❌
Τετάρτη, 01 Φεβρουαρίου 2023

Άγιος Τρύφων ο Μάρτυρας, Όσιος Βασίλειος Α' ο Ομολογητής Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, Άγιος Αναστάσιος ο Νεομάρτυρας εκ Ναυπλίου
Προεόρτια Ὑπαπαντῆς, Τρύφωνος μάρτυρος (†250). Βασιλείου Θεσσαλονίκης τοῦ ἐξ Ἀθηνῶν (†870), Ἀναστασίου νεομάρτ. τοῦ ἐκ Ναυπλίου (†1655)· τῶν ἐν Μεγάροις τεσσάρων μαρτύρων.
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Η´ 28 - 39


28 Οἴδαμεν δὲ ὅτι τοῖς ἀγαπῶσι τὸν Θεὸν πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν, τοῖς κατὰ πρόθεσιν κλητοῖς οὖσιν· 29 ὅτι οὓς προέγνω, καὶ προώρισε συμμόρφους τῆς εἰκόνος τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, εἰς τὸ εἶναι αὐτὸν πρωτότοκον ἐν πολλοῖς ἀδελφοῖς· 30 οὓς δὲ προώρισε, τούτους καὶ ἐκάλεσε, καὶ οὓς ἐκάλεσε, τούτους καὶ ἐδικαίωσεν, οὓς δὲ ἐδικαίωσε, τούτους καὶ ἐδόξασε. 31 Τί οὖν ἐροῦμεν πρὸς ταῦτα; εἰ ὁ Θεὸς ὑπὲρ ἡμῶν, τίς καθ’ ἡμῶν; 32 ὅς γε τοῦ ἰδίου υἱοῦ οὐκ ἐφείσατο, ἀλλ’ ὑπὲρ ἡμῶν πάντων παρέδωκεν αὐτόν, πῶς οὐχὶ καὶ σὺν αὐτῷ τὰ πάντα ἡμῖν χαρίσεται; 33 τίς ἐγκαλέσει κατὰ ἐκλεκτῶν Θεοῦ; Θεὸς ὁ δικαιῶν· 34 τίς ὁ κατακρινῶν; Χριστὸς ὁ ἀποθανών, μᾶλλον δὲ καὶ ἐγερθείς, ὃς καὶ ἔστιν ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ, ὃς καὶ ἐντυγχάνει ὑπὲρ ἡμῶν. 35 τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; θλῖψις ἢ στενοχωρία ἢ διωγμὸς ἢ λιμὸς ἢ γυμνότης ἢ κίνδυνος ἢ μάχαιρα; 36 καθὼς γέγραπται ὅτι ἕνεκά σου θανατούμεθα ὅλην τὴν ἡμέραν· ἐλογίσθημεν ὡς πρόβατα σφαγῆς. 37 ἀλλ’ ἐν τούτοις πᾶσιν ὑπερνικῶμεν διὰ τοῦ ἀγαπήσαντος ἡμᾶς. 38 πέπεισμαι γὰρ ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωὴ οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαὶ οὔτε δυνάμεις οὔτε ἐνεστῶτα οὔτε μέλλοντα, 39 οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τις κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν.

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Η´ 28 - 39


28 Ναί· στενάζομεν, ἀλλὰ γνωρίζομεν, ὅτι εἰς ἐκείνους, ποὺ ἀγαποῦν τὸν Θεόν, ὅλα συνεργοῦν διὰ τὸ καλόν τους. Αὐτοὶ ἐκλήθησαν κατὰ τὴν πρὸ αἰώνων ἀπόφασιν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐδέχθησαν τὴν σωτήριον κλῆσιν. Πῶς λοιπὸν νὰ μὴ συνεργοῦν ὅλα διὰ τὸ καλόν τους; 29 Αὐτοὶ δὲν εἶναι τυχαία πρόσωπα. Διότι ἐκείνους, ποὺ μὲ τὴν παγγνωσίαν του ἐπρογνώρισεν ὁ Θεὸς ὡς ἀξίους, αὐτοὺς καὶ προώρισε διὰ νὰ γίνουν ὅμοιοι καὶ ἀποκτήσουν τὴν αὐτὴν ἠθικὴν καὶ πνευματικὴν μορφὴν πρὸς τὴν ἁγίαν καὶ ἔνδοξον εἰκόνα τοῦ Υἱοῦ του. Νὰ ὁμοιάσουν δηλαδὴ αὐτοὶ πρὸς τὸν χαρακτῆρα, τὴν ἁγιότητα, ἀλλὰ καὶ τὴν ἔνδοξον κατάστασιν τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, διὰ νὰ εἶναι αὐτὸς πρωτότοκος μεταξὺ πολλῶν ἀδελφῶν. 30 Ὅσους δὲ ἐπρογνώρισεν ὁ Θεὸς ὡς ἀξίους καὶ ἔταξεν εἰς αὐτοὺς ἕνα τέτοιον προορισμόν, τούτους κατὰ φυσικὴν συνέπειαν καὶ ἐκάλεσε διὰ τοῦ κηρύγματος εἰς τὴν πίστιν· καὶ αὐτοὺς ποὺ ἐκάλεσε καὶ οἱ ὁποῖοι ἀπεδέχθησαν τὴν κλῆσιν, τοὺς κατέστησε καὶ δικαίους· ὅσους δὲ ἐδικαίωσεν, αὐτοὺς καὶ κατέστησε κληρονόμους τῆς αἰωνίου δόξης. 31 Τί λοιπὸν θὰ εἴπωμεν ὡς συμπέρασμα δι’ αὐτά, ποὺ μᾶς ἐχάρισεν ὁ Θεός; Ἐὰν ὁ Θεὸς εἶναι μὲ ἡμᾶς, προστάτης μας καὶ ὑπερασπιστής μας, ποῖος θὰ εἶναι ἐναντίον μας; Κανείς, ὁποιοσδήποτε καὶ ἂν θελήσῃ νὰ μᾶς βλάψῃ. 32 Αὐτός, ὁ ὁποῖος δὲν ἐλυπήθη αὐτὸν τὸν μονογενῆ Υἱόν του, ἀλλ’ ὑπὲρ ἡμῶν ὅλων παρέδωκεν αὐτὸν εἰς θάνατον, πῶς δὲν θὰ μᾶς χαρίσῃ μαζὶ μὲ αὐτὸν καὶ ὅλας τὰς χάριτας, ποὺ θὰ ἀπαιτήσῃ ἡ σωτηρία μας; Ἀφοῦ μᾶς ἐχάρισεν αὐτόν, δὲν θὰ μᾶς χαρίσῃ καὶ τὰ ἄλλα, ποὺ χρειάζονται διὰ νὰ σωθῶμεν; 33 Ποῖος θὰ εὑρεθῇ κατήγορος ἐναντίον ἐκείνων, τοὺς ὁποίους ὁ Θεὸς ἐξέλεξεν; Ἀπολύτως κανείς. Διότι αὐτὸς ὁ Θεὸς συγχωρεῖ τὰς ἁμαρτίας μας καὶ μᾶς δικαιώνει. 34 Ποῖος θὰ μᾶς κατακρίνῃ καὶ ποίου ἡ καταδικαστικὴ ἀπόφασις ἐναντίον μας θὰ ἠμπορέσῃ νὰ σταθῇ; Κανενός. Διότι ὁ Χριστὸς καὶ ὄχι κανένας ἄλλος ἀπέθανε γιὰ μᾶς. Μᾶλλον δὲ ὁ Χριστὸς καὶ ἀνεστήθη ἐκ νεκρῶν γιὰ μᾶς. Ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος καὶ εἶναι ἐνθρονισμένος εἰς τὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ μεσιτεύει πρὸς τὸν Πατέρα του ὑπὲρ ἡμῶν. 35 Τέτοιαν ἀγάπην ἔδειξεν εἰς ἡμὰς ὁ Χριστός. Ποῖος λοιπὸν θὰ ἠμπορέσῃ νὰ μᾶς χωρίσῃ ἀπὸ τὴν ἀγάπην αὐτήν, ποὺ μᾶς ἔχει ὁ Χριστός; Μήπως θὰ μᾶς καταστήσῃ ὀλιγώτερον ἀγαπητοὺς εἰς τὸν Χριστὸν ἢ μήπως θὰ μᾶς χωρίσῃ ἀπ’ αὐτοῦ θλῖψις ἀπὸ ἐξωτερικὰς περιστάσεις ἢ στενοχωρία καὶ ἐσωτερικὴ πίεσις τῶν καρδιῶν μας ἢ διωγμὸς ἢ πεῖνα ἢ γύμνια καὶ ἔλλειψις ρούχων ἢ μάχαιρα ποὺ νὰ μᾶς φοβερίζῃ μὲ σφαγήν; 36 Ναί· καὶ μὲ σφαγὴν καὶ μὲ θάνατον θὰ μᾶς φοβερίσουν σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο, ποὺ γράφεται εἰς τοὺς θεοπνεύστους ψαλμούς, ὅτι διὰ σέ, Κύριε, κινδυνεύομεν διαρκῶς ν’ ἀποθάνωμεν κάθε ἡμέραν τῆς ἐπιγείου ζωῆς μας. Ἐθεωρήθημεν ἀπὸ τοὺς διώκτας μας σὰν πρόβατα ξεχωρισμένα διὰ νὰ σφαγοῦν. 37 Ἀλλ’ εἰς ὅλα αὐτὰ νικῶμεν μὲ τὸ παραπάνω διὰ τῆς βοηθείας τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος μᾶς ἠγάπησε καὶ ἕνεκα τῆς ἀγάπης του δὲν μᾶς ἀφίνει ἀπροστατεύτους εἰς τοὺς κινδύνους καὶ τὰς δυσκόλους αὐτὰς περιστάσεις. 38 Ναί· τὰ ὑπερνικῶμεν ὅλα. Διότι εἶμαι πεπεισμένος, ὅτι οὔτε θάνατος μὲ τὸν ὁποῖον ἐνδεχομένως θὰ μᾶς φοβερίσουν, οὔτε ζωὴ μὲ τὴν ὁποίαν μᾶς ὑπόσχονται οἰανδήποτε εὐτυχίαν, οὔτε τὰ τάγματα τῶν οὐρανίων πνευμάτων, οὔτε οἱ ἄγγελοι δηλαδή, οὔτε αἱ ἀρχαί, οὔτε αἱ δυνάμεις, ἀλλ’ οὔτε αἱ περιστάσεις καὶ τὰ γεγονότα τοῦ παρόντος, οὔτε μέλλοντα γεγονότα, 39 οὔτε αἱ ἔνδοξοι ἐπιτυχίαι ποὺ ὑψώνουν τὸν ἄνθρωπον πολύ, οὔτε αἱ ἄδοξοι ταπεινώσεις ποὺ τὸν καταρρίπτουν εἰς μεγάλα βάθη, οὔτε ὁποιαδήποτε ἄλλη κτίσις διαφορετικὴ ἀπὸ αὐτὴν ποὺ βλέπομεν, θὰ ἠμπορέσῃ νὰ μᾶς χωρίσῃ καὶ νὰ μᾶς ἀπομακρύνῃ ἀπὸ τὴν ἀγάπην, τὴν ὁποίαν μᾶς ἔδειξεν ὁ Θεὸς διὰ μέσου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας καὶ ἡ ὁποία μᾶς κρατεῖ στενὰ συνδεδεμένους μαζί του καὶ ἰδιαιτέρως προστατευομένους του.

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Η´ 28 - 39


28 Τους στεναγμούς μας δια τας θλίψεις της παρούσης ζωής τους απαλύνει και το γεγονός, ότι γνωρίζομεν πως εις εκείνους που αγαπούν τον Θεόν όλα υποβοηθούν και συνεργάζονται δια το καλόν των· εις αυτούς δηλαδή, οι οποίοι σύμφωνα με την προαιώνιον πρόθεσιν του Θεού έχουν κληθή και έχουν δεχθή την σωτηρίαν. 29 Διότι εκείνους τους οποίους ο Θεός έχει προγνωρίσει ως αξίους σωτηρίας δια την καλήν των διάθεσιν, τους προώρισε να γίνουν ομοιόμορφοι προς την ένδοξον εικόνα του Υιού του, ώστε να είναι ο Υιός του Θεού πρωτοτόκος μεταξύ πολλών αδελφών, που θα είναι όμοιοί του. 30 Εκείνους δε που προώρισε δια την δόξαν της ομοιώσεώς των προς τον Χριστόν, αυτούς και εκάλεσε· και αυτούς που εκάλεσε και εδέχθησαν την κλήσιν, τους κατέστησε δικαίους· και εκείνους που εδικαίωσε, αυτούς και εδόξασε εις την Βασιλείαν των ουρανών. 31 Τι λοιπόν, θα είπωμεν και τι συμπεράσματα θα βγάλωμεν δια τας μεγάλας αυτάς δωρεάς, που μας εχάρισεν ο Θεός; Το συμπέρασμα είναι ότι, εάν ο Θεός μας αγαπά και είναι υπερασπιστής μας, ποίος θα τολμήση να εναντιωθή προς ημάς και να μας βλάψη; 32 Αυτός, ο οποίος δεν ελυπήθη ούτε τον μονογενή Υιόν του, αλλά τον παρέδωκεν στον σταυρικόν θάνατον υπέρ όλων ημών, πως μαζή με αυτόν δεν θα μας χαρίση και κάθε άλλην εύνοιαν και όλα τα άλλα, που μας χρειάζονται; (Αφού μας εδώρισε το απείρως ανώτερον, δεν θα μας χαρίση και τα άλλα αγαθά;) 33 Ποίος θα τολμήση να παρουσιασθή επικριτής και κατήγορος εναντίον των εκλεκτών του Θεού; Κανείς· διότι “αυτός ο ίδιος ο Θεός σβήνει και εξαλείφει τας αμαρτίας μας και μας κάμνει δικαίους”. 34 “Ποίος θα τολμήση να μας κατακρίνη και να μας καταδικάση”; Κανένας· διότι ο Χριστός είναι εκείνος, που απέθανε δι' ημάς, μάλλον δε και ανεστήθη δια την δικαίωσίν μας, ο οποίος και ευρίσκεται πάντοτε ένδοξος εις τα δεξιά του Θεού και μεσιτεύει προς τον Πατέρα δι' ημάς. 35 Ποιός, λοιπόν, θα ημπορέση ποτέ να μας χωρίση από την αγάπην του Χριστού; Θλίψις η εσωτερική στενοχωρία η διωγμός εκ μέρους των απίστων η πείνα η γυμνότης η οιοσδήποτε κίνδυνος η μαχαίρα, που να μας απειλή με σφαγήν; 36 Αντικρύζομεν βέβαια και αυτόν τον κίνδυνον της σφαγής, όπως άλλωστε έχει προφητευθή και στους ψαλμούς ότι· “ένεκά σου, Κυριε, εκτιθέμεθα εις κίνδυνον θανάτου όλην την ημέραν. Εθεωρήθημεν από τους διώκτας μας σαν πρόβατα, προωρισμένα εις σφαγήν”. 37 Αλλά εις όλας αυτάς τας δυσκολίας και τας απειλάς βγαίνομεν με το παραπάνω νικηταί, δια της βοηθείας του Χριστού, ο οποίος τόσον πολύ μας έχει αγαπήσει. 38 Διότι έχω απόλυτον πεποίθησιν και βεβαιότητα, ότι ούτε ο θάνατος, με τον οποίον μας απειλούν, ούτε αι τέρψεις και αι απολαύσεις της ζωής, τας οποίας μας υπόσχονται, ούτε αι υπερκόσμιαι δυνάμεις, τα εν ουρανοίς τάγματα των αγγέλων και των αρχών και των δυνάμεων, ούτε αι περιστάσεις και τα γεγονότα του παρόντος ούτε τα μελλοντικά γεγονότα 39 ούτε ύψος δόξης ούτε βάθος ταπεινώσεως και περιφρονήσεως ούτε καμμιά άλλη κτίσις διαφορετική απ' αυτήν που βλέπομεν, θα ημπορέση ποτέ να μας χωρίση από την αγάπην του Θεού, όπως μας την εφανέρωσεν ο ίδιος δια μέσου του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΙΒ´ 28 - 38


28 Καὶ προσελθὼν εἷς τῶν γραμματέων, ἀκούσας αὐτῶν συζητούντων, ἰδὼν ὅτι καλῶς αὐτοῖς ἀπεκρίθη, ἐπηρώτησεν αὐτόν· Ποία ἐστὶ πρώτη πάντων ἐντολὴ; 29 ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀπεκρίθη αὐτῷ ὅτι Πρώτη πάντων ἐντολὴ· ἄκουε, Ἰσραήλ, Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν Κύριος εἷς ἐστι· 30 καὶ ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου. αὕτη πρώτη ἐντολὴ· 31 καὶ δευτέρα ὁμοία, αὕτη· ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. μείζων τούτων ἄλλη ἐντολὴ οὐκ ἔστι. 32 καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ γραμματεύς· Καλῶς, διδάσκαλε, ἐπ’ ἀληθείας εἶπας ὅτι εἷς ἐστι καὶ οὐκ ἔστιν ἄλλος πλὴν αὐτοῦ· 33 καὶ τὸ ἀγαπᾶν αὐτὸν ἐξ ὅλης τῆς καρδίας καὶ ἐξ ὅλης τῆς συνέσεως καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος, καὶ τὸ ἀγαπᾶν τὸν πλησίον ὡς ἑαυτὸν πλεῖόν ἐστι πάντων τῶν ὁλοκαυτωμάτων καὶ θυσιῶν. 34 καὶ ὁ Ἰησοῦς ἰδὼν ὅτι νουνεχῶς ἀπεκρίθη, εἶπεν αὐτῷ· Οὐ μακρὰν εἶ ἀπὸ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. καὶ οὐδεὶς οὐκέτι ἐτόλμα αὐτὸν ἐπερωτῆσαι. 35 Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς ἔλεγε διδάσκων ἐν τῷ ἱερῷ· Πῶς λέγουσιν οἱ γραμματεῖς ὅτι ὁ Χριστὸς υἱὸς Δαυῒδ ἐστι; 36 αὐτὸς γὰρ Δαυῒδ εἶπεν ἐν Πνεύματι ἁγίῳ· λέγει ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου, κάθου ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου. 37 αὐτὸς οὖν Δαυῒδ λέγει αὐτὸν Κύριον· καὶ πόθεν υἱός αὐτοῦ ἐστι; καὶ ὁ πολὺς ὄχλος ἤκουεν αὐτοῦ ἡδέως. 38 Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ἐν τῇ διδαχῇ αὐτοῦ· Βλέπετε ἀπὸ τῶν γραμματέων τῶν θελόντων ἐν στολαῖς περιπατεῖν καὶ ἀσπασμοὺς ἐν ταῖς ἀγοραῖς

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΙΒ´ 28 - 38


28 Καὶ ἀφοῦ ἐπλησίασεν ἐκεῖ ἕνας ἀπὸ τοὺς γραμματεῖς, ποὺ τοὺς ἤκουσε νὰ συζητοῦν, μολονότι εἶχεν ἀρχικῶς τὴν διάθεσιν νὰ πειράξῃ καὶ αὐτὸς τὸν Ἰησοῦν, ὅταν ἀντελήφθη ὅτι τοὺς ἀπήντησεν ὀρθῶς, τὸν ἠρώτησεν εἰλικρινῶς, ποία εἶναι ἡ πρώτη ἐντολὴ ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα παραγγέλματα τοῦ νόμου; 29 Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοῦ ἀπεκρίθη, ὅτι πρώτη ἐντολὴ ἀπὸ ὅλα τὰ παραγγέλματα εἶναι· Ἄκουε, λαὲ τοῦ Ἰσραήλ· Ὁ Κύριος, ποὺ εἶναι ὁ Θεός μας, εἶναι ὁ ἕνας καὶ μόνος Κύριος καὶ ἐκτὸς αὐτοῦ ἄλλος Κύριος δὲν ὑπάρχει. 30 Καὶ ὀφείλεις νὰ ἀγαπήσῃς Κύριον τὸν Θεόν σου ἀπὸ ὅλην τὴν καρδίαν σου, ὥστε αὐτὸν ἐξ ὁλοκλήρου νὰ ποθῇς, καὶ ἀπὸ ὅλην τὴν ψυχήν σου, ὥστε ὁλόκληρον τὸ ἐσωτερικόν σου εἰς αὐτὸν νὰ εἶναι παραδομένον, καὶ ἀπὸ τὸν νοῦν σου ὁλόκληρον, ὥστε αὐτὸν πάντοτε νὰ σκέπτεσαι, καὶ ἀπὸ ὅλην τὴν δύναμιν τῆς θελήσεώς σου. Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη ἐντολή. 31 Καὶ δευτέρα ἐντολὴ ὁμοία καὶ στενὰ συνδεδεμένη πρὸς αὐτὴν εἶναι αὕτη· Ὀφείλεις νὰ ἀγαπᾷς τὸν πλησίον σου σὰν τὸν ἑαυτόν σου. Ἄλλη ἐντολὴ μεγαλυτέρα ἀπὸ αὐτὰς τὰς δύο δὲν ὑπάρχει. 32 Καὶ ὁ γραμματεὺς εἶπεν εἰς αὐτόν· Ὡραῖα, διδάσκαλε· σύμφωνα πρὸς τὴν ἀλήθειαν εἶπες, ὅτι ὁ Κύριος εἶναι ἕνας καὶ δὲν εἶναι ἄλλος ἐκτὸς αὐτοῦ· 33 καὶ τὸ νὰ τὸν ἀγαπᾷ κανεὶς ἀπὸ ὅλην τὴν καρδίαν του καὶ ἀπὸ ὅλην τὴν δύναμιν τῆς διανοίας του καὶ ἀπὸ ὅλον τὸ ἐσωτερικόν του καὶ ἀπὸ ὅλην τὴν δύναμιν τῆς θελήσεώς του, καὶ τὸ νὰ ἀγαπᾷ κανεὶς τὸν πλησίον του σὰν τὸν ἑαυτόν του, ἀξίζει πιὸ πολὺ ἀπὸ ὅλα ἐκεῖνα τὰ θύματα, ποὺ καίονται ὁλόκληρα ἐπάνω εἰς τὸ θυσιαστήριον, καὶ ἀπὸ ὅλας τὰς θυσίας. 34 Καὶ ὁ Ἰησοῦς ὅταν εἶδεν, ὅτι γνωστικὰ καὶ φρόνιμα ἀπεκρίθη, τοῦ εἶπε· Δὲν εἶσαι μακρὰν ἀπὸ τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, ὅπως μακρὰν εἶναι οἱ ἄλλοι γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι, ποὺ μὲ ἐξωτερικοὺς μόνον τύπους ζητοῦν νὰ άρέσουν εἰς τὸν Θεόν. Καὶ κανεὶς πλέον δὲν ἐτόλμα νὰ τὸν ἐρωτήσῃ. 35 Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἔλαβε τὸν λόγον καὶ ἔλεγε διδάσκων μέσα εἰς τὸν ἱερὸν περίβολον τοῦ ναοῦ· Ἄς μᾶς ἐξηγήσουν οἱ διδάσκαλοι τοῦ νόμου, πῶς λέγουν καὶ πῶς ἐννοοῦν, ὅτι ὁ Μεσσίας Χριστὸς εἶναι ἀπόγονος τοῦ Δαβίδ; 36 Ἡ βεβαίωσις αὕτη προκαλεῖ ἀπορίαν καὶ ὑπάρχει ἀνάγκη νὰ σαφηνισθῇ. Διότι αὐτὸς ὁ Δαβὶδ εἶπε φωτιζόμενος ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα· Εἶπεν ὁ Κύριος καὶ Θεὸς εἰς τὸν Κύριόν μου Χριστόν· Κάθησε ἐπὶ τοῦ θρόνου μου εἰς τὰ δεξιά μου δοξαζόμενος καὶ τιμώμενος μαζὶ μὲ ἐμέ, ἕως ὅτου θέσω τοὺς ἐχθρούς σου σὰν ἄλλο στήριγμα, ποὺ θὰ πατοῦν ἐπάνω τὰ πόδια σου. 37 Αὐτὸς λοιπὸν ὁ Δαβὶδ καλεῖ τὸν Μεσσίαν Κύριον. Καὶ πῶς εἶναι υἱός του; Στέκει ὁ πρόγονος νὰ καλῇ τὸν τρισέγγονον καὶ ἀπόγονόν του Κύριον; Αὐτὸ σημαίνει, ὅτι ὁ Μεσσίας δὲν εἶναι μόνον υἱὸς τοῦ Δαβίδ, ἀλλὰ καὶ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ὡς τοιοῦτος εἶναι καὶ Κύριος τοῦ Δαβίδ. Καὶ ὁ πολὺς λαὸς ἤκουε τὸν Ἰησοῦν μὲ πολλὴν εὐχαρίστησιν. 38 Καὶ τοὺς ἔλεγεν εἰς τὴν διδαχήν του· Προσέχετε ἀπὸ τοὺς γραμματεῖς, οἰ ὁποῖοι εὐχαριστοῦνται νὰ περιπατοῦν μὲ στολὰς ἐπισήμους καὶ ἐπιδεικτικάς, ποὺ ἔχουν κατασκευασθῆ ἐπίτηδες δι’ αὐτούς, καὶ ἀγαποῦν τοὺς εὐλαβεῖς καὶ τιμητικοὺς χαιρετισμοὺς εἰς τὰ δημόσια κέντρα

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΙΒ´ 28 - 38


28 Επλησίασε τότε ένας από τους γραμματείς, ο οποίος όταν τους ήκουσε να συζητούν και είδεν ότι ορθώς απήντησεν εις αυτούς ο Χριστός, τον ερώτησε με ειλικρινές ενδιαφέρον· “ποία είναι η μεγαλυτέρα από όλας τας εντολάς;” 29 Ο δε Ιησούς του απήντησεν, ότι η πρώτη από όλας τας εντολάς είναι αυτή·” άκουε λαέ Ισραήλ, ο Κυριος ο Θεός ημών ένας και μόνος Κυριος είναι. 30 Και οφείλεις να αγαπάς Κυριον τον Θεόν σου με όλην σου την καρδίαν και με όλην σου την ψυχήν και με όλην την διάνοιάν σου και με όλην σου την δύναμιν, με ολόκληρον δηλαδή την ύπαρξίν σου. Αυτή είναι η πρώτη εντολή. 31 Και δευτέρα εντολή ομοία προς την πρώτην είναι αυτή· Οφείλεις να αγαπάς τον πλησίον σου, όπως τον ευατόν σου. Αλλη μεγαλυτέρα εντολή από τας δύο αυτάς δεν υπάρχει”. 32 Και είπεν εις αυτόν ο γραμματεύς· “πολύ καλά, διδάσκαλε, σύμφωνα προς την αλήθειαν απήντησες, ότι ένας είναι ο Κυριος και Θεός και εκτός από αυτόν δεν υπάρχει άλλος. 33 Και το να αγαπά κανείς αυτόν με όλην του την καρδιά και με όλην του την διάνοιαν και με όλην του την ψυχήν και με όλην την δύναμιν της θελήσεώς του και το να αγαπά τον πλησίον του σαν τον ευατόν του, είναι πολύ ανώτερον από όλα τα σφάγια, που καίονται ολόκληρα ως θυσία επάνω στο θυσιαστήριον και από όλας τας άλλας θυσίας”. 34 Οταν είδε ο Ιησούς, ότι τόσον συνετά και έξυπνα απήντησε, του είπεν· “δεν είσαι μακρυά από την βασιλείαν του Θεού, όπως είναι οι άλλοι γραμματείς και Φαρισαίοι”. Και κανείς πλέον δεν ετολμούσε να τον ερωτήση. 35 Ελαβε τότε τον λόγον ο Ιησούς και εδίδασκε εις τας αυλάς του ναού· “πως ισχυρίζονται οι γραμματείς ότι ο Χριστός είναι απλούς απόγονος του Δαυΐδ; 36 Διότι ο ίδιος ο Δαυΐδ, εμπνεόμενος από το Αγιον Πνεύμα, διεκήρυξε· Είπεν ο Κυριος στον Κυριον μου, κάθισε εκ δεξιών μου ένδοξος όπως εγώ, έως ότου συντρίψω τους εχθρούς σου και τους θέσω υποπόδιον των ποδών σου. 37 Ο ίδιος, λοιπόν, ο Δαυίδ ονομάζει τον Μεσσίαν Κυριον· και πως λοιπόν είναι δυνατόν ο Μεσσίας να είναι μόνον απλούς απόγονός του;” Και ο πολύς λαός ήκουεν τον Ιησούν με μεγάλην ευχαρίστησιν. 38 Και τους έλεγε εις την διδασκαλίαν του· “προσέχετε από τους γραμματείς, οι οποίοι θέλουν να εμφανίζωνται και να περιπατούν με επισήμους και ειδικάς δι' αυτούς στολάς και επιδιώκουν τους τιμητικούς χαιρετισμούς εις τας αγοράς

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα