❌
Πέμπτη, 19 Ιανουαρίου 2023

Όσιοι Μακάριος ο Αιγύπτιος και Μακάριος ο Αλεξανδρεύς, Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, Άγιος Αρσένιος Αρχιεπίσκοπος Κερκύρας
Μακαρίου ὁσίου τοῦ Αἰγυπτίου. Ἀρσενίου Κερκύρας, Μάρκου ἀρχιεπ. ᾿Εφέσου τοῦ Εὑγενικοῦ († 23 Ἰουν. 1444), Μακαρίου ὁσ. ἱεροδιακὀνου τοῦ Πατμίου.
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΑΚΩΒΟΥ Δ´ 7 - 17


7 Ὑποτάγητε οὖν τῷ Θεῷ. ἀντίστητε τῷ διαβόλῳ, καὶ φεύξεται ἀφ’ ὑμῶν· 8 ἐγγίσατε τῷ Θεῷ, καὶ ἐγγιεῖ ὑμῖν. καθαρίσατε χεῖρας ἁμαρτωλοί καὶ ἁγνίσατε καρδίας δίψυχοι. 9 ταλαιπωρήσατε καὶ πενθήσατε καὶ κλαύσατε· ὁ γέλως ὑμῶν εἰς πένθος μεταστραφήτω καὶ ἡ χαρὰ εἰς κατήφειαν. 10 ταπεινώθητε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, καὶ ὑψώσει ὑμᾶς. 11 Μὴ καταλαλεῖτε ἀλλήλων, ἀδελφοί, ὁ καταλαλῶν ἀδελφοῦ καὶ κρίνων τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ καταλαλεῖ νόμου καὶ κρίνει νόμον· εἰ δὲ νόμον κρίνεις, οὐκ εἶ ποιητὴς νόμου, ἀλλὰ κριτής. 12 εἷς ἐστιν ὁ νομοθέτης καὶ κριτής, ὁ δυνάμενος σῶσαι καὶ ἀπολέσαι· σὺ δὲ τίς εἶ ὃς κρίνεις τὸν ἕτερον; 13 Ἄγε νῦν οἱ λέγοντες· σήμερον καὶ αὔριον πορευσόμεθα εἰς τήνδε τὴν πόλιν καὶ ποιήσομεν ἐκεῖ ἐνιαυτὸν ἕνα καὶ ἐμπορευσόμεθα καὶ κερδήσομεν· 14 οἵτινες οὐκ ἐπίστασθε τὸ τῆς αὔριον· ποία γὰρ ἡ ζωὴ ὑμῶν; ἀτμὶς γὰρ ἔσται ἡ πρὸς ὀλίγον φαινομένη, ἔπειτα δὲ καὶ ἀφανιζομένη· 15 ἀντὶ τοῦ λέγειν ὑμᾶς, ἐὰν ὁ Κύριος θελήσῃ, καὶ ζήσομεν καὶ ποιήσομεν τοῦτο ἢ ἐκεῖνο. 16 νῦν δὲ καυχᾶσθε ἐν ταῖς ἀλαζονείαις ὑμῶν· πᾶσα καύχησις τοιαύτη πονηρά ἐστιν. 17 εἰδότι οὖν καλὸν ποιεῖν καὶ μὴ ποιοῦντι, ἁμαρτία αὐτῷ ἐστιν.

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΑΚΩΒΟΥ Ε´ 1 - 9


1 Ἄγε νῦν οἱ πλούσιοι, κλαύσατε ὀλολύζοντες ἐπὶ ταῖς ταλαιπωρίαις ὑμῶν ταῖς ἐπερχομέναις. 2 ὁ πλοῦτος ὑμῶν σέσηπε καὶ τὰ ἱμάτια ὑμῶν σητόβρωτα γέγονεν, 3 ὁ χρυσὸς ὑμῶν καὶ ὁ ἄργυρος κατίωται, καὶ ὁ ἰὸς αὐτῶν εἰς μαρτύριον ὑμῖν ἔσται καὶ φάγεται τὰς σάρκας ὑμῶν. ὡς πῦρ ἐθησαυρίσατε ἐν ἐσχάταις ἡμέραις. 4 Ἰδοὺ ὁ μισθὸς τῶν ἐργατῶν τῶν ἀμησάντων τὰς χώρας ὑμῶν ὁ ἀπεστερημένος ἀφ’ ὑμῶν κράζει, καὶ αἱ βοαὶ τῶν θερισάντων εἰς τὰ ὦτα Κυρίου Σαβαὼθ εἰσεληλύθασιν. 5 ἐτρυφήσατε ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐσπαταλήσατε, ἐθρέψατε τὰς καρδίας ὑμῶν ὡς ἐν ἡμέρᾳ σφαγῆς. 6 κατεδικάσατε, ἐφονεύσατε τὸν δίκαιον· οὐκ ἀντιτάσσεται ὑμῖν. 7 Μακροθυμήσατε οὖν, ἀδελφοί, ἕως τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου. ἰδοὺ ὁ γεωργὸς ἐκδέχεται τὸν τίμιον καρπὸν τῆς γῆς, μακροθυμῶν ἐπ’ αὐτῷ ἕως λάβῃ ὑετὸν πρώϊμον καὶ ὄψιμον. 8 μακροθυμήσατε καὶ ὑμεῖς, στηρίξατε τὰς καρδίας ὑμῶν, ὅτι ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου ἤγγικε. 9 Μὴ στενάζετε κατ’ ἀλλήλων, ἀδελφοί, ἵνα μὴ κριθῆτε· ἰδοὺ ὁ κριτὴς πρὸ τῶν θυρῶν ἕστηκεν.

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΑΚΩΒΟΥ Δ´ 7 - 17


7 Ὑποταχθῆτε λοιπὸν ταπεινῶς εἰς τὸν Θεόν. Ἀντισταθῆτε εἰς τὸν διάβολον, ποὺ σᾶς πειράζει μὲ τὰς ἡδονὰς τοῦ κόσμου, καὶ θὰ φύγῃ οὗτος νικημένος, καὶ ἐντροπιασμένος μακρὰν ἀπὸ σᾶς. 8 Πλησιάσατε εἰς τὸν Θεόν καὶ θὰ πλησιάσῃ καὶ ὁ Θεὸς εἰς σᾶς. Καθαρίσατε ἀπὸ κάθε ἐνοχὴν τὴν ἐξωτερικὴν συμπεριφοράν σας, οἰ ἁμαρτωλοί, καὶ ἑξαγνίσατε τὸ ἐσωτερικόν σας, σεῖς οἱ δίβουλοι, ποὺ ἄλλοτε πηγαίνετε μὲ τὸν Θεόν καὶ ἄλλοτε μὲ τὸν κόσμον. 9 Συναισθανθῆτε τὴν ἀθλιότητά σας καὶ λυπηθῆτε καὶ κλαύσατε μὲ συντριβὴν μετανοίας. Ὁ γέλως σας, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸν ἡδονικόν σας βίον, ἂς μεταστροφῇ εἰς λύπην μετανοίας καὶ ἡ κοσμικὴ χαρά σας ἂς μετατροπῇ εἰς θλῖψιν. 10 Ταπεινωθῆτε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ σᾶς ὑψώσῃ εἰς μὲν τὴν παροῦσαν ζωὴν διὰ τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ἠθικῆς τελειοποιήσεως, εἷς δὲ τὴν μέλλουσαν διὰ τῆς αἰωνίου του δόξης καὶ μακαριότητος. 11 Ἐπειδὴ δὲ καὶ τὸ νὰ κατακρίνῃ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον γίνεται αἰτία ψυχρότητος καὶ συγκρούσεων, δι’ αὐτὸ μὴ κατηγορεῖτε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ἀδελφοί. Ἐκεῖνος, ποὺ κατηγορεῖ καὶ καταδικάζει τὸν ἀδελφόν του, κατηγορεῖ ὡς μὴ ὀρθὸν τὸν θεῖον νόμον καὶ καταδικάζει καὶ καταφρονεῖ τὸν θεῖον νόμον τῆς ἀγάπης. Ἐὰν δὲ καταδικάζῃς τὸν νόμον τῆς ἀγάπης, ποὺ σοῦ ἀπαγορεύει καὶ τὴν κατάκρισιν τοῦ πλησίον, θέτεις τὸν ἑαυτόν σου παραπάνω ἀπὸ τὸν νόμον. Δὲν εἶσαι πλέον ἐκτελεστὴς τοῦ νόμου, ποὺ ὑποχρεοῦσαι νὰ φυλάττῃς αὐτόν, ἀλλὰ κάνεις τὸν ἑαυτόν σου κριτὴν μὲ τὴν θρασεῖαν ἀξίωσιν νὰ ἔχῃς δικαιώματα ἐπὶ τοῦ νόμου, ὥστε καὶ νὰ καταργῇς αὐτόν. 12 Ἕνας ὅμως εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ ἔχει ἀπόλυτον δικαίωμα νὰ νομοθετῇ καὶ νὰ κρίνῃ κάθε παραβάτην, ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος ἔχει καὶ τὴν δύναμιν νὰ σώσῃ καὶ νὰ παραδώσῃ εἰς τὴν ἀπώλειαν. Σὺ δέ, μικρὲ καὶ τιποτένιε ἄνθρωπε, ποῖος εἶσαι ποὺ κατακρίνεις τὸν ἄλλον; 13 Λησμονεῖς, ὅτι ἐξαρτώμεθα ἐξ ὁλοκλήρου ἀπὸ τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος εἶναι καὶ ὁ ἀπόλυτος κύριος τῆς ζωῆς τοῦ καθενός μας; Ἐλᾶτε τώρα σεῖς, ποὺ λέγετε· σήμερον ἢ αὔριον θὰ ὑπάγωμεν εἰς αὐτὴν τὴν πόλιν καὶ θὰ μείνωμεν ἐκεῖ ἓν ἔτος καὶ θὰ ἐμπορευθῶμεν καὶ θὰ κερδήσωμεν. 14 Κάνετε τὰ σχέδια αὐτὰ σεῖς, ποὺ δὲν ἠξεύρετε, τί θὰ συμβῇ κατὰ τὴν αὐριανὴν ἡμέραν. Διότι τί εἶναι ἡ ζωή σας; Τιποτένια. εἶναι ἕνας λεπτὸς ἀτμός, ὁ ὁποῖος φαίνεται ὀλίγας στιγμάς, ἔπειτα δὲ ἀφανίζεται. 15 Λέγετε, ὅτι θὰ ὑπάγωμεν καὶ θὰ ἐμπορευθῶμεν καὶ θὰ κερδήσωμεν, ἀντὶ νὰ λέγετε, ἐὰν ὁ Κύριος θελήσῃ, καὶ θὰ ζήσωμεν καὶ θὰ κάμωμεν τοῦτο ἢ ἐκεῖνο. 16 Τώρα δὲ ἀντὶ νὰ ταπεινωθῆτε καὶ ἀναγνωρίσετε τὴν ἑξάρτησίν σας ἀπὸ τὸν Θεόν, καυχᾶσθε διὰ τὰς ἐπιχειρήσεις ποὺ κάνετε μὲ ματαιόδοξον αὐτοπεποίθησιν. Κάθε τέτοια καύχησις εἶναι κακὴ καὶ ἐφάμαρτος. 17 Ἀπὸ αὐτά, ποὺ σᾶς εἶπα, ἐμαθατε, ποῖον εἶναι τὸ ὀρθὸν καὶ τὸ καλόν. Προσέξατε λοιπὸν νὰ συμμορφωθῆτε πρὸς αὐτά. Διότι ἐκεῖνος, ποὺ γνωρίζει κάτι καλὸν καὶ δὲν τὸ πράττει, ἁμαρτάνει.

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΑΚΩΒΟΥ Ε´ 1 - 9


1 Αλλ’ ἡ προσκόλλησις εἰς τὸν κόσμον γίνεται αἰτία καὶ νὰ καταπλήττεται κανεὶς ἀπὸ τὸν πλοῦτον καὶ νὰ καλοτοχίζῃ ἐκείνους, ποὺ τὸν ἔχουν, ἀντὶ νὰ τοὺς λυπῆται. Ἐνδείκνυται ὅμως νὰ τοὺς εἴπωμεν: Ἐμπρὸς τώρα οἰ πλούσιοι, κλαύσατε μὲ ὀλολυγμοὺς διὰ τὰ δεινὰ καὶ τὴν ἀθλιότητα, τὰ ὁποῖα ἔρχονται κατεπάνω σας. 2 Ὁ πλοῦτος σας ἔχει σαπίσει καὶ τὰ πολυτελῆ ρούχα σας, ποὺ ἀποθηκεύατε, ἔχουν γίνει σκοροφαγωμένα. 3 Ὁ χρυσός σας καὶ ὁ ἄργυρος ἔχουν κατασκουριάσει καὶ ἡ σκουριά των θὰ μένῃ ὡς μαρτυρία κατὰ τῆς ματαιότητος καὶ σκληρότητός σας, καὶ θὰ σᾶς φάγῃ ζωντανοὺς σὰν φωτιά. Ἐμαζεύσατε ὑλικοὺς θησαυροὺς κατὰ τὰς ἐσχάτας τῆς κρίσεως ἡμέρας, κατὰ τὰς ὁποίας πρόκειται νὰ τιμωρηθῆτε. 4 Ἰδοὺ ὁ μισθὸς τῶν ἐργατῶν, ποὺ ἐθέρισαν τὰ ἐκτεταμένα χωράφια σας, τὸν ὁποῖον κατεκρατήσατε, φωνάζει δυνατά· καὶ αἱ παραπονετικοὶ κραυγαί των ἀδικημένων θεριστῶν ἐμβῆκαν μέσα εἰς τὰ αὐτιὰ τοῦ Κυρίου τῶν ἐπουρανίων δυνάμεων. 5 Ἐζήσατε μὲ τρυφὰς καὶ ἀπολαύσεις ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐπεράσατε βίον σπάταλον καὶ ἄσωτον. Ἐπαχύνατε τὰς φιληδόνους καρδίας σας σὰν θρεφτάρια, ποὺ τὰ παχύνουν διὰ τὴν ἡμέραν τῆς σφαγῆς των. Ἔτσι καὶ διὰ σᾶς ἐπιφυλάσσεται ἡ ἡμέρα τῆς Κρίσεως σὰν ἄλλη ἡμέρα σφαγῆς καὶ καταστροφῆς σας. 6 Κατεδικάσατε τοὺς ἀθέους, ἐφονεύσατε τὸν δίκαιον· δὲν ἀντιστέκεται εἰς τὴν ἀσυνείδητον σκληρότητά σας. 7 Εἰς ἐκείνους δὲ πάλιν, ποὺ τυχὸν καταπιέζονται ἀπὸ πλουσίους ἀσυνειδήτους ἢ διατελοῦν ὑπὸ δοκιμασίας καὶ περιπετείας, ἀπευθύνω τὴν ἀκόλουθον προτροπήν: Δείξατε ὑπομονὴν καὶ μακροθυμίαν, ἀδελφοί, μέχρι τῆς δευτέρας τοῦ Κυρίου παρουσίας. Πάρτε παράδειγμα ἀπὸ τὸν γεωργόν. Ἰδοὺ αὐτὸς ὕστερα ἀπὸ τοὺς τόσους κόπους τῆς καλλιεργείας καὶ σπορὰς περιμένει μὲ ὑπομονὴν τὸν καρπὸν τῆς γῆς, ποὺ ἔχει τιμὴν καὶ ἀξίαν εἰς τὴν ἀγοράν. Καὶ μακροθυμεῖ δι’ αὐτόν, ἕως ὅτου λάβει βροχὴν πρώϊμον καὶ ὄψιμον. 8 Δείξατε καὶ σεῖς ὑπομονήν, ὅπως δεικνύει διὰ τὸν πρόσκαιρον καρπὸν ὁ γεωργός. Στηρίξατε μὲ ἀκλόνητον θάρρος τὰς καρδίας σας, διότι ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου ὁλονὲν πλησιάζει, θὰ ἔλθῃ δὲ καὶ διὰ τὸν καθένα μας χωριστὰ κατὰ τὴν ὥραν τοῦ θανάτου του. 9 Μὴ στενάζετε ἀγανακτημένοι ὁ ἕνας ἐναντίον τοῦ ἄλλου, ἀδελφοί, διὰ νὰ μὴ κατακριθῆτε ἀπὸ τὸν Κριτήν. Ἰδοὺ ὁ Κριτὴς στέκεται πολὺ πλησίον καὶ εἶναι ἕτοιμος νὰ παρουσιασθῇ.

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΑΚΩΒΟΥ Δ´ 7 - 17


7 Υποταχθήτε, λοιπόν, με ταπείνωσιν στον Θεόν. Αντισταθήτε στον διάβολον, που σας δελεάζει και σας φλογίζει με τας αμαρτωλάς ηδονάς του κόσμου, και θα φύγη μακρυά από σας νικημένος και εξευτελισμένος. 8 Πλησιάστε κοντά στον Θεόν και ο Θεός θα πλησιάση κοντά εις σας. Αμαρτωλοί άνθρωποι, καθαρίσατε τα χέρια σας από κάθε αμαρτωλήν πράξιν και ενόχην, εξαγνίσατε το εσωτερικόν σας σεις οι δίγνωμοι, που κυμαίνεσθε μεταξύ Θεού και αμαρτωλού κόσμου. 9 Συναισθανθήτε την αμαρτωλότητά σας και την ενόχην σας, μετανοήσατε, πενθήσατε και κλαύσατε, δια τας αθλιότητάς σας. Τα αμαρτωλά σας γέλοια μέσα εις τα ξεφαντώματα της αμαρτίας ας αλλάξουν και ας γίνουν λύπη και συντριβή μετανοίας, και η ψεύτικη χαρά του κόσμου ας μετατραπή εις συναίσθησιν και κατήφειαν. 10 Ταπεινωθήτε ενώπιον του Κυρίου και θα σας υψώση εις την παρούσαν ζωήν ως προσωπικότητα αρετής, θα σας δοξάση δε εις την μέλλουσαν. 11 Αδελφοί, μη κατηγορείτε και μη κατακρίνετε ο ένας τον άλλον. Διότι εκείνος που κατηγορεί και κατακρίνει και καταδικάζει τον αδελφόν του, κατηγορεί και καταδικάζει τον θείον Νομον, τον Νομον της αγάπης και της καλωσύνης. Εάν δε με την συμπεριφοράν σου αυτήν καταδικάζης τον νόμον της αγάπης, που απαγορεύει την κατάκρισιν, τότε δεν είσαι πλέον τηρητής του νόμου, αλλά θρασύς κριτής και επικριτής του νόμου. 12 Ενας όμως είναι ο νομοθέτης, που έχει το δικαίωμα να νομοθετή το ορθόν και να κρίνη κάθε παραβάτην, ο δίκαιος Θεός, ο οποίος έχει την δύναμιν και να σώση και να καταδικάση εις απώλειαν. Συ δε, ασήμαντε άνθρωπε, ποίος είσαι, που τολμάς να κρίνης και να κατακρίνης τον άλλον; 13 Ελάτε τώρα σεις, που χωρίς να λογαριάζετε τον Θεόν λέτε· “σήμερα η αύριον θα πάμε εις αυτήν την πόλιν και θα μείνωμεν εκεί ένα έτος και θα επιδοθώμεν στο εμπόριον και θα κερδήσωμεν χρήματα”. 14 Τα λέγετε αυτά σεις, οι οποίοι δεν γνωρίζετε τι θα συμβή όχι μετά ένα έτος, αλλ' ούτε κατά την αυριανήν ημέραν. Διότι τι είναι η ζωή σας, την οποίαν θέλετε να θεωρήτε ατελείωτον; Είναι ένας λεπτός αχνός, που φαίνεται για λίγες στιγμές και αμέσως έπειτα διαλύεται και αφανίζεται. 15 Σχεδιάζετε και λέγετε, ότι επί ένα έτος θα πάτε και θα κάμετε και θα κερδήσετε, αντί να λέτε, εάν ο Κυριος θελήση και ζήσωμεν, τότε και θα κάμωμεν τούτο και εκείνο. 16 Τωρα δε, παραμερίζοντες τον Θεόν, καυχάσθε εις τα αλαζονικά σας σχέδια και εις τας ματαιοδόξους επιχειρήσεις σας. Καθε τέτοια καύχησις είναι κακή και αμαρτωλή. 17 Ηκούσατε αυτά που σας είπα και εμάθατε ποιό είναι το καλόν. Αλλά μη λησμονείτε, ότι εκείνος που γνωρίζει ποίον είναι το καλόν, έχει δε και την δύναμιν να το πραγματοποιήση, και δεν το κάμνει, διαπράττει αμαρτίαν.

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΑΚΩΒΟΥ Ε´ 1 - 9


1 Και τώρα η σειρά σας πλούσιοι· κλάψατε με ολολυγμούς και θρήνους δια τας δυστυχίας και ταλαιπωρίας, αι οποίαι έρχονται κατεπάνω σας. 2 Ο πλούτος σας, που με αδικίας είχατε αποκτήσει και στον οποίον εστηρίξατε τας ελπίδας σας, έχει σαπίσει και τα πολυτελή ενδύματά σας έχουν σκοροφαγωθή μέσα εις τας ιματιοθήκας σας. 3 Ο χρυσός και ο άργυρος, που εθησαυρίσατε, έχουν κατασκουριάσει και η σκουριά των θαμένη ως φοβερά μαρτυρία εναντίον της ιδιοτελείας και σκληρότητός σας και θα καταφάγη τας σάρκας σας σαν φωτιά. Εσυσσωρεύσατε θησαυρούς, αλλά εις καταδίκην σας κατά τας μεγάλας εκείνας ημέρας της Κρίσεως. 4 Ιδού ο μισθός των εργατών, που εθέρισαν τα απέραντα χωράφια σας και τον οποίον σεις αδίκως και πλεονεκτικώς κατεκρατήσατε, κραυγάζει εναντίον σας. Και οι ομαδικαί βοαί των θεριστών, που τους αδικήσατε, έχουν φθάσει σαν επίκλησις δικαιοσύνης μέσα εις τα αυτιά του Κυρίου των Δυνάμεων. 5 Εζήσατε με απολαύσεις και ηδονάς εις την γην και εσπαταλήσατε εις αμαρτωλάς διασκεδάσεις, σαν άσωτοι, τα αγαθά σας. Εκαλοθρέψατε και επαχύνατε τας καρδίας και τα σώματά σας, σαν θρεφτάρια που προορίζονται δια την ημέραν της σφαγής των. Σαν ημέρα σφαγής και ολέθρου θα ξεσπάση εναντίον σας η δικαία κρίσις του Θεού. 6 Κατεδικάσατε τον αθώον, εφονεύσατε τον δίκαιον. Δεν αντιστέκεται εις την μοχθηρότητα και ασυνειδησίαν σας. 7 Σεις δε, αδελφοί, που ταλαιπωρείσθε και πάσχετε από τας αδικίας και τας πιέσεις των απλήστων και σκληρών πλουσίων, δείξατε μακροθυμίαν και υπομονήν έως την Δευτέραν Παρουσίαν του Κυρίου. Μιμηθήτε τον γεωργόν, ο οποίος ιδού, ύστερα από τους κόπους της σποράς, περιμένει με υπομονήν και ελπίδα τον πολύτιμον καρπόν της γης. Και μακροθυμεί δι' αύτόν, έως ότου πάρη από τον Θεόν την βροχήν την πρώϊμον και την βροχήν την όψιμον, που ευνοεί την καρποφορίαν. 8 Δείξτε και σεις υπομονήν, στηρίξτε εις την πίστιν τας καρδίας σας, διότι η παρουσία του Κυρίου έχει πλησιάσει. (Η ώρα της εκδημίας μας από τον κόσμον είναι κοντά και η μεγάλη ημέρα της Κρίσεως, που θα δικαιωθώμεν ενώπιον του Κυρίου, δεν θα αργήση). 9 Αδελφοί, μη στενάζετε και δυσφορείτε ο ένας εναντίον του άλλου, δια να μη καταδικασθήτε από τον Κριτήν. Ιδού ο Κριτής έφθασε, στέκεται εμπρός εις την θύραν.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ϛ´ 30 - 45


30 Καὶ συνάγονται οἱ ἀπόστολοι πρὸς τὸν Ἰησοῦν, καὶ ἀπήγγειλαν αὐτῷ πάντα, καὶ ὅσα ἐποιήσαν καὶ ὅσα ἐδίδαξαν. 31 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Δεῦτε ὑμεῖς αὐτοὶ κατ’ ἰδίαν εἰς ἔρημον τόπον, καὶ ἀναπαύεσθε ὀλίγον· ἦσαν γὰρ οἱ ἐρχόμενοι καὶ οἱ ὑπάγοντες πολλοί, καὶ οὐδὲ φαγεῖν εὐκαίρουν. 32 καὶ ἀπῆλθον εἰς ἔρημον τόπον ἐν πλοίῳ κατ’ ἰδίαν. 33 καὶ εἶδον αὐτοὺς ὑπάγοντας, καὶ ἐπέγνωσαν αὐτοὺς πολλοί, καὶ πεζῇ ἀπὸ πασῶν τῶν πόλεων συνέδραμον ἐκεῖ καὶ προῆλθον αὐτοὺς καὶ συνῆλθον πρὸς αὐτόν. 34 Καὶ ἐξελθὼν ὁ Ἰησοῦς εἶδεν πολὺν ὄχλον καὶ ἐσπλαγχνίσθη ἐπ’ αὐτοῖς, ὅτι ἦσαν ὡς πρόβατα μὴ ἔχοντα ποιμένα καὶ ἤρξατο διδάσκειν αὐτοὺς πολλά. 35 Καὶ ἤδη ὥρας πολλῆς γενομένης προσελθόντες αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγουσιν ὅτι Ἔρημός ἐστιν ὁ τόπος καὶ ἤδη ὥρα πολλή· 36 ἀπόλυσον αὐτούς, ἵνα ἀπελθόντες εἰς τοὺς κύκλῳ ἀγροὺς καὶ κώμας ἀγοράσωσιν ἑαυτοῖς ἄρτους· τί γὰρ φάγωσιν οὐκ ἔχουσιν. 37 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· Δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν. καὶ λέγουσιν αὐτῷ· Ἀπελθόντες ἀγοράσωμεν δηναρίων διακοσίων ἄρτους καὶ δῶμεν αὐτοῖς φαγεῖν; 38 ὁ δὲ λέγει αὐτοῖς· Πόσους ἄρτους ἔχετε; ὑπάγετε καὶ ἴδετε. καὶ γνόντες λέγουσι· Πέντε, καὶ δύο ἰχθύας. 39 καὶ ἐπέταξεν αὐτοῖς ἀνακλῖναι πάντας συμπόσια συμπόσια ἐπὶ τῷ χλωρῷ χόρτῳ. 40 καὶ ἀνέπεσον πρασιαὶ πρασιαὶ ἀνὰ ἑκατὸν καὶ ἀνὰ πεντήκοντα. 41 καὶ λαβὼν τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τοὺς δύο ἰχθύας ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν εὐλόγησε, καὶ κατέκλασε τοὺς ἄρτους καὶ ἐδίδου τοῖς μαθηταῖς ἵνα παραθῶσιν αὐτοῖς, καὶ τοὺς δύο ἰχθύας ἐμέρισε πᾶσι. 42 καὶ ἔφαγον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν, 43 καὶ ἦραν κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις, καὶ ἀπὸ τῶν ἰχθύων. 44 καὶ ἦσαν οἱ φαγόντες τοὺς ἄρτους πεντακισχίλιοι ἄνδρες. 45 Καὶ εὐθέως ἠνάγκασε τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν εἰς τὸ πέραν πρὸς Βηθσαϊδάν, ἕως αὐτὸς ἀπολύσῃ τὸν ὄχλον·

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ϛ´ 30 - 45


30 Καὶ συναθροίζονται ἀπὸ τὴν περιοδείαν οἱ Ἀπόστολοι πλησίον τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἀνέφεραν εἰς αὐτὸν ὅλα, δηλαδὴ καὶ ὅσα ἔργα καὶ θαύματα ἔκαμαν καὶ ὅσα ἐδίδαξαν. 31 Καὶ εἶπεν εἰς αὐτούς· Ἔλθετε ἰδιαιτέρως μόνοι σας σεῖς εἰς ἔρημον καὶ ἥσυχον τόπον καὶ ξεκουρασθῆτε ἐκεῖ ὀλίγον. Τὸ συνέστησε δὲ τοῦτο, διότι ἦσαν πολλοὶ αὐτοί, ποὺ ἤρχοντο καὶ ἔφευγαν καὶ δὲν εὐκαίρουν ὁ Ἰησοῦς καὶ οἱ μαθηταί του οὔτε νὰ φάγουν. 32 Καὶ ἔφυγαν μὲ τὸ πλοῖον εἰς ἔρημον τόπον μόνοι αὐτοί, χωρὶς νὰ εἶπουν τίποτε εἰς τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ. 33 Καὶ ὅταν ἀνεχώρουν, τοὺς εἶδαν καὶ τοὺς ἀνεγνώρισαν πολλοί. Καὶ ἔτρεξαν μαζὶ ἐκεῖ ἀπὸ ὅλας τὰς τριγύρω πόλεις καὶ ἀφοῦ πεζοὶ διέτρεξαν τὸν γῦρον τῆς λίμνης καὶ διέβησαν τὸν Ἰορδάνην, κατέφθασαν τοὺς μαθητὰς καὶ συνηθροίσθησαν πλησίον τοῦ Ἰησοῦ. 34 Καὶ ὅταν ἐβγῆκεν ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὸ μοναχικὸν μέρος ποὺ ἦτο, εἶδε πολὺν λαὸν καὶ τοὺς συνεπάθησε πολύ, διότι ἦσαν ἐγκαταλελειμμένοι καὶ χωρὶς πνευματικὴν καθοδήγησιν, σὰν πρόβατα ποὺ δὲν ἔχουν ποιμένα. Καὶ ἤρχισε νὰ τοὺς διδάσκῃ διὰ πολλῶν. 35 Καὶ ἀφοῦ ἐπέρασε πλέον ὥρα πολλή, τὸν ἐπλησίασαν οἱ μαθηταὶ καὶ τοῦ εἶπαν, ὅτι ὁ τόπος εἶναι ἔρημος καὶ ἡ ὥρα εἶναι πλέον περασμένη. 36 Διαλυσέ τους, διὰ νὰ ὑπάγουν εἰς τὰς ἀγροτικὰς κατοικίας καὶ τὰ χωρία, ποὺ εἶναι τριγύρω, καὶ νὰ ἀγοράσουν ψωμιὰ διὰ νὰ φάγουν. Διότι δὲν ἔχουν τί νὰ φάγουν. 37 Ἐκεῖνος δὲ ἀπεκρίθη καὶ εἶπε· Δώσατέ τους σεῖς νὰ φάγουν. Καὶ αὐτοὶ τοῦ εἶπαν· Νὰ ὑπάγωμεν ἡμεῖς καὶ νὰ ἀγοράσωμεν ψωμιὰ ἀξίας διακοσίων χρυσῶν δραχμῶν καὶ νὰ τοὺς δώσωμεν νὰ φάγουν; Ποὺ νὰ εὕρωμεν τὸ τόσον χρῆμα; 38 Αὐτὸς δὲ τοὺς εἶπε· Πόσα ψωμιὰ ἔχετε; Πηγαίνετε νὰ ἴδετε. Καὶ ἀφοῦ εἶδαν τί εἶχαν, εἶπον· Ἔχομεν πέντε ψωμιὰ καὶ δύο ψάρια. 39 Καὶ τοὺς διέταξε νὰ τοὺς καθίσουν ὅλους ἐπάνω εἰς τὸ χλωρὸν χορτάρι παρέας παρέας. 40 Καὶ ἑξαπλώθησαν ὁμάδες κανονικαί, αἱ ὁποῖαι ἐπάνω εἰς τὴν πρασινάδα ὠμοίαζαν πρὸς φυτευμένα τετράγωνα κήπων. Καὶ ἦσαν ὁμάδες ἀπὸ ἑκατὸν καὶ ἀπὸ πεντήκοντα ἀνθρώπους ἡ κάθε μία. 41 Καὶ ἀφοῦ ἐπῆρε τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τὰ δύο ψάρια, ἐσήκωσε τὰ μάτια του εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εὐχαρίστησε καὶ ἐπεκαλέσθη τὸν Θεὸν καὶ ἐτεμάχισε τὰ ψωμιὰ καὶ ἔδιδεν εἰς τοὺς μαθητάς του νὰ τὰ βάλουν ἐμπρός των, καὶ τὰ δύο ψάρια τὰ ἐμοίρασεν εἰς ὅλους. 42 Καὶ ἔφαγαν ὅλοι καὶ ἐχόρτασαν. 43 Καὶ ἐσήκωσαν κομμάτια, ποὺ ἐπερίσσευσαν, δώδεκα κοφίνια γεμᾶτα, καὶ ἀπὸ τὰ ψάρια ἐμάζευσαν περισσεύματα. 44 Καὶ αὐτοί, ποὺ ἔφαγαν τοὺς ἄρτους, ἦσαν πέντε χιλιάδες ἄνδρες. 45 Καὶ ἀμέσως ὁ Ἰησοῦς διὰ νὰ μὴ παρασυρθοῦν οἱ μαθηταὶ ἀπὸ τὸν ἐνθουσιασμὸν τοῦ λαοῦ, ποὺ ἤθελε νὰ τὸν ἀνακηρύξῃ βασιλέα, τοὺς ἠνάγκασε νὰ ἔμβουν εἰς τὸ πλοῖον κα περάσουν προτήτερα ἀπὸ αὐτὸν εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος τῆς λίμνης, εἰς τὴν Βηθσαϊδάν, ἕως ὅτου αὐτὸς διαλύσῃ τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ϛ´ 30 - 45


30 Οι Απόστολοι, αφού ετελείωσεν η περιοδεία των, συνεκεντρώθησαν κοντά στον Ιησούν και ανέφεραν εις αυτόν όλα, και όσα έκαμαν και όσα εδίδαξαν. 31 Και είπεν εις αυτούς· εμπρός, πηγαίνετε σεις μόνοι σας ιδιαιτέρως εις ένα ερημικόν τόπον και αναπαυθήτε ολίγον. Και τούτο είπε, διότι ήσαν πολλοί αυτοί που ήρχοντο και έφευγαν,ώστε ο Κυριος με τους μαθητάς του να μη ευκαιρούν ούτε να φάγουν. 32 Και ανεχώρησαν δια θαλάσσης με το πλοίον εις μίαν ερημικήν περιοχήν ιδιαιτέρως. (Και οι εργάται του Ευαγγελίου έχουν να διακόπτουν επ' ολίγον την εργασίαν των, να αποσύρωνται εις έρημα και ήρεμα μέρη προς ανάπαυσιν, προς περισυλλογήν και ανανέωσιν δυνάμεων). 33 Αλλά τους είδαν πολλοί να αναχωρούν και επεσήμαναν τον τόπον, που επήγαν, και πεζή από όλας τας πόλεις έτρεξαν μαζή εκεί, τους επρόλαβαν και συγκεντρώθησαν πλησίον του Ιησού. 34 Και ο Ιησούς, όταν εβγήκε από το ερημικόν μέρος, είδε πολύν λαόν και τους εσπλαγχνίσθηκε, διότι ήσαν σαν πρόβατα που δεν είχαν ποιμένα και ήρχισε να αναπτύσση εις αυτούς πολλάς διδασκαλίας. 35 Και όταν πλέον είχε προχωρήσει η ώρα, προσήλθον εις αυτόν οι μαθηταί και είπαν, ότι “είναι έρημος ο τόπος και η ώρα έχει πλέον περάσει. 36 Απόλυσέ τους, για να πάνε εις τα γύρω αγροκτήματα και χωριά και να αγοράσουν ψωμιά, διότι εδώ δεν έχουν τι να φάγουν”. 37 Ο δε Ιησούς απεκρίθη εις αυτούς και είπε· δώστε τους σεις να φάγουν”. Και είπαν εις αυτόν· “να πάμε να αγοράσωμε ψωμιά αξίας διακοσίων δηναρίων και να τους δώσωμεν να φάνε;” 38 Εκείνος δε τους είπε· “πόσα ψωμιά έχετε;” Πηγαίνετε και ίδετε”. Και αφού είδαν τι είχαν, είπαν· “έχομε πέντε ψωμιά και δύο ψάρια”. 39 Και παρήγγειλεν εις αυτούς να συστήσουν εις όλους να καθήσουν ομάδες-ομάδες στο χλωρό χορτάρι. 40 Και εξάπλωσαν ομάδες ομάδες σαν πρασιές, ανά εκατόν και ανά πενήντα. 41 Ο δε Κυριος, αφού επήρε τα πέντε ψωμιά και τα δύο ψάρια, ύψωσε τα βλέμματα στον ουρανόν, εδοξολόγησε τον Πατέρα και έκοψε κομμάτια τα ψωμιά και έδιδεν στους μαθητάς, δια να παραθέσουν εις τα πλήθη, και τα δύο ψάρια επίσης εμοίρασεν εις όλους. (Και επείσθησαν οι μαθηταί δια μίαν ακόμη φοράν περί της αγάπης και της δυνάμεως του Κυρίου, αλλά και περί του καθήκοντός των να εισφέρουν και αυτοί ο,τι ημπορούν). 42 Και έφαγαν όλοι και εχόρτασαν. 43 Και εμάζεψαν από τα κομμάτια που επερίσσευσαν και από τα ψάρια δώδεκα κοφίνια γεμάτα. 44 Αυτοί δε που έφαγαν ήσαν πέντε χιλιάδες άνδρες. 45 Και αμέσως ο Ιησούς (δια να προφυλάξη τους μαθητάς από τον άκριτον ενθουσιασμόν του όχλου που ήθελαν να τον κάνουν βασιλέα) τους υποχρέωσε να μπουν στο πλοίον και να περάσουν στο απέναντι μέρος εις την Βηθσαϊδά, όπου και να τον περιμένουν, έως ότου απολύση αυτός τα πλήθη.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα