❌
Κυριακή, 01 Ιανουαρίου 2023

Περιτομή του Κυρίου, Άγιος Βασίλειος ο Μέγας
† Η ΚΑΤΑ ΣΑΡΚΑ ΠΕΡΙΤΟΜΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ. Βασιλείου ἀρχιεπισκόπου Καισαρείας Καππαδοκίας τοῦ μεγάλου (†379).
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον
Ἑωθινόν


ΠΡΟΣ ΚΟΛΟΣΣΑΕΙΣ Β´ 8 - 12


8 Βλέπετε μή τις ὑμᾶς ἔσται ὁ συλαγωγῶν διὰ τῆς φιλοσοφίας καὶ κενῆς ἀπάτης, κατὰ τὴν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων, κατὰ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου καὶ οὐ κατὰ Χριστόν· 9 ὅτι ἐν αὐτῷ κατοικεῖ πᾶν τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς, 10 καὶ ἐστὲ ἐν αὐτῷ πεπληρωμένοι, ὅς ἐστιν ἡ κεφαλὴ πάσης ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας, 11 ἐν ᾧ καὶ περιτμήθητε περιτομῇ ἀχειροποιήτῳ ἐν τῇ ἀπεκδύσει τοῦ σώματος τῶν ἁμαρτιῶν τῆς σαρκός, ἐν τῇ περιτομῇ τοῦ Χριστοῦ, 12 συνταφέντες αὐτῷ ἐν τῷ βαπτίσματι, ἐν ᾧ καὶ συνηγέρθητε διὰ τῆς πίστεως τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ τοῦ ἐγείραντος αὐτὸν ἐκ τῶν νεκρῶν.

ΠΡΟΣ ΚΟΛΟΣΣΑΕΙΣ Β´ 8 - 12


8 Προσέχετε μήπως σᾶς ἐξαπατήσῃ κανεὶς μὲ τὴν ψευδοφιλοσοφίαν καὶ τὴν ἀδειανὴν ἀπὸ ὠφέλιμον περιεχόμενον ἀπάτην, ποὺ στηρίζεται ὄχι εἰς θείαν ἀποκάλυψιν, ἀλλ’ εἰς τὴν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων καὶ εἶναι φτιασμένη σύμφωνα μὲ τὴν στοιχειώδη καὶ παιδαριώδη θρησκευτικὴν διδασκαλίαν τοῦ πλανωμένου κόσμου καὶ ὄχι σύμφωνα πρὸς τὴν διδασκαλίαν τοῦ Χριστοῦ 9 Μείνατε στερεοὶ εἰς τὴν διδασκαλίαν τοῦ Χριστοῦ, διότι ἐν αὐτῷ κατοικεῖ ὁλόκληρος ἡ θεότης ὄχι ἀσωμάτως, ὅπως πρὸ τῆς ἐνανθρωπήσεως, ἀλλὰ μέσα εἰς τὸ σῶμα καὶ τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν, ποὺ διὰ τῆς σαρκώσεώς του προσέλαβε. 10 Καὶ διὰ τῆς ἑνώσεώς σας μὲ αὐτὸν εἶσθε καὶ σεῖς γεμᾶτοι ἀπὸ τὰς χαρίτας αὐτοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ κεφαλὴ καὶ ἡ αἰτία κάθε ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων. 11 Διὰ τῆς κοινωνίας σας μὲ αὐτὸν ἐπεριτμηθήκατε καὶ μὲ περιτομὴν πνευματικήν, ποὺ δὲν γίνεται ἀπὸ χέρι ἀνθρώπινον, ὅπως ἡ Ἰουδαϊκὴ περιτομή, ἀλλ’ ἐνεργεῖται ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Συνίσταται δὲ ἡ περιτομὴ αὐτὴ εἰς τὸ γδύσιμον καὶ τὴν ἀποβολὴν τοῦ σώματος, ποὺ ἐδούλευσεν εἰς τὰς ἁμαρτίας τῆς σαρκός. Καὶ τὸ γδύσιμον αὐτό, ποὺ ἔγινεν ὄχι διὰ τῆς κατακόψεως τοῦ σώματος, εἶναι ἡ περιτομή, ποὺ ἐλάβετε ἀπὸ τὸν Χριστόν, 12 ὅταν ἐθαφθήκατε μαζί του εἰς τὸ βάπτισμα. Καὶ δὲν ἐθαφθήκατε μόνον, ἀλλὰ καὶ ἀνεστηθήκατε μυστηριακῶς διὰ τοῦ βαπτίσματος μαζὶ μὲ τὸν Χριστόν. Καὶ ὅλα αὐτὰ ἔγιναν διὰ τῆς πίστεως εἰς τὴν ἐνέργειαν καὶ δύναμιν τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἀνέστησεν αὐτὸν ἐκ νεκρῶν. Ἐπιστεύσατε δηλαδή, ὅτι ὁ Θεὸς μὲ τὴν αὐτὴν ἐνέργειαν καὶ δύναμιν θὰ ἀναστήσῃ καὶ σᾶς ἐκ νεκρῶν.

ΠΡΟΣ ΚΟΛΟΣΣΑΕΙΣ Β´ 8 - 12


8 Προσέχετε, μήπως σας εξαπατήση κανείς και λεηλατήση τον θησαυρόν της πίστεώς σας με την ψευδή φιλοσοφίαν και την κούφιαν απάτην, η οποία βασίζεται εις την ψευδή και ακατάστατον παράδοσιν των ανθρώπων, κατά την παιδαριώδη και μωράν αντίληψιν περί των στοιχείων του κόσμου, και όχι σύμφωνα με την διδασκαλίαν του Χριστού. 9 Μη λησμονείτε ποτέ ότι στον Χριστόν, μέσα στο σώμα του, μέσα εις την ανθρωπίνην του φύσιν, την οποίαν δια της σαρκώσεως προσέλαβε, κατοικεί ολόκληρος η θεότης. 10 Αλλωστε και σεις είσθε δι' αυτού γεμάτοι με πλήθος από ανεκτίμητα χαρίσματα. Αυτός είναι η κεφαλή και η πηγή κάθε αρχής και εξουσίας στον ουρανόν και την γην· 11 δι' αυτού και εν αυτώ έχετε περιτμηθή όχι με την σαρκικήν περιτομήν των Εβραίων, αλλά με την πνευματικήν, που δεν γίνεται από χέρι ανθρώπου· με περιτομήν, που ελάβατε από τον Χριστόν (όταν εβαπτίσθητε) και η οποία συνίσταται εις την αποβολήν όλου του αμαρτωλού παλαιού ανθρώπου, 12 όταν ετάφητε μαζή με τον Χριστόν στο βάπτισμα και κατά ένα τρόπον μυστηριώδη, αλλά πραγματικόν, αναστηθήκατε τότε μαζή του δια της πίστεως και της ενεργείας του Θεού, ο οποίος ανέστησε τον Χριστόν εκ νεκρών.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Β´ 20 - 21


20 καὶ ὑπέστρεψαν οἱ ποιμένες δοξάζοντες καὶ αἰνοῦντες τὸν Θεὸν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἤκουσαν καὶ εἶδον καθὼς ἐλαλήθη πρὸς αὐτούς. 21 Καὶ ὅτε ἐπλήσθησαν ἡμέραι ὀκτὼ τοῦ περιτεμεῖν τό παιδίον, καὶ ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦς, τὸ κληθὲν ὑπὸ τοῦ ἀγγέλου πρὸ τοῦ συλληφθῆναι αὐτὸν ἐν τῇ κοιλίᾳ.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Β´ 40 - 52


40 Τὸ δὲ παιδίον ηὔξανε καὶ ἐκραταιοῦτο πνεύματι πληρούμενον σοφίας, καὶ χάρις Θεοῦ ἦν ἐπ’ αὐτό. 41 Καὶ ἐπορεύοντο οἱ γονεῖς αὐτοῦ κατ’ ἔτος εἰς Ἱερουσαλὴμ τῇ ἑορτῇ τοῦ πάσχα. 42 καὶ ὅτε ἐγένετο ἐτῶν δώδεκα, ἀναβάντων αὐτῶν εἰς Ἱεροσόλυμα κατὰ τὸ ἔθος τῆς ἑορτῆς 43 καὶ τελειωσάντων τὰς ἡμέρας, ἐν τῷ ὑποστρέφειν αὐτοὺς ὑπέμεινεν Ἰησοῦς ὁ παῖς ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ οὐκ ἔγνω Ἰωσὴφ καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ. 44 νομίσαντες δὲ αὐτὸν ἐν τῇ συνοδίᾳ εἶναι ἦλθον ἡμέρας ὁδὸν καὶ ἀνεζήτουν αὐτὸν ἐν τοῖς συγγενέσι καὶ τοῖς γνωστοῖς· 45 καὶ μὴ εὑρόντες αὐτόν ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλὴμ ζητοῦντες αὐτόν. 46 καὶ ἐγένετο μεθ’ ἡμέρας τρεῖς εὗρον αὐτὸν ἐν τῷ ἱερῷ καθεζόμενον ἐν μέσῳ τῶν διδασκάλων καὶ ἀκούοντα αὐτῶν καὶ ἐπερωτῶντα αὐτούς· 47 ἐξίσταντο δὲ πάντες οἱ ἀκούοντες αὐτοῦ ἐπὶ τῇ συνέσει καὶ ταῖς ἀποκρίσεσιν αὐτοῦ. 48 καὶ ἰδόντες αὐτὸν ἐξεπλάγησαν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἡ μήτηρ αὐτοῦ εἶπε· Τέκνον, τί ἐποίησας ἡμῖν οὕτως; ἰδοὺ ὁ πατήρ σου κἀγὼ ὀδυνώμενοι ἐζητοῦμέν σε. 49 καὶ εἶπεν πρὸς αὐτούς· Τί ὅτι ἐζητεῖτέ με; οὐκ ᾔδειτε ὅτι ἐν τοῖς τοῦ πατρός μου δεῖ εἶναί με; 50 καὶ αὐτοὶ οὐ συνῆκαν τὸ ῥῆμα ὃ ἐλάλησεν αὐτοῖς. 51 καὶ κατέβη μετ’ αὐτῶν καὶ ἦλθεν εἰς Ναζαρέτ, καὶ ἦν ὑποτασσόμενος αὐτοῖς. καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ διετήρει πάντα τὰ ῥήματα ταῦτα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς. 52 Καὶ Ἰησοῦς προέκοπτε σοφίᾳ καὶ ἡλικίᾳ καὶ χάριτι παρὰ Θεῷ καὶ ἀνθρώποις.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Β´ 20 - 21


20 Καὶ ἐγύρισαν πίσω οἱ ποιμένες εἰς τὸ ποίμνιόν των καὶ ἐδόξαζον καὶ ὑμνολογοῦν τὸν Θεὸν δι’ ὅλα, ὅσα ἤκουσαν ἀπὸ τὸν ἄγγελον καὶ ὅσα εἶδον τὰ μάτια των, ὅταν ἐπῆγαν εἰς τὴν Βηθλεὲμ καὶ τὰ ὁποῖα ἦσαν ἀκριβῶς ὅπως τοὺς τὰ εἶπεν ὁ ἄγγελος. 21 Καὶ ὅταν συνεπληρώθησαν αἱ ὀκτὼ ἡμέραι διὰ νὰ γίνῃ εἰς τὸ παιδίον ἡ περιτομή, τὸ περιέτεμαν, ἵνα καὶ διὰ τῆς περιτομῆς ἐπιβεβαιωθῇ ὅτι ἦτο γνήσιος ἀπόγονος τοῦ Ἀβραάμ. Καὶ ἐκλήθη τὸ ὅνομά του Ἰησοῦς, ὄνομα ποὺ τὸ εἶχεν εἴπει ὁ ἄγγελος προτοῦ συλληφθῇ αὐτὸς εἰς τὴν κοιλίαν τῆς μητέρας του.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Β´ 40 - 52


40 Τὸ δὲ παιδίον ἐμεγάλωνε κατὰ τὸ σῶμα καὶ ἐνισχύετο ἐκτάκτως κατὰ τὰς διανοητικὰς καὶ πνευματικὰς δυνάμεις. Καὶ ἡ θεότης, μὲ τὴν ὁποίαν ἦτο ἠνωμένον, καθ’ ὅσον ἡ ἡλικία τοῦ παιδίου ἐπροχώρει, μετέδιδεν εἰς αὐτὸ καὶ τὸ ἐγέμιζε σοφίαν. Καὶ χάρις Θεοῦ, ἡ ὁποία τὸ ἐνίσχυεν εἰς πᾶσαν ἀρετὴν καὶ τὸ ἐφύλαττεν ἀπὸ πᾶσαν ἁμαρτίαν, ἦτο ἐπ’ αὐτοῦ, διευθύνουσα τὴν ὁμαλὴν καὶ ἀπρόσκοπτον ἀνάπτυξιν καὶ ἠθικὴν πρόοδόν του. 41 Καὶ ἐπήγαιναν οἱ γονεῖς του κάθε χρόνον εἰς Ἱερουσαλὴμ διὰ τὴν ἑορτὴν τοῦ Πάσχα, ὅπως ὅλοι οἱ εὐσεβεῖς Ἰσραηλῖται. 42 Καὶ ἀφοῦ ἔγινε τὸ παιδίον δώδεκα ἐτῶν, ὅταν ἀνέβησαν αὐτοὶ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, σύμφωνα μὲ τὴν συνήθειαν ποὺ εἶχε καθιερωθῆ ὑπὸ τοῦ νόμου διὰ τὴν ἑορτήν, ἐπῆραν καὶ αὐτὸ μαζί των. 43 Καὶ ὅταν συνεπλήρωσαν τὰς ἡμέρας τῆς παραμονῆς των εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, καὶ ἐγύριζαν αὐτοὶ εἰς τὴν πατρίδα των, ὁ παῖς Ἰησοῦς ἔμεινεν ὀπίσω εἰς Ἱερουσαλήμ. Καὶ δὲν ἀντελήφθησαν τοῦτο ὁ Ἰωσὴφ καὶ ἡ μητέρα τοῦ παιδίου. 44 Ἐπειδὴ δὲ τὸν ἐνόμισαν, ὅτι ἦτο εἰς τὸ καραβάνι τῶν προσκυνητῶν, ἐπροχώρησαν μιᾶς ἡμέρας δρόμον. Καὶ τὸ ἑσπέρας ἐζήτουν νὰ τὸν εὕρουν μεταξὺ τῶν συγγενῶν καὶ γνωστῶν. 45 Καὶ ἐπειδὴ δὲν τὸν εὗρον, ἐγύρισαν ὀπίσω εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ εἰς τὸν δρόμον ἐζητοῦσαν νὰ τὸν εὕρουν ἐρωτῶντες καὶ τοὺς προσκυνητάς, τοὺς ὁποίους συνήντων. 46 Καὶ ὅταν ἐπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλὴμ μετὰ τρεῖς ἡμέρας, ἀφ’ ὅτου εἶχον ἀναχωρήσει ἐκεῖθεν χωρὶς τὸν Ἰησοῦν, συνέβη νὰ τὸν εὕρουν εἰς τὸν ἱερὸν περίβολον τοῦ ναοῦ νὰ κάθεται ἐν μέσῳ τῶν διδασκάλων καὶ νὰ ἀκούῃ αὐτοὺς καὶ νὰ τοὺς ἐρωτᾷ διὰ σπουδαία ζητήματα, ἀσυνήθη διὰ τὴν ἡλικίαν του. 47 Καὶ ἠπόρουν καὶ ἐθαύμαζαν ὅλοι ὅσοι τὸν ἤκουαν διὰ τὴν ἐξαιρετικὴν νοημοσύνην καὶ διὰ τὰς ἀπαντήσεις, ποὺ ἔδιδε. 48 Καὶ ὅταν ὁ Ἰωσὴφ καὶ ἡ Μαρία τὸν εἶδαν, κατελήφθησαν ἀπὸ ἔκπληξιν, διότι διὰ πρώτην φορὰν ὁ μικρὸς Ἰησοῦς παρουσιάζεται μὴ σκεπτόμενος τὴν ἀνησυχίαν, ποὺ θὰ τοὺς ἐπροκάλει ἡ καθυστέρησις αὐτή. Καὶ ἡ μητέρα του εἶπε πρὸς αὐτόν· Παιδί μου, διατὶ μᾶς ἔκαμες ἔτσι καὶ ἔμεινες ὀπίσω; Ἰδοὺ ὁ πατήρ σου καὶ ἐγὼ μὲ πόνον καὶ λαχτάραν σὲ ἐζητούσαμεν. 49 Καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· Διατὶ ἐζητεῖτε νὰ μὲ εὕρετε; Δὲν ἠξεύρατε, ὅτι εἰς τὰ οἰκήματα τοῦ πατρός μου πρέπει νὰ εἶμαι; Δὲν ἔπρεπε λοιπὸν νὰ ἀνησυχῆτε, οὔτε ὑπῆρχε λόγος νὰ μὲ ἀναζητῆτε ὡς χαμένον. 50 Καὶ αὐτοὶ δὲν ἐκατάλαβαν τὸν λόγον αὐτόν, ποὺ τοὺς εἶπε, διότι δὲν ἤξευραν ἀκόμη, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἦτο καὶ φυσικὸς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ συνεπῶς ἐδικαιοῦτο νὰ ἀποκαλέσῃ τὸν Ναὸν πατρικὴν κατοικίαν του. 51 Καὶ κατέβη μαζί τους ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἦλθεν εἰς Ναζαρέτ. Καὶ ἐξηκολούθει ὡς εὐπειθὴς υἱὸς νὰ ὑποτάσσεται εἰς αὐτούς. Καὶ ἡ μητέρα του διετήρει τὰ λόγια καὶ τὰ συμβάντα αὐτὰ εἰς τὴν μνήμην της, βαθεῖα χαραγμένα εἰς τὴν καρδίαν της. 52 Καὶ ὁ Ἰησοῦς βαθμηδὸν προώδευε κατὰ τὴν σοφίαν καὶ κατὰ τὴν αὔξηση τοῦ σώματος καὶ κατὰ τὴν χάριν τόσον παρὰ τῷ Θεῷ, ὁ ὁποῖος ὁλονὲν ἐξεδήλωνε πλουσιώτερον τὴν εὔνοιάν του εἰς αὐτὸν καὶ κατὰ τὸ μέτρον τῆς σωματικῆς καὶ πνευματικῆς αὐξήσεως καὶ ἀναπτύξεως τοῦ Ἰησοῦ ἐξέχυνεν ἐπὶ τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν του πλουσιωτέραν τὴν ἐνίσχυσίν του καὶ τὴν εὐλογίαν του, ὅσον καὶ παρὰ τοῖς ἀνθρώποις, οἱ ὁποῖοι ἀνεύρισκον ἐν αὐτῷ ὁλονὲν καὶ περισσότερον ἔκτακτα καὶ ἀσυνήθη χαρίσματα σοφίας καὶ καλοσύνης καὶ ἀρετῆς.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Β´ 20 - 21


20 Και επέστρεψαν οι ποιμένες στο ποίμνιόν των, δοξάζοντες και υμνούντες τον Θεόν δι' όλα όσα ήκουσαν και είδαν και τα οποία ήσαν ακριβώς όπως τους τα είπε ο άγγελος. 21 Και όταν συνεπληρώθησαν οκτώ ημέραι, δια να γίνη η περιτομή του παιδίου, έκαμαν την περιτομήν και εδόθη στο παιδίον το όνομα Ιησούς, όπως είχεν είπει ο άγγελος πριν ακόμη συλληφθή αυτό εις την κοιλίαν της μητέρας του.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Β´ 40 - 52


40 Το δε παιδίον ηύξανε κατά το σώμα και ισχυροποιείτο πολύ κατά το πνεύμα και επληρούτο από σοφίαν, την οποίαν εις αυτό μετέδιδεν, καθόσον επροχωρούσε η ηλικία του, η ενωμένη με αυτό θεία του φύσις. Και χάρις Θεού ήτο εις αυτό, η οποία το επροφύλασσε αμόλυντο από κάθε αμαρτίαν, το καθωδηγούσε δε και το ενίσχυε προς κάθε αρετήν. 41 Και επήγαιναν οι γονείς του κάθε έτος εις την Ιερουσαλήμ, δια την εορτήν του πάσχα. 42 Και όταν το παιδίον έγινε δώδεκα ετών, ανέβησαν μαζή με αυτό εις τα Ιεροσόλυμα, σύμφωνα με την συνήθειαν που είχε καθιερώσει ο νόμος δια την εορτήν. 43 Οταν δε ετελείωσαν αι ημέραι της εκεί παραμονής των, καθώς εγύριζαν προς την Ναζαρέτ, απέμεινε το παιδίον Ιησούς εις την Ιερουσαλήμ και δεν αντελήφθησαν τούτο ο Ιωσήφ και η μητέρα αυτού. 44 Επειδή δε ενόμισαν ότι ήτο εις την συνοδείαν των προσκυνητών, επροχώρησαν μιας ημέρας δρόμον μεταξύ των συγγενών και των γνωστών. 45 Επειδή δε τον ευρήκαν, επέστρεψαν εις την Ιερουσαλήμ, αναζητούντες αυτόν καθ' οδόν, μήπως ήτο μεταξύ των ερχομένων προσκυνητών. 46 Και όταν επέστρεψαν εις την Ιερουσαλήμ, ευρήκαν αυτόν έπειτα από τρεις ημέρας να κάθεται εις την αυλήν του ναού, εν μέσω των διδασκάλων, να τους ακούη και να τους ερωτά δια σπουδαία και υψηλά ζητήματα, ασυνήθη δια την παιδικήν του ηλικίαν. 47 Και όλοι όσοι τον ήκουαν, εθαύμαζαν δια την μοναδικήν νοημοσύνην και τας απαντήσστου. 48 Και όταν ο Ιωσήφ και η Μαρία τον είδαν, κατελήφθησαν από έκπληξιν και η μητέρα του είπε προς αυτόν· “παιδί μου,τι είναι αυτό που μας έκαμες και έμεινες οπίσω; Ιδού ο πατέρας σου και εγώ με πόνον και μεγάλην ανησυχίαν σε αναζητούσαμε”. 49 Και είπε προς αυτούς· “διατί με εζητούσατε; Δεν εγνωρίζατε ότι στον οίκον του Πατρός μου πρέπει να είμαι;” (Υπενθύμισε εις αυτούς ότι πατήρ του δεν ήτο ο Ιωσήφ, αλλ' ο Θεός, του οποίου ο ναός ήτο ο οίκος του). 50 Και αυτοί δεν ενόησαν τον λόγον, που τους είπε, διότι δεν ημπορούσαν να εισχωρήσουν στο μέγα μυστήριον της ενανθρωπήσεως του Υιού του Θεού. 51 Και ο Ιησούς κατέβηκε μαζή των από τα Ιεροσόλυμα εις την Ναζαρέτ και υπήκουεν εις αυτούς κατά πάντα. Και η μητέρα του διατηρούσε όλα τα λόγια και τα συμβάντα αυτά εις την καρδίαν της και εις την μνήμην της. 52 Και ο Ιησούς προώδευε συνεχώς κατά την σοφίαν και κατά την αύξησιν του σώματος και κατά την χάριν, που ελάμβανε ολονέν και πλουσιωτέραν από τον Θεόν και κατά την εκτίμησιν και τον θαυμασμόν, που απελάμβανε εκ μέρους των ανθρώπων δια τα πολλά και θεία χαρτίσματά του.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




Ἦχος δ´ - Ἑωθινόν Ζ´
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κ´ 1 - 10


1 Τῇ δὲ μιᾷ τῶν σαββάτων Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἔρχεται πρωῒ σκοτίας ἔτι οὔσης εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ βλέπει τὸν λίθον ἠρμένον ἐκ τοῦ μνημείου. 2 τρέχει οὖν καὶ ἔρχεται πρὸς Σίμωνα Πέτρον καὶ πρὸς τὸν ἄλλον μαθητὴν ὃν ἐφίλει ὁ Ἰησοῦς, καὶ λέγει αὐτοῖς· Ἦραν τὸν Κύριον ἐκ τοῦ μνημείου, καὶ οὐκ οἴδαμεν ποῦ ἔθηκαν αὐτόν. 3 ἐξῆλθεν οὖν ὁ Πέτρος καὶ ὁ ἄλλος μαθητής καὶ ἤρχοντο εἰς τὸ μνημεῖον. 4 ἔτρεχον δὲ οἱ δύο ὁμοῦ· καὶ ὁ ἄλλος μαθητὴς προέδραμε τάχιον τοῦ Πέτρου καὶ ἦλθε πρῶτος εἰς τὸ μνημεῖον, 5 καὶ παρακύψας βλέπει κείμενα τὰ ὀθόνια, οὐ μέντοι εἰσῆλθεν. 6 ἔρχεται οὖν Σίμων Πέτρος ἀκολουθῶν αὐτῷ, καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸ μνημεῖον καὶ θεωρεῖ τὰ ὀθόνια κείμενα, 7 καὶ τὸ σουδάριον, ὃ ἦν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, οὐ μετὰ τῶν ὀθονίων κείμενον, ἀλλὰ χωρὶς ἐντετυλιγμένον εἰς ἕνα τόπον. 8 τότε οὖν εἰσῆλθε καὶ ὁ ἄλλος μαθητὴς ὁ ἐλθὼν πρῶτος εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ εἶδε καὶ ἐπίστευσεν· 9 οὐδέπω γὰρ ᾔδεισαν τὴν γραφὴν ὅτι δεῖ αὐτὸν ἐκ νεκρῶν ἀναστῆναι. 10 ἀπῆλθον οὖν πάλιν πρὸς ἑαυτοὺς οἱ μαθηταί.

Ἦχος δ´ - Ἑωθινόν Ζ´
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κ´ 1 - 10


1 Αφοῦ δὲ ἐπέρασε τὸ Σάββατον, κατὰ τὴν πρώτην ἡμέραν τῆς ἑβδομάδος ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἔρχεται εἰς τὸ μνημεῖον πρωΐ, ὅταν ἦτο ἀκόμη σκοτάδι, καὶ βλέπει ὅτι ὁ λίθος, ποὺ ἔφρασσε τὴν εἴσοδον τοῦ τάφου, ἦτο σηκωμένος ἀπὸ τὸ μνῆμα. 2 Ὅταν λοιπὸν εἶδε τὸ μνῆμα ἀνοικτόν, τρέχει καὶ ἔρχεται εἰς τὸν Σίμωνα Πέτρον καὶ εἰς τὸν ἄλλον μαθητήν, τὸν ὁποῖον ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς, καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· Ἐπῆραν τὸν Κύριον ἀπὸ τὸ μνημεῖον καὶ δὲν ἠξεύρομεν, ποὺ τὸν ἔβαλαν. 3 Κατόπιν λοιπὸν ἀπὸ τὴν ἀνέλπιστον αὐτὴν εἴδησιν, ἐβγῆκεν ἀπὸ τὸ σπίτι, ποὺ ἔμενεν, ὁ Πέτρος, μαζὶ δὲ μὲ αὐτὸν ἐβγῆκε καὶ ὁ ἄλλος μαθητὴς καὶ ἤρχοντο εἰς τὸ μνημεῖον. 4 Ἔτρεχαν δὲ καὶ οἱ δύο μαζί, ἀλλ’ ὁ ἄλλος μαθητὴς ὡς νεώτερος ἔτρεξεν ἐμπρὸς γρηγορώτερα ἀπὸ τὸν Πέτρον καὶ ἔφθασε πρῶτος εἰς τὸ μνημεῖον. 5 Καὶ ἀφοῦ ἔσκυψε, βλέπει ἀπ’ ἔξω τοὺς νεκρικοὺς ἐπιδέσμους νὰ εἶναι κατὰ γῆς, λόγῳ ὅμως τῆς μεγάλης συγκινήσεώς του δὲν ἐπροχώρησε νὰ ἔμβῃ μέσα. 6 Ἐνῷ λοιπὸν ἐπερίμενεν ἀπ’ ἔξω, ἔρχεται καὶ ὁ Σίμων Πέτρος ὕστερα ἀπὸ αὐτὸν καὶ θαρραλέος καὶ ὁρμητικός, καθὼς ἦτο ἀπὸ χαρακτῆρος, ἐμβῆκεν εἰς τὸ μνημεῖον καὶ παρετήρησεν ἐκ τοῦ πλησίον, ὅτι οἱ νεκρικοὶ ἐπίδεσμοι ἦσαν κατὰ γῆς καὶ δὲν ἔλειπαν, ὅπως ἦτο φυσικὸν νὰ συμβῇ, ἐὰν τὸ σῶμα εἶχε κλαπῇ. 7 Παρετήρησεν ἀκόμη, ὅτι τὸ φακιόλιον, μὲ τὸ ὁποῖον εἶχαν σκεπάσει τὴν κεφαλὴν τοῦ Ἰησοῦ, δὲν ἦτο ἀτάκτως ἀνακατευμένον μὲ τοὺς ἐπιδέσμους, ἀλλὰ μὲ τάξιν, ποὺ δὲν ἐπρόδιδε βίαν καὶ σπουδήν, ἦτο τυλιγμένον χωριστὰ κάπου ἐκεῖ. 8 Τότε λοιπὸν παρακινηθεὶς ἀπὸ τὸ παράδειγμα τοῦ Πέτρου ἐμβῆκε μέσα καὶ ὁ ἄλλος μαθητής, ποὺ ἦλθε πρῶτος εἰς τὸ μνῆμα, καὶ εἶδε ταῦτα ἐκ τοῦ πλησίον καὶ αὐτὸς καὶ ἐπίστευσεν, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀνέστη. 9 Δὲν ἐπίστευσε δὲ προτήτερα, ἀλλὰ μόλις τώρα, ποὺ εἶδεν ἀδειανὸν τὸν τάφον, διότι καὶ αὐτὸς καὶ ὁ Πέτρος δὲν ἐγνώριζαν ἀκόμη τὴν ἀληθῆ ἔννοιαν τῶν προφητειῶν τῆς Γραφῆς, ὅτι σύμφωνα μὲ αὐτὰς ἔπρεπεν αὐτὸς νὰ ἀναστηθῇ ἐκ νεκρῶν. 10 Ἀφοῦ λοιπὸν ἐξήτασαν τὸν τάφον καὶ ἐπείσθησαν, ὅτι πᾶσα ἅλλη ἔρευνα ἦτο περιττή, ἐπέστρεψαν πάλιν εἰς τὰ καταλύματά των οἱ μαθηταί.

Ἦχος δ´ - Ἑωθινόν Ζ´
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κ´ 1 - 10


1 Κατά την πρώτην ημέραν του Σαββάτου, δηλαδή την Κυριακήν, η Μαρία η Μαγδαληνή έρχεται πρωί στο μνημείον, ενώ ακόμη ήτο σκοτάδι, και βλέπει ότι ο λίθος, που έκλειε την θύραν του μνημείου, ήτο σηκωμένος από εκεί. 2 Τρέχει, λοιπόν, και έρχεται στον Σιμωνα Πετρον και στον άλλον μαθητήν, τον οποίον ιδιαιτέρως αγαπούσε ο Ιησούς, και λέγει εις αυτούς· “επήραν τον Κυριον από το μνημείον και δεν ξέρομεν που τον έχουν βάλει”. 3 Εβγήκε τότε ο Πετρος και ο άλλος μαθητής από το σπίτι και ήρχοντο στο μνημείον. 4 Ετρεχαν δε και οι δύο μαζή. Ο άλλος μαθητής, σαν νεώτερος, έτρεξε ταχύτερα εμπρός από τον Πετρον και ήλθε πρώτος στο μνημείον. 5 Και αφού έσκυψε απ' έξω, είδε τις λωρίδες από τα σινδόνια, με τα οποία είχαν σαβανώσει το σώμα, να είναι κατά γης. Από σεβασμόν όμως προς τον τάφον δεν εισήλθεν στο μνημείον. 6 Ερχεται, λοιπόν, ύστερα από αυτόν ο Σιμων Πετρος και εμπήκεν στο μνημείον και είδε ότι αι λωρίδες του σαβάνου ήσαν καταγής. 7 Και η πετσέτα, με την οποίαν είχαν σκεπάσει την κεφαλήν του Ιησού, δεν ήτο μαζή με τας λωρίδας, αλλά χωριστά, κάπου εκεί τυλιγμένη με προσοχήν. 8 Τοτε λοιπόν, εμπήκε και ο άλλος μαθητής, ο οποίος είχεν έλθει πρώτος στο μνημείον και είδε από κοντά αυτά τα παράδοξα και επίστευσεν, ότι δεν είχε κλαπή το σώμα, αλλ' ότι είχεν αναστηθή ο Ιησούς. 9 Διότι έως τότε δεν είχαν ακόμη γνωρίσει και καλά εννοήσει την Αγίαν Γραφήν, η οποία είχε προφητεύσει ότι πρέπει ο Χριστός να αναστηθή εκ νεκρών. 10 Εφυγαν, λοιπόν, πάλιν οι μαθηταί και εγύρισαν στο κατάλυμά των.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα





Πατήστε στην εικόνα για να διαβάσετε τη «Φωνή Κυρίου» της Κυριακής, έκδοση της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος