❌
Κυριακή, 22 Ιανουαρίου 2023

Άγιος Τιμόθεος ο Απόστολος, Άγιος Αναστάσιος ο Πέρσης ο Οσιομάρτυρας
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ' ΛΟΥΚΑ. Τιμοθέου ἀποστόλου (†96), Ἀναστασίου ὁσιομἁρτυρος τοῦ Πέρσου (†628), Βησσαρίωνος ὁσίου τοῦ νέου (†1991).
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον
Ἑωθινόν


ΠΡΟΣ ΤΙΜΟΘΕΟΝ Α' Δ´ 9 - 15


9 πιστὸς ὁ λόγος καὶ πάσης ἀποδοχῆς ἄξιος· 10 εἰς τοῦτο γὰρ καὶ κοπιῶμεν καὶ ὀνειδιζόμεθα, ὅτι ἠλπίκαμεν ἐπὶ Θεῷ ζῶντι, ὅς ἐστι σωτὴρ πάντων ἀνθρώπων, μάλιστα πιστῶν. 11 Παράγγελλε ταῦτα καὶ δίδασκε. 12 μηδείς σου τῆς νεότητος καταφρονείτω, ἀλλὰ τύπος γίνου τῶν πιστῶν ἐν λόγῳ, ἐν ἀναστροφῇ, ἐν ἀγάπῃ, ἐν πνεύματι, ἐν πίστει, ἐν ἁγνείᾳ. 13 ἕως ἔρχομαι πρόσεχε τῇ ἀναγνώσει, τῇ παρακλήσει, τῇ διδασκαλίᾳ. 14 μὴ ἀμέλει τοῦ ἐν σοὶ χαρίσματος, ὃ ἐδόθη σοι διὰ προφητείας μετὰ ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τοῦ πρεσβυτερίου. 15 ταῦτα μελέτα, ἐν τούτοις ἴσθι, ἵνα σου ἡ προκοπὴ φανερὰ ᾖ ἐν πᾶσιν.

ΠΡΟΣ ΤΙΜΟΘΕΟΝ Α' Δ´ 9 - 15


9 Ὅτι δὲ οἱ ἀγῶνες τῆς εὐσεβοῦς καὶ ἁγίας ζωῆς ὠφελοῦν καὶ εἰς τὴν παροῦσαν καὶ εἰς τὴν μέλλουσαν ζωήν, εἶναι λόγος ἀξιόπιστος καὶ ἄξιος νὰ τὸν παραδεχθῇ κανεὶς μὲ ὅλην τὴν καρδίαν του. 10 Διότι δὲ εἶναι ἀξιόπιστος ὁ λόγος οὗτος, δι’ αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ ἡμεῖς κοπιάζομεν καὶ περιπαιζόμεθα ὡς βλάκες δῆθεν καὶ ἀνόητοι, ἐπειδὴ ἔχομεν στηρίξει τὰς ἐλπίδας μας εἰς τὸν ζῶντα Θεόν, ποὺ εἶναι σωτὴρ ὅλων τῶν ἀνθρώπων, τοὺς ὁποίους συντηρεῖ μὲ τὴν πρόνοιάν του, πρὸ παντὸς δὲ εἶναι σωτὴρ τῶν πιστῶν, τοὺς ὁποίους σώζει ἀπὸ τὸν αἰώνιον θάνατον. 11 Μὲ τὸ κῦρος καὶ τὴν ἐξουσίαν τοῦ ἀξιώματός σου πρότρεπε καὶ δίδασκε αὐτά, ποὺ σοῦ γράφω. 12 Παρὰ τὴν νεότητά σου παρουσίασε βίον φρονίμου καὶ ἐναρέτου γέροντος, ὥστε κανεὶς νὰ μὴ καταφρονῇ τὸ νεαρὸν τῆς ἡλικίας σου. Ἀλλὰ παρ’ ὅλην τὴν νεότητά σου γίνου παράδειγμα τῶν πιστῶν καὶ εἰς τοὺς λόγους σου καὶ εἰς τὴν συμπεριφοράν σου κατὰ τὰς συναναστροφάς σου πρὸς αὐτοὺς καὶ εἰς τὴν ἀγάπην, ποὺ θὰ δεικνύῃς εἰς ὅλους, καὶ εἰς τὴν πνευματικὴν ζωήν, ποὺ μὲ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος θὰ ζῇς, καὶ εἰς τὴν πίστιν καὶ εἰς τὴν ἁγνότητα καὶ καθαρότητα τοῦ βίου. 13 Ἕως ὅτου ἔλθω, σοῦ συνιστῶ νὰ καταγίνεσαι μὲ ἐπιμέλειαν εἰς τὴν ἀνάγνωσιν τῶν Ἁγίων Γραφῶν, εἰς τὴν παρηγορίαν καὶ νουθεσίαν τῶν θλιβομένων καὶ κλονιζομένων, εἰς τὴν διδασκαλίαν ὅλων τῶν πιστῶν. 14 Μὴ παραμλῇς τὸ θεῖον χάρισμα,ποὺ ὑπάρχει μέσα σου καὶ σοῦ ἐδόθη μὲ ἐπίθεσιν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς σου τῶν χειρῶν τοῦ σώματος τῶν πρεσβυτέρων, κατόπιν ἐκλογῆς, εἰς τὴν ὁποίαν ὠδηγήθημεν ἀπὸ προφητικὴν ἀποκάλυψιν. 15 Σοῦ συνιστῶ νὰ μελετᾷς αὐτά, ποὺ σοῦ γράφω. Ὁλόκληρος ἡ διάνοιά σου καὶ ἡ ὕπαρξίς σου νὰ εἶναι εἰς αὐτά, διὰ νὰ γίνῃ φανερὰ εἰς ὅλους ἡ πρόοδός σου καὶ δώσῃς εἰς ὅλους τὸ καλὸν παράδειγμα.

ΠΡΟΣ ΤΙΜΟΘΕΟΝ Α' Δ´ 9 - 15


9 Αυτός δε ο λόγος, που σου γράφω, είναι αξιόπιστος και άξιος να γίνη δεκτός με όλην την καρδίαν. 10 Δι' αυτό ακριβώς και ημείς κοπιάζωμεν και γινόμεθα αντικείμενον εμπαιγμών και ειρωνειών, διότι έχομεν τας ελπίδας μας στον ζώντα Θεόν, ο οποίος είναι σωτήρ και τρφοδότης όλων των ανθρώπων, μάλιστα δε σωτήρ των πιστών, στους οποίους χαρίζει την αιωνίαν ζωήν. 11 Αυτά να παραγγέλλης συνεχώς, αυτά που σου γράφω να διδάσκης. 12 Κανείς ας μη προκαταλαμβάνεται και ας μη καταφρονή το νεαρόν της ηλικίας σου, αλλά συ, καίτοι είσαι νέος ακόμη, να γίνης τύπος και παράδειγμα των πιστών στον λόγον σου, εις την συναναστροφήν σου με τους άλλους ανθρώπους, εις την αγάπην που θα δεικνύης προς τους όλους, εις την πνευματικήν ζωήν, εις την φωτισμένην πίστιν, εις την αγνότητα και καθαρότητα της ζωής σου. 13 Εως ότου έλθω να επιδίδεσαι με επιμέλειαν και προσοχήν εις την ανάγνωσιν των Γραφών, εις την παρηγορίαν και νουθεσίαν των πιστών, εις την διδασκαλίαν όλων. 14 Μη αδιαφορής και μη παραμελής το χάρισμα, που υπάρχει εις σε, και το οποίον σου εδόθη με επίθεσιν των χειρών της τάξεως των πρεσβυτέρων, σύμφωνα με προφητικήν αποκάλυψιν εκ μέρους του Θεού. 15 Αυτά, που σου γράφω, να τα μελετάς πάντοτε· μέσα εις αυτά να μένης με την ψυχήν και την διάνοιαν, δια να γίνη έτσι φανερά η πρόοδός σου εις όλους, και να χρησιμεύση ως καλόν παράδειγμα.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΘ´ 1 - 10


1 Καὶ εἰσελθὼν διήρχετο τὴν Ἰεριχώ· 2 καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ὀνόματι καλούμενος Ζακχαῖος, καὶ αὐτὸς ἦν ἀρχιτελώνης, καὶ οὗτος ἦν πλούσιος, 3 καὶ ἐζήτει ἰδεῖν τὸν Ἰησοῦν τίς ἐστι, καὶ οὐκ ἠδύνατο ἀπὸ τοῦ ὄχλου, ὅτι τῇ ἡλικίᾳ μικρὸς ἦν. 4 καὶ προδραμὼν ἔμπροσθεν ἀνέβη ἐπὶ συκομορέαν, ἵνα ἴδῃ αὐτόν, ὅτι δι’ ἐκείνης ἤμελλε διέρχεσθαι. 5 καὶ ὡς ἦλθεν ἐπὶ τὸν τόπον, ἀναβλέψας ὁ Ἰησοῦς εἶδεν αὐτόν καὶ εἶπεν πρὸς αὐτόν· Ζακχαῖε, σπεύσας κατάβηθι· σήμερον γὰρ ἐν τῷ οἴκῳ σου δεῖ με μεῖναι. 6 καὶ σπεύσας κατέβη, καὶ ὑπεδέξατο αὐτὸν χαίρων. 7 καὶ ἰδόντες πάντες διεγόγγυζον λέγοντες ὅτι παρὰ ἁμαρτωλῷ ἀνδρὶ εἰσῆλθε καταλῦσαι. 8 σταθεὶς δὲ Ζακχαῖος εἶπε πρὸς τὸν Κύριον· Ἰδοὺ τὰ ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοῖς πτωχοῖς, καὶ εἴ τινός τι ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν. 9 εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς ὅτι σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο, καθότι καὶ αὐτὸς υἱὸς Ἀβραάμ ἐστιν· 10 ἦλθε γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ζητῆσαι καὶ σῶσαι τὸ ἀπολωλός.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΘ´ 1 - 10


1 Καὶ ἀφοῦ ἐμβῆκεν εἰς τὴν Ἱεριχῶ, διέβαινε τὴν πόλιν. 2 Καὶ ἰδοὺ ὑπῆρχεν ἐκεῖ ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ ἐκαλεῖτο Ζακχαῖος· καὶ αὐτὸς ἦτο ἀρχιτελώνης καὶ πολὺ πλούσιος. 3 Καὶ ἐζήτει νὰ ἴδῃ τὸν Ἰησοῦν ποῖος εἶναι, καὶ δὲν ἠμποροῦσεν ἀπὸ τὴν συρροὴν τοῦ λαοῦ, διότι ἦτο κοντὸς κατὰ τὸ ἀνάστημα καὶ ἐσκεπάζετο ἀπὸ τὸ πλῆθος. 4 Καὶ ἀφοῦ ἔτρεξεν ἐμπρὸς ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ ἀκολουθοῦσαν τὸν Ἰησοῦν, ἀνέβη σὰν νὰ ἦτο μικρὸ παιδὶ εἰς μίαν σοκομορέαν διὰ νὰ τὸν ἴδη, διότι ἀπὸ τὸν δρόμον ἐκεῖνον, εἰς τὸν ὁποῖον εὑρίσκετο τὸ δένδρον αὐτό, ἔμελλε νὰ διέλθῃ ὁ Ἰησοῦς. 5 Καὶ εὐθὺς ὡς ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸν τόπον αὐτόν, ἐσήκωσε τὰ μάτια του καὶ τὸν εἶδε, καὶ χωρὶς νὰ τὸν γνωρίζῃ ἀπὸ παλαιότερα, τὸν ἐφώναξε μὲ τὸ ὄνομά του καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· Ζακχαῖε, κατέβα γρήγορα, διότι σήμερον πρέπει ἐγὼ σύμφωνα μὲ τὴν θείαν βουλήν, ποὺ παρασκευάζει τὴν σωτηρίαν σου, νὰ μείνω εἰς τὸ σπίτι σου. 6 Καὶ κατέβη ὁ Ζακχαῖος γρήγορα καὶ τὸν ὑπεδέχθη εἰς τὸ σπίτι του μὲ χαράν. 7 Καὶ ὅταν εἶδαν, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἐπροτίμησε τὸ σπίτι τοῦ Ζακχαίου, ἐμουρμούριζαν ὅλοι μεταξύ των μὲ ἀγανάκτησιν καὶ περιφρόνησιν κατὰ τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἔλεγαν, ὅτι εἰς τὸ σπίτι ἀνθρώπου ἁμαρτωλοῦ ἐμβῆκε νὰ μείνῃ καὶ νὰ ἀναπαυθῇ. 8 Ἐστάθη δὲ ὁ Ζακχαῖος ἐμπρὸς εἰς τὸν Κύριον καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· Ἰδοὺ τὰ μισὰ ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά μου, Κύριε, τὰ δίδω ἐλεημοσύνην εἰς τοὺς πτωχούς. Καὶ ἐὰν τυχὸν ὡς τελώνης μετεχειρίσθην συκοφαντίαν καὶ ψευδεῖς καταγγελίας καὶ ἀναφορὰς διὰ νὰ ἀδικήσω καὶ καταχρασθῶ κανένα εἰς τίποτε, τοῦ τὸ γυρίζω πίσω τετραπλάσιον. 9 Εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς, ὅτι σήμερον εἰς τὸ σπίτι αὐτό, τόσον εἰς τὸν οἰκοδεσπότην, ὅσον καὶ εἰς τοὺς οἰκιακούς του, συνετελέσθη διὰ τῆς ἐπισκέψεώς μου σωτηρία. Ἐπεβάλλετο δὲ νὰ σωθῇ καὶ ὁ ἀρχιτελώνης οὗτος, διότι καὶ αὐτὸς ἐξ ἴσου πρὸς σᾶς, ποὺ γογγύζετε, εἶναι υἱὸς καὶ ἀπόγονος τοῦ Ἀβραάμ, εἰς τὸν ὁποῖον ἔχει δοθῇ ἀπὸ τὸν Θεὸν ἡ ἐπαγγελία τῆς σωτηρίας. 10 Ἔπρεπε δὲ νὰ συντελέσω ἐγὼ εἰς τὴν σωτηρίαν αὐτήν, διότι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἦλθεν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ εἰς τὴν γῆν, διὰ νὰ ζητήσῃ καὶ σώσῃ τὸ ὡς ἄλλο χαμένον πρόβατον κινδυνεῦον νὰ ἀποθάνῃ ἐν τῇ ἁμαρτίᾳ σύνολον τῆς ἀνθρωπότητος.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΘ´ 1 - 10


1 Και αφού εισήλθε εις την Ιεριχώ, διέβαινε την πόλιν. 2 Και ιδού υπήρχεν εκεί ένας άνθρωπος, ονόματι Ζακχαίος, και αυτός ήτο αρχιτελώνης και πολύ πλούσιος. 3 Και εζητούσε να ιδή τον Ιησούν, ποίος είναι, και δεν ημπορούσε ένεκα του πολλού πλήθους, διότι αυτός ήτο μικρός κατά το ανάστημα. 4 Και αφού έτρεξε εμπρός, ανέβηκε εις μία συκομορέαν, χωρίς να λογαριάση την θέσιν και την ηλικίαν του, δια να ίδη τον Ιησούν, διότι από τον δρόμον εκείνον θα επερνούσε. 5 Και ο Κυριος αμέσως μόλις έφθασε στον τόπον της συκομορέας, ύψωσε τα μάτια του, τον είδε και είπε προς αυτόν· “Ζακχαίε, κατέβα γρήγορα, διότι σήμερα πρέπει να μείνω στο σπίτι σου”. 6 Και ο Ζακχαίος κατέβηκε γρήγορα και τον υπεδέχθη με μεγάλην χαράν. 7 Και όταν είδαν το γεγονός αυτό, εγόγγυζαν όλοι μεταξύ των και με αγανάκτησιν έλεγαν, ότι εμπήκε να καταλύση στο σπίτι αμαρτωλού ανθρώπου. 8 Εστάθη δε ο Ζακχαίος εμπρός στον Κυριον και του είπε· “Κυριε, ιδού, τα μισά από τα υπάρχοντά μου τα δίδω στους πτωχούς. Και αν τυχόν, σαν τελώνης που είμαι, αδίκησα με ψευδείς μαρτυρίας κάποιον και εισέπραξα περισσότερα, του τα επιστρέφω τετραπλάσια”. 9 Ο Ιησούς ιδών την ειλικρινή μετάνοιαν του Ζακχαίου είπε προς αυτόν ότι “σήμερον στο σπίτι τούτο ήλθε σωτηρία εκ μέρους του Θεού, διότι και αυτός ο αρχιτελώνης είναι απόγονος του Αβραάμ, ο οποίος είχε λάβει από τον Θεόν υποσχέσεις δια την σωτηρίαν των απογόνων του. 10 Διότι ο υιός του ανθρώπου ήλθε να αναζητήση και σώση τον αμαρτωλόν άνθρωπον, που ομοιάζει με το χαμένο πρόβατο”.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




Ἦχος βαρύς - Ἑωθινόν Ι´
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΚΑ´ 1 - 14


1 Μετὰ ταῦτα ἐφανέρωσεν ἑαυτὸν πάλιν ὁ Ἰησοῦς τοῖς μαθηταῖς ἐπὶ τῆς θαλάσσης τῆς Τιβεριάδος· ἐφανέρωσε δὲ οὕτως. 2 ἦσαν ὁμοῦ Σίμων Πέτρος, καὶ Θωμᾶς ὁ λεγόμενος Δίδυμος, καὶ Ναθαναὴλ ὁ ἀπὸ Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οἱ τοῦ Ζεβεδαίου καὶ ἄλλοι ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ δύο. 3 λέγει αὐτοῖς Σίμων Πέτρος· Ὑπάγω ἁλιεύειν. λέγουσιν αὐτῷ· Ἐρχόμεθα καὶ ἡμεῖς σὺν σοί. ἐξῆλθον καὶ ἐνέβησαν εἰς τὸ πλοῖον εὐθύς, καὶ ἐν ἐκείνῃ τῇ νυκτὶ ἐπίασαν οὐδέν. 4 πρωΐας δὲ ἤδη γενομένης ἔστη ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸν αἰγιαλόν· οὐ μέντοι ᾔδεισαν οἱ μαθηταὶ ὅτι Ἰησοῦς ἐστι. 5 λέγει οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Παιδία, μή τι προσφάγιον ἔχετε; ἀπεκρίθησαν αὐτῷ· Οὔ. 6 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Βάλετε εἰς τὰ δεξιὰ μέρη τοῦ πλοίου τὸ δίκτυον, καὶ εὑρήσετε. ἔβαλον οὖν, καὶ οὐκέτι αὐτὸ ἑλκύσαι ἴσχυσαν ἀπὸ τοῦ πλήθους τῶν ἰχθύων. 7 λέγει οὖν ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος, ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς, τῷ Πέτρῳ· Ὁ Κύριός ἐστι. Σίμων οὖν Πέτρος ἀκούσας ὅτι ὁ Κύριός ἐστι, τὸν ἐπενδύτην διεζώσατο· ἦν γὰρ γυμνός· καὶ ἔβαλεν ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλασσαν· 8 οἱ δὲ ἄλλοι μαθηταὶ τῷ πλοιαρίῳ ἦλθον· οὐ γὰρ ἦσαν μακρὰν ἀπὸ τῆς γῆς, ἀλλ’ ὡς ἀπὸ πηχῶν διακοσίων· σύροντες τὸ δίκτυον τῶν ἰχθύων. 9 ὡς οὖν ἀπέβησαν εἰς τὴν γῆν, βλέπουσιν ἀνθρακιὰν κειμένην καὶ ὀψάριον ἐπικείμενον καὶ ἄρτον. 10 λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Ἐνέγκατε ἀπὸ τῶν ὀψαρίων ὧν ἐπιάσατε νῦν. 11 ἀνέβη Σίμων Πέτρος καὶ εἵλκυσε τὸ δίκτυον ἐπὶ τῆς γῆς, μεστὸν ἰχθύων μεγάλων ἑκατὸν πεντήκοντα τριῶν· καὶ τοσούτων ὄντων οὐκ ἐσχίσθη τὸ δίκτυον. 12 λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Δεῦτε ἀριστήσατε. οὐδεὶς δὲ ἐτόλμα τῶν μαθητῶν ἐξετάσαι αὐτόν σὺ τίς εἶ, εἰδότες ὅτι ὁ Κύριός ἐστιν. 13 ἔρχεται οὖν ὁ Ἰησοῦς καὶ λαμβάνει τὸν ἄρτον καὶ δίδωσιν αὐτοῖς καὶ τὸ ὀψάριον ὁμοίως. 14 Τοῦτο ἤδη τρίτον ἐφανερώθη ὁ Ἰησοῦς τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν.

Ἦχος βαρύς - Ἑωθινόν Ι´
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΚΑ´ 1 - 14


1 Μετὰ ταῦτα ἐφανέρωσε τὸν ἑαυτόν του πάλιν ὁ Ἰησοῦς εἰς τοὺς μαθητάς του εἰς τὴν λίμνην τῆς Τιβεριάδος. Τὸν ἐφανέρωσε δὲ κατὰ τὸν ἑξῆς τρόπον. 2 Ἦσαν μαζὶ ὁ Σίμων Πέτρος, καὶ ὁ Θωμᾶς, ποὺ ἐλέγετο Δίδυμος, καὶ ὁ Ναθαναήλ, ποὺ κατήγετο ἀπὸ τὴν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οἱ υἱοὶ τοῦ Ζεβεδαίου, καὶ ἄλλοι δύο ἀπὸ τοὺς μαθητάς του. 3 Λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Σίμων Πέτρος· Πηγαίνω νὰ ψαρέψω. Λέγουν εἰς αὐτὸν ἐκεῖνοι· Ἐρχόμεθα καὶ μεῖς μαζί σου. Ἐβγῆκαν λοιπὸν ἀπὸ τὸ κατάλυμά των πρὸς τὴν θάλασσαν καὶ ἐμβῆκαν ἀμέσως εἰς τὸ πλοῖον καὶ ἤρχισαν νὰ ψαρεύουν. Καὶ κατ’ ἐκείνην τὴν νύκτα δὲν ἔπιασαν τίποτε. 4 Ὅταν δὲ πλέον ἔγινε πρωΐ, ἐστάθη ὁ Ἰησοῦς στὴν ἀκρογιαλιά. Οἱ μαθηταὶ ὅμως δὲν ἀντελήφθησαν, ὅτι αὐτός, ποὺ ἐστέκετο, ἦτο ὁ Ἰησοῦς. 5 Σὰν νὰ ἦτο λοιπὸν ξένος καὶ ἄγνωστος διαβάτης, λέγει πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Παιδιά, μήπως ἔχετε κανένα ψάρι γιὰ προσφάγι; Ἀπεκρίθησαν εἰς αὐτόν· Ὄχι. 6 Ἐκεῖνος δὲ τότε εἶπε πρὸς αὐτούς· Ρίψατε τὸ δίκτυον εἰς τὰ δεξιὰ τοῦ πλοίου καὶ θὰ εὕρετε. Ἔρριψαν λοιπὸν σύμφωνα μὲ τὴν σύστασιν αὐτὴν καὶ δὲν ἠμπόρεσαν νὰ τραβήξουν ἐπάνω τὸ δίκτυον ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ψαριῶν, ποὺ εἶχε πιάσει. 7 Κατόπιν λοιπὸν ἀπὸ τὴν πρωτοφανῆ αὐτὴν ἐπιτυχίαν, λέγει ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖον ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς, εἰς τὸν Πέτρον· Αὐτός, ποὺ τὸν ἐνομίσαμεν ὡς ξένον, εἶναι ὁ Κύριος. Ὁ Σίμων Πέτρος λοιπόν, ὅταν ἤκουσεν, ὅτι ἐκεῖ ἦτο ὁ Κύριος, ἐφόρεσε βιαστικὰ καὶ ἐζώσθη τὸν ἐργατικὸν σάκκον του, διότι μέχι τῆς στιγμῆς ἐκείνης ἦτο σχεδὸν γυμνός· καὶ ὁρμητικός, καθὼς ἦτο, ἐρρίφθη εἰς τὴν θάλασσαν, διὰ νὰ συναντήσῃ τὸ συντομώτερον τὸν Διδάσκαλον. 8 Οἱ ἄλλοι μαθηταὶ ὅμως ἦλθαν πρὸς τὸν Ἰησοῦν μὲ τὸ πλοιάριον· διότι δὲν ἦσαν μακρὰν ἀπὸ τὴν ξηράν, ἀλλ’ ἀπεῖχον περίπου διακόσιες πήχεις. Καὶ ἦλθαν σύροντες τὸ γεμᾶτον ἀπὸ τὰ συλληφθέντα ψάρια δίκτυον. 9 Εὐθὺς λοιπὸν ὡς ἀπεβιβάσθησαν εἰς τὴν ξηράν, κάθυγροι καὶ κατάκοποι καὶ πεινασμένοι, βλέπουν ἕτοιμον κατὰ γῆς σωρὸν ἀπὸ κάρβουνα ἀναμμένα καὶ ἐπάνω εἰς αὐτὸν ἕνα ψάρι καὶ χωριστὰ εἰς μικρὰν ἀπόστασιν ἕνα ἄρτον. Ηὗραν δηλαδὴ φωτιά, διὰ νὰ θερμανθοῦν καὶ ξηρανθοῦν τὰ ἐνδύματά των, καὶ φαγητὸν διὰ τὸ πρωϊνόν τους. 10 Καὶ διὰ νὰ συμπληρωθῇ τὸ πρωϊνὸν αὐτὸ καὶ ἀπὸ τὸ προϊὸν τοῦ κόπου των, λέει εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Φέρετε καὶ ἀπὸ τὰ ψάρια, ποὺ ἐπιάσατε τώρα. 11 Ἐπειδὴ δὲ τὸ δίκτυον ἦτο ἀκόμη μέσα εἰς τὴν λίμνην καὶ ἕνεκα τοῦ βάρους του ἦτο δύσκολον νὰ τραβηχθῇ, ἀνέβη ὁ Σίμων Πέτρος ὡς ἐμπειρότερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους εἰς τὸ πλοιάριον καὶ ἐτράβηξε τὸ δίκτυον εἰς τὴν ξηράν, γεμᾶτον ἀπὸ ψάρια μεγάλα ἑκατὸν πεντήκοντα τρία. Καίτοι δὲ ἦσαν τόσον πολλὰ τὰ ψάρια, δὲν ἐσχίσθη τὸ δίκτυον. 12 Λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Ἔλθετε τώρα νὰ πάρετε τὸ πρωϊνόν σας. Ἐν τῷ μεταξὺ δὲ κανεὶς ἀπὸ τοὺς μαθητὰς δὲν ἐτόλμα νὰ τὸν ἐξετάσῃ καὶ νὰ τὸν ἐρωτήσῃ· Ποῖος εἶσαι σύ; Διότι ἤξευραν, ὅτι εἶναι ὁ Κύριος. Καὶ συνεπῶς ᾐσθάνοντο ἀπέναντι τοῦ φόβον καὶ βαθὺν σεβασμόν. 13 Ἀφοῦ λοιπὸν κατόπιν τῆς προσκλήσεως τοῦ Ἰησοῦ ἦλθαν οἱ μαθηταὶ νὰ φάγουν, ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς καὶ παίρνει εἰς τὰς χεῖρας του τὸν ἄρτον καὶ ἐμοίρασε τοῦτον εἰς αὐτούς, ὁμοίως δὲ καὶ τὸ ὀψάριον. 14 Αὐτὴ ἦτο ἡ τρίτη φορὰ ἕως τότε, ποὺ ἐφανερώθη ὁ Ἰησοῦς εἰς συναθροισμένους τοὺς μαθητάς του, ἀφ’ ὅτου ἀνεστήθη ἐκ νεκρῶν.

