❌
Κυριακή, 07 Δεκεμβρίου 2025

Άγιος Αμβρόσιος επίσκοπος Μεδιολάνων, Όσιος Γεράσιμος ο εξ Ευρίπου, Όσιος Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, ο υμνογράφος
† ΚΥΡΙΑΚΗ ΚϚ΄ (Ι΄ ΛΟΥΚΑ). Ἀμβροσίου ἐπισκόπου Μεδιολάνων (†397). Ἀθηνοδώρου μάρτυρος, Γερασίμου ὁσίου τοῦ Ὑμνογράφου.
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον
Ἑωθινόν


ΠΡΟΣ ΕΦΕΣΙΟΥΣ Ε´ 8 - 19


8 ἦτε γάρ ποτε σκότος, νῦν δὲ φῶς ἐν Κυρίῳ· ὡς τέκνα φωτὸς περιπατεῖτε· 9 ὁ γὰρ καρπὸς τοῦ Πνεύματος ἐν πάσῃ ἀγαθωσύνῃ καὶ δικαιοσύνῃ καὶ ἀληθείᾳ· 10 δοκιμάζοντες τί ἐστιν εὐάρεστον τῷ Κυρίῳ. 11 καὶ μὴ συγκοινωνεῖτε τοῖς ἔργοις τοῖς ἀκάρποις τοῦ σκότους, μᾶλλον δὲ καὶ ἐλέγχετε· 12 τὰ γὰρ κρυφῆ γινόμενα ὑπ’ αὐτῶν αἰσχρόν ἐστι καὶ λέγειν· 13 τὰ δὲ πάντα ἐλεγχόμενα ὑπὸ τοῦ φωτὸς φανεροῦται· πᾶν γὰρ τὸ φανερούμενον φῶς ἐστι. 14 διὸ λέγει· ἔγειρε ὁ καθεύδων καὶ ἀνάστα ἐκ τῶν νεκρῶν, καὶ ἐπιφαύσει σοι ὁ Χριστός. 15 Βλέπετε οὖν πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖτε, μὴ ὡς ἄσοφοι, ἀλλ’ ὡς σοφοί, 16 ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι. 17 διὰ τοῦτο μὴ γίνεσθε ἄφρονες, ἀλλὰ συνιέντες τί τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου. 18 καὶ μὴ μεθύσκεσθε οἴνῳ, ἐν ᾧ ἐστιν ἀσωτία, ἀλλὰ πληροῦσθε ἐν Πνεύματι, 19 λαλοῦντες ἑαυτοῖς ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς, ᾄδοντες καὶ ψάλλοντες τῇ καρδίᾳ ὑμῶν τῷ Κυρίῳ,

ΠΡΟΣ ΕΦΕΣΙΟΥΣ Ε´ 8 - 19


8 Σκεφθῆτε, τί ἦσθε εἰς τὸ παρελθόν. Τόσον πολὺ εἶχεν εἰσχωρήσει μέσα σας ὁ σκοτισμὸς τῆς ἁμαρτίας, ὥστε εἴχετε μεταβληθῆ εἰς σκότος. Τώρα ὅμως διὰ τῆς ἑνώσεώς σας μὲ τὸν Κύριον ἐγίνατε φῶς. Νὰ συμπεριφέρεσθε λοιπὸν σὰν παιδιὰ φωτός· σὰν ἄνθρωποι, ποὺ εἰς ὅλα των εἶναι φῶς καὶ διὰ τῆς ἀρετῆς των λάμπουν. 9 Ὀφείλετε δέ, ἀφοῦ ἐλάβατε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, νὰ δεικνύετε διαγωγὴν φωτεινήν, διότι ὁ καρπός, ποὺ παράγει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα εἰς τὰς ψυχὰς τῶν φωτισμένων ὑπ’ αὐτοῦ, δεικνύεται ἐξωτερικῶς μὲ κάθε καλωσύνην καὶ δικαιοσύνην καὶ φιλαλήθειαν. 10 Καὶ ἐξετάζετε νὰ μάθετε, τί εἶναι εὐάρεστον ἐνώπιον τοῦ Κυρίου. 11 Καὶ μὴ γίνεσθε μὲ τὴν ἀνοχήν σας συγκοινωνοὶ καὶ συνένοχοι εἰς τὰ ἔργα τοῦ σκότους, τὰ ὁποῖα δὲν φέρουν κανένα ὠφέλιμον καρπόν. Ἀντὶ νὰ τὰ σκεπάζετε καὶ νὰ τὰ ἀνέχεσθε, ὀφείλετε μᾶλλον νὰ ἐλέγχετε τὰ ἔργα αὐτὰ καὶ νὰ τὰ βγάζετε εἰς τὸ φῶς, ἀποδεικνύοντες πόσον ὀλέθρια εἶναι. 12 Ὁ ἔλεγχος καὶ ἡ διαφώτισις αὐτὴ εἶναι ἐπιβεβλημένη καὶ ὠφέλιμος, διότι τὰ ἔργα, ποὺ πράττουν κρυφίως οἱ ἀπειθεῖς αὐτοί, εἶναι τόσον αἰσχρά, ὥστε καὶ μόνον τὸ νὰ ὁμιλῇ κανεὶς δι’ αὐτὰ φέρει ἐντροπήν. 13 Διὰ τοῦ ἐλέγχου ὅμως τὰ ἔργα αὐτά, ποὺ γίνονται κρυφά, φανερούνται. Γίνεται δηλαδὴ γνωστὸς ὁ αἰσχρός των χαρακτὴρ καὶ αἱ ὀλέθριαι συνέπειαί των καὶ διορθοῦνται ὅσοι ἔχουν καλὴν προαίρεσιν. Καὶ παύουν πλέον νὰ κάνουν τὰ κρυφὰ καὶ ἐργάζονται εἰς τὸ ἑξῆς φανερά. Διότι κάθε τι ποὺ δὲν φοβεῖται τὸν ἔλεγχον καὶ δὲν δυσκολεύεται νὰ φανερωθῇ, εἶναι φῶς. 14 Ἐπειδὴ δὲ πράγματι ἐπέρχεται διόρθωσις διὰ τοῦ ἐλέγχου, δι’ αὐτὸ καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον χρησιμοποιεῖ τὸν ἔλεγχον καὶ φωνάζει πρὸς κάθε ἁμαρτωλὸν διὰ στόματος τῶν προφητῶν τῆς Καινῆς Διαθήκης: Σήκω ἐπάνω σύ, ποὺ κοιμᾶσαι τὸν ὕπνον τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀναστήσου ἀπὸ τὴν νέκραν καὶ τὸν θάνατον, εἰς τὸν ὁποῖον σὲ ἔρριψεν ἡ ἁμάρτια. Καὶ θὰ σὲ φωτίσῃ ὁ Χριστός. 15 Ἐλάβατε δὲ καὶ σεῖς τὸν φωτισμὸν αὐτὸν ἀπὸ τὸν Χριστόν. Λοιπὸν προσέχετε, πῶς μὲ πᾶσαν ἀκρίβειαν νὰ συμπεριφέρεσθε ὄχι σὰν ἄσοφοι καὶ ἀσύνετοι, ἀλλ’ ὡς σοφοὶ καὶ φρόνιμοι. 16 Ἡ σύνεσις δὲ καὶ ἡ σοφία σας θὰ φαίνεται μὲ τὸ νὰ ἐπωφελῆσθε πνευματικῆς κάθε εὐκαιρίαν καὶ μὲ πᾶσαν σπουδὴν νὰ ἁρπάζετε αὐτήν. Δὲν πρέπει δὲ νὰ χάνετε καμμίαν εὐκαιρίαν, διότι αἱ ἡμέραι ἕνεκα τοῦ ἐπικρατοῦντος κακοῦ εἶναι γεμᾶται σκάνδαλα, καὶ ὡς ἐκ τούτου αἱ μὲν εὐκαιρίαι τοῦ ἀγαθοῦ παρουσιάζονται σπανιώτερον, αἱ δὲ ἀφορμαὶ πρὸς τὸ κακὸν εἶναι πολυπληθέστεροι. 17 Δι’ αὐτὸ λοιπὸν προσέχετε νὰ μὴ γίνεσθε ἀνόητοι, ἀλλὰ νὰ ἐξετάζετε καὶ νὰ κατανοῆτε, ποῖον εἶναι τὸ εἰς ἑκάστην περίπτωσιν θέλημα τοῦ Κυρίου, ὁπότε, ἐὰν συμμορφώνεσθε πρὸς αὐτό, θὰ γίνεσθε πράγματι σοφοὶ καὶ συνετοί. 18 Καὶ μὴ μεθᾶτε μὲ οἶνον. Εἰς τὴν μέθην ὑπάρχει διαφθορὰ καὶ ἀσωτία. Ἀλλὰ γεμίζετε τὸ ἐσωτερικόν σας μὲ Πνεῦμα Ἅγιον. 19 Καὶ ὁ θεῖος τότε ἐνθουσιασμός, ποὺ θὰ γεμίζῃ τὰς καρδίας σας, θὰ ἐξωτερικεύεται μὲ τὸ νὰ λαλῆτε μεταξύ σας μὲ ψαλμοὺς καὶ μὲ ὕμνους καὶ μὲ ᾠδὰς πνευματικὰς καὶ μὲ τὸ νὰ τραγουδᾶτε καὶ ψάλλετε εἰς τὸν Κύριον ὄχι μόνον μὲ τὸ στόμα σας, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν καρδίαν σας, ποὺ θὰ προσέχῃ τὰ ψαλλόμενα.

ΠΡΟΣ ΕΦΕΣΙΟΥΣ Ε´ 8 - 19


8 Διότι άλλοτε ήσασθε σκοτάδι εξ αιτίας της πλάνης και της αμαρτίας, που κυριαρχούσε μέσα σας. Τωρα όμως δια του Κυρίου έχετε φωτισθή και είσθε φως. Να ζήτε, λοιπόν, και να συμπεριφέρεσθε σαν άνθρωποι, που τα πάντα εις αυτούς είναι φως αληθείας και αρετής. 9 (Εφ' όσον ελάβετε το πνευματικόν φως πρέπει να έχετε και φωτεινήν ζωήν). Διότι ο άγιος καρπός τον οποίον παράγει το Αγιον Πνεύμα μέσα εις τας καρδίας των πιστών, εκδηλώνεται με κάθε καλωσύνην και δικαιοσύνην και φιλαλήθειαν. 10 Να ερευνάτε και να διακρίνετε πάντοτε, τι είναι ευάρεστον ενώπιον του Κυρίου, 11 και να μη συμμετέχετε εις τα έργα του σκότους, που είναι άκαρπα και επιβλαβή. Ούτε καν και να τα ανέχεσθε, αλλά μάλλον να τα ελέγχετε και να τα παρουσιάζετε εις τα μάτια όλων επιβλαβή και ολέθρια. 12 Διότι όσα από τους ασεβείς και αμαρτωλούς γίνονται κρυφά και στο σκότος είναι αισχρόν και να τα αναφέρη κανένας. (Δι' αυτό ακριβώς και δεν είναι νοητόν, όχι μόνον να συμμετέχετε, αλλ' ούτε και να συζητήτε μεταξύ σας δι' αυτά. Μονον δε να τα ελέγχετε εις διόρθωσιν των αμαρτωλών και περιφρούρησιν των άλλων). 13 Ολα δε αυτά τα πονηρά έργα κάτω από το φως του ελέγχου, γίνονται φανερά πόσον ολέθρια είναι (ώστε οι μεν καλοπροαίρετοι αμαρτωλοί να μετανοήσουν, οι δε άλλοι να προφυλαχθούν). Διότι κάθε τι που φανερώνεται, είτε καλόν είτε κακόν, είναι σαν το φως, ώστε ο καθένας να κανονίση απέναντι αυτού την στάσιν του. 14 Ο έλεγχος εις φανέρωσιν του κακού και διόρθωσιν του αμαρτάνοντος πρέπει να γίνεται· δι' αυτό και το Αγιον Πνεύμα ελέγχει και φωνάζει προς κάθε αμαρτωλόν· Σηκω, συ που κοιμάσαι τον ύπνον της αμαρτίας, και πετάξου ορθός ανάμεσα από τους νεκρούς της αμαρτίας και θα σε φωτίση ο Χριστός. 15 Προσέχετε, λοιπόν, εφ' όσον έχετε φωτισθή από τον Χριστόν, πως με κάθε ακρίβειαν να συμπεριφέρεσθε, όχι σαν μωροί και ασύνετοι, αλλά σαν φρόνιμοι και συνετοί. 16 Να κερδίζετε πάντοτε και να εκμεταλλεύεσθε δια το αγαθόν τον χρόνον και τας ευκαιρίας της παρούσης ζωής, διότι αι ημέραι, εξ αιτίας της αμαρτίας που επικρατεί, είναι γεμάται πειρασμούς και πνευματικούς κινδύνους. 17 Δι' αυτό προσέχετε να μη γίνεσθε και φέρεσθε σαν ασύνετοι, αλλά να ερευνάτε και να ενοήτε καλά ποίον είναι το θέλημα του Κυρίου. 18 Και μη μεθάτε με οίνον· εις την μέθην υπάρχει πάντοτε η ασωτία και η κατάπτωσις. Αλλά γεμίζετε την ψυχήν, την καρδίαν και τον νου σας με Πνεύμα Αγιον. 19 Θα αισθάνεσθε τότε ασυγκρίτως ανώτερον και μεγαλύτερον ενθουσιασμόν από εκείνον, που δοκιμάζουν οι μέθυσοι, τον οποίον και θα εξωτερικεύετε λαλούντες μεταξύ σας με ψαλμούς και ύμνους και ωδάς πνευματικάς, άδοντες και ψάλλοντες στον Κυριον με όλην σας την καρδίαν.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΓ´ 10 - 17


10 Ἦν δὲ διδάσκων ἐν μιᾷ τῶν συναγωγῶν ἐν τοῖς σάββασι. 11 καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἦν πνεῦμα ἔχουσα ἀσθενείας ἔτη δέκα καὶ ὀκτώ, καὶ ἦν συγκύπτουσα καὶ μὴ δυναμένη ἀνακύψαι εἰς τὸ παντελές. 12 ἰδὼν δὲ αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς προσεφώνησε καὶ εἶπεν αὐτῇ· Γύναι, ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου· 13 καὶ ἐπέθηκεν αὐτῇ τὰς χεῖρας· καὶ παραχρῆμα ἀνωρθώθη καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεόν. 14 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἀρχισυνάγωγος, ἀγανακτῶν ὅτι τῷ σαββάτῳ ἐθεράπευσεν ὁ Ἰησοῦς, ἔλεγε τῷ ὄχλῳ· Ἓξ ἡμέραι εἰσὶν ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι· ἐν ταύταις οὖν ἐρχόμενοι θεραπεύεσθε, καὶ μὴ τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου. 15 ἀπεκρίθη οὖν αὐτῷ ὁ Κύριος καὶ εἶπεν· Ὑποκριτά· ἕκαστος ὑμῶν τῷ σαββάτῳ οὐ λύει τὸν βοῦν αὐτοῦ ἢ τὸν ὄνον ἀπὸ τῆς φάτνης καὶ ἀπαγαγὼν ποτίζει; 16 ταύτην δὲ, θυγατέρα Ἀβραὰμ οὖσαν, ἣν ἔδησεν ὁ σατανᾶς ἰδοὺ δέκα καὶ ὀκτὼ ἔτη, οὐκ ἔδει λυθῆναι ἀπὸ τοῦ δεσμοῦ τούτου τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου; 17 καὶ ταῦτα λέγοντος αὐτοῦ κατῃσχύνοντο πάντες οἱ ἀντικείμενοι αὐτῷ, καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἔχαιρεν ἐπὶ πᾶσι τοῖς ἐνδόξοις τοῖς γινομένοις ὑπ’ αὐτοῦ.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΓ´ 10 - 17


10 Ἐδίδασκε δὲ κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου εἰς μίαν ἀπὸ τὰς συναγωγάς. 11 Καὶ ἰδοὺ παρευρίσκετο ἐκεῖ μία γυναῖκα, ἡ ὁποία ἐκ συνεργείας τοῦ πονηροῦ πνεύματος κατείχετο ὑπὸ ἀσθενείας ἐπὶ δεκαοκτὼ ἔτη, καὶ ἦτο δι’ αὐτὸ σκυμμένη διαρκῶς μὲ κυρτωμένον τὸ σῶμα καὶ δὲν ἠδύνατο νὰ σηκώσῃ ὀρθίαν τὴν κεφαλήν της ὁλοτελῶς. 12 Ὅταν δὲ τὴν εἶδεν ὁ Ἰησοῦς, τῆς ἐφώναξε καὶ τῆς εἶπε· Γυναῖκα, εἶσαι λυμένη καὶ ἐλευθερωμένη ἀπὸ τὴν ἀρρώστιάν σου. 13 Καὶ ἔβαλεν ἐπάνω της τὰς χεῖρας του. Καὶ τὴν ἰδίαν στιγμήν, ἐπανέκτησε τὴν ὀρθίαν στάσιν τοῦ σώματός της καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεὸν διὰ τὴν θεραπείαν της. 14 Ἔλαβε δὲ τὸν λόγον ὁ ἀρχισυνάγωγος, γεμᾶτος ἀγανάκτησιν, διότι κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου ἔκαμε τὴν θεραπείαν ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἔλεγεν εἰς τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ· Ἓξ ἡμέραι εἶναι εἰς τὴν διάθεσίν μας, κατὰ τὰς ὁποίας δικαιούμεθα καὶ πρέπει νὰ ἐργαζώμεθα. Κατ’ αὐτὰς λοιπὸν τὰς ἐργασίμους ἡμέρας νὰ ἔρχεσθε καὶ νὰ θεραπεύεσθε, καὶ ὄχι κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου. 15 Ἀπεκρίθη λοιπὸν εἰς αὐτὸν ὁ Κύριος καὶ εἶπεν· Ὑποκριτά, σὺ ποὺ ὑπὸ τὸ πρόσχημα τοῦ σεβασμοῦ τοῦ Σαββάτου κρύπτεις φθόνον καὶ μοχθηρίαν· ὁ καθένας σας κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου δὲν λύει τὸ βώδι του ἢ τὸν ὄνον του ἀπὸ τὴν φάτνην καὶ δὲν τὸ πηγαίνει νὰ τὸ ποτίσῃ, χωρίς, σύμφωνα μὲ τὴν ἐκ παραδόσεως ἀνεγνωρισμένην ἑρμηνείαν τῆς ἐντολῆς τοῦ Σαββάτου, νὰ θεωρῆται παραβάτης αὐτῆς; 16 Αὐτὴ δέ, ποὺ εἶναι κόρη καὶ ἀπόγονος τοῦ Ἀβραάμ, τὴν ὁποίαν ἔδεσεν ὁ σατανᾶς μὲ τὴν ἀρρώστιαν, ὥστε ἐπὶ δεκαοκτὼ ὁλόκληρα χρόνια νὰ μὴ δύναται νὰ σηκωθῇ ὀρθία, δὲν ἦτο πρέπον καὶ ἐπιβεβλημένον νὰ λυθῇ ἀπὸ τὸ μακροχρόνιον αὐτὸ καὶ ὀδυνηρὸν δέσιμον κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου; 17 Καὶ ἐνῷ ἔλεγεν αὐτὰ ὁ Ἰησοῦς, ἐντροπιάζοντο ὅλοι οἱ ἀντίθετοί του. Καὶ ὅλος ὁ λαὸς ἔχαιρε δι’ ὅλα τὰ λαμπρὰ καὶ θαυμαστά ἔργα, ποὺ διαρκῶς ἐγίνετο ἀπὸ αύτόν.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΓ´ 10 - 17


10 Καποιο Σαββατο εδίδασκε εις μίαν από τας συναγωγάς. 11 Και ιδού είχε έλθει εκεί μία γυναίκα, η οποία ένεκα μοχθηράς επιδράσεως πονηρού πνεύματος, ήτο ασθενής δέκα οκτώ χρόνια, σκυμμένη συνεχώς, χωρίς καθόλου να ημπορή να σηκώση όρθιον το σώμα και την κεφαλήν της. 12 Οταν την είδε ο Ιησούς, της εφώναξε και της είπε· “γυναίκα, ελευθερώνεσαι από την ασθένειάν σου”. 13 Και έβαλεν επάνω της τας χείρας του. Και αμέσως εστάθηκε όρθια αυτή, απέκτησε δηλαδή την υγείαν της και εδόξαζε τον Θεόν. 14 Ο δε αρχισυνάγωγος αγανακτών, διότι ο Ιησούς εις ημέραν Σαββάτου εθεράπευσε, έλαβε τον λόγον και είπε στον λαόν· “εξ ημέραι είναι εκείναι, κατά τας οποίας πρέπει να εργαζώμεθα· εις αυτάς δε τας εργασίμους ημέρας να έρχεσθε και να θεραπεύεσθε και όχι κατά την ημέραν του Σαββάτου”. 15 Απεκρίθη τότε εις αυτούς ο Κυριος και είπε· υποκριτά, καθένας από σας κατά την ημέραν του Σαββάτου δεν λύει το βώδι του η τον όνον από την φάτνην του και πηγαίνει να το ποτίση; Αυτό δεν το θεωρείτε παράβασιν της αργίας του Σαββάτου, και πολύ ορθώς. 16 Αυτή δε, που είναι θυγάτηρ και απόγονος το Αβραάμ, την οποίαν ο σατανάς έδεσε δέκα οκτώ ολόκληρα χρόνια, δεν έπρεπε να λυθή από τον βαρύν και καταθλιπτικόν αυτόν δεσμόν κατά την ημέραν του Σαββάτου;” 17 Και ενώ ο Κυριος έλεγε αυτά, κατεντροπιάζοντο όλοι οι εχθροί του· αντιθέτως δε όλος ο λαός έχαιρε δι' όλα τα θαυμαστά έργα που εγίνοντο απ' αυτόν (διότι είχε ακόμη ο λαός άδολον την καρδίαν και ανεπηρέαστον από τας συκοφαντίας των Φαρισαίων).

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




Ἦχος α´ - Ἑωθινόν Δ´
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΚΔ´ 1 - 12


1 Τῇ δὲ μιᾷ τῶν σαββάτων ὄρθρου βαθέoς ἦλθον ἐπὶ τὸ μνῆμα φέρουσαι ἃ ἡτοίμασαν ἀρώματα, καὶ τινες σὺν αὐταῖς. 2 εὗρον δὲ τὸν λίθον ἀποκεκυλισμένον ἀπὸ τοῦ μνημείου, 3 καὶ εἰσελθοῦσαι οὐχ εὗρον τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. 4 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ διαπορεῖσθαι αὐτὰς περὶ τούτου καὶ ἰδοὺ ἄνδρες δύο ἐπέστησαν αὐταῖς ἐν ἐσθήτεσιν ἀστραπτούσαις. 5 ἐμφόβων δὲ γενομένων καὶ κλινουσῶν τὸ πρόσωπον εἰς τὴν γῆν εἶπον πρὸς αὐτάς· Τί ζητεῖτε τὸν ζῶντα μετὰ τῶν νεκρῶν; 6 οὐκ ἔστιν ὧδε, ἀλλ’ ἠγέρθη· μνήσθητε ὡς ἐλάλησεν ὑμῖν ἔτι ὢν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ, 7 λέγων ὅτι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου παραδοθῆναι εἰς χεῖρας ἀνθρώπων ἁμαρτωλῶν καὶ σταυρωθῆναι, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστῆναι. 8 καὶ ἐμνήσθησαν τῶν ῥημάτων αὐτοῦ, 9 καὶ ὑποστρέψασαι ἀπὸ τοῦ μνημείου ἀπήγγειλαν ταῦτα πάντα τοῖς ἕνδεκα καὶ πᾶσι τοῖς λοιποῖς. 10 ἦσαν δὲ ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ Ἰωάννα καὶ Μαρία Ἰακώβου καὶ αἱ λοιπαὶ σὺν αὐταῖς, αἳ ἔλεγον πρὸς τοὺς ἀποστόλους ταῦτα. 11 καὶ ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ λῆρος τὰ ῥήματα αὐτῶν, καὶ ἠπίστουν αὐταῖς. 12 ὁ δὲ Πέτρος ἀναστὰς ἔδραμεν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ παρακύψας βλέπει τὰ ὀθόνια κείμενα μόνα, καὶ ἀπῆλθε πρὸς ἑαυτὸν θαυμάζων τὸ γεγονός.

Ἦχος α´ - Ἑωθινόν Δ´
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΚΔ´ 1 - 12


1 Κατὰ τὴν πρώτην ἡμέραν τῆς ἑβδομάδος, μὲ τὰ βαθειὰ χαράματα ἦλθον αἱ γυναῖκες εἰς τὸ μνῆμα φέρουσαι τὰ ἀρώματα, ποὺ ἡτοίμασαν. Καὶ μαζί των ἦλθον καὶ μερικαὶ ἄλλαι. 2 Εὗρον δὲ τὴν πέτραν, ποὺ ἔφραζε τὸ μνημεῖον, κυλισμένην μακρὰν ἀπὸ αὐτό. 3 Καὶ ὅταν ἐμβῆκαν εἰς τὸ μνημεῖον, δὲν εὗρον τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. 4 Καὶ συνέβη, ἐνῷ αὐταὶ εὑρίσκοντο εἰς μεγάλην ἀπορίαν διὰ τὸ συμβὰν αὐτό, καὶ ἰδοὺ δύο ἄγγελοι παρουσιάσθησαν αἴφνης εἰς αὐτὰς ὡς ἄνδρες μὲ στολάς, ποὺ ἤστραπτον ἀπὸ τὴν λαμπρότητα. 5 Ἐνῷ δὲ αὐταὶ ἔγιναν καταφοβισμέναι καὶ ἔγερναν τὸ πρόσωπόν των εἰς τὴν γῆν ἐξ εὐλαβείας, ἀλλὰ καὶ διότι δὲν ἀντεῖχον εἰς τὴν λάμψιν τῶν ἀγγέλων, εἶπον οὔτοι πρὸς αὐτάς· διατὶ ζητεῖτε μεταξὺ τῶν νεκρῶν αὐτόν, ποὺ τώρα πλέον εἶναι ζωντανός; 6 Δὲν εἶναι ἐδῶ, ἀλλ’ ἀνεστήθη. Ἐνθυμηθῆτε πῶς σᾶς ὡμίλησε καὶ τί σᾶς εἶπεν, ὅταν ἀκόμη ἦτο εἰς τὴν Γαλιλαίαν, 7 λέγων, ὅτι σύμφωνα μὲ τὸ προκαθωρισμένον σχέδιον τοῦ Θεοῦ πρέπει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου νὰ παραδοθῇ εἰς χεῖρας ἀνθρώπων ἁμαρτωλῶν καὶ νὰ σταυρωθῇ καὶ τὴν τρίτην ἡμέραν ἀπὸ τοῦ θανάτου του νὰ ἀναστηθῇ. 8 Καὶ αἱ Μυροφόροι ἐνεθυμήθησαν τότε τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου. 9 Καὶ ἀφοῦ ἐπέστρεψαν ἀπὸ τὸ μνημεῖον, ἀνήγγειλαν ὅλα αὐτὰ εἰς τοὺς ἕνδεκα καὶ εἰς ὅλους τοὺς ἄλλους, ποὺ ἦσαν μαζὶ μὲ τοὺς Ἀποστόλους. 10 Αἱ γυναῖκες δέ, ποὺ ἔλεγαν αὐτὰ εἰς τοὺς Ἀποστόλους, ἦσαν ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ ἡ Ἰωάννα καὶ ἡ Μαρία ἡ μήτηρ τοῦ Ἰακώβου καὶ αἱ λοιπαί, ποὺ ἦσαν μαζί των. 11 Καὶ ἐφάνησαν εἰς αὐτοὺς σὰν φλυαρία καὶ ἐπινόησίς τῆς φαντασίας οἱ λόγοι τῶν γυναικῶν αὐτῶν καὶ δὲν τὰς ἐπίστευαν. 12 Παρὰ ταῦτα ὅμως ὁ Πέτρος ἐσηκώθη καὶ ἔτρεξεν εἰς τὸ μνημεῖον. Καὶ ἀφοῦ ἔσκυψεν ἀπὸ τὴν θύραν, βλέπει τοὺς νεκρικοὺς ἐπιδέσμους νὰ εἶναι χάμω εἰς τὸ μνημεῖον μόνοι χωρὶς τὸ σῶμα. Καὶ ἐπέστρεψε εἰς τὸ κατάλυμά του θαυμάζων αὐτὸ ποὺ ἔγινε.

Ἦχος α´ - Ἑωθινόν Δ´
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΚΔ´ 1 - 12


1 Κατά την πρώτην δε ημέραν της εβδομάδος, ενώ ήσαν ακόμη βαθειά χαράματα, ήλθον στο μνήμα οι γυναίκες με τα αρώματα, που είχαν ετοιμάσει, και μερικαί άλλαι μαζή των. 2 Ευρήκαν δε τον λίθον, που έκλειε το μνημείον, κυλισμένον πέρα από αυτό. 3 Και όταν εμπήκαν, δεν ευρήκαν το σώμα του Κυρίου Ιησού. 4 Ενώ δε ευρίσκοντο εις απορίαν δια το γεγονός αυτό και ιδού παρουσιάσθησαν έξαφνα εις αυτάς δύο άνδρες με στολάς, που άστραφταν από λαμπρότητα. 5 Ενώ δε αυτάς τας κατέλαβε μεγάλος φόβος και έγερναν το πρόσωπον των με ευλάβειαν εις την γην, είπον εκείνοι προς αυτάς· “διατί ζητείτε μεταξύ των νεκρών αυτόν που είναι ολοζώντανος; 6 Δεν ευρίσκεται εδώ, αλλά αναστήθηκε· ενθυμηθήτε, τι σας είπε, όταν ακόμη ήτο εις την Γαλιλαίαν. 7 Σας είπε ότι σύμφωνα με την βουλήν του Θεού πρέπει ο υιός του ανθρώπου να παραδοθή εις χείρας αμαρτωλών ανθρώπων και να σταυρωθή και την τρίτη ημέρα θα αναστηθή”. 8 Και θυμήθηκαν τότε τα λόγια του Κυρίου. 9 Και αφού επέστρεψαν από το μνημείον ανήγγειλαν αυτά, που είδαν και άκουσαν, στους ένδεκα και εις όλους τους άλλους μαθητάς του Κυρίου, που ευρίσκοντο εκεί. 10 Αι μυροφόροι δε γυναίκες, ήσαν η Μαρία η Μαγδαληνή και η Ιωάννα και η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου και αι άλλαι, που ήσαν μαζή των, και όλαι έλεγαν αυτά στους Αποστόλους. 11 Και εφάνησαν στους Αποστόλους σαν παραληρήματα φαντασίας τα λόγια των γυναικών και δεν επίστευσαν εις αυτάς. 12 Ο δε Πετρος εσηκώθηκε και έτρεξεν στο μνημείον. Και αφού έσκυψεν από την είσοδον, βλέπει τις λωρίδες από σινδόνι, με τις οποίες είχε τυλιχθή το σώμα του Κυρίου να είναι κάτω στο μνημείον μόνες, χωρίς το σώμα και επέστρεψεν στο σπίτι θαυμάζων το γεγονός.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα