❌
Δευτέρα, 20 Φεβρουαρίου 2023

Άγιος Λέων ο Θαυματουργός Επίσκοπος Κατάνης, Άγιος Αγάθων Πάπας Ρώμης, Όσιος Βησσαρίων
Δευτέρα τῆς τυρινῆς. Λέοντος ἐπισκόπου Κατάνης († 780). Βησσαρίωνος ὁσίου, Πλωτίνου ὁσίου.
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΩΑΝΝΟΥ Γ' Α´ 1 - 15


1 Ὁ πρεσβύτερος Γαΐῳ τῷ ἀγαπητῷ, ὃν ἐγὼ ἀγαπῶ ἐν ἀληθείᾳ. 2 Ἀγαπητέ, περὶ πάντων εὔχομαί σε εὐοδοῦσθαι καὶ ὑγιαίνειν, καθὼς εὐοδοῦταί σου ἡ ψυχή. 3 ἐχάρην γὰρ λίαν ἐρχομένων ἀδελφῶν καὶ μαρτυρούντων σου τῇ ἀληθείᾳ, καθὼς σὺ ἐν ἀληθείᾳ περιπατεῖς. 4 μειζοτέραν τούτων οὐκ ἔχω χαράν, ἵνα ἀκούω τὰ ἐμὰ τέκνα ἐν ἀληθείᾳ περιπατοῦντα. 5 Ἀγαπητέ, πιστὸν ποιεῖς ὃ ἐὰν ἐργάσῃ εἰς τοὺς ἀδελφοὺς καὶ εἰς τοὺς ξένους, 6 οἳ ἐμαρτύρησάν σου τῇ ἀγάπῃ ἐνώπιον ἐκκλησίας, οὓς καλῶς ποιήσεις προπέμψας ἀξίως τοῦ Θεοῦ. 7 ὑπὲρ γὰρ τοῦ ὀνόματος ἐξῆλθον, μηδὲν λαμβάνοντες ἀπὸ τῶν ἐθνικῶν. 8 Ἡμεῖς οὖν ὀφείλομεν ὑπολαμβάνειν τοὺς τοιούτους, ἵνα συνεργοὶ γινώμεθα τῇ ἀληθείᾳ. 9 Ἔγραψα τῇ ἐκκλησίᾳ· ἀλλ’ ὁ φιλοπρωτεύων αὐτῶν Διοτρεφὴς οὐκ ἐπιδέχεται ἡμᾶς. 10 διὰ τοῦτο, ἐὰν ἔλθω, ὑπομνήσω αὐτοῦ τὰ ἔργα ἃ ποιεῖ, λόγοις πονηροῖς φλυαρῶν ἡμᾶς· καὶ μὴ ἀρκούμενος ἐπὶ τούτοις οὔτε αὐτὸς ἐπιδέχεται τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τοὺς βουλομένους κωλύει καὶ ἐκ τῆς ἐκκλησίας ἐκβάλλει. 11 Ἀγαπητέ, μὴ μιμοῦ τὸ κακὸν, ἀλλὰ τὸ ἀγαθόν. ὁ ἀγαθοποιῶν ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν· ὁ κακοποιῶν οὐχ ἑώρακε τὸν Θεόν. 12 Δημητρίῳ μεμαρτύρηται ὑπὸ πάντων καὶ ὑπ’ αὐτῆς τῆς ἀληθείας· καὶ ἡμεῖς δὲ μαρτυροῦμεν, καὶ οἶδατε ὅτι ἡ μαρτυρία ἡμῶν ἀληθής ἐστι. 13 Πολλὰ εἶχον γράφειν, ἀλλ’ οὐ θέλω διὰ μέλανος καὶ καλάμου σοι γράψαι· 14 ἐλπίζω δὲ εὐθέως ἰδεῖν σε, καὶ στόμα πρὸς στόμα λαλήσομεν. 15 εἰρήνη σοι. ἀσπάζονταί σε οἱ φίλοι. ἀσπάζου τοὺς φίλους κατ’ ὄνομα.

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΩΑΝΝΟΥ Γ' Α´ 1 - 15


1 Ο πρεσβύτερος γράφω τὴν ἐπιστολὴν αὐτὴν πρὸς τὸν Γάϊον τὸν ἀγαπητόν, τὸν ὁποῖον ἑγὼ ἀγαπῶ μὲ ἀγάπην ἁγνήν, ἐμπνεομένην ἀπὸ τὴν ἀλήθειαν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. 2 Ἀγαπητέ, εὔχομαι νὰ εὐτυχῇς εἰς ὅλα καὶ νὰ ὑγιαίνῃς, καθὼς πηγαίνει καλὰ καὶ προοδεύει ἢ ψυχή σου. 3 Καὶ λέγω, ὅτι ἡ ψυχή σου πηγαίνει καλά, διότι ἐχάρην πολύ, ὅταν ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν ἤρχοντο ἀδελφοὶ διάφοροι καὶ ἐμαρτύρουν περὶ τῆς συμφώνου πρὸς τὴν χριστιανικὴν ἀλήθειαν ζωῆς σου, καθὼς σὺ συμπερυρέρεσαι καὶ βαδίζεις μέσα εἰς τὴν εὐαγγελικὴν ἀλήθειαν. 4 Μεγαλυτέραν χαρὰν δὲν ἔχω ἄλλην ἀπὸ αὐτό, ἀπὸ τὸ νὰ ἀκούω δηλαδὴ ὅτι τὰ πνευματικά μου τέκνα βαδίζουν ἐν τῇ ἀληθείᾳ καὶ συμμορφοῦνται τελείως πρὸς αὐτήν. 5 Ἀγαπητέ, πράττεις ἔργον σύμφωνον πρὸς τὴν χριστιανικὴν πίστιν· ἐννοῶ ἐκεῖνο, ποὺ εἰργάσθης ἕως τώρα καὶ θὰ ἐργασθῇς εἲς τὸ μέλλον εἰς τοὺς ἀδελφοὺς τοὺς γνωστοὺς καὶ εἰς τοὺς ἀγνώστους, ποὺ ἔχουν ἀνάγκην φιλοξενίας. 6 Οὗτοι ἔδωκαν μαρτυρίαν διὰ τὴν ἀγάπην, τὴν ὁποίαν μὲ τὴν φιλοξενίαν σου τοὺς ἔδειξας. Καὶ ἔδωκαν τὴν μαρτυρίαν αὐτὴν ἐμπρὸς εἰς τὴν συνάθροισιν τῶν πιστῶν. Τούτους θὰ κάμῃς καλά, ἐὰν τοὺς κατευοδώσῃς καὶ εἰς τὸ μέλλον προμηθεύων εἰς αὐτοὺς τὰ χρήσιμα διὰ τὸ ταξίδιόν των μετὰ προθύμου καὶ γενναίας διαθέσεως ἀνταξίας τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ὑπηρετεῖται διὰ τῆς φιλοξενίας αὐτῆς. 7 Καὶ λέγω, ὅτι ἡ φιλοξενία σου αὐτὴ θὰ εἶναι ὑπηρεσία εἰς τὸν Θεόν, διότι αὐτοὶ διὰ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἐβγῆκαν εἰς περιοδείαν, χωρὶς νὰ λαμβάνουν τίποτε ἀπὸ τοὺς ἐθνικούς, πρὸς τοὺς ὁποίους κηρύττουν τὸ εὐαγγέλιον. 8 Ἡμεῖς λοιπόν οἰ Χριστιανοὶ ἀδελφοί των ὀφείλομεν νὰ ὑποδεχώμεθα μὲ φιλοξενίαν καὶ πᾶσαν βοήθειαν τοὺς τοιούτους ἄνδρας, διὰ νὰ γινώμεθα συνεργάται πρὸς διάδοσιν τῆς ἀληθείας. 9 Ἔγραψα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν περὶ τῆς φιλοξενίας αὐτῆς. Ἀλλ’ ὁ Διοτρεφής, ποὺ ἐπιθυμεῖ νὰ κατέχῃ τὰ πρωτεῖα ἐπὶ τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας αὐτῆς, ἀρνεῖται νὰ ἀναγνωρίσῃ τὸ ἀποστολικόν μου ἀξίωμα καὶ δὲν μὲ δέχεται ὡς πρεσβύτερον. 10 Διὰ τοῦτο, ἐὰν δώσῃ ὁ Θεὸς καὶ ἔλθω πρὸς σᾶς, θὰ ὑπενθυμίσω εἰς ὅλους σας τὰ ἔργα, ποὺ πράττει, μὲ λόγους κακοὺς κατηγορῶν ἀβασίμωςκαι ἀνοήτως ἠμᾶς. Καὶ μὴ ἀρκούμενος εἰς τὸ νὰ μὲ κατηγορῇ, οὔτε αὐτὸς δέχεται εἰς φιλοξενίαν τοὺς ἀδελφούς, ποὺ περιοδεύουν πρὸς διάδοσιν τοῦ εὐαγγελίου, ἀλλὰ καὶ ἐμποδίζει ἐκείνους, ποὺ θέλουν νὰ τοὺς φιλοξενήσουν. Καὶ ἐὰν αὐτοὶ ἐπιμείνουν νὰ τοὺς φιλοξενήσουν, τοὺς πετᾷ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν. 11 Ἀγαπητέ, μὴ μιμῆσαι τὸ κακόν, ἀλλὰ νὰ μιμῆσαι τὸ ἀγαθόν. Ἐκεῖνος, ποὺ πράττει τὸ ἀγαθόν, κατάγεται καὶ ἀνεγεννήθη ἀπὸ τὸν Θεόν. Ἐκεῖνος, ποὺ πράττει τὸ κακόν, δὲν ἔχει ἴδει τὸν Θεόν καὶ οὔτε ἀπὸ μακρυὰ δὲν ἐγνώρισεν αὐτόν. 12 Διὰ τὸν Δημήτριον ἔχει δοθῆ ἀγαθὴ μαρτυρία ἀπὸ ὅλους καὶ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀλήθειαν τῶν πραγμάτων. Ἀλλὰ καὶ ἡμεῖς δίδομεν καλὴν μαρτυρίαν δι’ αὐτόν. Καὶ ξεύρετε ἐκ πείρας, ὅτι ἡ μαρτυρία μας εἶναι ἀληθής. 13 Εἶχα πολλὰ νά σου γράψω, ἀλλὰ δὲν θέλω μὲ μελάνην καὶ μὲ κάλαμον νὰ σοῦ γράψω. 14 Ἐλπίζω δὲ πολὺ γρήγορα νὰ σὲ ἴδω, καὶ τότε θὰ ὁμιλήσωμεν κατ’ εὐθεῖαν στόμα πρὸς στόμα. 15 Εἴθε νὰ εἶναι εἰρήνη εἰς σέ. Σὲ χαιρετοῦν ἐγκαρδίως οἱ τρέφοντες συμπάθειαν καὶ φιλίαν πρὸς ἡμᾶς ἀδελφοί. Χαιρέτησε ὀνομαστικῶς, ἕνα - ἕνα, τοὺς φίλους καὶ ἀδελφούς.

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΩΑΝΝΟΥ Γ' Α´ 1 - 15


1 Εγώ, ο μεγαλύτερος κατά την ηλικίαν και κατά το αξίωμα, το οποίον μου έχει δώσει ο Θεός, προς τον αγαπητόν Γαϊον, τον οποίον εγώ αγαπώ με την αγνήν και άδολον αγάπην του Χριστού. 2 Αγαπητέ, εύχομαι να κατευοδώνεσαι και να προοδεύης εις όλα και να υγιαίνης, όπως προοδεύει και κατευοδώνεται η ψυχή σου. 3 Εχάρηκα δε πολύ και χαίρω κάθε φοράν που έρχονται αδελφοί, οι οποίοι με πληροφορούν και μαρτυρούν δια την αλήθειάν σου, δηλαδή δια το γεγονός ότι συ ζης και συμπεριφέρεσαι σύμφωνα με την αλήθειαν του Ευαγγελίου. 4 Δεν έχω δε άλλην μεγαλυτέραν χαράν, από το να ακούω, ότι τα πνευματικά μου τέκνα ζουν μέσα εις την αλήθειαν και φέρονται όπως επιβάλλει η αλήθεια. 5 Αγαπητέ, πράττεις και ενεργείς κατά τρόπον σύμφωνον προς την πίστιν του Χριστού κάθε τι, που εργάζεσαι και θα εργασθής δια την πνευματικήν και υλικήν εξυπηρέτησιν των γνωστών αδελφών, αλλά και των αγνώστων, που έχουν ανάγκην να τους φιλοξενήσης. 6 Αυτοί εμαρτύρησαν και διεβεβαίωσαν εμπρός εις την συγκέντρωσιν των πιστών δια την αγάπην, που δείχνεις εις όλους. Αυτούς καλώς θα πράξης, εάν και στο μέλλον τους κατευοδώσης όπως θέλει ο Θεός, παρέχων εις αυτούς όσα τους χρειάζονται δια το ταξίδι των. 7 Διότι αυτοί δια το όνομα του Χριστού εβγηκαν και περιοδεύουν ανά τα διάφορα μέρη, χωρίς να παίρνουν τίποτε από τους εθνικούς, προς τους οποίους κηρύττουν την αλήθειαν του Ευαγγελίου. 8 Ημείς, λοιπόν, έχομεν υποχρέωσιν να υποδεχώμεθα και να φιλοξενούμεν αυτούς τους αδελφούς μας, δια να γινώμεθα έτσι συνεργάται εις την διάδοσιν της αληθείας. 9 Εγραψα εις την Εκκλησίαν δια το καθήκον αυτό της φιλοξενίας. Αλλ' ο Διοτρεφής, που επιδιώκει να κατέχη τα πρωτεία επί των μελών της Εκκλησίας, δεν με δέχεται ως πρεσβύτερον, ως απόστολον του Χριστού. 10 Δια τούτο, εάν έλθω προς σας, θα υπενθυμίσω ενώπιον όλων τα έργα, τα οποία πράττει φλυαρών εις βάρος μας και κατηγορών ημάς με ανόητα και κακόβουλα λόγια. Και μη αρκούμενος εις αυτά ούτε ο ίδιος δέχεται να φιλοξενή τους περιοδεύοντας δια το κήρυγμα του Ευαγγελίου αδελφούς, αλλά και τους εμποδίζει. Και αν αυτοί επιμείνουν στο καθήκον της φιλοξενίας, τους διώχνει έξω από την Εκκλησίαν. 11 Αγαπητέ, μη μιμείσαι το κακόν, αλλά να μιμήσαι το αγαθόν. Εκείνος που πράτει με προθυμίαν και ανιδιοτέλειαν το αγαθόν είναι από τον Θεόν. Εξ αντιθέτου, εκείνος που πράτειτο κακόν, δεν έχει ίδει και δεν έχει γνωρίσει καθόλου τον Θεόν. 12 Δια τον Δημήτριον έχει δοθή καλή μαρτυρία από όλους και από αυτήν ταύτην την φωνήν των γεγονότων. Αλλά και ημείς μαρτυρούμεν και επιβεβαιώνομεν τούτο· και ξέρετε καλά, ότι η μαρτυρία μας είναι αληθινή. 13 Πολλά είχα να σου γράψω, αλλά δεν θέλω να σου τα γράψω με μελάνη και πέννα. 14 Ελπίζω δε έντος ολίγου να σε ιδώ και να ομιλήσωμεν δια ζώσης φωνής από κοντά. 15 Η ειρήνη του Θεού ας είναι πάντοτε μαζή σου. Σε χερετούν οι εδώ φίλοι σου και αδελφοί. Χαιρέτησε ένα-ένα με τ' όνομα του τους φίλους μας και αδελφούς.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΘ´ 29 - 40


29 Καὶ ἐγένετο ὡς ἤγγισεν εἰς Βηθσφαγὴ καὶ Βηθανίαν πρὸς τὸ ὄρος τὸ καλούμενον ἐλαιῶν, ἀπέστειλε δύο τῶν μαθητῶν αὐτοῦ 30 εἰπών· Ὑπάγετε εἰς τὴν κατέναντι κώμην, ἐν ᾗ εἰσπορευόμενοι εὑρήσετε πῶλον δεδεμένον, ἐφ’ ὃν οὐδεὶς πώποτε ἀνθρώπων ἐκάθισε· λύσαντες αὐτὸν ἀγάγετε. 31 καὶ ἐάν τις ὑμᾶς ἐρωτᾷ, διατί λύετε; οὕτως ἐρεῖτε αὐτῷ, ὅτι ὁ Κύριος αὐτοῦ χρείαν ἔχει. 32 ἀπελθόντες δὲ οἱ ἀπεσταλμένοι εὗρον καθὼς εἶπεν αὐτοῖς, ἑστῶτα τὸν πῶλον· 33 λυόντων δὲ αὐτῶν τὸν πῶλον εἶπον οἱ κύριοι αὐτοῦ πρὸς αὐτούς· Τί λύετε τὸν πῶλον; 34 οἱ δὲ εἶπον ὅτι Ὁ Κύριος αὐτοῦ χρείαν ἔχει. 35 καὶ ἤγαγον αὐτὸν πρὸς τὸν Ἰησοῦν, καὶ ἐπιρίψαντες ἑαυτῶν τὰ ἱμάτια ἐπὶ τὸν πῶλον ἐπεβίβασαν τὸν Ἰησοῦν. 36 πορευομένου δὲ αὐτοῦ ὑπεστρώννυον τὰ ἱμάτια αὐτῶν ἐν τῇ ὁδῷ. 37 ἐγγίζοντος δὲ αὐτοῦ ἤδη πρὸς τῇ καταβάσει τοῦ ὄρους τῶν ἐλαιῶν ἤρξαντο ἅπαν τὸ πλῆθος τῶν μαθητῶν χαίροντες αἰνεῖν τὸν Θεὸν φωνῇ μεγάλῃ περὶ πασῶν ὧν εἶδον δυνάμεων 38 λέγοντες· Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος βασιλεὺς ἐν ὀνόματι Κυρίου· εἰρήνη ἐν οὐρανῷ καὶ δόξα ἐν ὑψίστοις. 39 καί τινες τῶν Φαρισαίων ἀπὸ τοῦ ὄχλου εἶπον πρὸς αὐτόν· Διδάσκαλε, ἐπιτίμησον τοῖς μαθηταῖς σου. 40 καὶ ἀποκριθεὶς εἶπεν· Λέγω ὑμῖν ὅτι ἐὰν οὗτοι σιωπήσωσιν, οἱ λίθοι κεκράξονται.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΚΒ´ 7 - 39


7 Ἦλθε δὲ ἡ ἡμέρα τῶν ἀζύμων, ἐν ᾗ ἔδει θύεσθαι τὸ πάσχα, 8 καὶ ἀπέστειλε Πέτρον καὶ Ἰωάννην εἰπών· Πορευθέντες ἑτοιμάσατε ἡμῖν τὸ πάσχα ἵνα φάγωμεν. 9 οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· Ποῦ θέλεις ἑτοιμάσωμεν; 10 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Ἰδοὺ εἰσελθόντων ὑμῶν εἰς τὴν πόλιν συναντήσει ὑμῖν ἄνθρωπος κεράμιον ὕδατος βαστάζων· ἀκολουθήσατε αὐτῷ εἰς τὴν οἰκίαν οὗ εἰσπορεύεται, 11 καὶ ἐρεῖτε τῷ οἰκοδεσπότῃ τῆς οἰκίας· λέγει σοι ὁ διδάσκαλος, ποῦ ἐστι τὸ κατάλυμα ὅπου τὸ πάσχα μετὰ τῶν μαθητῶν μου φάγω; 12 κἀκεῖνος ὑμῖν δείξει ἀνώγαιον μέγα ἐστρωμένον· ἐκεῖ ἑτοιμάσατε. 13 ἀπελθόντες δὲ εὗρον καθὼς εἴρηκεν αὐτοῖς, καὶ ἡτοίμασαν τὸ πάσχα. 14 Καὶ ὅτε ἐγένετο ἡ ὥρα, ἀνέπεσε, καὶ οἱ δώδεκα ἀπόστολοι σὺν αὐτῷ. 15 καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· Ἐπιθυμίᾳ ἐπεθύμησα τοῦτο τὸ πάσχα φαγεῖν μεθ’ ὑμῶν πρὸ τοῦ με παθεῖν· 16 λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐκέτι οὐ μὴ φάγω ἐξ αὐτοῦ ἕως ὅτου πληρωθῇ ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ. 17 καὶ δεξάμενος τὸ ποτήριον εὐχαριστήσας εἶπε· Λάβετε τοῦτο καὶ διαμερίσατε ἑαυτοῖς· 18 λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐ μὴ πίω ἀπὸ τοῦ γενήματος τῆς ἀμπέλου ἕως ὅτου ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἔλθῃ. 19 καὶ λαβὼν ἄρτον εὐχαριστήσας ἔκλασε καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς λέγων· Τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου τὸ ὑπὲρ ὑμῶν διδόμενον· τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν. 20 ὡσαύτως καὶ τὸ ποτήριον μετὰ τὸ δειπνῆσαι, λέγων· Τοῦτο τὸ ποτήριον ἡ καινὴ διαθήκη ἐν τῷ αἵματί μου, τὸ ὑπὲρ ὑμῶν ἐκχυνόμενον. 21 πλὴν ἰδοὺ ἡ χεὶρ τοῦ παραδιδόντος με μετ’ ἐμοῦ ἐπὶ τῆς τραπέζης. 22 καὶ ὁ μὲν υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου πορεύεται κατὰ τὸ ὡρισμένον· πλὴν οὐαὶ τῷ ἀνθρώπῳ ἐκείνῳ δι’ οὗ παραδίδοται. 23 καὶ αὐτοὶ ἤρξαντο συζητεῖν πρὸς ἑαυτοὺς τὸ τίς ἄρα εἴη ἐξ αὐτῶν ὁ τοῦτο μέλλων πράσσειν. 24 Ἐγένετο δὲ καὶ φιλονεικία ἐν αὐτοῖς, τὸ τίς αὐτῶν δοκεῖ εἶναι μείζων. 25 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Οἱ βασιλεῖς τῶν ἐθνῶν κυριεύουσιν αὐτῶν, καὶ οἱ ἐξουσιάζοντες αὐτῶν εὐεργέται καλοῦνται· 26 ὑμεῖς δὲ οὐχ οὕτως, ἀλλ’ ὁ μείζων ἐν ὑμῖν γινέσθω ὡς ὁ νεώτερος, καὶ ὁ ἡγούμενος ὡς ὁ διακονῶν. 27 τίς γὰρ μείζων, ὁ ἀνακείμενος ἢ ὁ διακονῶν; οὐχὶ ὁ ἀνακείμενος; ἐγὼ δὲ εἰμι ἐν μέσῳ ὑμῶν ὡς ὁ διακονῶν. 28 ὑμεῖς δέ ἐστε οἱ διαμεμενηκότες μετ’ ἐμοῦ ἐν τοῖς πειρασμοῖς μου· 29 κἀγὼ διατίθεμαι ὑμῖν καθὼς διέθετό μοι ὁ πατήρ μου βασιλείαν, 30 ἵνα ἐσθίητε καὶ πίνητε ἐπὶ τῆς τραπέζης μου ἐν τῇ βασιλείᾳ μου, καὶ καθήσεσθε ἐπὶ θρόνων κρίνοντες τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ. 31 Εἶπε δὲ ὁ Κύριος· Σίμων Σίμων, ἰδοὺ ὁ σατανᾶς ἐξῃτήσατο ὑμᾶς τοῦ σινιάσαι ὡς τὸν σῖτον· 32 ἐγὼ δὲ ἐδεήθην περὶ σοῦ ἵνα μὴ ἐκλίπῃ ἡ πίστις σου· καὶ σύ ποτε ἐπιστρέψας στήριξον τοὺς ἀδελφούς σου. 33 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· Κύριε, μετὰ σοῦ ἕτοιμός εἰμι καὶ εἰς φυλακὴν καὶ εἰς θάνατον πορεύεσθαι. 34 ὁ δὲ εἶπε· Λέγω σοι, Πέτρε, οὐ φωνήσει σήμερον ἀλέκτωρ πρὶν ἢ τρὶς ἀπαρνήσῃ μὴ εἰδέναι με. 35 Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Ὅτε ἀπέστειλα ὑμᾶς ἄτερ βαλαντίου καὶ πήρας καὶ ὑποδημάτων, μή τινος ὑστερήθητε; οἱ δὲ εἶπον· Οὐθενός. 36 εἶπεν οὖν αὐτοῖς· Ἀλλὰ νῦν ὁ ἔχων βαλάντιον ἀράτω, ὁμοίως καὶ πήραν, καὶ ὁ μὴ ἔχων πωλήσει τὸ ἱμάτιον αὐτοῦ καὶ ἀγοράσει μάχαιραν. 37 λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι ἔτι τοῦτο τὸ γεγραμμένον δεῖ τελεσθῆναι ἐν ἐμοί, τὸ καὶ μετὰ ἀνόμων ἐλογίσθη· καὶ γὰρ τὰ περὶ ἐμοῦ τέλος ἔχει. 38 οἱ δὲ εἶπον· Κύριε, ἰδοὺ μάχαιραι ὧδε δύο. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Ἱκανόν ἐστι. 39 Καὶ ἐξελθὼν ἐπορεύθη κατὰ τὸ ἔθος εἰς τὸ ὄρος τῶν ἐλαιῶν· ἠκολούθησαν δὲ αὐτῷ καὶ οἱ μαθηταί αὐτοῦ.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΘ´ 29 - 40


29 Καὶ ἀκολούθως συνέβη τοῦτο· Ὅταν ἐπλησίασεν εἰς ἡ Βηθσφαγῆ καὶ τὴν Βηθανίαν κοντὰ εἰς τὸ βουνόν, ποὺ ἐλέγετο ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, ἀπέστειλε δύο ἀπὸ τοὺς μαθητάς του 30 καὶ εἶπε· Πηγαίνετε εἰς τὸ ἀπέναντι χωριό, εἰς τὸ ὁποῖον ὅταν ἔμβητε, θὰ εὕρετε πουλάρι δεμένον, ἐπὶ τοῦ ὁποίου δὲν ἐκάθισε ποτὲ κανεὶς ἄνθρωπος. Ἀφοῦ τὸ λύσετε, φέρετέ το ἐδῶ. 31 Καὶ ἂν σᾶς ἐρωτήσῃ κανείς· Διατὶ λύετε τὸ πουλάρι; θὰ τοῦ εἴπετε αὐτὰ τὰ λόγια· ὅτι τὸ χρειάζεται ὁ Κύριος. 32 Ὅταν δὲ ἐπῆγαν ἐκεῖ οἱ ἀπεσταλμένοι, ηὗραν νὰ στέκεται τὸ πουλάρι ἐκεῖ, ὅπως ἀκριβῶς τοὺς εἶπεν ὁ Κύριος. 33 Ἐνῷ δὲ οἱ μαθηταὶ ἔλυαν τὸ πουλάρι, εἶπον οἱ κύριοι πρὸς αὐτούς· Διατὶ λύετε τὸ πουλάρι; 34 Αὐτοὶ δὲ εἶπαν· ὅτι τὸ χρειάζεται ὁ Κύριος. 35 Καὶ τὸ ἔφεραν εἰς τὸν Ἰησοῦν. Καὶ ἀφοῦ ἔρριψαν ἐπάνω εἰς τὸ πουλάρι τὰ ἐξωτερικά των ἐνδύματα, ἀνέβασαν ἐπ’ αὐτοῦ τὸν Ἰησοῦν. 36 Ἐνῷ δὲ ὁ Κύριος ἐπήγαινεν, ἄλλοι μαθηταὶ καὶ ἀκροαταὶ του ἔστρωναν εἰς τὸν δρόμον τὰ ἐνδύματά των, διὰ νὰ περάσῃ ἐπ’ αὐτῶν. 37 Ὅταν δὲ ἐπλησίαζεν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, καὶ ἔφθασε πλησίον τοῦ μέρους, ὅπου τελειώνει ὁ κατηφορικὸς δρόμος τοῦ ὄρους τῶν Ἐλαιῶν, ἤρχισεν ὅλον τὸ πλῆθος τῶν μαθητῶν μὲ χαρὰν νὰ ἀνυμνοῦν καὶ δοξολογοῦν τὸν Θεὸν μὲ φωνὴν μεγάλην δι’ ὅλα τὰ θαύματα, ποὺ ἕως τότε εἶχαν ἴδει νὰ γίνωνται ἀπὸ τὸν Ἰησοῦν. 38 Καὶ ἔλεγαν· εὐλογημενος καὶ δοξασμένος εἶναι ὁ βασιλεύς, ποὺ ἔρχεται ἐκ μέρους τοῦ Κυρίου ὡς ἀντιπρόσωπος αὐτοῦ. Διὰ σοῦ τοῦ Μεσσίου γίνεται εἰρήνη ἐν τῷ οὐρανῷ, διότι συμφιλιώνονται καὶ εἰρηνεύουν διὰ σοῦ οἱ ἄνθρωποι μὲ τὸν οὐράνιον Πατέρα καὶ τοὺς ἀγγέλους του, καὶ διὰ τὴν ἐνανθρώπησιν καὶ ἔλευσίν σου ἀναπέμπεται δόξα εἰς τὸν Θεὸν ὑπὸ τῶν ἐν ὑψίστοις τοῦ οὐρανοῦ ἀγγέλων. 39 Καὶ ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους μερικοὶ ἐβγῆκαν ἀπὸ τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ, μὲ τὸ ὁποῖον εἶχαν ἀναμιχθῇ διὰ νὰ κατασκοπεύσουν τὸν Ἰησοῦν, καὶ εἶπαν πρὸς αὐτόν· Διδάσκαλε, ἐπίπληξε τοὺς μαθητάς σου διὰ τοὺς βλασφήμους αὐτοὺς λόγους, ποὺ λέγουν, ἀποδιδόντες εἰς σὲ τιμάς, αἱ ὁποῖαι εἰς μόνον τὸν Μεσσίαν ἀνήκουν. 40 Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀπεκρίθη καὶ τοὺς εἶπε· Σᾶς βεβαιῶ, ὅτι καὶ αὐτοὶ ἐὰν σιωπήσουν, θὰ φωνάξουν οἱ ἄψυχοι λίθοι.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΚΒ´ 7 - 39


7 Ἔφθασε δὲ ἡ ἡμέρα τῶν ἀζύμων, κατὰ τὴν ὁποίαν ἔπρεπε σύμφωνα μὲ τὸν νόμον νὰ θυσιάζεται ὁ πασχάλιος ἀμνός. (Καὶ ἡ ἡμέρα αὐτὴ ἤρχιζεν ἀπὸ τὴν δύσιν τῆς 13ης Νισὰν καὶ ἔληγε κατὰ τὴν δύσιν τῆς 14ης, ὀλίγον δὲ πρὸ τῆς δύσεως τῆς 14ης ἐσφάζετο ὁ ἀμνός, ὥστε μετὰ τὴν δύσιν, ὅτε ἤρχιζεν ἡ 15η Νισὰν καὶ ἐτελεῖτο τὸ Πάσχα, νὰ εἶναι οὗτος ἐτοιμασμένος καὶ ψημένος). 8 Καὶ περὶ τὴν δύσιν τῆς 13ης τοῦ Νισὰν ἀπέστειλεν ὁ Κύριος τὸν Πέτρον καὶ τὸν Ἰωάννην καὶ τοὺς εἶπε· Πηγαίνετε καὶ ἐτοιμάσατέ μας τὸ Πάσχα διὰ νὰ φάγωμεν αὐτό. 9 Αὐτοὶ δὲ εἶπαν· Εἰς ποῖον μέρος θέλεις νὰ ἐτοιμάσωμεν τὸ πάσχα; 10 Αὐτὸς δὲ τοὺς εἶπεν· Ἰδού, ὅταν θὰ ἔμβητε εἰς τὴν πόλιν, θὰ σᾶς συναντήσῃ κάποιος ἄνθρωπος, ποὺ θὰ βαστάζῃ μίαν στάμναν νερό. Ἀκολουθήσατέ τον είς τὸ σπίτι, εἰς τὸ ὁποῖον θὰ ἔμβῃ. 11 Καὶ θὰ εἴπετε εἰς τὸν οἰκοδεσπότην τοῦ σπιτιοῦ ἐκείνου· Λέγει εἰς σὲ ὁ διδάσκαλος· Ποὺ εἶναι ἡ αἴθουσα τοῦ φαγητοῦ, ὅπου θὰ φάγω μὲ τοὺς μαθητάς μου τὸ νέον Πάσχα τῆς Καινῆς Διαθήκης; 12 Καὶ ἐκεῖνος θὰ σᾶς δείξῃ ἕνα μεγάλο ἀνώγειον, δηλαδὴ τὸ ἐπάνω διαμέρισμα τοῦ σπιτιοῦ, μὲ καναπέδες στρωμένους γύρω ἀπὸ τὰ τραπέζια τοῦ φαγητοῦ. Ἐκεῖ ἐτοιμάσατε τὸ Πάσχα. 13 Ἐπῆγαν δὲ οἱ δύο μαθηταὶ καὶ εὗρον, καθὼς τοὺς εἶχεν εἴπει ὁ Διδάσκαλος. Καὶ ἡτοίμασαν τὸ δεῖπνον, εἰς τὸ ὁποῖον παρέδωκεν ὁ Κύριος τὸ Πάσχα τῆς θείας Εὐχαριστίας. 14 Καὶ ὅταν ἦλθεν ἡ ὥρα τοῦ φαγητοῦ, ἑξαπλώθη πλησίον τῆς τραπέζης καὶ μαζί του ἐπῆραν θέσεις καὶ οἱ δώδεκα ἀπόστολοι. 15 Καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· Τοῦτο τὸ τελευταῖον τῆς ἐπιγείου ζωῆς μου Πάσχα, τὸ ὁποῖον ὡς συνδεδεμένον μετὰ τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας εἶναι τῆς Καινῆς Διαθήκης πάσχα, μεγάλως ἐπεθύμησα νὰ τὸ φάγω μαζί σας προτοῦ νὰ σταυρωθῶ. 16 Ἐπεθύμησα δὲ πολὺ νὰ φάγω τὸ πάσχα τοῦτο τῆς Καινῆς Διαθήκης μαζί σας, διότι σᾶς βεβαιῶ, ὅτι αὐτὸ εἶναι, ὅπως σᾶς εἶπα, τὸ τελευταῖον Πάσχα μου καὶ δὲν θὰ φάγω πλέον τὸ Πάσχα, μέχρις ὅτου γίνῃ τοῦτο πλῆρες καὶ τέλειον ἐν τῇ οὐρανίῳ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ, ὁπότε ἡ μεταξύ μας κοινωνία καὶ ἕνωσις, ποὺ γίνεται τώρα μυστηριακῶς, θὰ εἶναι τότε τελεία. 17 Καὶ ἀφοῦ ἔλαβεν ἀπὸ τοὺς μαθητὰς ποτήριον, ὄχι τῆς θείας Εὐχαριστίας, τὸ ὁποῖον καθηγιάσθη καὶ ἐδόθη εἰς τοὺς μαθητὰς μετὰ τὸ τέλος τοῦ δείπνου, ἀλλὰ τὸ ποτήριον μὲ τὸ ὁποῖον ἐσυνηθίζετο νὰ γίνεται ἡ ἔναρξις παντὸς ἱεροῦ δείπνου, εὐχαρίστησε τὸν Θεόν, καὶ εἶπε· Λάβετε τοῦτο καὶ μοιράσατέ το μεταξύ σας, ὥστε νὰ πίωμεν ὅλοι μαζὶ ἀπὸ αὐτό. 18 Διότι σᾶς λέγω, ὅτι ἀπὸ τὴν στιγμὴν αὐτήν, ποὺ τὸ ἔπια διὰ τελευταίαν φοράν, δὲν θὰ ξαναπίω ἀπὸ τὸ προϊὸν καὶ γένημα τῆς ἀμπέλου, ἕως ὅτου ἔλθῃ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅπου θὰ πίνωμεν μαζὶ τὸ ποτήριον τῆς θείας εὐφροσύνης καὶ χαρᾶς. 19 Καὶ ἀφοῦ ἔλαβεν εἰς τὰς χεῖρας του ἄρτον, ηὐχαρίστησε τὸν Θεὸν καὶ ἔκοψεν εἰς τεμάχια τὸν ἄρτον καὶ ἔδωκεν εἰς αὐτοὺς λέγων· Αὐτό, ποὺ σᾶς δίνω νὰ φάγετε, εἶναι τὸ σῶμα μου, τὸ ὁποῖον μετ’ ὀλίγον παραδίδεται, ἵνα σταυρωθῇ διὰ τὴν ἰδικήν σας σωτηρίαν. Πράττετε συνεχῶς τοῦτο, δηλαδὴ λαμβάνετε καὶ σεῖς ἄρτον, εὐχαριστεῖτε ὑπεράνω αὐτοῦ, κόπτετέ τον εἰς τεμάχια καὶ τρώγετε αὐτόν. Καὶ πράττετε τοῦτο διὰ νὰ φέρετε εὐγνωμόνως καὶ μετὰ πίστεως εἰς τὴν μνήμην σας καὶ εἰς τὴν μνήμην τῶν ἄλλων τὴν ὑπὲρ ὑμῶν σταυρικήν μου θυσίαν καὶ τὴν ἀπολύτρωσιν καὶ σωτηρίαν σας, ποὺ ἐπετεύχθη μὲ τὴν θυσίαν αὐτήν. 20 Ὡσαύτως ἔλαβε καὶ τὸ ποτήριον μετὰ τὸ πέρας τοῦ δείπνου καὶ εὐχαρίστησε καὶ ἔδωσε τοῦτο εἰς αὐτούς, καὶ εἶπε· Αὐτό, ποὺ περιέχεται μέσα εἰς τὸ ποτήριον τοῦτο, εἶναι ἡ Καινὴ Διαθήκη, ἡ ὁποία ἐπικυροῦται καὶ ἐπισφραγίζεται μὲ τὸ αἷμα μου, τὸ ὁποῖον προκεῖται μετ’ ὀλίγον νὰ χυθῇ διὰ τὴν σωτηρίαν σας. 21 Ἀλλ’ ἐνῷ ἐγὼ χύνω τὸ αἷμα μου διὰ σᾶς, ἰδοὺ ἡ χεὶρ ἐκείνου, ποὺ μὲ παραδίδει εἰς τοὺς ἐχθρούς μου διὰ νὰ θανατωθῶ, εἶναι μαζί μου ἐπὶ τῆς τραπέζης καὶ βουτᾷ τὸν ἄρτον εἰς τὴν αὐτὴν πιατέλλαν, εἰς τὴν ὁποίαν καὶ ἡ ἰδική μου χεὶρ βουτᾷ. 22 Καὶ ὁ μὲν υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου φεύγει ἀπὸ τὴν παροῦσαν ζωὴν σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο, ποὺ ἔχει ὁρισθῇ ἀπὸ τὴν θείαν βουλὴν τοῦ ἐπουρανίου Πατρός. Ἀλλοίμονον ὅμως εἰς τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον, διὰ τοῦ ὁποίου ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδεται εἰς τοὺς σταυρωτάς του. 23 Καὶ αὐτοὶ ἤρχισαν νὰ συζητοῦν μεταξύ των, ποῖος λοιπὸν ἀπὸ αὐτοὺς νὰ ἦτο ἐκεῖνος, ποὺ ἔμελλε νὰ πράξῃ τὴν προδοσίαν αὐτήν. 24 Ἐκτὸς δὲ τῆς συζητήσεως αὐτῆς ἔγινε καὶ φιλονεικία μεταξύ των, περὶ τοῦ ποῖος ἐξ αὐτῶν ἤξιζε νὰ θεωρῆται ὁ μεγαλύτερος καὶ περισσότερον διακεκριμένος, ὥστε νὰ ἔχῃ τὴν πρωτεύουσαν θέσιν. 25 Ὁ Κύριος ὅμως εἶπε πρὸς αὐτούς· οἱ βασιλεῖς τῶν ἐθνῶν κυριαρχοῦν ἐπ’ αὐτῶν διὰ τυραννικῆς δυνάμεως. Καὶ αὐτοί, ποὺ ἔχουν ἐξουσίαν ὡς ἡγεμόνες ἐπ’ αὐτῶν, καλοῦνται ἀπὸ τοὺς κόλακας εὐεργέται. 26 Σεῖς ὅμως δὲν πρέπει νὰ εἶσθε ὅπως ἐκεῖνοι. Ἀλλ’ ἐκεῖνος, ποὺ πράγματι εἶναι μεγαλύτερος καὶ περισσότερον διακεκριμένος μεταξύ σας, ἂς γίνῃ ὡς ὁ νεώτερος, ὁ ὁποῖος λόγῳ τῆς ἡλικίας του ὀφείλει νὰ ὑπηρετῇ τοὺς ἄλλους. Καὶ ἐκεῖνος, ποὺ ἔχει θέσιν ἐξαιρετικὴν καὶ προηγεῖται ἀπὸ τοὺς ἄλλους, αὐτὸς ἂς ὑπηρετῇ τούτους ὡς δοῦλος των. 27 Εἰς τοῦτο δὲ σᾶς ἔδωκα ἐγὼ τὸ παράδειγμα. Διότι ποῖος εἶναι μεγαλύτερος; Ἐκεῖνος ποὺ κάθεται εἰς τὸ τραπέζι καὶ τρώγει, ἢ ἐκεῖνος ποὺ στέκεται ὄρθιος καὶ ὑπηρετεῖ; Δὲν εἶναι ἀνώτερος αὐτός, ποὺ κάθηται; Βεβαίως. Καὶ ὅμως ἐγὼ καὶ τώρα, ποὺ σᾶς ἔνιψα τοὺς πόδας καὶ πάντοτε εἰς τὸ παρελθόν, εἶμαι μεταξύ σας ὡς ὑπηρέτης, ποὺ σᾶς διακονεῖ. 28 Δὲν σᾶς λέγω ὅμως αὐτὰ διὰ νὰ σᾶς ἀποδοκιμάσω καὶ σᾶς ἀποκηρύξω, ἀλλὰ διὰ νὰ σᾶς δείξω, ποὺ θὰ εὕρετε τὸ πραγματικὸν μεγαλεῖον. Σεῖς οἱ ἕνδεκα καθ’ ὅλον τὸ διάστημα τῆς ζωῆς μου ἐμείνατε μαζί μου εἰς τὰς δοκιμασίας μου καὶ δὲν ἐκλονίσθητε ἀπὸ αὐτάς. 29 Καὶ ἐγὼ ὡς ἀνταμοιβὴν τῆς πρὸς ἐμὲ ἀφοσιώσεώς σας σᾶς ὑπόσχομαι βασιλείαν, σύμφωνα μὲ τὴν ἐξουσίαν ποὺ ἔχω, λόγῳ τοῦ ὅτι καὶ ὁ Πατήρ μου ὥρισε βασιλικὸν ἀξίωμα καὶ δι’ ἐμέ. 30 Συνέπεια δὲ τοῦ βασιλικοῦ αὐτοῦ ἀξιώματος, τὸ ὁποῖον σᾶς ὑπόσχομαι, εἶναι νὰ τρώγετε καὶ νὰ πίνετε ἐπὶ τῆς τραπέζης μου, νὰ ἀπολαμβάνετε δηλαδὴ τὰ αἰώνια ἀγαθὰ ἐν τῇ βασιλείᾳ μου, διατελοῦντες εἰς στενὴν σχέσιν καὶ κοινωνίαν μετ’ ἐμοῦ. Καὶ ἐπὶ πλέον θὰ καθίσετε ἐπὶ θρόνων διὰ νὰ ἀσκῆτε βασιλικὴν ἐξουσίαν καὶ δικάζετε τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ νέου Ἰσραὴλ τῆς χάριτος. 31 Μὴν ὑπερηφανευθῆτε ὅμως ἀπὸ τὸν ἔπαινόν μου αὐτὸν καὶ τὰς ὑποσχέσεις, ποὺ σᾶς ἔδωκα. Παρεμείνατε πιστοὶ καὶ ἀφωσιωμένοι εἰς ἐμὲ λόγῳ τῆς χάριτος καὶ προστασίας τοῦ Θεοῦ. Πράγματι. Σίμων, Σίμων, ἰδοὺ ὁ σατανᾶς, ὅπως ἄλλοτε περὶ τοῦ Ἰώβ, οὕτω καὶ διὰ σᾶς τώρα ἐζήτησε νὰ σᾶς ταράξῃ καὶ σᾶς κλονίσῃ, ὅπως κοσκινίζεται καὶ σείεται τὸ σιτάρι μέσα εἰς τὸ κόσκινον. 32 Ἐγὼ ὅμως προσηυχήθην ὑπὲρ σοῦ καὶ παρεκάλεσα νὰ μὴ χάσῃς τὴν πίστιν σου. Καὶ σύ, ὅταν κάποτε ἐπιστρέψῃς διὰ τῆς μετανοίας καὶ ἀποκατασταθῇς εἰς τὸ ἀξίωμά σου, γίνε εἰς τοὺς ἀδελφούς σου ὑπόδειγμα μετανοίας καὶ πίστεως, ὥστε νὰ στηρίζωνται οὗτοι καὶ νὰ παρηγοροῦνται τόσον διὰ τῶν λόγων σου, ὅσον καὶ διὰ τοῦ παραδείγματός σου. 33 Ἀλλ’ ὁ Πέτρος εἶπεν εἰς αὐτόν· Κύριε, εἶμαι ἕτοιμος μαζί σου νὰ ὑπάγω καὶ εἰς φυλακὴν καὶ εἰς θάνατον. 34 Ὁ δὲ Κύριος εἶπε· Σὲ βεβαίῳ, Πέτρε· Δὲν θὰ λαλήσῃ ὁ πετεινὸς κατὰ τὰ ἐξημερώματα τῆς σημερινῆς ἡμέρας, προτοῦ νὰ μὲ ἀπαρνηθῇς τρεῖς φορᾶς καὶ νὰ βεβαιώσης ὅτι δὲν μὲ γνωρίζεις. 35 Καὶ προαναγγέλλων εἰς αὐτούς, ὅτι εἰς τὸ μέλλον ὅλων ἡ πίστις θὰ ἐδοκιμάζετο, τοὺς εἶπεν· Ὅταν εἰς τὴν πρώτην σας περιοδείαν σᾶς ἔστειλα χωρὶς βαλλάντιον καὶ χωρὶς σάκκον ταξιδιωτικὸν καὶ ὑποδήματα, μήπως ἐστερήθητε τίποτε; Αὐτοὶ δὲ εἶπον· ὄχι· δὲν ἐστερήθημεν τίποτε. 36 Εἶπε λοιπὸν εἰς αὐτούς· Τὰ πράγματα τώρα ἤλλαξαν καὶ πρέπει νὰ ὁπλισθῆτε μὲ σύνεσιν καὶ νὰ ἔχετε πάντοτε εἰς τὸν νοῦν σᾶς, ὅτι περικυκλώνεσθε ἀπὸ ἐχθρούς. Τώρα ἐκεῖνος, ποὺ ἔχει βαλλάντιον, ἂς τὸ πάρη μαζί του, διὰ νὰ ἔχῃ χρήματα πρὸς ἀγορὰν τῶν ἀναγκαίων διὰ τὴν συντήρησίν του. Τὸ ἴδιον ἂς κάμῃ καὶ αὐτός, ποὺ ἔχει σάκκον. Ἂς τὸν πάρῃ μαζί του γεμᾶτον μὲ τρόφιμα. Δὲν θὰ εὕρετε πλέον τὴν φιλόξενον προθυμίαν καὶ ὑποδοχήν, ποὺ συνηντήσατε εἰς τὴν πρώτην περιοδείαν σας. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔχει μάχαιραν, ἂς πωλήσῃ καὶ αὐτὸ τὸ ροῦχο του καὶ ἂς ἀγοράσῃ μάχαιραν. Δὲν θέλω νὰ εἴπω μὲ αὐτό, ὅτι σᾶς ἐπιτρέπεται εἰς τὴν βίαν νὰ ἀντιτάσσετε τὴν βίαν. Οὔτε ὅτι ἔχετε δικαίωμα διὰ τῆς μαχαίρας νὰ ἐπιδιώξετε τὴν διάδοσιν τοῦ Εὐαγγελίου. Ἀλλ’ ἁπλῶς διὰ ζωηρᾶς εἰκόνος θέλω νὰ σᾶς παραστήσω, ὅτι ὁ παρὼν καιρὸς εἶναι καιρὸς ἀμύνης καὶ ὅτι θὰ ἀντιμετωπίσετε θανατηφόρους ἐπιβουλὰς καὶ ἐχθρότητας. 37 Ὅτι δὲ τώρα ἦλθαν καιροὶ διωγμῶν καὶ ἐπιβουλῶν, ἀποδεικνύεται ἀπὸ αὐτὰ ποὺ μετ’ ὀλίγον θὰ συμβοῦν εἰς ἐμέ. Διότι σᾶς λέγω, ὅτι μαζὶ μὲ τόσα ἄλλα, ποὺ ἐπληρώθησαν, πρέπει νὰ πληρωθῇ καὶ νὰ ἐπαληθεύσῃ εἰς ἐμὲ καὶ αὐτό, ποὺ ἔχει γραφῆ εἰς τὸν προφήτην Ἡσαΐαν· δηλαδὴ τὸ καὶ μεταξὺ τῶν ἀνόμων καὶ κακούργων κατετάχθη διὰ νὰ τιμωρηθῇ μαζὶ μὲ αὐτοὺς ὡς ἄνομος. Πρέπει δὲ νὰ ἐπαληθεύσῃ καὶ ὁ προφητικὸς αὐτὸς λόγος εἰς ἐμέ, διότι ὅσα ἐγράφησαν καὶ ἐπροφητεύθησαν δι’ ἐμέ, λαμβάνουν τώρα τέλος καὶ πραγματοποίησιν πλήρη. 38 Οἱ μαθηταὶ ὅμως δὲν ἐκατάλαβαν τὴν σημασίαν τῶν λόγων αὐτῶν τοῦ Κυρίου καὶ τοῦ εἶπαν: Κύριε, ἰδοὺ ἐδῶ ὑπάρχουν δύο μάχαιραι. Ὁ δὲ Κύριος εἶπεν εἰς αὐτούς· Δὲν ἐννοεῖτε τί σᾶς λέγω. Φθάνει λοιπόν. Ἂς μὴ ἐκτεινώμεθα εἰς περαιτέρω συζήτησιν. 39 Καὶ ἀφοῦ ἐβγῆκεν, ἐπῆγε κατὰ τὴν συνήθειάν του εἰς τὸ ὅρος τῶν Ἐλαιῶν. Τὸν ἠκολούθησαν δὲ καὶ οἱ μαθηταί του.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΘ´ 29 - 40


29 Και καθώς επλησίασεν εις την Βηθσφαγή και την Βηθανίαν, κοντά στο όρος, που ελέγετο όρος των Ελαιών, έστειλε δύο από τους μαθητάς του, 30 και τους είπε· “πηγαίνετε στο απέναντι χωριό και καθώς θα εισέρχεθε, θα βρήτε ένα δεμένο πουλάρι, επάνω στο οποίον ποτέ κανείς άνθρωπος δεν έχει καθίσει. Λύστε το και φέρτε το εδώ. 31 Και αν κανείς σας ερωτήση, διατί το λύετε; Σεις θα του απαντήσετε ως εξής· ότι το χρειάζεται ο Κυριος”. 32 Οταν δε επήγαν οι απεσταλμένοι, ευρήκαν όπως ακριβώς είχεν είπει ο Κυριος, δηλαδή το πουλάρι να στέκεται εκεί. 33 Οταν δε έλυαν το πουλάρι, είπαν προς αυτούς οι κύριοι του· “διατί λύετε το πουλάρι;” 34 Εκείνοι δε απήντησαν, ότι το χρειάζεται ο Κυριος. 35 Και το έφεραν προς τον Ιησούν. Και αφού έρριψαν επάνω εις αυτό τα εξωτερικά των ενδύματα, εβοήθησαν τον Κυριον να ανεβή στο πουλάρι. 36 Καθώς δε ο Κυριος επροχωρούσε, οι ακροαταί που τον συνώδευαν, έστρωναν τα ενδύματά των στον δρόμον, εις ένδειξιν σεβασμού, δια να περάση επάνω από αυτά. 37 Οταν δε επλησίαζε στο τέρμα του κατηφορικού δρόμου του όρους των Ελαιών, όλον το πλήθος των μαθητών με χαράν ήρχισαν να δοξολογούν τον Θεόν με φωνήν μεγάλην δι' όλα τα καταπληκτικά θαύματα, που είχαν ιδεί, 38 λέγοντες· “ευλογημένος ο βασιλεύς, που έρχεται εν ονόματι Κυρίου. Δι' αυτού θα αποκατασταθή η ειρήνη μεταξύ του ουρανού και της γης, του Θεού και των ανθρώπων και θα αναπέμπεται δόξα στον εν υψίστοις πανάγαθον Θεόν”. 39 Και μερικοί από τους Φαρισαίους, που ήσαν αναμεμιγμένοι με τον όχλον, εβγήκαν και είπαν εις αυτόν· “Διδάσκαλε, να επιπλήξης τους μαθητάς σου, δια την δόξαν, που σου αποδίδουν και η οποία ανήκει μόνον στον Μεσσίαν”. 40 Και αποκριθείς ο Ιησούς τους είπε· “σας διαβεβαιώνω, ότι εάν αυτοί σιωπήσουν, οι πέτρες θα φωνάξουν”.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΚΒ´ 7 - 39


7 Ηλθε η ημέρα των αζύμων, η οποία ήρχιζε από την δύσιν της Μ.Πεμπτης και ετελείωνε με την δύσιν της Μ.Παρασκευής. Κατ' αυτήν έπρεπε οι Εβραίοι να ετοιμάσουν τα άζυμα ψωμιά, να θυσιάσουν δε και να ψήσουν τον πασχάλιον αμνόν, ώστε να είναι έτοιμος μετά την δύσιν της Παρασκευής, που θα ήρχιζε η μεγάλη ημέρα του Πασχα. 8 Και έστειλε ο Ιησούς κατά το απόγευμα της Μ.Πεμπτης τον Πετρον και τον Ιωάννην και τους είπε· “πηγαίνετε και ετοιμάσατέ μας το Πασχα, δια να φάγωμεν”. 9 Αυτοί δε του είπαν· “που θέλεις να ετοιμάσωμεν”; 10 Ο δε Ιησούς τους είπε· “ιδού καθώς θα εισέλθετε εις την πόλιν, θα σας συναντήση ένας άνθρωπος, που θα βαστάζη μια πήλινη στάμνα νερό· ακολουθήστε τον στο σπίτι, που θα μπη. 11 Και θα πήτε στον οικοδεσπότην του σπιτιού· σε ερωτά ο διδάσκαλος, που είναι το κατάλυμα, όπου μαζή με τους μαθητάς μου θα φάγω το Πασχα; 12 Και εκείνος θα σας δείξη ένα μεγάλο ανώγειον τακτοποιημένον και με στρωμένα τα ανάκλιντρα γύρω από το τραπέζι του φαγητού. Εκεί να ετοιμάσετε (δια το νέον πάσχα, το πάσχα της Καινής Διαθήκης, που εγώ θα εγκαινιάσω απόψε μαζή σας)”. 13 Επήγαν δε οι δύο μαθηταί, ευρήκαν όπως τους είχε πει ο Κυριος και ετοίμασαν τα του πάσχα. 14 Και όταν ήλθεν η ώρα εξηπλώθη ο Κυριος κοντά εις την τράπεζαν του φαγητού και μαζή με αυτόν οι δώδεκα, ο καθένας εις την θέσιν του. 15 Και είπε προς αυτούς· “πάρα πολύ επεθύμησα προτού να σταυρωθώ, να φάγω μαζή σας τούτο το πάσχα· (όχι το εβραϊκόν που θα αρχίση αύριον με τον πασχάλιον αμνόν, αλλά το νέον πάσχα της Καινής Διαθήκης, κατά το οποίον εγώ θα τελέσω το μυστήριον της θείας Ευχαριστίας και θα σας δώσω προς τροφήν, όχι τον συμβολικόν πασχάλιον αμνόν, αλλά αυτό τούτο το σώμα μου και το αίμα μου). 16 Σας λέγω δε τούτο, ότι αυτό είναι το τελευταίον μου πάσχα και δεν θα φάγω πλέον μαζή σας από αυτό, μέχρι ότου τούτο ολοκληρωθή εις την βασιλείαν του Θεού, οπότε η επικοινωνία και ενότης μεταξύ μας θα είναι πλήρης και αιωνία”. 17 Και αφού έλαβε από τους μαθητάς το ποτήριον με τον οίνον, ευχαρίστησε τον Θεόν και το έδωκε εις αυτούς, όπως εσυνιθίζετο πάντοτε εις την αρχήν κάθε επισήμου δείπνου, και τους είπε· λάβετε τούτο και μοιράσατέ το μεταξύ σας, ώστε να πίωμεν όλοι από αυτό, εις δείγμα της αγάπης που μας συνδέει. 18 Διότι σας λέγω, ότι δεν θα ξαναπιώ από το προϊόν αυτό της αμπέλου, έως ότου έλθη η χαρμόσυνος βασιλεία του Θεού”. 19 Και αφού επήρε εις τα χέρια του άρτον, ευχαρίστησε τον Θεόν, έκοψεν εις τεμάχια τον άρτον, έδωκεν εις αυτούς και είπεν· “αυτό, που σας δίδω τώρα, δεν είναι κοινός και συνήθης άρτος. Είναι αυτό τούτο το σώμα μου, το οποίον μετ' ολίγον παραδίδεται θυσία επάνω στον σταυρόν δια την σωτηρίαν των ανθρώπων. Τούτο να πράττετε πάντοτε, δια να φέρετε ζωηρά εις την μνήμην σας την θυσίαν, την οποίαν εγώ προσφέρω εις σωτηρίαν, όχι μόνον ιδικήν σας, αλλά και όλου του κόσμου”. 20 Επίσης όταν ετελείωσε το δείπνον επήρε το ποτήριον, ευχαρίστησε τον ουράνιον πατέρα, το έδωκε στους μαθητάς και είπε· “αυτό που περιέχεται μέσα στο ποτήριον δεν είναι πλέον οίνος. Είναι η Καινή Διαθήκη, που επικυρώνεται με το αίμά μου, το οποίον έντος ολίγου θα χυθή δια την σωτηρίαν σας. 21 Αλλ' ενώ εγώ προσφέρω την μεγάλην θυσίαν και καθιερώνω την νέαν διαθήκην μεταξύ Θεού και ανθρώπων, ιδού το χέρι εκείνου, που με παραδίδει στους σταυρωτάς μου, είναι μαζή μου εις την τράπεζαν αυτήν και βουτά τον άρτον στο αυτό με εμέ πιάτο. 22 Και ο μεν υιός του ανθρώπου προχωρεί τον δρόμον του, όπως ο ουράνιος Πατήρ ώρισε. Αλλά αλλοίμονον στον άνθρωπον εκείνον, δια του οποίου ο υιός του ανθρώπου παραδίδεται στους σταυρωτάς”. 23 Και αυτοί ήρχισαν να συζητούν μεταξύ των, ποίος τάχα από αυτούς θα ήτο εκείνος, που έμελλε να διαπράξη αυτό το έγκλημα. 24 Εγινε όμως και φιλονεικίαν μεταξύ των περί του ποίος από αυτούς εθεωρείτο πρώτος. 25 Ο δε Κυριος τους είπε· “οι βασιλείς των εθνών κυριαρχούν επάνω εις τα έθνη με την δύναμιν και την βίαν. Και αυτοί, που έχουν εξουσίαν επάνω εις τα έθνη και ταλαιπωρούν τα έθνη, ανακηρύσσονται από τους κόλακας, κατ' ανάγκην δε και από τον λαόν, ευργέται. 26 Σεις όμως δεν πρέπει να κάνετε όπως εκείνοι, αλλά ο μεγαλύτερος μεταξύ σας ας γίνη όπως ο νεώτερος, ο οποίος καθό νεώτερος έχει την υποχρέωσιν να υπηρετή τους άλλους. Και ο ανώτερος μεταξύ σας, ας υπηρετή σαν δούλος τους άλλους. 27 Διότι ποίος είναι ανώτερος; Εκείνος που κάθεται στο τραπέζι και τρώγει η εκείνος που όρθιος τον υπηρετεί; Δεν είναι ανώτερος αυτός που κάθεται στο τραπέζι; Ασφαλώς. Και όμως εγώ ο διδάσκαλος και ο Κυριος σας, είμαι μεταξύ σας ως υπηρέτης, που σας εξυπηρετεί. 28 Σεις, οι μαθηταί μου, είσθε εκείνοι που εμείνατε μαζή μου όλο το διάστημα των δοκιμασιών μου και των διωγμών, και δεν εκλονισθήκατε εις την πίστιν. 29 Και εγώ, δια να ανταμείψω την αφοσίωσιν σας, σας υπόσχομαι βασιλείαν, όπως και ο Πατήρ ώρισε και έδωσεν εις εμέ βασιλείαν και αξίωμα βασιλέως. 30 Και μία απολαυή αυτής της υποσχέσεώς μου είναι να τρώγετε και να πίνετε επί της τραπέζης μου εις την βασιλείαν μου, να απολαμβάνετε τα ανεκτίμητα αγαθά της αιωνίου ζωής. Και το επίσης σπουδαίον, θα καθίσετε επάνω εις θρόνους, δια να δικάζετε τας δώδεκα φυλάς του Ισραήλ. 31 Μείνατε, λοιπόν, πιστοί μέχρι τέλους, διότι θα αντικρύσετε πολλούς πειρασμούς”. Είπε δε ακόμη ο Κυριος· “Σιμων, Σιμων, ιδού ο σατανάς εζήτησε την άδειαν από τον Θεόν να σας συγκλονίση και σας ξεσκονίση, ωσάν το σιτάρι μέσα στο κόσκινο. 32 Και εγώ προσευχήθηκα για σένα, να μη χαθή η πίστις σου. Και συ, όταν κάποτε μετανοημένος επιστρέψης κοντά μου, στήριξε τους αδελφούς σου και με τους λόγους σου και με το παράδειγμα της μετανοίας σου”. 33 Ο Πετρος όμως, σαν διαμαρτυρόμενος δι' αυτό που απεκάλυψε ο Κυριος, του είπε· “Κυριε, είμαι έτοιμος να βαδίσω μαζή σου εις φυλακήν και εις θάνατον”. 34 Ο δε Κυριος του είπε· “σε διαβεβαιώνω, Πετρε, ότι δεν θα λαλήση κατά την νύκτα αυτήν ο πετεινός, πριν συ τρεις φορές με απαρνηθής και διακηρύξης ότι δεν με γνωρίζεις”. 35 Και είπεν εις αυτούς· “όταν σας έστειλα κατά την πρώτην περιοδείαν σας χωρίς χρήματα, χωρίς ταξιδιωτικό σακκίδιο και χωρίς υποδήματα, μήπως εστερηθήκατε τίποτε;” Εκείνοι δε απήντησαν· “όχι,τίποτε δεν εστερηθήκαμε”. 36 Είπε λοιπόν εις αυτούς· “τα πράγματα τώρα αλλάζουν και πρέπει να είσθε συνετοί και προνοητικοί, διότι θα συναντήσετε δυσκολίας. Εκείνος που έχει βαλάντιον, ας το παρή μαζή του, διότι θα του χρειασθούν χρήματα, προς συντήρησίν του. Το ίδιο ας κάμη και εκείνος που έχει σακκίδιο· ας το παρή γεμάτο τρόφιμα και ας πωλήση το ένδυμά του εκείνος που δεν έχει μάχαιραν, δια να αγοράση.(Με τα λόγια μου αυτά δεν θέλω να σας συστήσω ποτέ να οπλισθήτε με φονικά όργανα, δια να ανθίσταθε στους εχθρούς σας, αλλά θέλω να σας κάμω να εννοήσετε καλά, ότι θα συναντήσετε θανασίμους εχθρούς δια το όνομά μου, απέναντι των οποίων πρέπει να φέρεσθε με σταθερότητα και με σύνεσιν. Δι' αυτό πρέπει να οπλισθήτε με τα πνευματικά όπλα της πίστεως και της αρετής). 37 Ο άσπονδος πόλεμος έχει τώρα αρχίσει εναντίον μου. Διότι σας λέγω ότι πρέπει να εκπληρωθή εις εμέ τώρα και τούτο ακόμα, που έχει γραφή από τον προφήτην Ησαΐαν, το· Και μεταξύ ανόμων και κακούργων συγκαταριθμήθηκε, δια να τιμωρηθή μαζή με αυτούς ως άνομος. Πρέπει να γίνη και αυτό, διότι όσα έχουν προφητευθή περί εμού παίρνουν τώρα τέλος και πλήρη πραγματοποίησιν”. 38 Οι δε μαθηταί, που δεν εκατάλαβαν το αλληγορικόν νόημα των λόγων του, είπαν· “Κυριε, ιδού, υπάρχουν εδώ δύο μάχαιραι”. Ο δε Κυριος τους είπε· “φθάνει έως εδώ· ας σταματήσωμε την συζήτησιν”. 39 Και αφού εβγήκεν επήγε, όπως εσυνήθιζε, στο όρος των Ελαιών· τον ηκολούθησαν δε και οι μαθηταί του.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα