❌
Σάββατο, 11 Μαρτίου 2023

Άγιος Σωφρόνιος Πατριάρχης Ιεροσολύμων, Οσία Θεοδώρα η βασίλισσα Άρτας
Σάββατον β ́ τῶν νηστειῶν. Σωφρονίου πατρ. Ἰεροσολύμων (†638-44). Πιονίου, Τροφίμου καὶ Θαλλοῦ τῶν μαρτύρων, Θεοδώρας ὁσίας (τῆς ἐκ Σερβίων Κοζάνης) βασιλίσσης Ἄρτης.
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ Γ´ 12 - 16


12 βλέπετε, ἀδελφοί, μή ποτε ἔσται ἔν τινι ὑμῶν καρδία πονηρὰ ἀπιστίας ἐν τῷ ἀποστῆναι ἀπὸ Θεοῦ ζῶντος, 13 ἀλλὰ παρακαλεῖτε ἑαυτοὺς καθ’ ἑκάστην ἡμέραν ἄχρις οὗ τὸ σήμερον καλεῖται, ἵνα μὴ σκληρυνθῇ τις ἐξ ὑμῶν ἀπάτῃ τῆς ἁμαρτίας· 14 μέτοχοι γὰρ γεγόναμεν τοῦ Χριστοῦ, ἐάνπερ τὴν ἀρχὴν τῆς ὑποστάσεως μέχρι τέλους βεβαίαν κατάσχωμεν, 15 ἐν τῷ λέγεσθαι· σήμερον ἐὰν τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούσητε, μὴ σκληρύνητε τὰς καρδίας ὑμῶν ὡς ἐν τῷ παραπικρασμῷ. 16 τίνες γὰρ ἀκούσαντες παρεπίκραναν; ἀλλ’ οὐ πάντες οἱ ἐξελθόντες ἐξ Αἰγύπτου διὰ Μωϋσέως;

ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ Γ´ 12 - 16


12 Προσέχετε λοιπόν, ἀδελφοί, μήπως ὑπάρξῃ εἰς κανένα ἀπὸ σᾶς σκληρὰ καρδία ἄπιστος. Γίνεται δὲ τέτοια ἡ καρδία μὲ τὴν ἀποστασίαν ἀπὸ τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος εἶναι ζωντανὸς καὶ δὲν ἀδρανεῖ, ἀλλὰ τιμωρεῖ ἐκείνους, ποῦ ἀποστατοῦν ἀπὸ αὐτόν. 13 Ἀλλὰ προτρέπετε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον κάθε ἡμέραν, ὅσον καιρὸν τὸ σήμερον τῆς παρούσης ζωῆς διαρκεῖ καὶ σᾶς καλεῖ κατ’ αὺτὸ ὁ Θεός. Προτρέπετε καὶ διορθώνετε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, διὰ νὰ προλάβετε καὶ μὴ σκληρυνθῇ κανένας ἀπὸ σᾶς ἐξαπατώμενος ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν. 14 Πρέπει δὲ νὰ προτρέπετε καὶ νὰ οἰκοδομῆτε ὁ ἔνας τὸν ἄλλον, διότι πρόκειται νὰ διατηρήσωμεν ἢ νὰ χάσωμεν ὑψίστης ἀξίας ἀγαθόν. Διότι ἔχομεν γίνει συμμέτοχοι τῆς ζωῆς καὶ τῶν δωρεῶν τοῦ Χριστοῦ, ἐὰν βεβαίως τὴν πίστιν, μὲ τὴν ὁποίαν ἠρχίσαμεν, τὴν κρατήσωμεν στερεὰ μέχρι τέλους τῆς ζωῆς μας ἀκλόνητον, 15 ἐν ὅσῳ λέγεται· Σήμερον, ἐὰν ἀκούσετε τὴν φωνήν μου, μὴ κάνετε σκληρὰς τὰς καρδίας σας, ὅπως ἔγινε κατὰ τὸν καιρόν,ποὺ μὲ ἐπίκραναν οἱ Ἰουδαῖοι εἰς τὴν ἔρημον. 16 Τὸ παράδειγμα δὲ τῶν Ἰουδαίων πρέπει νὰ φοβίζῃ τὸν καθένα μας. Διότι ποῖοι παρεπίκραναν τὸν Θεόν, καίτοι ἤκουσαν τὸν λόγον του; Δὲν τὸν ἐπίκραναν ὅλοι, ὅσοι ἐβγῆκαν ἐλεύθεροι ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον ὑπὸ τὴν ἀρχηγίαν τοῦ Μωϋσέως; Σχεδὸν ὅλοι.

ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ Γ´ 12 - 16


12 Λοιπόν προσέχετε, αδελφοί, μήπως και εις κανένα από σας γίνη πονηρή, σκληρή και άπιστος η καρδιά εξ αιτίας της αποστασίας από τον Θεόν τον ζώντα. 13 Αλλά προτρέπετε και ενθαρρύνετε ο ένας τον άλλον κάθε ημέραν, έως ότου διαρκεί η παρούσα ζωη, ώστε να μη σκληρυνθή κανείς από σας από τα απατηλά θέλγητρα της αμαρτίας. 14 Βεβαίως έχομεν γίνει συμμέτοχοι εις την ζωήν και την δόξαν του Χριστού, υπό την απαραίτητον βέβαια προϋπόθεσιν ότι θα κρατήσωμεν σταθεράν μέχρι τέλους την πίστιν, με την οποίαν ηρχίσαμεν και δια της οποίας ελάβαμεν νέαν υπόστασιν ως τέκνα του Θεού. 15 Εφ' όσον, λοιπόν, εξακολουθεί να λέγεται και να ισχύη το· Σημερον, εις την παρούσαν ζωήν, εάν ακούσετε την φωνήν αυτού, μη σκληρύνετε τας καρδίας σας, όπως οι Εβραίοι κατά τον καιρόν του παραπικρασμού. 16 Διότι ποιοί ήσαν εκείνοι, που επίκραναν τον Θεόν, μολονότι είχαν ακούσει την φωνήν του; Δεν ήσαν όλοι όσοι εβγήκαν ελεύθεροι από την Αίγυπτον με την καθοδήγησιν του Μωϋσέως;

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Α´ 35 - 44


35 Καὶ πρωῒ ἔννυχα λίαν ἀναστὰς ἐξῆλθε καὶ ἀπῆλθεν εἰς ἔρημον τόπον, κἀκεῖ προσηύχετο. 36 καὶ κατεδίωξαν αὐτὸν ὁ Σίμων καὶ οἱ μετ’ αὐτοῦ, 37 καὶ εὑρόντες αὐτὸν λέγουσιν αὐτῷ ὅτι πάντες σε ζητοῦσι. 38 καὶ λέγει αὐτοῖς· Ἄγωμεν εἰς τὰς ἐχομένας κωμοπόλεις, ἵνα καὶ ἐκεῖ κηρύξω· εἰς τοῦτο γὰρ ἐξελήλυθα. 39 καὶ ἦν κηρύσσων ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν εἰς ὅλην τὴν Γαλιλαίαν καὶ τὰ δαιμόνια ἐκβάλλων. 40 Καὶ ἔρχεται πρὸς αὐτὸν λεπρὸς παρακαλῶν αὐτὸν καὶ γονυπετῶν αὐτὸν καὶ λέγων αὐτῷ ὅτι Ἐὰν θέλῃς δύνασαί με καθαρίσαι. 41 ὁ δὲ Ἰησοῦς σπλαγχνισθεὶς, ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἥψατο αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτῷ· Θέλω, καθαρίσθητι· 42 καὶ εἰπόντος αὐτοῦ εὐθέως ἀπῆλθεν ἀπ’ αὐτοῦ ἡ λέπρα, καὶ ἐκαθαρίσθη. 43 καὶ ἐμβριμησάμενος αὐτῷ εὐθέως ἐξέβαλεν αὐτόν καὶ λέγει αὐτῷ· 44 Ὅρα μηδενὶ μηδὲν εἴπῃς, ἀλλ’ ὕπαγε σεαυτὸν δεῖξον τῷ ἱερεῖ καὶ προσένεγκε περὶ τοῦ καθαρισμοῦ σου ἃ προσέταξε Μωϋσῆς, εἰς μαρτύριον αὐτοῖς.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Α´ 35 - 44


35 Καὶ τὸ πρωῒ πολὺ πρὶν ξημερώσῃ, ὅταν ἀκόμη ἦτο κατασκότεινα, ἀφοῦ ἐσηκώθη, ἐβγῆκε καὶ ἐπῆγεν εἰς τόπον ἔρημον καὶ ἐκεῖ προσηύχετο. 36 Καὶ ἔτρεξαν κατόπιν του ζητοῦντες νὰ τὸν εὔρουν ὁ Σίμων καὶ οἱ σύντροφοί του. 37 Καὶ ἀφοῦ τὸν ηὗραν, λέγουν εἰς αὐτόν, ὅτι ὅλοι σὲ ζητοῦν. Ἔλα νὰ συνεχίσῃς τὴν ἐπιτυχίαν σου καὶ μὴ ψυχραίνῃς τὸν ἐνθουσιασμὸν τοῦ πλήθους. 38 Καὶ ἐκεῖνος τοὺς εἶπεν· Ἂς ὑπάγωμεν εἰς τὰ γειτονικὰ μεγαλοχώρια, διὰ νὰ κηρύξω καὶ ἐκεῖ, διότι δι’ αὐτὸ ἐβγῆκα ἀπὸ τὴν πόλιν καὶ ἦλθον ἐδῶ, διὰ νὰ συνεχίσω πρὸς τὰ χωρία αὐτὰ τὴν περιοδείαν μου. 39 Καὶ ἐξηκολούθει νὰ κηρύττῃ εἰς τὰς συναγωγάς των εἰς ὅλην τὴν Γαλιλαίαν καὶ νὰ βγάζῃ τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοὺς δαιμονιζομένους ποὺ τοῦ ἔφερναν. 40 Καὶ ἔρχεται πρὸς αὐτὸν κάποιος λεπρός, ὁ ὁποῖος τὸν παρεκάλει γονατιστὸς ἐμπρός του καὶ τοῦ ἔλεγεν ὅτι, ἐὰν θέλῃς, ἔχεις τὴν δύναμιν νὰ μὲ θεραπεύσῃς καὶ νὰ μὲ καθαρίσῃς ἀπὸ τὰς πληγὰς καὶ τὰ ἐξανθήματα τῆς ἀσθενείας μου. 41 Ὁ δὲ Ἰησοῦς τὸν εὐσπλαγχνίσθη καὶ ἀφοῦ ἄπλωσε τὴν χεῖρα του, τὸν ἤγγισε καὶ τοῦ λέγει· θέλω, καθαρίσου. 42 Καὶ ὅταν εἶπεν ὁ Ἰησοῦς τὸ θέλω, καθαρίσου, ἀμέσως τὸν ἄφησεν ἡ λέπρα καὶ ἐκαθαρίσθῃ. 43 Καὶ ἀφοῦ τοῦ ἀπηγόρευσεν αὐστηρὰ νὰ μὴ διαδώσῃ τὴν θαυματουργικὴν θεραπείαν του, τὸν ἔβγαλεν ἀμέσως ἔξω ἀπὸ τὸ μέρος ποὺ ἦσαν καὶ τοῦ εἶπε· 44 Πρόσεξε νὰ μὴ εἴπῃς τίποτε εἰς κανένα· ἀλλὰ πήγαινε, δεῖξε τὸν ἑαυτόν σου εἰς τὸν ἱερέα, καὶ πρόσφερε διὰ τὸν καθαρισμὸν καὶ τὴν θεραπείαν σου ἀπὸ τὴν λέπραν ἐκεῖνα, ποῦ διέταξεν ὁ Μωϋσῆς, διὰ νὰ χρησιμεύσῃ ἡ ἐξέτασίς σου ἀπὸ τὸν ἱερέα καὶ ἡ προσφορὰ τοῦ δώρου σου ὡς μαρτυρία καὶ ἀπόδειξις εἰς τοὺς Ἰουδαίους, ὅτι καὶ σὺ πράγματι ἐθεραπεύθης, ἀλλὰ καὶ ἐγὼ δὲν ἦλθον διὰ νὰ καταλύσω τὸν νόμον.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Α´ 35 - 44


35 Και πρωϊ-πρωϊ, ενώ ακόμη ήτο νύχτα, εσηκώθη, εβγήκεν από την πόλιν και επροχώρησεν εις έρημον τόπον και εκεί προσηύχετο. 36 Ο δε Σιμων και όσοι ήσαν μαζή με αυτόν έτρεξαν, δια να τον εύρουν. 37 Και αφού τον ηύραν του λέγουν, ότι “όλοι σε ζητούν εις την πόλιν”. 38 Και εκείνος τους είπεν · “ας υπάγωμεν εις τας γύρω κωμοπόλεις, δια να κηρύξω και εκεί, διότι δι' αυτόν άλλωστε τον σκοπόν εβγήκα από την πόλιν”. 39 Και εκήρυσσε κατά συνέχειαν εις τας συναγωγάς των εις όλην την Γαλιλαίαν και εξεδίωκε τα πονηρά πνεύματα από τους δαιμονιζομένους. 40 Και έρχεται προς αυτόν κάποιος λεπρός, ο οποίος γονατιστός εμπρός του τον παρακαλούσε και του έλεγε ότι “εάν συ θέλης ημπορείς να με καθαρίσης, και να με απαλλάξης από την φοβεράν ασθένειάν μου”. 41 Ο δε Ιησούς (βλέπων την μεγάλην πίστιν και την παρρησίαν του ανθρώπου αυτού) τον ευσπλαγχνίσθη, άπλωσε το χέρι, τον ήγγισε και του λέγει· “Θελω· γίνε καθαρός”. 42 Και αμέσως μόλις ο Ιησούς είπε αυτούς τους λόγους, έφυγε από εκείνον η λέπρα και έγινε τελείως καθαρός και υγιής. 43 Και αφού του ωμίλησε με έντονον και αυστηρόν ύφος να μη αποκαλύψη αυτόν ως ευεργέτην του, τον έβγαλε έξω από το μέρος, όπου ευρίσκοντο και του είπε· 44 “πρόσεχε να μη είπης εις κανένα τίποτε, αλλά πήγαινε δείξε τον εαυτόν σου στον ιερέα και πρόσφερε δια τον καθαρισμόν σου από την λέπραν αυτά που διέταξε ο Μωϋσής, ώστε η εξέτασις του ιερέως και η προσφορά του δώρου σου, να χρησιμεύσουν ως μαρτυρία και βεβαίωσις ότι έγινες τελείως υγιής”.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα