❌
Τρίτη, 09 Μαΐου 2023

Προφήτης Ησαΐας, Άγιος Χριστόφορος ο Μεγαλομάρτυρας, Άγιος Νικόλαος ο εν Βουνένοις, Όσιος Ιερώνυμος ο Σιμωνοπετρίτης
«Ἀπόδοσις τῆς ἀκολουθίας τοῦ παραλύτου». Ἠσαΐου προφήτου (η ́ αἰ. π.Χ.), Χριστοφόρου μάρτυρος († 250). Νικολάου τοῦ ἐν Βουνένοις. Ἱερωνύμου ὁσίου τοῦ Σιμωνοπετρίτου (†1957).
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Ι´ 21 - 33


21 καταβὰς δὲ ὁ Πέτρος πρὸς τοὺς ἄνδρας εἶπεν· Ἰδοὺ ἐγώ εἰμι ὃν ζητεῖτε· τίς ἡ αἰτία δι’ ἣν πάρεστε; 22 οἱ δὲ εἶπον· Κορνήλιος ἑκατοντάρχης, ἀνὴρ δίκαιος καὶ φοβούμενος τὸν Θεὸν, μαρτυρούμενός τε ὑπὸ ὅλου τοῦ ἔθνους τῶν Ἰουδαίων, ἐχρηματίσθη ὑπὸ ἀγγέλου ἁγίου μεταπέμψασθαί σε εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ καὶ ἀκοῦσαι ῥήματα παρὰ σοῦ. 23 εἰσκαλεσάμενος οὖν αὐτοὺς ἐξένισε. Τῇ δὲ ἐπαύριον ἀναστὰς ἐξῆλθε σὺν αὐτοῖς, καί τινες τῶν ἀδελφῶν τῶν ἀπὸ τῆς Ἰόππης συνῆλθον αὐτῷ, 24 καὶ τῇ ἐπαύριον εἰσῆλθον εἰς τὴν Καισάρειαν. ὁ δὲ Κορνήλιος ἦν προσδοκῶν αὐτούς συγκαλεσάμενος τοὺς συγγενεῖς αὐτοῦ καὶ τοὺς ἀναγκαίους φίλους. 25 Ὡς δὲ ἐγένετο τοῦ εἰσελθεῖν τὸν Πέτρον, συναντήσας αὐτῷ ὁ Κορνήλιος πεσὼν ἐπὶ τοὺς πόδας προσεκύνησεν. 26 ὁ δὲ Πέτρος αὐτὸν ἤγειρε λέγων· Ἀνάστηθι· κἀγὼ αὐτὸς ἄνθρωπός εἰμι. 27 καὶ συνομιλῶν αὐτῷ εἰσῆλθε, καὶ εὑρίσκει συνεληλυθότας πολλούς, 28 ἔφη τε πρὸς αὐτούς· Ὑμεῖς ἐπίστασθε ὡς ἀθέμιτόν ἐστιν ἀνδρὶ Ἰουδαίῳ κολλᾶσθαι ἢ προσέρχεσθαι ἀλλοφύλῳ· καὶ ἐμοὶ ὁ Θεὸς ἔδειξε μηδένα κοινὸν ἢ ἀκάθαρτον λέγειν ἄνθρωπον· 29 διὸ καὶ ἀναντιρρήτως ἦλθον μεταπεμφθείς. πυνθάνομαι οὖν τίνι λόγῳ μετεπέμψασθέ με; 30 καὶ ὁ Κορνήλιος ἔφη· Ἀπὸ τετάρτης ἡμέρας μέχρι ταύτης τῆς ὥρας ἤμην νηστεύων, καὶ τὴν ἐνάτην ὥραν προσευχόμενος ἐν τῷ οἴκῳ μου· καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ἔστη ἐνώπιόν μου ἐν ἐσθῆτι λαμπρᾷ 31 καὶ φησι· Κορνήλιε, εἰσηκούσθη σου ἡ προσευχὴ καὶ αἱ ἐλεημοσύναι σου ἐμνήσθησαν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. 32 πέμψον οὖν εἰς Ἰόππην καὶ μετακάλεσαι Σίμωνα ὃς ἐπικαλεῖται Πέτρος· οὗτος ξενίζεται ἐν οἰκίᾳ Σίμωνος βυρσέως παρὰ θάλασσαν· ὃς παραγενόμενος λαλήσει σοι. 33 ἐξαυτῆς οὖν ἔπεμψα πρὸς σέ, σύ τε καλῶς ἐποίησας παραγενόμενος. νῦν οὖν πάντες ἡμεῖς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ πάρεσμεν ἀκοῦσαι πάντα τὰ προστεταγμένα σοι ὑπὸ τοῦ Θεοῦ.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Ι´ 21 - 33


21 Ἀφοῦ δὲ ὁ Πέτρος κατέβη πρὸς τοὺς ἄνδρας, εἶπεν· Ἰδοὺ ἐγὼ εἶμαι ἐκεῖνος ποὺ ζητεῖτε. Ἐκ ποίας αἰτίας καὶ διὰ ποῖον σκοπὸν ἤλθατε ἐδῶ; 22 Οὗτοι δὲ εἶπον· Ὁ Κορνήλιος ὁ ἑκατόνταρχος, ἄνθρωπος δίκαιος καὶ θεοφοβούμενος, καὶ ὁ ὁποῖος μαρτυρεῖται ὡς τοιοῦτος ἀπὸ ὅλον τὸ ἔθνος τῶν Ἰουδαίων, ἔλαβεν ἐντολὴν καὶ ὁδηγίαν ἀπὸ ἄγγελον ἅγιον νὰ στείλῃ καὶ νὰ σὲ καλέσῃ εἰς τὸ σπίτι του καὶ νὰ ἀκούσῃ ἀπὸ σὲ λόγους, ποὺ θὰ τὸν ὁδηγήσουν εἰς σωτηρίαν. 23 Κατόπιν λοιπὸν τῆς εἰδήσεως αὐτῆς ὁ Πέτρος τοὺς ἐκάλεσε νὰ ἔμβουν εἰς τὸ σπίτι καὶ τοὺς ἐφιλοξένησε. Τὴν ἄλλην δὲ ἡμέραν ἐσηκώθη καὶ ἀνεχώρησε μετ’ αὐτῶν. Καὶ ἐπῆγαν μαζί του καὶ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἰόππης. 24 Καὶ τὴν ἄλλην ἡμέραν ἐμβῆκαν εἰς τὴν Καισάρειαν. Ὁ Κορνήλιος δὲ ἐν τῷ μεταξὺ τοὺς ἐπερίμενε, καὶ συνεκάλεσε πρὸς ὑποδοχήν των τοὺς συγγενεῖς του καὶ τοὺς στενωτέρους φίλους του. 25 Ὅτε δὲ ἐπρόκειτο ὁ Πέτρος νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὸ σπίτι, ἐβγῆκεν εἰς προϋπάντησίν του ὁ Κορνήλιος καὶ ἀφοῦ ἔπεσεν εἰς τὰ πόδια του ἐπροσκύνησεν. 26 Ὁ Πέτρος ὅμως τὸν ἐσήκωσε καὶ εἶπε· Σήκω ἐπάνω καὶ μὴ μὲ προσκυνῇς. Διότι καὶ ἐγὼ αὐτὸς εἶμαι ἄνθρωπος, ὅπως σύ. 27 Καὶ ἐπροχώρησε συνομιλῶν ἐν τῷ μεταξὺ μετ’ αὐτοῦ καὶ ἐμβῆκεν εἰς τὸ σπίτι, ὅπου εὗρε πολλοὺς ἀνθρώπους νὰ εἶναι μαζεμένοι. 28 Καὶ εἶπε πρὸς αὐτοὺς ὁ Πέτρος· Σεῖς ξεύρετε καλά, πόσον ἀπαγορεύεται ἀπὸ τὸν μωσαϊκὸν νόμον εἰς ἄνθρωπον Ἰουδαῖον νὰ ἔρχεται εἰς στενὰς σχέσεις ἢ νὰ πλησιάζῃ ἀλλοεθνῆ. Εἰς ἐμὲ ὅμως ὁ Θεὸς δι’ ὁράματος ἐφανέρωσε νὰ μὴ θεωρῶ μολυσμένον ἢ ἀκάθαρτον κανένα ἄνθρωπον. 29 Δι’ αὐτὸ καὶ ἦλθον, ὅταν ἐκλήθην ὑπὸ τῶν ἀπεσταλμένων, χωρὶς νὰ προβάλω καμμίαν ἀντίρρησιν. Ἐρωτῶ λοιπὸν νὰ μάθω, διὰ ποῖον λόγον ἐστείλατε νὰ μὲ φέρετε; 30 Καὶ ὁ Κορνήλιος εἶπε· Πρὸ τεσσάρων ἡμερῶν καθ’ ὅλην τὴν ἡμέραν, ἀπὸ τὸ πρωῒ μέχρι τῆς ὥρας αὐτῆς ἐνήστευον. Καὶ εἰς τὰς τρεῖς τὸ ἀπόγευμα προσηυχόμην εἰς τὸ σπίτι μου. Καὶ ἰδοὺ ἐστάθη ἐμπρός μου ἕνας ἄνθρωπος μὲ λαμπρὰν ἐνδυμασίαν, 31 καὶ εἶπε· Κορνήλιε, εἱσηκούσθη ἡ προσευχή σου καὶ ὁ Θεὸς ἐνεθυμήθη τὰς ἐλεημοσύνας σου, δι’ αὐτὸ δὲ καὶ εὑδοκεῖ τώρα νὰ πραγματοποιήσῃ τοὺς πόθους σου. 32 Στεῖλε λοιπὸν εἰς τὴν Ἰόππην καὶ κάλεσε νὰ ἔλθῃ ἐδῶ ὁ Σίμων, ποὺ ἐπονομάζεται Πέτρος. Αὐτὸς φιλοξενεῖται εἰς τὴν οἰκίαν Σίμωνος τοῦ βυρσοδέψου, ἡ ὁποία εἶναι πλησίον τῆς θαλάσσης. Αὐτός, ἀφοῦ ἔλθῃ ἐδῶ, θὰ σοῦ ὁμιλήσῃ περὶ τοῦ μέσου καὶ τοῦ τρόπου τῆς σωτηρίας σου. 33 Ἀμέσως λοιπὸν μετὰ τὸ ὅραμα καὶ ἀπὸ τὴν αὐτὴν στιγμὴν ἔστειλα καὶ σὲ ἐκάλεσα, καὶ σὺ καλὰ ἔκαμες ποὺ ἦλθες. Τώρα λοιπὸν ὅλοι μας εἴμεθα ἐμπρὸς εἰς τὸν Θεὸν πρόθυμοι νὰ ἀκούσωμεν ὅλα, ὅσα ἔχουν διαταχθῇ εἰς σὲ ἀπὸ τὸν Θεὸν νὰ μᾶς εἴπῃς.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Ι´ 21 - 33


21 Κατέβηκε πράγματι ο Πετρος προς τους ανθρώπους αυτούς και είπε· “ιδού, εγώ είμαι αυτός που ζητείτε, ποιός είναι ο λόγος δια τον οποίον ήρθατε εδώ;” 22 Εκείνοι δε του είπαν· “ο Κορνήλιος, ο εκατόνταρχος, άνθωπος δίκαιος και φοβούμενος τον Θεόν, που μαρτυρείται ως ευσεβής από όλον το έθνος των Ιουδαίων, επήρε εντολήν από άγιον άγγελον, να σε καλέση στο σπίτι του και να ακούση από σένα λόγια Θεού”. 23 Ο Πετρος τους εκάλεσε μέσα στο σπίτι και τους εφολοξένησε. Την άλλην ημέραν εσηκώθηκε και μαζή με αυτούς ανεχώρησε δια την Καισάρειαν. Μαζή του δε ανεχώρησαν και μερικοί αδελφοί από αυτούς, που έμεναν εις την Ιόππην. 24 Και την άλλην ημέραν εισήλθαν εις την Καισάρειαν. Ο δε Κορνήλιος εν τω μεταξύ τους επερίμενε και είχε καλέσει τους συγγενείς του και τους στενοτέρους φίλους του. 25 Οταν δε επρόκειτο να εισέλθη ο Πετρος στο σπίτι, εβγήκε και τον προϋπάντησε ο Κορνήλιος και αφού έπεσε εις τα πόδια του, επροσκύνησε. 26 Ο Πετρος όμως τον εσήκωσε λέγων· “σήκω επάνω, διότι και εγώ είμαι άνθρωπος”. 27 Και συνομιλών μαζή του εισήλθεν στο σπίτι και ευρήκε εκεί πολλούς συγκεντρωμένους. 28 Και είπε προς αυτούς ο Πετρος· “σεις γνωρίζετε ότι είναι παράνομον και απαγορεύεται από τον νόμον του Μωϋσέως, Ιουδαίος άνθρωπος να έρχεται εις στενήν επικοινωνίαν και συναναστροφήν η και να πλησιάζη απλώς αλλοεθνή. Εις εμέ όμως ο Θεός εφανέρωσε με όραμα, να μη θεωρώ μολυσμένον η ακάθαρτον κανένα άνθρωπον. 29 Δι' αυτό, και όταν με εκαλέσατε, ήλθα χωρίς καμμίαν αντίρρησιν. Παρακαλώ λοιπόν, πληροφορήσατέ με, δια ποίον λόγον με εκαλέσατε;” 30 Και ο Κορνήλιος είπε· “τέσσαρες ημέρες, από το πρωϊ και έως την ώρα αυτήν, ενήστευα και εις τας τρστο απόγευμα προσευχόμουν στο σπίτι μου και ιδού ένας άνθρωπος, με λαμπράν ενδυμασίαν, εστάθηκε εμπρός μου 31 και είπε· Κορνήλιε, η προσευχή σου έγινε ακουστή από τον Θεόν και αι ελεημοσύναι σου έχουν γίνει γνωσταί και φανεραί ενώπιον του. 32 Στείλε λοιπόν εις την Ιόππην και προσκάλεσε εδώ τον Σιμωνα, που επονομάζεται Πετρος. Αυτός φιλοξενείται εις την οικίαν του Σιμωνος του βυρσοδέψου, κοντά εις την θάλασσαν. Οταν έλθη θα σου ομιλήση, τι πρέπει να πράξης δια την σωτηρίαν σου. 33 Αμέσως, λοιπόν, την στιγμήν εκείνην έστειλα και σε εκάλεσα και συ έκαμες καλά που ήλθες. Τωρα όλοι ημείς είμεθα εμπρός στον Θεόν, δια να ακούσωμεν με προσοχήν, όλα όσα έχει διατάξει εις σε ο Θεός”.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Ζ´ 1 - 13


1 Καὶ περιεπάτει ὁ Ἰησοῦς μετὰ ταῦτα ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ· οὐ γὰρ ἤθελεν ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ περιπατεῖν, ὅτι ἐζήτουν αὐτὸν οἱ Ἰουδαῖοι ἀποκτεῖναι. 2 ἦν δὲ ἐγγὺς ἡ ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων ἡ σκηνοπηγία. 3 εἶπον οὖν πρὸς αὐτὸν οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ· Μετάβηθι ἐντεῦθεν καὶ ὕπαγε εἰς τὴν Ἰουδαίαν, ἵνα καὶ οἱ μαθηταί σου θεωρήσωσι τὰ ἔργα σου ἃ ποιεῖς· 4 οὐδεὶς γάρ ἐν κρυπτῷ τι ποιεῖ καὶ ζητεῖ αὐτὸς ἐν παρρησίᾳ εἶναι. εἰ ταῦτα ποιεῖς, φανέρωσον σεαυτὸν τῷ κόσμῳ. 5 οὐδὲ γὰρ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ ἐπίστευον εἰς αὐτόν. 6 λέγει οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Ὁ καιρὸς ὁ ἐμὸς οὔπω πάρεστιν, ὁ δὲ καιρὸς ὁ ὑμέτερος πάντοτέ ἐστιν ἕτοιμος. 7 οὐ δύναται ὁ κόσμος μισεῖν ὑμᾶς· ἐμὲ δὲ μισεῖ, ὅτι ἐγὼ μαρτυρῶ περὶ αὐτοῦ ὅτι τὰ ἔργα αὐτοῦ πονηρά ἐστιν. 8 ὑμεῖς ἀνάβητε εἰς τὴν ἑορτήν ταύτην, ἐγὼ οὔπω ἀναβαίνω εἰς τὴν ἑορτὴν ταύτην, ὅτι ὁ ἐμὸς καιρὸς οὔπω πεπλήρωται. 9 ταῦτα δὲ εἰπὼν αὐτοῖς ἔμεινεν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ. 10 Ὡς δὲ ἀνέβησαν οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ, τότε καὶ αὐτὸς ἀνέβη εἰς τὴν ἑορτήν, οὐ φανερῶς, ἀλλ’ ἐν κρυπτῷ. 11 οἱ οὖν Ἰουδαῖοι ἐζήτουν αὐτὸν ἐν τῇ ἑορτῇ καὶ ἔλεγον· Ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος; 12 καὶ γογγυσμὸς πολὺς περὶ αὐτοῦ ἦν ἐν τοῖς ὄχλοις, οἱ μὲν ἔλεγον ὅτι ἀγαθός ἐστιν, ἄλλοι ἔλεγον, οὔ, ἀλλὰ πλανᾷ τὸν ὄχλον. 13 οὐδεὶς μέντοι παρρησίᾳ ἐλάλει περὶ αὐτοῦ διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Ζ´ 1 - 13


1 Καὶ ἐπὶ ἀρκετὸν χρόνον ὕστερον ἀπὸ αὐτὰ ὁ Ἰησοῦς περιώδευεν εἰς τὴν Γαλιλαίαν. Διότι δὲν ἤθελε να κάμῃ τὰς περιοδείας τοῦ κηρύγματός του εἰς τὴν Ἰουδαίαν, ἐπειδὴ οἱ Ἰουδαῖοι ἐζήτουν νὰ τὸν φονεύσουν. 2 Ἐπλησίαζε δὲ ἡ ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων, ἡ καλουμένη σκηνοπηγία, κατὰ τὴν ὁποίαν ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρας παρέμενον οἱ Ἰουδαῖοι κάτω ἀπὸ σκηνάς, εἰς ἀνάμνησιν τῆς ζωῆς, τὴν ὁποίαν ὡς σκηνῖται ἐπέρασαν οἱ πρόγονοι των εἰς τὴν ἔρημον. 3 Ἐξ ἀφορμῆς λοιπὸν τῆς ἑορτῆς αὐτῆς τοῦ εἶπον οἱ νομιζόμενοι ἀδελφοί του, τὰ τέκνα δηλαδὴ τοῦ Ἰωσὴφ ἐκ τῆς γυναικός, ποὺ εἶχε προτοῦ ἀρραβωνιασθῇ μὲ τὴν Μαρίαν· Φύγε ἀπὸ ἐδῶ καὶ πήγαινε εἰς τὴν Ἰουδαίαν, διὰ νὰ ἰδοῦν τὰ θαυμαστὰ ἔργα, ποὺ κάνεις ἐδῶ, τόσον οἱ ἐκεῖ μαθηταί σου, ὅσον καὶ ἐκεῖνοι, ποὺ ἕνεκα τῆς ἑορτῆς θὰ ἀναβοῦν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα. 4 Πήγαινε ἐκεῖ, διότι κανένας δὲν κάνει τίποτε κρυφά, ὅταν ζητῇ αὐτὸς νὰ γίνῃ δημοσίως γνωστός, ὥστε νὰ τὸν ἀναγνωρίσουν ὅλοι. Ἐφ’ ὅσον κάνεις τὰ θαυμαστὰ αὐτὰ ἔργα, φανέρωσε τὸν ἑαυτόν σου εἰς τὸ πολὺ πλῆθος, ποὺ θὰ συναχθῇ κατὰ τὴν ἑορτὴν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα. 5 Τοῦ ὡμίλησαν δὲ μὲ τὸν τρόπον αὐτόν, διότι οὔτε αὐτοὶ οἱ ἀδελφοί του ἐπίστευον εἰς αὐτόν, ὅτι εἶναι ὁ Μεσαίας. 6 Λέγει λοιπὸν πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Ὁ ἰδικός μου χρόνος, ὁ προκαθωρισμένος ἀπὸ τὸν Πατέρα μου ὡς κατάλληλος διὰ νὰ φανερώσω τὸν ἑαυτόν μου εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα ὡς Μεσσίαν, ὁπότε καὶ θὰ σταυρωθῶ, δὲν ἦλθεν ἀκόμη· ὁ ἰδικός σας ὅμως χρόνος, ὁ κατάλληλος διὰ νὰ ἀναβῆτε ὡς προσκυνηταὶ Ἰουδαῖοι εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, εἶναι πάντοτε ἕτοιμος. 7 Δὲν ὑπάρχει λόγος ὁ κόσμος νὰ σᾶς μισῇ, καὶ δι’ αὐτὸ δὲν ἐμποδίζεσθε νὰ ὑπάγετε ὀποτεδήποτε εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα. Ἐμὲ ὅμως ὁ κόσμος μὲ μισεῖ, διότι ἐγὼ μαρτυρῶ δι’ αὐτόν, ὅτι τὰ ἔργα του εἶναι πονηρά, καὶ τὸν ἐλέγχω δι’ αὐτά. Ὅταν λοιπὸν ὑπάγω εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, θὰ μὲ θανατώσουν. 8 Σεῖς νὰ ἀναβῆτε εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ νὰ λάβετε μέρος εἰς τὴν ἑορτὴν αὐτὴν τῆς σκηνοπηγίας· δι’ ἐμὲ δὲν ἦλθεν ἀκόμη ἡ ὥρα διὰ νὰ ἀναβῶ ἐπισήμως καὶ φανερὰ εἰς τὴν ἑορτὴν αὐτήν, διότι ὁ καιρὸς ὁ ἰδικός μου, κατὰ τὸν ὁποῖον θὰ ἔχῃ περατωθῆ τὸ ἔργον μου καὶ θὰ σταυρωθῶ, δὲν ἔχει ἀκόμη συμπληρωθῇ. 9 Ἀφοῦ δὲ εἶπεν εἰς αὐτοὺς ταῦτα, ἔμεινεν εἰς τὴν Γαλιλαίαν. 10 Ὅταν δὲ ἀνέβησαν οἱ ἀδελφοί του εἰς Ἱεροσόλυμα, τότε καὶ αὐτὸς ἀνέβη εἰς τὴν ἑορτήν, ὄχι φανερὰ καὶ μὲ συνοδείαν πολλῶν, ἀλλ’ ἰδιωτικῶς καὶ σὰν κρυφά. 11 Ἀφοῦ λοιπὸν ἀνέβη, χωρὶς νὰ γίνῃ δημοσίᾳ ἀντιληπτός, οἱ Ἰουδαῖοι τὸν ἐζήτουν κατὰ τὴν διαρκειαν τῆς ἑορτῆς καὶ ἔλεγον· Ποὺ εἶναι ἐκεῖνος; 12 Καὶ πολλὰ κρυφομιλήματα μὲ παράπονα καὶ σχόλια ἄλλοτε δυσμενῆ καὶ ἄλλοτε εὐμενῆ ἐγίνοντο δι’ αὐτὸν μεταξὺ τῶν διαφόρων ὁμάδων τοῦ λαοῦ. Καὶ ἄλλοι μὲν ἔλεγον, ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι καλὸς καὶ εἰλικρινής, ἄλλοι δὲ ἔλεγον· ὄχι, δὲν εἶναι καλός, ἀλλ’ ἐξαπατᾷ τὸν εὔπιστον λαόν. 13 Κανένας ὅμως δὲν ὡμίλει περὶ αὐτοῦ ἐλεύθερα καὶ φανερά, ἕνεκα τοῦ φόβου πρὸς τοὺς Ἰουδαίους ἄρχοντας, οἱ ὁποῖοι ἐμίσουν τὸν Ἰησοῦν καὶ κατεδίωκον τοὺς ὀπαδούς του.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Ζ´ 1 - 13


1 Και ύστερα από τα γεγονότα αυτά περιώδευεν ο Ιησούς εις την Γαλιλαίαν. Διότι δεν ήθελε να περιέρχεται την Ιουδαίαν, επειδή εζητούσαν οι Ιουδαίοι να τον θανατώσουν. 2 Επλησίαζε δε τότε η εορτή των Ιουδαίων, η Σκηνοπηγία. 3 Είπαν, λοιπόν, προς αυτόν οι θεωρούμενοι από τους άλλους ανθρώπους αδελφοί του· “φύγε απ' εδώ και πήγαινε εις την Ιουδαίαν, ώστε να ίδουν τα θαύματα, τα οποία κάμνεις και οι εκεί μαθηταί σου. 4 Διότι κανείς δεν κάνει τίποτε εις τα κρυφά και μάλιστα όταν ζητή να γίνη φανερά γνωστός και να αναγνωρισθή η αξία του από όλους. Αφού τέτοια έργα κάνεις, φανέρωσε τον ευατόν σου στον πολυπληθή κόσμον, που θα μαζευθή εις την Ιερουσαλήμ κατά την εορτήν”. 5 Του εφέροντο δε έτσι οι αδελφοί του, διότι ούτε αυτοί δεν τον επίστευαν ως Μεσσίαν. 6 Λεγει, λοιπόν, εις αυτούς ο Ιησούς· “ο ιδικός μου καιρός, δια να φανερωθώ στους Ιουδαίους ως Μεσσίας, δεν ήλθεν ακόμη, ο ιδικός σας όμως καιρός, που πρέπει να ανεβήτε εις τα Ιεροσόλυμα, είναι πάντοτε έτοιμος. 7 Σας δεν ημπορεί και δεν έχει κανένα λόγον να σας μισή ο κόσμος, εμέ όμως με μισεί, διότι εγώ μαρτυρώ και φανερώνω, ότι τα έργα του είναι πονηρά. 8 Σεις να ανεβήτε εις τα Ιεροσόλυμα δια την εορτήν αυτήν· εγώ δεν ανεβαίνω ακόμη φανερά και επίσημα εις αυτήν την εορτήν, διότι δεν έχει συμπληρωθή ακόμη ο κατάλληλος καιρός. Δεν έφθασε ακόμη η ώρα της μεγάλης θυσίας”. 9 Αυτά δε αφού τους είπε, έμεινε εις την Γαλιλαίαν. 10 Οταν δε ανέβησαν οι αδελφοί του εις τα Ιεροσόλυμα, τότε και αυτός ανέβηκε εις την εορτήν, όχι φανερά και επίσημα, αλλά σαν εις τα κρυφά. 11 Οι Ιουδαίοι, λοιπόν, τον αναζητούσαν κατά τας ημέρας της εορτής και έλεγαν· “που είναι εκείνος;” 12 Και πολλοί ψυθιρισμοί και σχόλια εγίνοντο δι' αυτόν μεταξύ του λαού. Αλλοι μεν έλεγαν, ότι είναι αγαθός, άλλοι δε έλεγαν “όχι, αλλά ξεγελά τον λαόν”. 13 Κανένας όμως δεν ωμιλούσε δι' αυτόν φανερά και με θάρρος, διότι εφοβούντο τους άρχοντας των Ιουδαίων, που είχαν πλέον κηρυχθή εχθροί του Χριστού.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα