❌
Τετάρτη, 10 Μαΐου 2023

Μεσοπεντηκοστή, Άγιος Σίμων ο Απόστολος, ο Ζηλωτής, Άγιοι Αλφειός, Κυπρίνος και Φιλάδελφος οι Αυτάδελφοι Μάρτυρες, Όσιος Λαυρέντιος
† «Ἡ ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς». Σίμωνος ἀποστόλου τοῦ Ζηλωτοῦ. Λαυρεντίου ὁσίου τοῦ Μεγαρέως, Νικολάου ἀρχιεπισκόπου Μύρων (μετακομιδὴ λειψάνου).
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΙΔ´ 6 - 18


6 συνιδόντες κατέφυγον εἰς τὰς πόλεις τῆς Λυκαονίας Λύστραν καὶ Δέρβην καὶ τὴν περίχωρον, 7 κἀκεῖ ἦσαν εὐαγγελιζόμενοι. 8 Καί τις ἀνὴρ ἐν Λύστροις ἀδύνατος τοῖς ποσὶν ἐκάθητο, χωλὸς ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτοῦ ὑπάρχων, ὃς οὐδέποτε περιεπεπατήκει. 9 οὗτος ἤκουσε τοῦ Παύλου λαλοῦντος· ὃς ἀτενίσας αὐτῷ καὶ ἰδὼν ὅτι πίστιν ἔχει τοῦ σωθῆναι, 10 εἶπε μεγάλῃ τῇ φωνῇ· Ἀνάστηθι ἐπὶ τοὺς πόδας σου ὀρθός. καὶ ἥλατο καὶ περιεπάτει. 11 οἱ δὲ ὄχλοι ἰδόντες ὃ ἐποίησεν ὁ Παῦλος ἐπῆραν τὴν φωνὴν αὐτῶν Λυκαονιστὶ λέγοντες· Οἱ θεοὶ ὁμοιωθέντες ἀνθρώποις κατέβησαν πρὸς ἡμᾶς· 12 ἐκάλουν τε τὸν μὲν Βαρνάβαν Δία, τὸν δὲ Παῦλον Ἑρμῆν, ἐπειδὴ αὐτὸς ἦν ὁ ἡγούμενος τοῦ λόγου. 13 ὁ δὲ ἱερεὺς τοῦ Διὸς τοῦ ὄντος πρὸ τῆς πόλεως αὐτῶν, ταύρους καὶ στέμματα ἐπὶ τοὺς πυλῶνας ἐνέγκας, σὺν τοῖς ὄχλοις ἤθελε θύειν. 14 ἀκούσαντες δὲ οἱ ἀπόστολοι Βαρνάβας καὶ Παῦλος, διαρρήξαντες τὰ ἱμάτια αὐτῶν εἰσεπήδησαν εἰς τὸν ὄχλον κράζοντες 15 καὶ λέγοντες· Ἄνδρες, τί ταῦτα ποιεῖτε; καὶ ἡμεῖς ὁμοιοπαθεῖς ἐσμεν ὑμῖν ἄνθρωποι, εὐαγγελιζόμενοι ὑμᾶς ἀπὸ τούτων τῶν ματαίων ἐπιστρέφειν ἐπὶ τὸν Θεὸν τὸν ζῶντα, ὃς ἐποίησε τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς· 16 ὃς ἐν ταῖς παρῳχημέναις γενεαῖς εἴασε πάντα τὰ ἔθνη πορεύεσθαι ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν· 17 καίτοι γε οὐκ ἀμάρτυρον ἑαυτὸν ἀφῆκεν ἀγαθοποιῶν, οὐρανόθεν ὑμῖν ὑετοὺς διδοὺς καὶ καιροὺς καρποφόρους, ἐμπιπλῶν τροφῆς καὶ εὐφροσύνης τὰς καρδίας ὑμῶν. 18 καὶ ταῦτα λέγοντες μόλις κατέπαυσαν τοὺς ὄχλους τοῦ μὴ θύειν αὐτοῖς.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΙΔ´ 6 - 18


6 τὸ ἀντελήφθησαν οὗτοι καὶ κατέφυγον εἰς τὰς πόλεις τῆς Λυκαονίας Λύστραν καὶ Δέρβην καὶ εἰς τὰ περίχωρα αὐτῶν. 7 Καὶ ἐκεῖ ἐξηκολουθοῦν νὰ κηρύττουν τὸ εὐαγγέλιον. 8 Καὶ ἐκάθητο κάποιος ἄνθρωπος εἰς τὰ Λύστρα, ποὺ εἶχεν ἀδυναμίαν εἰς τὰ πόδια, διότι ἦτο χωλὸς ἀπὸ τὴν κοιλίαν τῆς μητέρας του καὶ δὲν εἶχε περιπατήσει ποτὲ εἰς τὴν ζωήν του. 9 Αὐτὸς ἤκουε μὲ προσοχὴν καὶ ἐνδιαφέρον τὸν Παῦλον, ὅταν ἐκήρυττεν. Ὁ Παῦλος δέ, ὅταν εἰς κάποιαν στιγμὴν τὸν παρετήρησε προσεκτικὰ καὶ εἶδεν, ὅτι εἶχε τὴν πίστιν, ποὺ ἐχρειάζετο διὰ νὰ γίνῃ τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας του, 10 εἶπε μὲ μεγάλην φωνήν· Σήκω ὀρθὸς εἰς τὰ πόδια σου. Καὶ ἐκεῖνος ἐπήδησεν ἐπάνω καὶ περιεπάτει. 11 Τὰ πλήθη δὲ τοῦ λαοῦ, ὅταν εἶδαν αὐτό, ποὺ ἔκαμεν ὁ Παῦλος, ἐσήκωσαν τὴν φωνήν τους καὶ ἔλεγαν εἰς τὴν Λυκαονικὴν γλῶσσαν· Οἱ θέοι ἔγιναν ὅμοιοι πρὸς τοὺς ἀνθρώπους καὶ κατέβησαν πρὸς ἡμᾶς. 12 Καὶ ἐκάλουν τὸν μὲν Βαρνάβαν Δία, ὡς περισσότερον ἠλικιωμένον καὶ σοβαρώτερον· τὸν δὲ Παῦλον ἐκάλουν Ἑρμῆν, διότι αὐτὸς ἦτο ὁ ἀρχηγὸς τοῦ λόγου καὶ ὡμίλει περισσότερον καὶ εὐχερέστερον. 13 Ἐν τῷ μεταξὺ δὲ ὁ ἱερεὺς τοῦ Διός, τοῦ ὁποίου ὁ ναὸς ἦτο ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν τῶν Λύστρων, ἔφερε πρὸς τὸ γειτονικὸν πρὸς τὸν ναὸν μέρος, ὅπου ἦσαν αἱ πόρται τοῦ τείχους τῆς πόλεως, ταύρους καὶ στεφάνους, μὲ τοὺς ὁποίους θὰ ἐστεφάνωναν τὰ ζῶα, ποὺ θὰ ἐθυσιάζοντο, καὶ ἤθελε μαζὶ μὲ τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ νὰ προσφέρῃ θυσίαν πρὸς λατρείαν τῶν δύο ἀποστόλων. 14 Ὅταν ὅμως ἤκουσαν ταῦτα οἱ ἀπόστολοι Βαρνάβας καὶ Παῦλος, ἐξέσχισαν τὰ ρούχα των πρὸς ἐκδήλωσιν τῆς ἀγανακτήσεως καὶ ἀποστροφῆς των κατὰ τῆς εἰδωλολατρικῆς ταύτης πράξεως καὶ τῆς ἀσεβοῦς θεοποιήσεως, ποὺ τοὺς ἔκαμαν οἱ κάτοικοι τῶν Λύστρων, καὶ ἐπήδησαν μέσα εἰς τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ φωνάζοντες 15 καὶ λέγοντες· Ἄνθρωποι, τί εἶναι αὐτά, ποὺ κάνετε; Καὶ ἡμεῖς εἴμεθα ἄνθρωποι μὲ τὴν αὐτὴν ἀσθενῆ καὶ θνητὴν φύσιν, ποὺ ἔχετε καὶ σεῖς. Καὶ σᾶς κηρύττομεν νὰ ἀφήσετε τὰ μάταια αὐτά, ποὺ σχεδιάζετε νὰ κάνετε ὡς θυσίαν εἰς θεοὺς ψευδεῖς καὶ τιποτένιους καὶ νὰ ἐπιστρέψετε εἰς τὸν Θεόν, ποὺ δὲν εἶναι νεκρὸς σὰν τὰ εἴδωλα, ἀλλ’ εἶναι Θεὸς ζωντανός, ὁ ὁποῖος ἐποίησε τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν καὶ ὅλα, ὅσα ὑπάρχουν εἰς αὐτά. 16 Ὁ Θεὸς αὐτὸς εἰς τὰς παρελθοῦσας γενεὰς ἐγκατέλιπεν ὅλους τοὺς ἐθνικοὺς νὰ πολιτεύωνται καὶ νὰ συμπεριφέρωνται κατὰ τὰς ἁμαρτωλὰς συνηθείας των καὶ τὰ εἰδωλολατρικὰ φρονήματά των. 17 Καὶ ἔζων ἐκεῖνοι εἰδωλολατρικῶς μακρὰν τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ ἀγνοοῦντες αὐτόν, καίτοι ὁ Θεὸς δὲν ἀφῆκεν ἄγνωστον καὶ χωρὶς μαρτυρίαν τὸν ἑαυτόν του. Διότι ἐξηκολούθει καὶ τότε νὰ σᾶς εὐεργετῇ καὶ νὰ σᾶς δίδῃ ἐξ οὐρανοῦ βροχὰς καὶ ἐποχάς, κατὰ τὰς ὁποίας γίνονται καὶ ὠριμάζουν οἱ καρποί, καὶ παρεῖχεν ἀφθόνως τροφὴν καὶ εὐφροσύνην εἰς τὰς καρδίας σας. 18 Καὶ μὲ αὐτά, ποὺ ἔλεγαν οἱ ἀπόστολοι, μόλις καὶ μετὰ βίας ἐσταμάτησαν τοὺς ὄχλους, ὥστε νὰ μὴ προσφέρουν θυσίαν εἰς αὐτούς.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΙΔ´ 6 - 18


6 εκατάλαβαν αυτοί τας κακάς εκείνων διαθέσεις και κατέφυγαν εις τας πόλεις της Λυκαονίας, την Λυστραν και την Δερβην και εις τα περίχωρα. 7 Και εκεί εκήρυτταν το Ευαγγέλιον. 8 Εις τα Λυστρα εκάθητο κάποιος άνθρωπος, ο οποίος είχε αδύνατα πόδια, διότι ήτο χωλός από την κοιλίαν της μητέρας του και δεν είχε ποτέ περιπατήσει. 9 Αυτός ήκουσε με προσοχήν και πίστιν τον Παύλον. Ο Παύλος, όταν τον παρετήρησε προσεκτικά και είδε ότι είχεν πίστιν, δια να γίνη το θαύμα της θεραπείας του, 10 είπε με μεγάλην φωνήν· “σήκω εις τα πόδια σου ορθός”. Και αμέσως εκείνος επήδησε και εντελώς υγιής περιπατούσε. 11 Τα πλήθη δε του λαού, όταν είδαν το θαύμα αυτό, που έκαμε ο Παύλος, εσήκωσαν μεγάλην την φωνήν των λέγοντες εις την λυκαονικήν γλώσσαν των· “οι θεοί επήραν μορφήν ανθρώπων και κατέβηκαν εις ημάς”. 12 Ωνόμαζαν δε τον με Βαρνάβαν Διαν, δια το παράστημα και την σοβαρότητα του, τον δε Παύλον Ερμήν, επειδή αυτός ήτο ο αρχηγός του λόγου. 13 Ο δε ιερεύς του Διός, του οποίου ο ναός ήτο κτισμένος εμπρός από την πόλιν, έφερε ταύρους και στεφάνια κοντά εις τας μεγάλας θύρας του τείχους, όπου ευρίσκετο ο ναός, και ήθελε μαζή με το πλήθος του λαού να προσφέρη θυσίαν προς τιμήν των δύο Αποστόλων. 14 Οι δε Απόστολοι Βαρνάβας και Παύλος, όταν ήκουσαν αυτό, έσχισαν τα ιμάτιά των, δια να εκφράσουν έτσι την διαμαρτυρίαν και αγανάκτησίν των και ώρμησαν μέσα στο πλήθος φωνάζοντες 15 και λέγοντες· “άνθρωποι, διατί κάνετε όλα αυτά; Και ημείς είμεθα όμοιοι με σας άνθρωποι, έχοντες την ιδίαν ασθενή και αδύνατον ανθρωπίνην φύσιν. Κηρύττομεν δε εις σας, να αφήσετε αυτά τα ψευδή και μάταια περί θεών και θυσιών, που έως τώρα επιστεύατε, και να γυρίσετε στον Θεόν τον ζωντανόν και αληθινόν, ο οποίος έκαμε τον ουρανόν και την γην και την θάλασσαν και όλα όσα υπάρχουν εις αυτά. 16 Αυτός ο Θεός, εις τας περασμένας γενεάς, αφήκε τους εθνικούς να βαδίζουν τον δρόμον των, να ζουν και να συμπεριφέρωνται σύμφωνα με τας αμαρτωλάς διαθέσεις της καρδίας των, 17 μολονότι δεν αφήκε και μεταξύ αυτών ο Θεός τον ευατόν του χωρίς μαρτυρίας, δια την ύπαρξίν του και τας τελειότητάς του, διότι και τότε σας ευεργετούσε, έστελνε από τον ουρανόν ωφελίμους βροχάς και καταλλήλους καιρούς δια πλουσίαν καρποφορίαν και σας έδιδεν άφθονον τροφήν και χαράν εις τας καρδίας σας”. 18 Και με αυτά τα λόγια οι Απόστολοι μόλις και μετά βίας εσταμάτησαν τους όχλους, να μη προσφέρουν εις αυτούς τας θυσίας εκείνας.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Ζ´ 14 - 30


14 Ἤδη δὲ τῆς ἑορτῆς μεσούσης ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ ἱερὸν καὶ ἐδίδασκε. 15 ἐθαύμαζον οἱ Ἰουδαῖοι λέγοντες· Πῶς οὗτος γράμματα οἶδε μὴ μεμαθηκώς; 16 ἀπεκρίθη οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν· Ἡ ἐμὴ διδαχὴ οὐκ ἔστιν ἐμὴ, ἀλλὰ τοῦ πέμψαντός με· 17 ἐάν τις θέλῃ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιεῖν, γνώσεται περὶ τῆς διδαχῆς, πότερον ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν ἢ ἐγὼ ἀπ’ ἐμαυτοῦ λαλῶ. 18 ὁ ἀφ’ ἑαυτοῦ λαλῶν τὴν δόξαν τὴν ἰδίαν ζητεῖ, ὁ δὲ ζητῶν τὴν δόξαν τοῦ πέμψαντος αὐτόν, οὗτος ἀληθής ἐστιν, καὶ ἀδικία ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστιν. 19 οὐ Μωϋσῆς δέδωκεν ὑμῖν τὸν νόμον; καὶ οὐδεὶς ἐξ ὑμῶν ποιεῖ τὸν νόμον. τί με ζητεῖτε ἀποκτεῖναι; 20 ἀπεκρίθη ὁ ὄχλος καὶ εἶπε· Δαιμόνιον ἔχεις· τίς σε ζητεῖ ἀποκτεῖναι; 21 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Ἓν ἔργον ἐποίησα, καὶ πάντες θαυμάζετε διὰ τοῦτο 22 Μωϋσῆς δέδωκεν ὑμῖν τὴν περιτομήν, οὐχ ὅτι ἐκ τοῦ Μωϋσέως ἐστὶν, ἀλλ’ ἐκ τῶν πατέρων, καὶ ἐν σαββάτῳ περιτέμνετε ἄνθρωπον. 23 εἰ περιτομὴν λαμβάνει ἄνθρωπος ἐν σαββάτῳ, ἵνα μὴ λυθῇ ὁ νόμος Μωϋσέως, ἐμοὶ χολᾶτε ὅτι ὅλον ἄνθρωπον ὑγιῆ ἐποίησα ἐν σαββάτῳ! 24 μὴ κρίνετε κατ’ ὄψιν, ἀλλὰ τὴν δικαίαν κρίσιν κρίνατε. 25 Ἔλεγον οὖν τινες ἐκ τῶν Ἱεροσολυμιτῶν· Οὐχ οὗτός ἐστιν ὃν ζητοῦσιν ἀποκτεῖναι; 26 καὶ ἴδε παρρησίᾳ λαλεῖ, καὶ οὐδὲν αὐτῷ λέγουσι. μήποτε ἀληθῶς ἔγνωσαν οἱ ἄρχοντες ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ Χριστός; 27 ἀλλὰ τοῦτον οἴδαμεν πόθεν ἐστίν· ὁ δὲ Χριστὸς ὅταν ἔρχηται, οὐδεὶς γινώσκει πόθεν ἐστίν. 28 ἔκραξεν οὖν ἐν τῷ ἱερῷ διδάσκων ὁ Ἰησοῦς καὶ λέγων· Κἀμὲ οἴδατε, καὶ οἴδατε πόθεν εἰμί· καὶ ἀπ’ ἐμαυτοῦ οὐκ ἐλήλυθα, ἀλλ’ ἔστιν ἀληθινὸς ὁ πέμψας με, ὃν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε· 29 ἐγὼ οἶδα αὐτόν, ὅτι παρ’ αὐτοῦ εἰμι κἀκεῖνός με ἀπέστειλεν. 30 Ἐζήτουν οὖν αὐτὸν πιάσαι, καὶ οὐδεὶς ἐπέβαλεν ἐπ’ αὐτὸν τὴν χεῖρα, ὅτι οὔπω ἐληλύθει ἡ ὥρα αὐτοῦ.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Ζ´ 14 - 30


14 Ἀλλ’ ὅταν πλέον ἡ ἑορτὴ ἦτο εἰς τὸ μέσον καὶ εἶχον περάσει αἱ τέσσαρες πρῶται ἡμέραι της, ὁ Ἰησοῦς ἀνέβη εἰς τὸν ἱερὸν περίβολον τοῦ ναοῦ καὶ ἐδίδασκεν ἐκεῖ δημοσίᾳ. 15 Καὶ ἐξέφραζαν τὴν ἀπορίαν καὶ ἔκπληξίν των οἱ Ἰουδαῖοι καὶ ἔλεγαν· Πῶς αὐτὸς γνωρίζει γράμματα, χωρὶς νὰ ἔχῃ φοιτήσει ὡς μαθητὴς εἰς ραββινικὴν σχολήν; 16 Εἰς αὐτοὺς λοιπόν, οἱ ὁποῖοι ἀποροῦσαν, ποῦ ἔμαθε τὰ γράμματα, ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν· Ἡ διδασκαλία, τὴν ὁποίαν διδάσκω, δὲν εἶναι ἐπινόησις ἰδική μου, ἀλλ’ εἶναι διδασκαλία τοῦ Θεοῦ, ποὺ μὲ ἔστειλεν εἰς τὸν κόσμον, διὰ νὰ τὴν καταστήσω γνωστὴν εἰς τοὺς ἀνθρώπους. 17 Ὅποιος ἔχει πόθον καὶ εἰλικρινῆ διάθεσιν νὰ πράττῃ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, θὰ γνωρίσῃ αὐτὸς ἐκ πείρας περὶ τῆς διδασκαλίας μου, ποῖον ἐκ τῶν δύο εἶναι ἀληθές· προέρχεται δηλαδὴ αὕτη ἐκ τοῦ Θεοῦ ἢ ἐγὼ ἀπὸ τὸν ἑαυτόν μου καὶ κατὰ ἐπινοήσεις ἴδικάς μου διδάσκω. 18 Ἐκεῖνος, ποὺ διδάσκει ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του, διδασκαλίαν δηλαδὴ ποὺ ἐπενόησε μόνος του, ἐπιδιώκει νὰ ἐπιβάλῃ τὸν ἑαυτόν του εἰς τοὺς ἄλλους ὡς διδάσκαλον καὶ ζητεῖ τὴν δόξαν τὴν ἰδικήν του· ὅποιος ὅμως ζητεῖ τὴν δόξαν ἐκείνου, ὁ ὁποῖος τὸν ἀπέστειλεν, ὅπως εἶμαι ἐγώ, αὐτὸς ὁμιλεῖ μὲ ἀνιδιοτελῆ ἐλατήρια τὴν ἀλήθειαν καὶ δὲν ὑπάρχει εἰς αὐτὸν καμμία παράβασις τοῦ νόμου καὶ ἁμαρτία. 19 Σεῖς ὅμως μὲ θεωρεῖτε παραβάτην τοῦ νόμου καὶ δὲν δέχεσθε τὴν διδασκαλίαν μου. Ἀλλὰ πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ δεχθῆτε αὐτήν, ἀφοῦ ἀπορρίπτετε καὶ τὴν διδασκαλίαν τοῦ Μωϋσέως, τὸν ὁποῖον τόσον πολὺ τιμᾶτε; Δὲν σᾶς ἔχει δώσει τὸν νόμον ὁ Μωϋσῆς; Καὶ ὅμως κανεὶς ἀπὸ σᾶς δὲν φυλάττει τὸν νόμον. Πράγματι· ἐὰν φυλάττετε τὰς ἐντολὰς τοῦ νόμου, τότε διατὶ ἀντίθετα πρὸς τὴν ἕκτην ἐντολὴν ζητεῖτε νὰ μὲ φονεύσετε; 20 Ἀπεκρίθη ὁ πολὺς λαὸς καὶ εἶπεν· Εἶσαι δαιμονισμένος καὶ τὸ δαιμόνιον σοῦ διετάραξε τὰς φρένας καὶ σοῦ δημιουργεῖ μελαγχολίαν καὶ μανίαν καταδιώξεως, ὥστε νὰ νομίζῃς, ὅτι ζητοῦν νὰ σὲ φονεύσουν. Ποῖος ζητεῖ νὰ σὲ φονεύσῃ; 21 Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς εἶπεν· Ἕνα μόνον ἔργον ἔκαμα. Ἐθεράπευσα τὸν παράλυτον. Καὶ ὅλοι ἐκυριεύθητε ἀπὸ ταραχὴν καὶ ἀπορίαν, ἐπειδὴ νομίζετε, ὅτι μὲ αὐτὸ κατελύθη ἡ ἐντολὴ τοῦ Σαββάτου. 22 Ἀλλὰ διότι τοιαύτη εἶναι ἡ αἰτία τῆς ταραχῆς σας, σᾶς λέγω τὰ ἑξῆς: Σᾶς ἔδωκεν ὁ Μωϋσῆς τὴν περιτομήν, ἀφοῦ γίνεται λόγος περὶ αὐτῆς εἰς τὸν μωσαϊκὸν νόμον. Λέγω δέ, ὅτι σᾶς ἔδωκεν ὁ Μωϋσῆς τὴν περιτομήν, ὄχι διότι ἡ περιτομὴ ὡρίσθη ἀπὸ τὸν Μωϋσὴν καὶ ἔλαβεν ἀρχὴν ἀπὸ τὴν νομοθεσίαν του, ἀλλ’ εἶναι αὕτη παράδοσις ἐκ τῶν παλαιῶν προγόνων μας. Καὶ ἐὰν τύχῃ νὰ εἶναι Σάββατον ἡ ὀγδόη ἡμέρα τοῦ βρέφους, κατὰ τὴν ὁποίαν γίνεται ἡ περιτομή του, δὲν ἀναβάλλετε αὐτὴν διὰ τὴν ἑπομένην ἡμέραν, ἀλλὰ περιτέμνετε κατὰ τὸ Σάββατον τὸν ἄνθρωπον. 23 Ἐὰν λοιπὸν θεωρῆτε ἐπιβεβλημένον νὰ λαμβάνῃ περιτομὴν ὁ ἄνθρωπος κατὰ τὸ Σάββατον, διὰ νὰ μὴ ἀθετηθῇ ὁ νόμος τοῦ Μωϋσέως, ὁ ὁποῖος ὁρίζει νὰ γίνεται ἡ περιτομὴ κατὰ τὴν ὀγδόην ἀπὸ τῆς γεννήσεως ἡμέραν, πῶς θυμώνετε ἔναντίον μου, διότι οὐχὶ μέλος τι τοῦ σώματος ἐπεμελήθην, ὅπως γίνεται ἐν τῇ περιτομῇ, ἀλλ’ ἄνθρωπον ὁλόκληρον ἰάτρευσα κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου, ἀποδώσας τὴν ὑγείαν εἰς τὸ παραλυμένον σῶμα του καὶ ὁδηγήσας τὴν ψυχήν του διὰ τῆς πίστεως εἰς τὸν δρόμον τῆς σωτηρίας; 24 Μὴ δικάζετε καὶ μὴ σχηματίζετε κρίσεις μὲ ἐπιπολαιότητα σύμφωνα μὲ τὴν ἐξωτερικὴν ὄψιν καὶ τὰ ἐξωτερικὰ φαινόμενα. Ἀλλὰ κρίνατε δίκαια. Κρίνατε τὴν κρίσιν, ποὺ βγαίνει ἀπὸ αὐτὰ τὰ πράγματα. Φαινομενικῶς ἡ θεραπεία τοῦ παραλύτου ἐν ἡμέρᾳ Σαββάτου παρουσιάζεται ὡς παράβασις τοῦ νόμου. Πραγματικῶς ὅμως εἶναι συμμόρφωσις πρὸς τὸ πνεῦμα τοῦ νόμου, ὁ ὁποῖος μᾶς ἐπιβάλλει νὰ μὴ χάνωμεν καμμίαν εὐκαιρίαν πρὸς ἀγαθοεργίαν. 25 Ὕστερα λοιπὸν ἀπὸ αὐτά, ποὺ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς, ἔλεγον μερικοὶ ἀπὸ τοὺς Ἱεροσολυμίτας. Δὲν εἶναι αὐτός, τὸν ὁποῖον οἱ ἄρχοντες ζητοῦν νὰ φονεύσουν; 26 Καὶ ὅμως ἰδού, ὅτι ὁμιλεῖ ἐλεύθερα καὶ φανερὰ καὶ δὲν τὸν διακόπτει κανείς, οὔτε τοῦ λέγουν τίποτε. Μήπως εἰς τὰ σωστὰ ἀνεγνώρισαν οἱ ἄρχοντες, ὅτι αὐτὸς εἶναι πράγματι ὁ Χριστός; 27 Ἀλλὰ αὐτὸς ἐδῶ γνωρίζομεν ἀπὸ ποὺ εἶναι καὶ ἀπὸ ποίους κατάγεται· ὁ Χριστὸς ὅμως, ὅταν θὰ ἔλθῃ, κανεὶς δὲν ἠξεύρει οὔτε τὸν χρόνον τῆς ἐμφανίσεώς του, ἀλλ’ οὔτε καὶ τὸν τρόπον μὲ τὸν ὁποῖον θὰ ἔλθῃ. 28 Κατόπιν λοιπὸν τῆς ἀπιστίας καὶ τῆς θεληματικῆς τυφλώσεως, ποὺ ἐδείκνυον οἱ Ἰουδαῖοι, ὕψωσεν ὁ Ἰησοῦς τὴν φωνήν του μέσα εἰς τὸν ἱερὸν περίβολον τοῦ ναοῦ διδάσκων καὶ λέγων· Καὶ ἐμὲ γνωρίζετε καὶ ἠξεύρετε ἀπὸ ποὺ εἶμαι. Ἀλλ’ ἡ γνῶσις σας αὐτὴ περὶ ἐμοῦ δὲν εἶναι πλήρης. Σεῖς γνωρίζετε μόνον, ὅτι εἶμαι ἀπὸ τὴν Ναζαρέτ. Καὶ ὅμως δὲν ἔχω ἔλθει ἀπὸ τὸν ἑαυτόν μου, ὅπως ὑποθέτετε σεῖς, ἀλλ’ ἡ ἀποστολή μου εἶναι γνησία καὶ ἀληθινή, διότι πραγματικὸς καὶ ἀληθινὸς εἶναι ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος μὲ ἔστειλε, τὸν ὁποῖον σεῖς δὲν ἠξεύρετε. 29 Ἐγὼ ὅμως τὸν γνωρίζω, διότι ἔχω γεννηθῇ ἀπὸ αὐτὸν καὶ ἔχω ὡς Θεὸς τὴν αὐτὴν φύσιν καὶ οὐσίαν μὲ αὐτόν. Ἀλλ’ ἐπὶ πλέον αὐτὸς μὲ ἀπέστειλεν εἰς τὸν κόσμον καὶ δι’ αύτὸ μὲ βλέπετε μεταξύ σας ὡς ὅμοιόν σας ἄνθρωπον. 30 Ἕνεκα λοιπὸν τῶν διακηρύξεων καὶ ἀξιώσεων αὐτῶν τοῦ Ἰησοῦ ἐπεδίωκον οἱ Ἰουδαῖοι νὰ τὸν συλλάβουν, καὶ ὅμως κανεὶς δὲν ἔβαλεν ἐπάνω του χέρι, διότι δὲν εἶχεν ἔλθει ἀκόμη ὁ ὑπὸ τῆς θείας Προνοίας ὡρισμένος καιρὸς καὶ ἡ προκαθορισμένη ὥρα, κατὰ τὴν ὁποίαν θὰ ὑφίστατο τὸν σταυρικόν του θάνατον.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Ζ´ 14 - 30


14 Οταν δε η εορτή ευρίσκετο στο μέσον, δηλαδή κατά την τετάρτην ημέραν, ανέβηκε ο Ιησούς εις την αυλήν του ναού και εδίδασκε τα πλήθη. 15 Και εθαύμαζαν οι Ιουδαίοι και έλεγαν· “πως αυτός γνωρίζει γράμματα, χωρίς να έχη μαθητεύσει εις καμμίαν ραββινικήν σχολήν;” 16 Απήντησεν εις αυτούς ο Ιησούς και είπε· “η διδασκαλία μου δεν είναι ανθρωπίνη, ωσάν αυτήν που διδάσκουν οι ραββίνοι εις τας σχολάς των, αλλά ούτε και ιδική μου· είναι διδασκαλία εκείνου, ο οποίος με έστειλε στον κόσμον. 17 Οποιος θέλει ειλικρινώς να πράττη το θέλημα του Θεού, θα γνωρίση από την προσωπικήν του πείραν, ποίον από τα δύο είναι αληθινό· Από τον Θεόν προέρχεται η διδασκαλία μου η εγώ από τον ευατόν μου την έχω επινοήσει. 18 Εκείνος που διδάσκει από τον ευατόν του, ζητεί να δοξασθή ο ίδιος ως διδάσκαλος. Αυτός όμως που ζητεί την δόξαν εκείνου που τον έχει στείλει, αυτός είναι αληθινός εις όλα όσα λέγει, διότι κινείται από ανιδιοτελή ελατήρια και δεν υπάρχει εις αυτόν καμμία αμαρτία. 19 Ο Μωϋσής δεν έδωκε εις σας τον νόμον; Και όμως κανείς από σας δεν φυλάσσει τον νόμον. Διότι εάν τηρήτε τον νόμον, τότε διατί ζητείτε να με φονεύσετε, αφού ο νόμος ρητός απαγορεύει τον φόνον;” 20 Απήντησεν ο όχλος και είπε· “έχεις δαιμόνιον που σου σκοτίζει τον νουν. Ποιός ζητεί να σε φονεύση;” 21 Απήντησεν ο Ιησούς και τους είπε· “έκαμα ένα έργον (εθεράπευσα τον παράλυτον) και όλοι απορήσατε, διότι ενομίσατε ότι κατέλυσα την αργίαν του Σαββάτου. 22 Ο Μωϋσής σας έδωσε την περιτομήν. Δια την ακρίβειαν, δεν έχει καθιερωθή από τον Μωϋσέα η περιτομή, αλλά από την παράδοσιν των παλαιοτέρων προγόνων σας. Και εάν τύχη η ογδόη ημέρα από την γέννησιν του βρέφους να είναι Σαββατον, και τότε κάνετε περιτομήν στον άνθρωπον. 23 Εάν, λοιπόν, υποχρεωτικώς παίρνη ο άνθρωπος περιτομήν κατά το Σαββατον, δια να μη καταλυθή ο νόμος του Μωϋσέως, που ορίζει πως οπωσδήποτε κατά την ογδόην ημέραν πρέπει να γίνη η περιτομή, σεις εκδηλώνετε όλην την πικρίαν σας εναντίον μου, διότι ολόκληρον άνθρωπον τον έκαμα υγιή κατά την ημέραν του Σαββάτου! 24 Μη σχηματίζετε κρίσεις από τα εξωτερικά φαινόμενα, αλλά να κρίνετε δικαίως, όπως επιβάλλουν τα πράγματα, η λογική και ο Θεός”. 25 Ελεγαν, λοιπόν, μερικοί από τους Ιεροσολυμίτας· “δεν είναι αυτός, που οι άρχοντες ζητούν να τον φονεύσουν; 26 Και ιδού, ότι ομιλεί άφοβα και φανερά και τίποτε δεν αντιλέγουν εις αυτόν. Μηπως πραγματικά εκατάλαβαν οι άρχοντες, ότι αυτός αληθώς είναι ο Χριστός; 27 Αλλά τούτον εδώ γνωρίζομεν καλά από που και από ποιούς κατάγεται. Ο Χριστός όμως όταν έλθη, κανείς δεν γνωρίζει από που και πότε έρχεται”. 28 Εφώναξε με μεγάλην φωνήν ο Ιησούς τότε εις τας αυλάς του ναού διδάσκων και λέγων· “και εμέ γνωρίζετε και από που είμαι γνωρίζετε. Η γνώσις σας όμως είναι ατελής. Διότι δεν γνωρίζετε, ότι εγώ δεν έχω έλθει από τον εαυτόν μου, αλλά έχω έλθει από τον Θεόν, που με έστειλε και ο οποίος είναι ο απολύτως αληθινός. Αυτόν όμως εσείς δεν τον γνωρίζετε. Δι' αυτό δε και δεν είσθε εις θέσιν να γνωρίσετε την γνησίαν και αληθή αποστολή μου. 29 Εγώ όμως τον γνωρίζω, διότι έχω γεννηθή προαιωνίως από αυτόν και έχω, ως Θεός, την αυτήν με εκείνον ουσίαν και φύσιν, και εκείνος με έστειλεν στον κόσμον”. 30 Εξ αιτίας αυτών που είπε, εζητούσαν πάλιν να τον πιάσουν οι Ιουδαίοι. Κανείς όμως δεν άπλωσε εις αυτόν το χέρι, διότι ακόμη δεν είχεν έλθει η ώρα, η ωρισμένη από τον Θεόν.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα