ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Θ´ 18 - 33
18 Συνάγεται λοιπὸν καὶ ἀπὸ τὸ νέον αὐτὸ τῆς Ἁγίας Γραφῆς παράδειγμα, ὅτι ἐλεεῖ ὁ Θεὸς ἐκεῖνον ποὺ θέλει, ἀλλὰ καὶ ὅποιον θέλει, τὸν ἐγκαταλείπει καὶ σκληρύνεται. Προϋποτίθεται ὅμως, ὅτι πάντοτε ἡ θέλησις καὶ ἡ προτίμησις αὐτὴ τοῦ Θεοῦ στηρίζεται ἐπὶ τῆς προγνώσεως καὶ τῆς δικαιοσύνης του.
19 Ὕστερον λοιπὸν ἀπὸ αὐτὰ θὰ μοῦ προβάλῃς τὴν ἔνστασιν: Ἀφοῦ ὅποιον ὁ Θεὸς θέλει, τὸν ἐγκαταλείπει καὶ σκληρύνεται, διατὶ πλέον ἀποδοκιμάζει καὶ κατακρίνει τοὺς σκληρυνομένους; Εἰς τὸ θέλημά του ποῖος ἀντεστάθη ποτέ;
20 Βεβαίως κανεὶς ποτὲ δὲν ἀντεστάθη εἰς τὸ θέλημά του. Ἀλλὰ ποῖος εἶσαι σύ, ὦ ἀνόητε ἄνθρωπε, ὁ ὁποῖος ἀντιλέγεις εἰς τὸν Θεόν; Μήπως ἡμπορεῖ τὸ πήλινον ἀγγεῖον νὰ εἴπῃ εἰς ἐκεῖνον ποὺ τὸ ἔπλασε, διατὶ μὲ ἔκαμες δι’ αὐτὴν ἢ διὰ τὴν ἄλλην χρῆσιν;
21 Ἢ δὲν ἔχει ὁ ἀγγειοπλάστης ἐξουσίαν ἐπὶ τοῦ πηλοῦ νὰ κατασκευάσῃ ἀπὸ τὸ αὐτὸ ζυμωμένον ὑλικὸν ἄλλο μὲν ἀγγεῖον διὰ χρῆσιν τιμητικήν, ἄλλο δὲ διὰ χρῆσιν πρόστυχον; Ἔτσι καὶ ὁ Θεός, χωρὶς νὰ ἐκμηδενίζῃ τὸ αὐτεξούσιον καὶ τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἀνθρώπου, ἔχει τάξει τὸν καθένα διὰ κάποιον σκοπὸν ἐξυπηρετικὸν τοῦ σχεδίου του.
22 Ἐὰν λοιπὸν θέλων ὁ Θεὸς νὰ δείξῃ τὴν ὀργήν του καὶ νὰ καταστήσῃ γνωστὸν τί δύναται νὰ κάμῃ, ἠνέχθη μὲ πολλὴν μακροθυμίαν ἀγγεῖα καὶ σκεύη ἄξια νὰ ἐπισύρουν τὴν ὀργήν του, τὰ ὁποῖα μόνα τους ἐκατάρτισαν τὸν ἑαυτόν τους διὰ τὴν ἀπώλειαν, τί ἡμπορεῖς νὰ εἴπῃς σύ, ποὺ τολμᾷς νὰ ἀντιλέγῃς εἰς τὸν Θεόν;
23 Καὶ τί πάλιν ἡμπορεῖς νὰ εἴπῃς, ἐὰν ὁ Θεὸς ἡνέχθη μὲ πολλὴν ἀγαθότητα σκεύη ἄξια τοῦ ἐλέους του, διὰ νὰ καταστήσῃ γνωστὸν τὸν πλοῦτον τῶν ἐνδόξων καὶ λαμπρῶν ἰδιοτήτων του εἰς τὰ σκεύη αὐτά, δηλαδὴ εἰς τοὺς ἀνθρώπους τοὺς ἀξίους τοῦ ἐλέους του, τοὺς ὁποίους ἐκ προτέρου ἐτοίμασε διὰ νὰ τοὺς δοξάσῃ;
24 Καὶ οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ εἴμεθα ἡμεῖς, τοὺς ὁποίους ἀδιακρίτως καταγωγῆς μᾶς ἐκάλεσεν ὄχι μόνον ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς ἐθνικούς,
25 σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο ποὺ εἶπεν ὁ Θεὸς διὰ τοῦ προφήτου Ὡσηέ· θὰ ὀνομάσω λαόν μου τοὺς ἐθνικούς, οἱ ὁποῖοι τώρα δὲν εἶναι λαός μου, καὶ θὰ ὀνομάσω ἀγαπημένην τὴν Ἐκκλησίαν τῶν εἰδωλολατρῶν, ἡ ὁποία τώρα δὲν εἶναι ἀγαπημένη μου.
26 καὶ θὰ συμβῇ ὥστε εἰς τὸν τόπον καὶ τὴν χώραν τῶν εἰδωλολατρῶν, ὅπου ἐλέχθη εἰς αὐτούς· Δὲν εἶσθε λαός μου σεῖς, ἐκεῖ θὰ ὀνομασθοῦν παιδιὰ τοΰ ζῶντος Θεοῦ.
27 Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἡσαΐας φωνάζει διὰ τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν· Ἐὰν εἶναι ὁ ἀριθμὸς τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἰσραὴλ ἀναρίθμητος, σὰν τὴν ἄμμον τῆς θαλάσσης, δὲν θὰ σωθοῦν ὅλοι αὐτοί, ἀλλὰ μόνον τὸ ὑπόλοιπον τῶν καλοπροαιρέτων, ποὺ ἐξελέγη ἀπὸ τὸ πλῆθος αὐτό.
28 Διότι ὁ Θεὸς ἀπόφασιν, τὴν ὁποίαν πρὸ πολλοῦ ἐφοβέρισεν ὅτι θὰ λάβῃ, ἐκτελεῖ σύντομα μὲ δικαιοσύνην διότι θὰ πραγματοποιήσῃ ὁ Κύριος ἐπὶ τῆς γῆς ἀπόφασιν, ποὺ σύντομα θὰ ἐκτελεσθῇ.
29 Καὶ καθὼς ὁ αὐτὸς προφήτης Ἡσαΐας ἔχει προείπει· Ἐὰν ὁ Κύριος ὁ παντοκράτωρ δὲν διέσωζε τοὺς καλοπροαιρέτους καὶ δὲν μᾶς ἄφινεν ἀγαθοὺς ἀπογόνους, θὰ εἴχαμεν γίνει σὰν τὰ Σόδομα καὶ θὰ εἴχαμεν ἐξομοιωθῆ πρὸς τὰ Γόμορρα.
30 Τί λοιπὸν θὰ εἴπωμεν; Ποῖον εἶναι τὸ συμπέρασμα τῶν λεχθέντων; Ὄχι, δὲν ἔχασε τὴν δύναμίν της ἡ ἐπαγγελία τοῦ Θεοῦ, οὔτε διεψεύσθη, ἀλλὰ λαοὶ εἰδωλολατρικοί, οἱ ὁποῖοι δὲν ἐπεδίωκαν νὰ δικαιωθοῦν, κατέκτησαν τὴν δικαίωσιν, δικαίωσιν δὲ ἡ ὁποία προέρχεται ἐκ πίστεως, καὶ ἔτσι ἐπαλήθευσε καὶ ἐπραγματοποιήθη ἐπαγγελία τοῦ Θεοῦ.
31 Ἐνῷ οἱ Ἰσραηλῖται, οἱ ὁποῖοι κατεῖχον τὸν νόμον καὶ ἐπεδίωκαν τὴν δικαίωσιν διὰ τῆς τηρήσεως τοῦ νόμου, δὲν κατώρθωσαν νὰ ἐπιτύχουν τρόπον, ποὺ νὰ ὁδηγῇ εἰς τὴν δικαίωσιν.
32 Διατί; Διότι ἐπεδίωξαν τὴν δικαίωσιν ὄχι διὰ τῆς πίστεως, ἀλλὰ διὰ τῶν ἔργων τοῦ νόμου, σὰν νὰ ἦτο δυνατὸν νὰ τὴν ἐπιτύχουν διὰ τῆς τηρήσεως τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου. Καὶ ἔτσι ἐξ αἰτίας τῆς ἀπιστίας των εἰς τὸν Χριστὸν ἐσκόνταψαν εἰς τὸν γνωστὸν ἀπὸ τὰς προφητείας τῆς Γραφῆς λίθον, ὀ ὁποῖος προκαλεῖ σκόνταμμα εἰἷς τοὺς τυφλωμένους ἀπὸ τὴν ἀπιστίαν.
33 Καὶ γίνεται αὐτὸ σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο, ποὺ ἔχει γραφῆ εἰς τὸ βιβλίον τοῦ Ἡσαΐου· Ἰδοὺ ἐγὼ ὁ Θεὸς θὰ θέσω εἰς τὴν Σιὼν τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν σὰν ἄλλον λίθον τίμιον καὶ στερεόν, εἰς τὸν ὁποῖον θὰ σκοντάπτουν πολλοὶ καὶ σὰν ἄλλην πέτραν, ἕνεκα τῆς ὁποίας θὰ πίπτουν κάτω ὅσοι θὰ ἀπιστοῦν. Καθένας ὅμως, ὁ ὁποῖος πιστεύει εἰς αὐτόν, δὲν θὰ ἐντροπιασθῇ.