ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Ϛ´ 1 - 7
1 Κατὰ τὰς ἡμέρας δὲ ταύτας, ἐνῷ ηὔξανε ὁ ἀριθμὸς τῶν πιστῶν, οἱ Ἑβραῖοι Χριστιανοί, ποὺ ἦσαν ἀπὸ ξένα μέρη καὶ ὡς ἐκ τούτου εἶχον ὡς γλῶσσαν των τὴν ἑλληνικήν, ἤρχισαν νὰ γογγύζουν ἐναντίον τῶν ἐντοπίων Ἑβραίων Χριστιανῶν, ποὺ ὡμίλουν τὴν ἀραμαϊκὴν γλῶσσαν. Καὶ ἠγέρθησαν τὰ παράπονα αὐτά, διότι αἱ χῆραι τῶν Ἑλληνιστῶν καὶ μὴ ἐντοπίων Χριστιανῶν παρημελοῦντο κατὰ τὴν καθημερινὴν περίθαλψιν καὶ ὑπηρεσίαν τῆς διανομῆς τροφῶν καὶ ἐλεημοσυνῶν.
2 Κατόπιν τούτου λοιπὸν οἱ δώδεκα ἀπόστολοι, ἀφοῦ συνεκάλεσαν τὸ πλῆθος τῶν πιστευόντων εἰς Χριστὸν μαθητῶν, εἶπον· Δεν μᾶς φαίνεται σωστὸν νὰ ἀφήσωμεν ἡμεῖς τὸ κήρυγμα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ὑπηρετῶμεν εἰς τραπέζας φαγητοῦ.
3 Ἐξετάσατε λοιπὸν προσεκτικά, ἀδελφοί, καὶ ἐκλέξατε ἀπὸ σᾶς τοὺς ἰδίους ἑπτὰ ἄνδρας, οἱ ὁποῖοι νὰ ἔχουν καλὴν ἀπὸ ὅλους μαρτυρίαν, γεμᾶτους ἀπὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ σύνεσιν, τοὺς ὁποίους θὰ ἐγκαταστήσωμεν διὰ νὰ διεξάγουν τὴν ἀναγκαίαν ταύτην ὑπηρεσίαν.
4 Ἡμεῖς δὲ θὰ ἀφοσιωθῶμεν καὶ θὰ ἀσχοληθῶμεν ἀποκλειστικῶς εἰς τὴν προσευχὴν καὶ εἰς τὴν διακονίαν τοῦ κηρύγματος.
5 Καὶ ἡ πρότασις αὐτὴ τῶν ἀποστόλων ἐφάνη ἀρεστὴ εἰς ὁλόκληρον τὸ πλῆθος τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ ἐξέλεξαν τὸν Στέφανον, ἄνδρα γεμᾶτον ἀπὸ πίστιν εἰς τὸν Χριστὸν καὶ ἀπὸ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ τὸν Φίλιππον καὶ τὸν Πρόχορον καὶ τὸν Νικάνορα καὶ τὸν Τίμωνα καὶ τὸν Παρμενᾶν καὶ τὸν Νικόλαον, ὅστις ὑπῆρξεν εἰδωλολάτρης ἐξ Ἀντιοχείας καὶ προτοῦ νὰ πιστεύσῃ εἰς τὸν Χριστὸν εἶχε προσελκυσθῆ εἰς τὸν Ἰουδαϊσμόν.
6 Αὐτοὺς τοὺς ἑπτὰ παρουσίασαν ἐνώπιον τῶν ἀποστόλων, καὶ οἱ ἀπόστολοι, ἀφοῦ προσηυχήθησαν, ἔθεσαν ἐπ’ αὐτῶν τὰς χεῖρας, διὰ νὰ τοὺς μεταδοθῇ ἡ θεία χάρις, ἡ ἀναγκαία διὰ τὴν ἐπιτυχῆ διεξαγωγὴν τῆς διακονίας των.
7 Καὶ τὸ κήρυγμα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ προώδευε καὶ διεδίδετο καὶ ὁ ἀριθμὸς τῶν μαθητῶν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα ἐπληθύνετο πάρα πολύ, καὶ πλῆθος πολὺ ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς τῶν Ἰουδαίων ἀπεδέχοντο τὰς ἀληθείας τῆς πίστεως καὶ ὑπετάσσοντο εἰς αὐτάς.