ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Ϛ´ 8 - 15
8 Ὁ Στέφανος δέ, ποὺ ἦτο γεμᾶτος πίστιν καὶ χάρισμα εὐγλωττίας δυνατόν, ἐτέλει μεταξὺ τοῦ λαοῦ μεγάλα θαύματα, ποὺ προεκάλουν κατάπληξιν καὶ ἀπεδείκνυον τὴν ἀλήθειαν τοῦ χριστιανικοῦ κηρύγματος.
9 Μερικοὶ δὲ ἀπὸ τὴν συναγωγήν, ποὺ ἐλέγετο συναγωγὴ τῶν Λιβερτίνων καὶ τῶν Κυρηναίων καὶ τῶν Ἀλεξανδρέων, καθὼς καὶ τῶν Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι κατήγοντο ἀπὸ τὴν Κιλικίαν καὶ τὴν Ἀσίαν, ἐσηκώθησαν μὲ φανατισμὸν καὶ συνεζήτουν μὲ τὸν Στέφανον.
10 Καὶ δὲν ἠμποροῦσαν νὰ ἀντισταθοῦν εἰς τὴν σοφίαν καὶ εἰς τὸ πνευματικὸν χάρισμα, μὲ τὸν φωτισμὸν τοῦ ὁποίου ὡμίλει ὁ Στέφανος.
11 Τότε ὑπεκίνησαν καὶ ἐδωροδόκησαν ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι σύμφωνα μὲ τὰς ἰδιαιτέρας ὁδηγίας ποὺ ἔλαβον, ἔλεγον, ὅτι τὸν ἔχομεν ἀκούσει μὲ τὰ αὐτιά μας νὰ λέγῃ λόγους βλασφήμους κατὰ τοῦ Μωϋσέως καὶ τοῦ Θεοῦ.
12 Καὶ ἐξηρέθισαν τὸν λαὸν καὶ τοὺς προεστοὺς τῶν Ἰουδαίων καὶ τοὺς γραμματεῖς. Καὶ κατόπιν αὐτοῦ ἦλθαν ἔξαφνα καὶ ἥρπασαν ὅλοι μαζὶ τὸν Στέφανον καὶ διὰ τῆς βίας τὸν ἔφεραν εἰς τὸ συνέδριον.
13 Καὶ παρουσίασαν ἐκεῖ ψευδομάρτυρας, οἱ ὁποῖοι ἔλεγον· Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν παύει ἀπὸ τοῦ νὰ λέγῃ λόγους βλασφήμους κατὰ τοῦ ἁγίου τόπου τοῦ ναοῦ καὶ κατὰ τοῦ νόμου.
14 Δὲν μᾶς μένει δὲ ἡ παραμικρὰ ἀμφιβολία περὶ τοῦ ὅτι βλασφημεῖ τὸν ναὸν καὶ τὸν νόμον, διότι τὸν ἔχομεν ἀκούσει οἱ ἴδιοι νὰ λέγῃ, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος, αὐτὸς ποὺ δὲν ἠμπόρεσε νὰ σώσῃ τὸν ἑαυτόν του, θὰ καταστρέψῃ τὸν τόπον αὐτὸν τὸν ἱερὸν καὶ θὰ ἀλλάξῃ τὰ ἱερὰ ἔθιμα καὶ τοὺς θεσμούς, ποὺ μᾶς παρέδωκε διὰ τοῦ νόμου ὁ Μωϋσῆς.
15 Καὶ ὅταν τὸν ἐκύτταξαν ὅλοι οἱ δικασταί, ὅσοι ἐκάθηντο εἰς τὸ συνέδριον, εἶδον τὸ πρόσωπόν του νὰ ἀστράπτῃ, σὰν νὰ ἦτο πρόσωπον ἀγγέλου.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Ζ´ 1 - 5
1 Εἶπε δὲ ὁ ἀρχιερεύς· Ἔτσι λοιπὸν εἶναι αὐτά, ὅπως τὰ καταγγέλλουν οἱ μάρτυρες;
2 Οὗτος δὲ εἶπεν· Ἄνδρες ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, ἀκούσατε. Ὁ Θεὸς ὁ ἔνδοξος, ὁ ὁποῖος συγχρόνως εἶναι καὶ ἡ πηγὴ τῆς πραγματικῆς καὶ αἰωνίας δόξῃς, ἐνεφανίσθη εἰς τὸν πατέρα μας Ἀβραάμ, ὅταν ἦτο ἀκόμη εἰς τὴν Μεσοποταμίαν, προτοῦ νὰ κατοικήσῃ οὗτος ἐν Χαρράν.
3 Καὶ τοῦ εἶπεν· Ἔβγα ἀπὸ τὴν πατρίδα σου καὶ ἀπὸ τὴν συγγένειάν σου καὶ ἔλα εἰς χώραν, τὴν ὁποίαν θὰ σοῦ δείξω.
4 Τότε ὁ Ἀβραὰμ συμμορφούμενος πρὸς τὴν ἐντολὴν ταύτην, ἀφοῦ ἀνεχώρησεν ἀπὸ τὴν χώραν τῶν Χαλδαίων, ἐκατοίκησεν εἰς Χαρράν. Καὶ ἀπ’ ἐκεῖ, ὅταν ἀπέθανεν ὁ πατέρας του, τὸν μετοίκησεν ὁ Θεὸς εἰς τὴν γῆν αὐτὴν τῆς Χαναάν, εἰς τὴν ὁποίαν κατοικεῖτε σεῖς τώρα.
5 Καὶ ἐφ’ ὅσον ἔζη ὁ Ἀβραάμ, δὲν ἔδωκεν εἰς αὐτὸν κληρονομίαν εἰς τὴν γῆν αὐτὴν οὔτε ἑνὸς βήματος τόπον. Καὶ ὅμως ὑπεσχέθη ὁ Θεὸς νὰ δώσῃ τὴν χώραν αὐτὴν εἰς αὐτὸν καὶ εἰς τοὺς ἀπογόνους αὐτοῦ ὕστερα ἀπὸ αὐτόν, διὰ νὰ τὴν κατέχουν, ἂν καὶ τότε, ποὺ ἔδιδεν εἰς τὸν Ἀβραὰμ τὴν ὑπόσχεσιν αὐτήν, δὲν εἶχεν οὗτος τέκνον.