Ἦχος βαρύς - Ἑωθινόν Ι´
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΚΑ´ 1 - 14


1 Επειτα από αυτά, εφανέρωσε τον ευατόν του πάλιν ο Ιησούς κοντά εις την λίμνην της Τιβεριάδος· εφανερώθηκε δε ως εξής· 2 Ησαν μαζή ο Σιμων Πετρος και ο Θωμάς, που ελέγετο Διδυμος, και ο Ναθαναήλ, που κατήγετο από την Κανά της Γαλιλαίας, και οι υιοί του Ζεβεδαίου και άλλοι δύο από τους μαθητάς του. 3 Λεγει εις αυτούς ο Σιμων Πετρος· “πηγαίνω να ψαρέψω”. Λεγουν εις αυτόν και εκείνοι· “ερχόμαστε και ημείς μαζή σου”. Εβγήκαν, λοιπόν, προς την θάλασσαν, εμπήκαν αμέσως στο πλοίον και ήρχισαν να ρίπτουν τα δίκτυα. Εκείνη όμως την νύκτα δεν έπιασαν τίποτε. 4 Οταν δε πλέον έγινε πρωϊ, εστάθηκεν ο Ιησούς εις την παραλίαν. Οι μαθηταί όμως δεν αντελήφθησαν ότι αυτός είναι ο Ιησούς. 5 Λεγει, λοιπόν, εις αυτούς ο Ιησούς σαν άγνωστος διαβάτης και με την συνηθισμένην τότε οικειότητα μεταξύ των ανθρώπων, “παιδιά, μήπως έχετε κανένα ψάρι για προσφάγι;” Του απήντησαν· “όχι· δεν έχομεν τίποτε”. 6 Εκείνος τότε τους είπε· “ρίξτε το δίκτυ εις τα δεξιά μέρη του πλοίου και θα βρήτε ψάρια”. Ερριξαν τότε το δίκτυ και επιασαν τόσον πολλά, ώστε δεν ημπόρεσαν πλέον να σηκώσουν το δίκτυον και να το τραβήξουν επάνω στο πλοίον από το πλήθος των ψαριών. 7 Ο μαθητής εκείνος, τον οποίον αγαπούσε ιδιαιτέρως ο Ιησούς, εθυμήθηκε τότε και άλλην, προ τριών ετών, θαυμαστήν αλιείαν πλήθους ψαριών και λέγει στον Πετρον· “αυτός είναι ο Κυριος”. Οταν, λοιπόν, ο Σιμων Πετρος ήκουσε ότι αυτός που στέκεται εκεί είναι ο Κυριος, έρριξε επάνω του και εζώστηκε τον επενδύτην. Διότι ήτο σχεδόν γυμνός κατά τας ώρας του ψαρέματος. Ερρίφθη εις την θάλασσαν, δια να έλθη όσον ημπορούσε συντομώτερα προς τον Κυριον. 8 Οι άλλοι όμως μαθηταί ήλθαν με το πλοιάριον, διότι δεν απείχαν πολύ από την ξηράν, αλλά περίπου διακόσιες πήχες, δηλαδή εκατό περίπου μέτρα. Και ήλθαν σύροντες το δίκτυ, που ήτο γεμάτο ψάρια. 9 Αμέσως δε μόλις εβγήκαν εις την ξηράν, βρεγμένοι και πεινασμένοι, βλέπουν αναμμένα κάρβουνα σωρόν και επάνω εις αυτά ψάρι και κοντά εις την φωτιά ψωμί. 10 Λεγει εις αυτούς ο Ιησούς· “φέρτε και από τα ψάρια, που επιάσατε τώρα”. 11 Ανέβηκε ο Σιμων Πετρος στο πλοιάριον και ετράβηξε εις την ξηράν το δίκτυ, γεμάτο από εκατόν πενήντα τρία μεγάλα ψάρια. Και ενώ τόσον πολλά και μεγάλα ήσαν τα ψάρια, δεν εσχίσθηκε το δίκτυον. 12 Λεγει εις αυτούς ο Ιησούς· “ελάτε τώρα να φάτε το πρωϊνό σας φαγητό”. Κανείς δε από τους μαθητάς δεν ετολμούσε να τον εξετάση και να τον ερωτήση, ποιός είσαι συ, διότι όλοι εγνώριζαν πολύ καλά ότι αυτός είναι ο Κυριος. 13 Ερχεται λοιπόν ο Ιησούς και παίρνει το ψωμί εις τα χέρια του και τους το εμοίρασε, επίσης δε και το ψάρι. 14 Αυτή ήτο η τρίτη φορά, που εφανερώθηκε ο Ιησούς εις συγκεντρωμένους μαθητάς του, από την ημέραν που ανεστήθη εκ νεκρών.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα





Πατήστε στην εικόνα για να διαβάσετε τη «Φωνή Κυρίου» της Κυριακής, έκδοση της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος