ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ζ´ 5 - 16
5 Ἔπειτα τὸν ἐρωτοῦν οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ γραμματεῖς οἱ μαθηταί σου δὲν συμπεριφέρονται σύμφωνα μὲ τὴν παράδοσιν τῶν παλαιοτέρων διδασκάλων, ἀλλὰ τρώγουν τὸ ψωμὶ μὲ χέρια ἄνιπτα;
6 Αὐτὸς δὲ ἀπεκρίθη καὶ εἶπεν εἰς αὐτούς, ὅτι καλὰ ἐπροφήτευσεν ὁ Ἡσαΐας διὰ σᾶς τοὺς ὑποκριτάς, καθὼς ἔχει γραφῆ· Αὐτὸς ὁ λαὸς μὲ τὰ χείλη μὲ τιμᾷ, ἡ καρδία τους ὅμως ἀπέχει μακρυὰ ἀπὸ ἐμέ.
7 Ψεύτικα δὲ καὶ ἀνώφελα μὲ λατρεύουν, ἐπειδὴ διδάσκουν διδασκαλίας, ποὺ εἶναι παραγγέλματα καὶ ἐντολαὶ ἀνθρώπων καὶ ὄχι ἰδικαί μου.
8 Καὶ λέγω, ὅτι ὀρθῶς καὶ ἀληθῶς ἐπροφήτευσε ταῦτα ὁ Ἡσαΐας, διότι ἀφήσατε τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ καὶ κρατεῖτε τὴν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων, τουτέστι βουτᾶτε εἰς τὸ νερὸν τὰ ἀγγεῖα καὶ τὰ ποτήρια καὶ ἄλλα παρόμοια τέτοια κάνετε πολλά.
9 Καὶ τοὺς ἒλεγεν· Ὡραῖα καὶ μὲ πᾶσαν εὐκολίαν παραβαίνετε τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ, διὰ νὰ φυλάξετε τὴν παράδοσίν σας.
10 Λέγω δέ, ὅτι παραβαίνετε τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ, διότι ὁ Μωϋσῆς κατὰ θείαν ἔμπνευσιν καὶ ὁδηγίαν εἶπε· Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου καὶ ἐκεῖνος, ποὺ λέγει κακὸν λόγον ἢ ὕβριν εἰς τὸν πατέρα του ἢ τὴν μητέρα του, πρέπει χωρὶς ἄλλο νὰ θανατώνεται.
11 Σεῖς ὅμως λέγετε· ἐὰν ἕνας ἄνθρωπος εἴπῃ εἰς τὸν πατέρα του ἢ εἰς τὴν μητέρα του· Ἂς εἶναι κορβᾶν, τουτέστι ἂς εἶναι δῶρον καὶ ἀφιέρωμα εἰς τὸν Θεὸν ἐκεῖνο, ποὺ θέλεις νὰ λάβῃς ὡς ὠφέλειαν καὶ βοήθειαν ἀπὸ ἐμέ,
12 θεωρεῖτε τοῦτον δεσμευμένον ἀπὸ τὸ τάξιμον αὐτὸ καὶ δεν τὸν ἀφίνετε πλέον νὰ κάμῃ τίποτε πρὸς ὄφελος καὶ βοήθειαν τοῦ πατρός του ἢ τῆς μητρός του.
13 Καὶ ἀκυρώνετε τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν παράδοσίν σας,τὴν ὁποίαν σεῖς οἱ νομοδιδάσκαλοι ἀπὸ γενεᾶς εἰς γενεὰν παρεδώκατε. Καὶ κάνετε πολλὰ σὰν καὶ αὐτό, ποὺ σᾶς εἶπα.
14 Καὶ ἀφοῦ προσεκάλεσεν ὅλον τὸν λαόν, τοὺς εἶπεν· Ἀκούσατε ὅλοι αὐτό, ποὺ θὰ εἴπω καὶ προσέξατε νὰ τὸ καταλάβετε.
15 Δὲν ὑπάρχει τίποτε ἀπὸ ὅσα παίρνει ἀπ’ ἔξω ὁ ἄνθρωπος, καὶ εἰσάγει μέσα του διὰ τῆς τροφῆς, τὸ ὁποῖον μπορεῖ νὰ τὸν κάμῃ βέβηλον καὶ θρησκευτικῶς ἀκάθαρτον. Ἀλλ’ ἐκεῖνα, ποὺ βγαίνουν ἀπὸ αὐτὸν καὶ τὴν μολυσμένην καρδίαν του, ἐκεῖνα εἶναι ποὺ κάνουν τὸν ἄνθρωπον ἀκάθαρτον καὶ βέβηλον.
16 Ὅποιος ἔχει φωτισμένον νοῦν καὶ αὐτιὰ πνευματικά, ποὺ ἀκούουν μὲ ἐνδιαφέρον καὶ συγχρόνως κατανοοῦν αὐτὰ ποὺ λέγω, ἂς ἀκούῃ.