - 11


1 Κατ’ ἐκεῖνον δὲ τὸν καιρὸν ὁ βασιλεὺς Ἡρῴδης Ἀγρίππας ὁ Α', ἐγγονὸς τοῦ μεγάλου Ἡρῴδου, ἔβαλε χέρι εἰς μερικοὺς ἀπὸ τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας διὰ νὰ τοὺς κακοποιήσῃ. 2 Ἐθανάτωσε δὲ διὰ μαχαίρας τὸν Ἰάκωβον, τὸν ἀδελφὸν τοῦ ἀποστόλου καὶ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου. 3 Καὶ ὅταν εἶδεν, ὅτι καὶ οἱ προεστοὶ καὶ ὁ λαὸς τῶν Ἰουδαίων εὐχαριστήθησαν διὰ τὴν ἐνέργειάν του αὐτήν, ἀπεφάσισεν ἐπιπροσθέτως νὰ συλλάβῃ καὶ τὸν Πέτρον. Ἦσαν δὲ τότε αἱ ἡμέραι τῆς ἑορτῆς τῶν ἀζύμων. 4 Καὶ ἀφοῦ συνέλαβε τοῦτον, τὸν ἔκλεισεν εἰς φυλακήν, παραδώσας αὐτὸν εἰς τέσσαρας τετράδας στρατιωτῶν διὰ νὰ τὸν φρουροῦν, διότι ἤθελε μετὰ τὴν ἑορτὴν τοῦ Πάσχα νὰ τὸν ἀνεβάσῃ εἰς τὸ κριτήριον καὶ νὰ τὸν δικάσῃ ἐπὶ παρουσίᾳ τοῦ λαοῦ. 5 Ἔτσι λοιπὸν ὁ μὲν Πέτρος ἐφρουρεῖτο μέσα εἰς τὴν φυλακήν· ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας ὅμως τῶν Ἱεροσολύμων ἐγίνετο ἑξακολουθητικῶς ὑπὲρ τῆς διασώσεως αὐτοῦ μακρὰ καὶ θερμὴ προσευχὴ πρὸς τὸν Θεόν. 6 Ὅταν δὲ ἐπρόκειτο ὁ Ἡρῴδης νὰ τὸν προσαγάγῃ εἰς τὸ δικαστήριον, κατὰ τὴν προηγουμένην νύκτα τῆς ἡμέρας ἐκείνης ὁ Πέτρος ἐκοιμᾶτο ἥσυχα ἐν μέσῳ δύο στρατιωτῶν δεμένος μὲ δύο ἁλυσίδες, καὶ φρουροὶ πρὸ τῆς θύρας ἐφύλαττον τὸ δεσμωτήριον. 7 Καὶ ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου ἦλθεν ἔξαφνα καὶ φῶς ἔλαμψεν ἐντὸς τοῦ δωματίου, ὅπου ἐκοιμᾶτο ὁ Πέτρος. Ἀφοῦ δὲ ὁ ἄγγελος ἐκτύπησε τὴν πλευρὰν τοῦ Πέτρου, τὸν ἐξύπνησε καὶ τοῦ εἶπε· Σήκω γρήγορα. Καὶ ἀμέσως ἔπεσαν αἱ ἁλυσίδες ἀπὸ τὰ χέρια του. 8 Καὶ εἶπεν ὁ ἄγγελος πρὸς αὐτόν· Ζῶσε τὸ ὑποκάμισόν σου καὶ δέσε εἰς τὰ πόδια σου τὰ πέδιλά σου. Καὶ ὁ Πέτρος ἀμέσως ἔκαμεν, ὅπως διετάχθη. Καὶ λέγει εἰς αὐτὸν ὁ ἄγγελος· Φόρεσε τὸ ἐξωτερικόν σου ροῦχο καὶ ἀκολούθησέ με. 9 Καὶ ὁ Πέτρος, ἀφοῦ ἐβγῆκεν ἀπὸ τὸ δωμάτιον, ἠκολούθει τὸν ἄγγελον καὶ δὲν εἶχεν ἀντιληφθῇ ἀκόμη, ὅτι εἶναι πραγματικὸν αὐτό, ποὺ ἐγίνετο ἀπὸ τὸν Θεὸν διὰ μέσου τοῦ ἀγγέλου. Ἐνόμιζε δέ, ὅτι βλέπει εἰς τὸν ὕπνον του κάποιαν ὀπτασίαν. 10 Ἀφοῦ δὲ ἐπέρασαν τὸν πρῶτον καὶ τὸν δεύτερον φρουρόν, ἦλθον εἰς τὴν σιδηρᾶν ἐξώπορταν, ποὺ ὠδήγει ἀμέσως εἰς τὴν πόλιν, καὶ ἡ πόρτα αὐτὴ τοὺς ἠνοίχθη μόνη της. Καὶ ἀφοῦ ἐβγῆκαν ἐπέρασαν μαζὶ μίαν στενωπόν. Καὶ ἀμέσως ἔφυγεν ἀπὸ τὸν Πέτρον ὁ ἄγγελος. 11 Καὶ τότε ὁ Πέτρος συνῆλθεν ἀπὸ τὴν κατάστασιν τῆς ἐκπλήξεως καὶ τῆς ἐκστάσεως, ἕνεκα τῆς ὁποίας ἐνόμιζεν, ὅτι ἔβλεπεν ὅραμα καὶ εἶπε· Τώρα καταλαβαίνω, ὅτι πραγματικῶς ἀπέστειλεν ὁ Κύριος τὸν ἄγγελόν του καὶ μὲ ἠλευθέρωσεν ἀπὸ τὴν κακοποιὸν χεῖρα τοῦ Ἡρῴδου, καθὼς καὶ ἀπὸ κάθε κακόν, ποὺ ἐπερίμενεν ὁ λαὸς τῶν Ἰουδαίων νὰ γίνῃ εἰς ἐμέ.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΙΒ´ 1 - 11


1 Κατά τον καιρόν εκείνον, ο βασιλεύς Ηρώδης Αγρίππας, άπλωσε τα χέρια και επιασε μερικούς από τους πιστούς της Εκκλησίας, δια να τους κακοποιήση. 2 Εξετέλεσε δε δια μαχαίρας τον απόστολον Ιάκωβον, αδελφόν του ευαγγελιστού Ιωάννου. 3 Και όταν είδε ότι αυτό ήτο ευχάριστον στους Ιουδαίους, απεφάσισε εν συνεχεία να συλάβη και τον Πετρον. Ησαν δε τότε αι ημέραι των αζύμων, δηλαδή της εορτής του πάσχα. 4 Και αφού τον συνέλαβε, τον έβαλε εις την φυλακήν, παραδώσας αυτόν εις τέσσαρες τετράδες στρατιωτών να τον φρουρούν υπευθύνως, επειδή ήθελε έπειτα από το πάσχα να τον δικάση ενώπιον του λαού. 5 Ετσι, λοιπόν, ο Πετρος εφρουρείτο μέσα εις την φυλακήν. Από όλην όμως την Εκκλησίαν εγίνετο συνεχώς μακρά και θερμή προσευχή δι' αυτόν στον Θεόν. 6 Οταν δε επρόκειτο να τον φέρη ο Ηρώδης στο δικαστήριον, την νύκτα εκείνη ο Πετρος εκοιμάτο μεταξύ δύο στρατιωτών δεμένος μαζή με αυτούς με δύο αλυσίδες. Και επί πλέον φρουροί εμπρός εις την θύραν εφρουρούσαν την φυλακήν. 7 Και ιδού άγγελος Κυρίου έξαφνα εισήλθε και φως έλαμψε στο κελλί, όπου εκοιμάτο ο Πετρος. Εκτύπησε την πλευράν του Πετρου, τον εξύπνησε και του είπε· “σήκω γρήγορα”. Και έπεσαν οι αλυσίδες από τα χέρια του. 8 Και είπεν ο άγγελος προς αυτόν· “ζώσε τον χιτώνα σου και δέσε τα πέδιλά σου”. Και ο Πετρος έκαμε έτσι. Και του λέγει ο άγγελος· “φόρεσε τώρα το ιμάτιόν σου και ακολούθησέ με”. 9 Και εξελθών ο Πετρος ακολουθούσε τον άγγελον και δεν είχεν ακόμη εννοήσει ότι ήτο πραγματικότης αυτό, που εγίνετο δια μέσου του αγγέλου. Ενόμιζε ότι βλέπει κάποιο όραμα. 10 Αφού δε επέρασαν την πρώτην και την δευτέραν φρουράν, ήλθαν εις την σιδερένιαν θύραν, που ωδηγούσε προς την πόλιν, η οποία και ανοίχθηκε δι' αυτούς μόνη της. Αφού εβγήκαν, επέρασαν μαζή ένα δρόμον και αμέσως έφυγε από αυτόν ο άγγελος. 11 Συνήλθε τότε ο Πετρος και είπε· “τώρα καταλαβαίνω καλά, ότι πράγματι έστειλε ο Κυριος τον άγγελόν του και με έβγαλε από τα χέρια του Ηρώδου και με εγλύτωσε από κάθε κακόν, που ο λαός των Ιουδαίων επερίμενε να μου γίνη”.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Η´ 31 - 42


31 Ἔλεγεν οὖν ὁ Ἰησοῦς πρὸς τοὺς πεπιστευκότας αὐτῷ Ἰουδαίους· Ἐὰν ὑμεῖς μείνητε ἐν τῷ λόγῳ τῷ ἐμῷ, ἀληθῶς μαθηταί μού ἐστε, 32 καὶ γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς. 33 ἀπεκρίθησαν αὐτῷ· Σπέρμα Ἀβραάμ ἐσμεν καὶ οὐδενὶ δεδουλεύκαμεν πώποτε· πῶς σὺ λέγεις ὅτι ἐλεύθεροι γενήσεσθε; 34 ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν δοῦλός ἐστι τῆς ἁμαρτίας. 35 ὁ δὲ δοῦλος οὐ μένει ἐν τῇ οἰκίᾳ εἰς τὸν αἰῶνα· ὁ υἱὸς μένει εἰς τὸν αἰῶνα. 36 ἐὰν οὖν ὁ υἱὸς ὑμᾶς ἐλευθερώσῃ ὄντως ἐλεύθεροι ἔσεσθε. 37 οἶδα ὅτι σπέρμα Ἀβραάμ ἐστε· ἀλλὰ ζητεῖτέ με ἀποκτεῖναι, ὅτι ὁ λόγος ὁ ἐμὸς οὐ χωρεῖ ἐν ὑμῖν. 38 ἐγὼ ὃ ἑώρακα παρὰ τῷ πατρὶ μου λαλῶ· καὶ ὑμεῖς οὖν ὃ ἑωράκατε παρὰ τῷ πατρὶ ὑμῶν ποιεῖτε. 39 Ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· Ὁ πατὴρ ἡμῶν Ἀβραάμ ἐστι. λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Εἰ τέκνα τοῦ Ἀβραάμ ἦτε, τὰ ἔργα τοῦ Ἀβραὰμ ἐποιεῖτε. 40 νῦν δὲ ζητεῖτέ με ἀποκτεῖναι, ἄνθρωπον ὃς τὴν ἀλήθειαν ὑμῖν λελάληκα, ἣν ἤκουσα παρὰ τοῦ Θεοῦ· τοῦτο Ἀβραὰμ οὐκ ἐποίησεν. 41 ὑμεῖς ποιεῖτε τὰ ἔργα τοῦ πατρὸς ὑμῶν. εἶπον οὖν αὐτῷ· Ἡμεῖς ἐκ πορνείας οὐ γεγεννήμεθα· ἕνα πατέρα ἔχομεν, τὸν Θεόν. 42 εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Εἰ ὁ Θεὸς πατὴρ ὑμῶν ἦν, ἠγαπᾶτε ἂν ἐμέ, ἐγὼ γὰρ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐξῆλθον καὶ ἥκω· οὐδὲ γὰρ ἀπ’ ἐμαυτοῦ ἐλήλυθα, ἀλλ’ ἐκεῖνός με ἀπέστειλε.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Η´ 31 - 42


31 Διὰ νὰ καταστήσῃ λοιπὸν βαθυτέραν καὶ στερεωτέραν τὴν πίστιν των ὁ Ἰησοῦς, ἔλεγε πρὸς τοὺς Ἰουδαίους αὐτούς, οἱ ὁποῖοι εἶχον πιστεύσει εἰς αὐτόν· Ἐὰν σεῖς μείνετε στερεοὶ εἰς τὴν διδασκαλίαν μου καὶ συμμορφώσετε τὴν συμπεριφορὰν καὶ τὴν ζωήν σας πρὸς αὐτήν, εἶσθε πράγματι καὶ ἀληθινοὶ μαθηταί μου. 32 Καὶ καθ’ ὅσον θὰ ζῆτε αὐτά, ποὺ σᾶς διδάσκω, θὰ μάθετε πειραματικῶς τὴν ἀλήθειαν καὶ ἡ ἀλήθεια θὰ σᾶς ἐλευθερώσῃ ἀπὸ τὴν δουλείαν τῆς ἁμαρτίας. 33 Ἀπεκρίθησαν εἰς αὐτὸν οἰ Ἰουδαῖοι, οἰ ὁποῖοι ὑπὸ τὸ κράτος τῆς παραφορᾶς των ἐλησμόνησαν τὴν δουλείαν τῆς Αἰγύπτου καὶ τῆς Βαβυλῶνος, καθὼς καὶ τὸν ρωμαϊκὸν ζυγόν· Εἴμεθα ἀπόγονοι καὶ κληρονόμοι τοῦ Ἀβραάμ, προωρισμένοι νὰ κατακτήσωμεν ὁλόκληρον τὸν κόσμον καὶ δὲν ἐγίναμεν ποτὲ ἕως τώρα δοῦλοι εἰς κανένα, ἀλλὰ μόνον κυβερνήτην καὶ Κύριόν μας ἔχομεν τὸν Θεόν. Πῶς σὺ λέγεις, ὅτι θὰ γίνετε ἐλεύθεροι; 34 Ἀπεκρίθη εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Σᾶς διαβεβαιῶ κατηγορηματικῶς, ὅτι καθένας, ποὺ συστηματικῶς ἐπιμένει νὰ κάνῃ τὴν ἁμαρτίαν καὶ δὲν μετανοεῖ διὰ νὰ ἐγκολπωθῇ τὴν ἀλήθειαν, εἶναι δοῦλος καὶ αἰχμάλωτος τῆς ἁμαρτίας. 35 Ὁ δοῦλος δὲ δὲν παραμένει ὡς κληρονόμος καὶ παντοτεινὸς κάτοχος εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ κυρίου, διότι δὲν ἔχει δικαιώματα εἰς αὐτήν, καὶ ἐκδιώκεται ἐκ ταύτης, ὅταν καταστῇ ἀνεπιθύμητος. Τουναντίον ὁ υἱός, ἐπειδὴ κληρονομεῖ ὅλα τὰ δικαιώματα τοῦ πατρός του, μένει παντοτεινὰ εἰς τὴν οἰκίαν. 36 Ἐὰν λοιπὸν ὁ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ σᾶς δώσῃ τὴν ἐλευθερίαν, τότε θὰ εἶσθε πράγματι ἐλεύθεροι καὶ θὰ ἀποκτήσετε τὴν ἀληθινὴν ἐλευθερίαν τῆς ψυχῆς. 37 Γνωρίζω, ὅτι κατὰ τὴν σαρκικὴν καταγωγὴν εἶσθε ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραάμ. Παρὰ ταῦτα ὅμως, ἐπειδὴ δὲν ὁμοιάζετε κατὰ τὴν ἀρετὴν πρὸς τὸν Ἀβραάμ, δὲν εἶσθε ἐλεύθερα τέκνα του, ἀλλ’ εἶσθε δοῦλοι τῆς ἁμαρτίας. Καὶ ἀπόδειξις τούτου εἶναι, ὅτι ζητεῖτε νὰ μὲ φονεύσετε, μόνον καὶ μόνον διότι ὁ λόγος μου καὶ ἡ διδασκαλία μου δὲν εἰσχωρεῖ καὶ δὲν ἔχει τόπον μέσα σας. 38 Ἐγὼ ἐκεῖνο, ποὺ ἔχω ἴδει καὶ ἔμαθα μὲ πλήρη βεβαιότητα πλησίον τοῦ ἐν οὐρανοῖς Πατρός μου, αὐτὸ καὶ μόνον λέγω. Καὶ σεῖς πάλιν ἐκεῖνο, ποὺ ἐμάθατε ἀπὸ τὸν πατέρα σας διάβολον, αὐτὸ πράττετε. Πῶς εἶναι λοιπὸν δυνατὸν ὁ λόγος τοῦ Πατρός μου νὰ εἰσχωρήσῃ καὶ νὰ εὕρῃ θέσιν μέσα σας; 39 Ἀπεκρίθησαν καὶ τοῦ εἶπαν· Ὁ πατήρ μας εἶναι ὁ Ἀβραάμ, καὶ κανένας ἄλλος. Λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Ἐὰν ἤσασθε τέκνα τοῦ Ἀβραάμ, θὰ τοῦ ὠμοιάζατε καὶ εἰς τὴν ἀρετὴν καὶ θὰ ἐκάνατε τὰ ἔργα τοῦ Ἀβραάμ. 40 Τώρα ὅμως σεῖς θέλετε νὰ μὲ θανατώσετε, ἄνθρωπον ὁ ὁποῖος εἶπα εἰς σᾶς τὴν ἀλήθειαν. Ποίαν δὲ ἀλήθειαν; Αὐτὴν τὴν ὁποίαν ἤκουσα ἀπὸ τὸν Θεόν. Τὸ ἔγκλημα αὐτὸ δὲν τὸ ἔκαμεν ὁ Ἀβραάμ. 41 Σεῖς πράττετε τὰ ἔργα τοῦ πατρός σας, τὸν ὁποῖον ἀποφεύγω νὰ κατονομάσω. Κατόπιν λοιπὸν τῆς κατηγορίας ταύτης τοῦ Κυρίου, εἶπαν πρὸς αὐτὸν οἱ Ἰουδαῖοι· Ἡμεῖς δὲν ἔχομεν γεννηθῆ ἀπὸ ἀθέμιτον καὶ πορνικὴν ἐπιμιξίαν μὲ εἰδωλολάτρας, ὥστε νὰ ἔχῃ νοθευθῇ ἡ καταγωγή μας ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ. Δὲν ἀνήκομεν εἰς τὴν οἰκογένειαν τοῦ σατανᾶ, τοὺς εἰδωλολάτρας, ἀλλ’ ἀνήκομεν εἰς τὸν ἐκ τοῦ Ἀβραὰμ καταγόμενον λαὸν τοῦ Θεοῦ. Ἕνα πατέρα ἔχομεν, τὸν Θεόν. 42 Εἰς ἀπάντησιν λοιπὸν τῆς καυχησιολογίας των ταύτης εἶπε πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Ἐὰν ὁ Θεὸς ἦτο πατέρας σας, θὰ εἴχατε ἀγάπην καὶ εἰς ἐμέ, διότι ἐγὼ ἀπὸ τὸν Θεὸν ἐβγῆκα διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεώς μου καὶ ἔχω ἔλθει μεταξύ σας. Ναί· εἶμαι ἐν μέσῳ ὑμῶν ὡς πρέσβυς ἀντιπροσωπεύων τὸν Θεόν· διότι καὶ εἰς τὸν κόσμον, ποὺ ἦλθα, δὲν ἔχω ἔλθει ἀπὸ τὸν ἑαυτόν μου, ἀλλὰ μὲ ἀπέστειλεν ἐκεῖνος.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Η´ 31 - 42


31 Προς αυτούς, λοιπόν, τους Ιουδαίους που είχαν πιστεύσει, είπεν ο Ιησούς και τα εξής· “εάν σεις μείνετε ακλόνητοι εις την διδασκαλίαν μου και την εφαρμόζετε εις την ζωήν σας, τότε θα είσθε αληθινοί μαθηταί μου 32 και θα γνωρίσετε, όχι μόνον από την διδασκαλίαν μου, αλλά και από την προσωπικήν σας πείραν, την αλήθειαν και η αλήθεια θα σας ελευθερώση από την τυραννίαν και τον θάνατον, που φέρνει η αμαρτία”. 33 Εκείνοι δεν ενόησαν τα λόγια του, ενόμισαν ότι τους αποκαλεί δούλους ξένων κατακτητών, και με έξαψιν είπον· “ημείς είμεθα απόγονοι του Αβραάμ προωρισμένοι να κατακτήσωμεν τον κόσμον και ποτέ έως τώρα δεν εγίναμεν δούλοι εις κανένα. Πως, λοιπόν, συ λέγεις ότι θα γίνετε ελεύθεροι;” (Και έλεγον αυτά λησμονούντες ότι το έθνος των εις πολλούς κατακτητάς είχεν υποδουλωθή, όπως και τώρα στους Ρωμαίους). 34 Τους απήντησεν ο Ιησούς· “σας διαβεβαιώνω ότι καθένας, που πράττει την αμαρτίαν και μένει αμετανόητος εις την αμαρτίαν, είναι δούλος της αμαρτίας. 35 Ο δε δούλος δεν μένει εις την οικίαν του κυρίου του, κληρονόμος και ιδιοκτήτης. Ο Υιός όμως μένει πάντοτε εις την οικίαν, διότι έχει κληρονομικώς από τον πατέρα του αυτά τα δικαιώματα. 36 Εάν λοιπόν ο σαρκωθείς Υιός του Θεού σας ελευθερώση από την αμαρτίαν, τότε πράγματι θα είσθε ελεύθεροι. 37 Γνωρίζω ότι είσθε απόγονοι του Αβραάμ. Αλλά δεν του ομοιάζετε και ζητείτε να με φονεύσετε, διότι η διδασκαλία μου δεν εισχωρεί εις την ψυχήν σας, που είναι δούλη της αμαρτίας. 38 Εγώ εκείνο που έχω ιδεί πλησίον του ουρανίου Πατρός μου αυτό και διδάσκω. Και σεις αυτό που είδατε και εμάθατε πλησίον του πατρός σας, τον οποίον δεν θέλω να ονομάσω, αυτό κάνετε”. 39 Απεκρίθησαν και του είπαν· “ο πατήρ μας είναι ο Αβραάμ και όχι εκείνος τον οποίον υπονοείς συ”. Είπαν εις αυτούς· “εάν πράγματι ήσασθε τέκνα του Αβραάμ, θα εκάνατε τα έργα του Αβραάμ. 40 Τωρα δε ζητείτε να με φονεύσετε, άνθρωπον ο οποίος σας είπα την αλήθειαν, που έχω ακούσει από τον Θεόν. Αυτό το εγκληματικόν έργον ο Αβραάμ δεν το έκανε. 41 Σεις πράττετε τα έργα του πατρός σας, δηλαδή του διαβόλου”. Είπαν τότε εις αυτόν· “ημείς δεν έχομεν γεννηθή από παράνομον επιμιξίαν με τους ειδωλολάτρας. Δεν έχομεν πατέρα τον διάβολον. Ενα πατέρα έχομεν, τον Θεόν”. 42 Απεκρίθη εις αυτούς ο Ιησούς· “εάν πράγματι ο Θεός ήτο πατήρ σας, θα αγαπούσατε εμέ· διότι εγώ έχω προέλθει από τον Θεόν και έχω έλθει εις σας με την ενανθρώπησίν μου. Διότι και στον κόσμον δεν ήλθα από τον ευατόν μου, αλλά με έστειλεν Εκείνος.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα