❌
Παρασκευή, 28 Νοεμβρίου 2025

Όσιος Στέφανος ο Ομολογητής, ο Νέος, Άγιος Ειρήναρχος και οι Επτά Άγιες Γυναίκες, Άγιοι Πεντεκαίδεκα Ιερομάρτυρες
Στεφάνου ὁσίου τοῦ νέου ὁμολογητοῦ (†767), Εἰρηνάρχου μάρτυρος (†303). Τῶν ἐν Τιβεριουπόλει πεντεκαίδεκα μαρτύρων (πολιούχων Κιλκίς).
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ Β' Γ´ 6 - 18


6 Παραγγέλλομεν δὲ ὑμῖν, ἀδελφοί, ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, στέλλεσθαι ὑμᾶς ἀπὸ παντὸς ἀδελφοῦ ἀτάκτως περιπατοῦντος καὶ μὴ κατὰ τὴν παράδοσιν ἣν παρέλαβον παρ’ ἡμῶν. 7 αὐτοὶ γὰρ οἴδατε πῶς δεῖ μιμεῖσθαι ἡμᾶς, ὅτι οὐκ ἠτακτήσαμεν ἐν ὑμῖν, 8 οὐδὲ δωρεὰν ἄρτον ἐφάγομεν παρά τινος, ἀλλ’ ἐν κόπῳ καὶ μόχθῳ, νύκτα καὶ ἡμέραν ἐργαζόμενοι, πρὸς τὸ μὴ ἐπιβαρῆσαί τινα ὑμῶν· 9 οὐχ ὅτι οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν, ἀλλ’ ἵνα ἑαυτοὺς τύπον δῶμεν ὑμῖν εἰς τὸ μιμεῖσθαι ἡμᾶς. 10 καὶ γὰρ ὅτε ἦμεν πρὸς ὑμᾶς, τοῦτο παρηγγέλλομεν ὑμῖν, ὅτι εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδὲ ἐσθιέτω. 11 ἀκούομεν γάρ τινας περιπατοῦντας ἐν ὑμῖν ἀτάκτως, μηδὲν ἐργαζομένους, ἀλλὰ περιεργαζομένους· 12 τοῖς δὲ τοιούτοις παραγγέλλομεν καὶ παρακαλοῦμεν διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἵνα μετὰ ἡσυχίας ἐργαζόμενοι τὸν ἑαυτῶν ἄρτον ἐσθίωσιν. 13 Ὑμεῖς δέ, ἀδελφοί, μὴ ἐκκακήσητε καλοποιοῦντες. 14 εἰ δέ τις οὐχ ὑπακούει τῷ λόγῳ ἡμῶν διὰ τῆς ἐπιστολῆς, τοῦτον σημειοῦσθε, καὶ μὴ συναναμίγνυσθαι αὐτῷ, ἵνα ἐντραπῇ· 15 καὶ μὴ ὡς ἐχθρὸν ἡγεῖσθε, ἀλλὰ νουθετεῖτε ὡς ἀδελφόν. 16 Αὐτὸς δὲ ὁ Κύριος τῆς εἰρήνης δῴη ὑμῖν τὴν εἰρήνην διὰ παντὸς ἐν παντὶ τρόπῳ. Ὁ Κύριος μετὰ πάντων ὑμῶν. 17 Ὁ ἀσπασμὸς τῇ ἐμῇ χειρὶ Παύλου, ὅ ἐστι σημεῖον ἐν πάσῃ ἐπιστολῇ· οὕτω γράφω. 18 Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ μετὰ πάντων ὑμῶν· ἀμήν.

ΠΡΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ Β' Γ´ 6 - 18


6 Σᾶς παραγγέλλομεν δέ, ἀδελφοί, ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ νὰ μὴ ἔχετε στενὰς σχέσεις, ἀλλὰ νὰ ἀποχωρίζεσθε σεῖς ἀπὸ κάθε ἀδελφόν, ποὺ συμπεριφέρεται ἄτακτα καὶ ὄχι σύμφωνα μὲ τὴν παράδοσιν, τὴν ὁποίαν καὶ αὐτοὶ ποὺ ἀτακτοῦν παρέλαβον ἀπὸ ἡμᾶς. 7 Τί δὲ μὲ τὸ παράδειγμά μας καὶ τὴν διδασκαλίαν μας σᾶς παρεδώκαμεν ἡμεῖς, δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ σᾶς εἴπω. Διότι μόνοι σας γνωρίζετε, πῶς πρέπει νὰ μᾶς μιμῆσθε, ἐπειδὴ δὲν ἀτακτήσαμεν μεταξύ σας καὶ δὲν σᾶς ἐδώκαμεν ἀφορμὴν νὰ ὑποθέσετε, ὅτι ζῶμεν εἰς βάρος τῶν ἄλλων. 8 Οὔτε ἐλάβαμεν ἀπὸ κανένα τὰ μέσα τῆς συντηρήσεώς μας δωρεὰν καὶ χωρὶς πληρωμήν, ἀλλὰ ἐπρομηθεύθημεν αὐτὰ μὲ κόπον καὶ μὲ μόχθον καὶ εἰργαζόμεθα νύκτα καὶ ἡμέραν διὰ νὰ μὴ ἐπιβαρύνωμεν κανένα ἀπὸ σᾶς. 9 Ὑπεβλήθημεν δὲ εἰς τὴν κοπιαστικὴν αὐτὴν ἐργασίαν, ὄχι διότι δὲν εἴχαμεν δικαίωμα νὰ ζητήσωμεν ἀπὸ σᾶς τὴν συντήρησίν μας, ἀλλὰ διὰ νὰ δώσωμεν τὸν ἑαυτόν μας παράδειγμα διὰ νὰ μᾶς μιμῆσθε. 10 Διότι καὶ ὅταν ἤμεθα πλησίον σας, αὐτὴν τὴν παραγγελίαν σας ἐδίδαμεν, ὅτι δηλαδή, ἐὰν κανεὶς δὲν θέλῃ νὰ ἐργάζεται, δὲν πρέπει οὐδὲ νὰ τρώγῃ. 11 Καὶ τώρα ἐπαναλαμβάνομεν τὴν παραγγελίαν ταύτην, διότι ἀκούομεν, ὅτι μερικοὶ συμπεριφέρονται μεταξύ σας ἄτακτα καὶ δὲν ἐργάζονται καμμίαν ἐργασίαν, ἀλλὰ περιεργάζονται τὰς ξένας ὑποθέσεις. 12 Παραγγέλλομεν δὲ εἰς τοὺς τοιούτους καὶ τοὺς παρακαλοῦμεν μὲ τὸ κῦρος καὶ τὴν ἐξουσίαν, ποὺ μᾶς δίδει ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, νὰ ἐργάζωνται ἥσυχα καὶ εἰρηνικὰ καὶ νὰ τρώγουν τὸ ψωμί, ποὺ θὰ κερδίζουν μὲ τὸν κόπον των. 13 Σεῖς ὅμως, ἀδελφοί, μὴ ἀποκάμνετε πράττοντες τὸ καλὸν καὶ πρὸς αὐτούς. 14 Ἐὰν δὲ κανεὶς δὲν ὑπακούῃ εἰς τὸν λόγον μας, ποὺ σᾶς γράφομεν μὲ τὴν ἐπιστολὴν αὐτήν, σημαδεύετε τοῦτον καὶ μὴ τὸν συναναστρέφεσθε μὲ οἰκειότητα, διὰ νὰ ἐντραπῇ καὶ διορθωθῇ. 15 Καὶ μὴ τὸν θεωρῆτε ὡς ἐχθρόν, ἀλλὰ συμβουλεύετέ τον ὡς ἀδελφόν. 16 Εἴθε δὲ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ἀπὸ τὸν ὁποῖον πηγάζει ἡ εἰρήνη, νὰ σᾶς δώσῃ τὴν εἰρήνην μόνιμον καὶ ἀσφαλισμένην μὲ κάθε τρόπον, ὥστε νὰ μὴ ἀπομείνῃ μεταξύ σας οὐδὲ ἡ παραμικρὰ ἀφορμὴ διαμάχης ἢ ταραχῆς. Εἴθε ὁ Κύριος νὰ εἶναι μὲ ὅλους σας. 17 Ο ἐγκάρδιος χαιρετισμός, ποὺ ἐπισφραγίζει τὴν ἐπιστολήν, ἐγράφη μὲ τὸ ἰδικόν μου χέρι τοῦ Παύλου, καὶ αὐτὸ εἶναι σημεῖον εἰς κάθε ἐπιστολήν μου, ὅτι πράγματι αὐτὴ εἶναι ἰδική μου. Ἔτσι συνηθίζω νὰ γράφω. 18 Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ εἴθε νὰ εἶναι μὲ ὅλους σας. Ἀμήν.

ΠΡΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ Β' Γ´ 6 - 18


6 Παραγγέλλομεν δε εις σας, αδελφοί, εν τω ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, να κρατήτε τον εαυτόν σας εις απόστασιν από κάθε αδελφόν, ο οποίος συμπεριφέρεται άτακτα και δεν πορεύεται σύμφωνα με την παράδοσιν, την οποίαν και αυτοί που ατακτούν έχουν παραλάβει από ημάς. 7 Σεις δε οι ίδιοι γνωρίζετε καλά, πως πρέπει να μας μιμήσθε, διότι δεν εφέρθημεν ποτέ με αταξίαν ανάμεσά σας. 8 Ούτε και δωρεάν εφάγαμεν το ψωμί μας ούτε και συντηρηθήκαμεν από κανένα, αλλ' επρομηθευόμεθα αυτά, που μας εχρειάζοντο δια την συντήρισίν μας, με κόπον και μόχθον, εργαζόμενοι νύκτα και ημέραν δια να μη επιβαρύνωμεν κανένα από σας. 9 Και τούτο, όχι διότι δεν είχαμεν εξουσίαν και δικαίωμα να ζητήσωμεν από σας τα μέσα της συντηρήσεώς μας, αλλά δια να δώσωμεν τον ευατόν μας παράδειγμα, ώστε να μας μιμήσθε. 10 Διότι, και όταν ήμεθα μεταξύ σας, αυτήν την εντολήν και νουθεσίαν σας εδίδαμεν, ότι, εάν κανείς δεν θέλη να εργάζεται, δεν πρέπει ούτε και να τρώγη. 11 Σας υπενθυμίζομεν πάλιν αυτήν την εντολήν, διότι ακούομεν, ότι μερικοί φέρονται μεταξύ σας κατά τρόπον άτακτον, ότι δε κάμνουν καμμίαν εργασίαν, αλλά περιεργάζονται τους άλλους και τας υποθέσεις των άλλων. 12 Εις αυτούς παραγγέλλομεν και τους παρακαλούμεν εξ ονόματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, να εργάζωνται με ησυχίαν και τρώγουν ειρηνικοί το ψωμί που θα κερδίζουν με την εργασίαν των. 13 Σεις δε, αδελφοί, να μη αποκάμνετε ποτέ, πράττοντες το καλόν προς όλους. 14 Εάν δε κανείς δεν υπακούη στους λόγους μας, που περιέχει η επιστολή αυτή, αυτόν να τον έχετε υπ' όψιν σας και να μη τον συναναστρέφεσθε, δια να αισθανθή το σφάλμα του, δια να εντραπή και διορθωθή. 15 Και μη τον θεωρείτε ως εχθρόν, αλλά να τον συμβουλεύετε με αγάπην ως αδελφόν. 16 Αυτός δε ο Κυριος, η πηγή και ο χορηγός της ειρήνης, είθε να σας δώση την ειρήνην παντοτεινήν και με κάθε τρόπον, ώστε να είσθε σαν άτομα και σαν κοινωνία, ειρηνικοί. Είθε ο Κυριος να είναι μαζή με όλους σας. 17 Ο χαιρετισμός αυτός εγράφη με το δικό μου το χέρι, του Παύλου· αυτό δε είναι σημείον γνησιότητος εις κάθε επιστολήν μου. Ετσι γράφω πάντοτε τας επιστολάς μου. 18 Η χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού είθε να είναι μαζή με όλους σας. Αμήν.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΘ´ 12 - 28


12 εἶπεν οὖν· Ἄνθρωπός τις εὐγενὴς ἐπορεύθη εἰς χώραν μακρὰν λαβεῖν ἑαυτῷ βασιλείαν καὶ ὑποστρέψαι. 13 καλέσας δὲ δέκα δούλους ἑαυτοῦ ἔδωκεν αὐτοῖς δέκα μνᾶς καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· πραγματεύσασθε ἐν ᾧ ἔρχομαι. 14 οἱ δὲ πολῖται αὐτοῦ ἐμίσουν αὐτόν, καὶ ἀπέστειλαν πρεσβείαν ὀπίσω αὐτοῦ λέγοντες· οὐ θέλομεν τοῦτον βασιλεῦσαι ἐφ’ ἡμᾶς. 15 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἐπανελθεῖν αὐτὸν λαβόντα τὴν βασιλείαν, καὶ εἶπε φωνηθῆναι αὐτῷ τοὺς δούλους τούτους οἷς ἔδωκε τὸ ἀργύριον, ἵνα ἐπιγνῷ τίς τί διεπραγματεύσατο. 16 παρεγένετο δὲ ὁ πρῶτος λέγων· κύριε, ἡ μνᾶ σου προσειργάσατο δέκα μνᾶς. 17 καὶ εἶπεν αὐτῷ· εὖ, ἀγαθὲ δοῦλε! ὅτι ἐν ἐλαχίστῳ πιστὸς ἐγένου, ἴσθι ἐξουσίαν ἔχων ἐπάνω δέκα πόλεων. 18 καὶ ἦλθεν ὁ δεύτερος λέγων· κύριε, ἡ μνᾶ σου, ἐποίησε πέντε μνᾶς. 19 εἶπε δὲ καὶ τούτῳ· καὶ σὺ γίνου ἐπάνω πέντε πόλεων. 20 καὶ ἕτερος ἦλθε λέγων· κύριε, ἰδοὺ ἡ μνᾶ σου, ἣν εἶχον ἀποκειμένην ἐν σουδαρίῳ. 21 ἐφοβούμην γάρ σε, ὅτι ἄνθρωπος αὐστηρὸς εἶ· αἴρεις ὃ οὐκ ἔθηκας, καὶ θερίζεις ὃ οὐκ ἔσπειρας, καὶ συνάγεις ὅθεν οὐ διεσκόρπισας. 22 λέγει αὐτῷ· ἐκ τοῦ στόματός σου κρινῶ σε, πονηρὲ δοῦλε. ᾔδεις ὅτι ἄνθρωπος αὐστηρός εἰμι ἐγὼ, αἴρων ὃ οὐκ ἔθηκα, καὶ θερίζων ὃ οὐκ ἔσπειρα καὶ συνάγων ὅθεν οὐ διεσκόρπισα. 23 καὶ διατί οὐκ ἔδωκας τὸ ἀργύριόν μου ἐπὶ τὴν τράπεζαν, καὶ ἐγὼ ἐλθὼν σὺν τόκῳ ἂν ἔπραξα αὐτὸ; 24 καὶ τοῖς παρεστῶσιν εἶπεν· ἄρατε ἀπ’ αὐτοῦ τὴν μνᾶν καὶ δότε τῷ τὰς δέκα μνᾶς ἔχοντι. 25 καὶ εἶπον αὐτῷ· κύριε, ἔχει δέκα μνᾶς. 26 λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι παντὶ τῷ ἔχοντι δοθήσεται, ἀπὸ δὲ τοῦ μὴ ἔχοντος καὶ ὃ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ’ αὐτοῦ. 27 πλὴν τοὺς ἐχθρούς μου ἐκείνους, τοὺς μὴ θελήσαντάς με βασιλεῦσαι ἐπ’ αὐτοὺς, ἀγάγετε ὧδε καὶ κατασφάξατε αὐτοὺς ἔμπροσθέν μου. 28 Καὶ εἰπὼν ταῦτα ἐπορεύετο ἔμπροσθεν ἀναβαίνων εἰς Ἱεροσόλυμα.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΘ´ 12 - 28


12 Εἶπε λοιπόν· κάποιος ἄνθρωπος καταγόμενος ἀπὸ λαμπρὸν καὶ ὑψηλὸν γένος ἐπῆγεν εἰς μακρυνὴν χώραν διὰ νὰ λάβῃ βασιλείαν καὶ ὕστερα νὰ ἐπιστρέψῃ. (Εἶναι φανερὸν ὅτι οὐδεὶς ἄλλος εἶναι εὐγενέστερος τοῦ Κυρίου, τόσον διὰ τὴν θείαν προαιώνιον γέννησιν αὐτοῦ ὡς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ὅσον καὶ διὰ τὴν βασιλικὴν καταγωγὴν αὐτοῦ ὡς ἀνθρώπου. Ὄντως δὲ παραλαβὼν ὁ Κύριος τὴν ἐν οὐρανοῖς βασιλείαν διὰ τῆς ἀναλήψεως αὐτοῦ, μέλλει μετὰ χρόνον πολὺν νὰ ἐπιστρέψῃ ἔνδοξος κατὰ τὴν δευτέραν αὐτοῦ παρουσίαν). 13 Ἀφοῦ δὲ ἐκάλεσε δέκα δούλους ἰδικούς του, τοὺς ἔδωκε δέκα χρυσὰ ἑκατοντάδραχμα, ἤτοι ἀπὸ ἐν ἑκατοντάδραχμον εἰς τὸν καθένα, καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· Ἐμπορευθῆτε μὲ τὸ κεφάλαιον αὐτό, ἕως ὅτου ἔλθω. (Ἐν τῷ μεταξὺ τουτέστιν ἐμπιστεύεται ὁ Κύριος εἰς πάντας τοὺς πιστοὺς χαρίσματα καὶ τάλαντα διάφορα, διὰ νὰ χρησιμοποιήσουν αὐτὰ ἐπ’ ἀγαθῷ ἑαυτῶν καὶ τοῦ πλησίον, καὶ ἐπιφυλάσσεται νὰ ζητήσῃ λόγον διὰ τὸν καθένα μας, ὅταν θὰ ἐπανέλθῃ κατὰ τὴν δευτέραν παρουσίαν του). 14 Οἱ δὲ συμπολῖται του (οἱ Ἰουδαῖοι τουτέστιν) ἐμίσουν αὐτὸν (τὸν Ἰησοῦν) καὶ ἀπέστειλαν ἐπιτροπὴν ἐξ ἀντιπροσώπων ἀπὸ πίσω του καὶ ἔλεγαν· Δὲν θέλομεν αὐτὸν νὰ γίνῃ βασιλεύς μας. (Αὐτὴ ἦτο καὶ εἶναι ἡ περὶ τοῦ Ἰησοῦ εὐχὴ τῶν ἀπίστων Ἰουδαίων πρὸς τὸν Θεόν). 15 Καὶ ὅταν αὐτὸς ἐπανῆλθεν, ἀφοῦ ἔλαβε τὴν βασιλείαν, εἶπε νὰ τοῦ φωνάξουν τοὺς δούλους αὐτούς, εἰς τοὺς ὁποίους ἔδωκε τὰ χρήματα, διὰ νὰ μάθῃ τί ὁ καθένας των μὲ τὸ ἐμπόριόν του ἐκέρδησε. 16 Ἦλθε δὲ ὁ πρῶτος καὶ εἶπε· Κύριε, τὸ ἑκατοντάδραχμόν σου καὶ ὄχι ἡ ἰδική μου ἐργασία ἐκέρδησε δέκα ἀκόμη ἑκατοντάδραχμα. 17 Καὶ εἶπεν εἰς αὐτὸν ὁ κύριος· εὖγε, καλέ μου δοῦλε, διότι εἰς τὸ ἐλάχιστον ποσὸν τοῦ ἑνὸς ἑκατονταδράχμου δὲν ἀδιαφόρησες, ἀλλ’ ἐδείχθης πιστὸς εἰς ὅ,τι σοῦ παρήγγειλα. Λάβε τώρα πλησίον μου τιμὴν καὶ δόξαν βασιλικὴν καὶ ἔχε μονίμως ἐξουσίαν ἐπὶ δέκα πόλεων τοῦ βασιλείου μου. 18 Καὶ ἦλθεν ὁ δεύτερος καὶ εἶπε· Κύριε, τὸ ἑκατονταδραχμόν σου ἔβγαλε κέρδος ἄλλα πέντε ἑκατοντάδραχμα. 19 Εἶπε δὲ ὁ κύριος καὶ εἰς τὸν δοῦλον τοῦτον· Καὶ σὺ λάβε ἐξουσίαν ἐπὶ πέντε πόλεων τοῦ βασιλείου μου. 20 Καὶ ἄλλος δοῦλος ἦλθε καὶ εἶπε· Κύριε, ἰδοὺ τὸ ἑκατοντάδραχμόν σου, τὸ ὁποῖον εἶχα δεμένον καὶ φυλαγμένον εἰς μανδήλιον. 21 Καὶ τὸ ἐφύλαττον δεμένον, διότι σὲ ἐφοβούμην, ἐπειδὴ εἶσαι ἄνθρωπος δύσκολος καὶ ἀπαιτητικός. Παίρνεις σὰν νὰ ἦτο ἰδικόν σου ἐκεῖνο, ποὺ δὲν τὸ ἔβαλες σύ, ἀλλὰ τὸ ἔβαλαν ἐκεῖ ἄλλος, εἰς τὸν ὁποῖον καὶ ἀνήκει. Καὶ θερίζεις τὸ χωράφι, τὸ ὁποῖον δὲν ἔσπειρες· καὶ μαζεύεις ἀπὸ ἀλώνι, εἰς τὸ ὁποῖον δὲν ἐσκόρπισες καὶ δὲν ἐλίχνισες αὐτά, ποὺ παίρνεις. Ἀπαιτεῖς δηλαδὴ ἐκεῖνα, διὰ τὰ ὁποῖα δὲν ἐκοπίασες σύ, ἀλλ’ ἐκοπίασαν ἄλλοι καὶ σὺ τὰ εὑρίσκεις ἕτοιμα. 22 Εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ κύριος· Ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ στόματός σου θὰ σὲ κρίνω καὶ θὰ σὲ καταδικάσω, κακὲ δοῦλε. Διότι, ὅπως ὠμολόγησες, ἐγνώριζες, ὅτι εἶμαι ἄνθρωπος δύσκολος καὶ σκληρός, ποὺ παίρνω ὅ,τι δὲν ἔβαλα καὶ θερίζω ὅ,τι δὲν ἔσπειρα, καὶ μαζεύω ἀπ’ ἐκεῖ ὅπου δὲν ἐσκόρπισα εἰς τὸ ἀλῶνι, διὰ νὰ λιχνισθῇ εἰς τὸν ἀέρα. 23 Ἀφοῦ λοιπὸν μὲ ἤξερες τέτοιον, διατὶ δὲν ἔβαλες τὸ χρῆμα μου εἰς τὴν τράπεζαν, ὅπου καὶ περισσότερον ἀσφαλισμένον θὰ ἦτο, ἀλλὰ καὶ ἐγὼ ὅταν θὰ ἠρχόμην, θὰ τὸ εἰσέπραττον ἀπὸ ἐκεῖ μὲ τὸν τόκον του; 24 Καὶ εἰς ἐκείνους, ποὺ παρέστεκαν ἐκεῖ, εἶπε· Πάρετε ἀπὸ αὐτὸν τὸ ἑκατοντάδραχμον καὶ δώσατέ το εἰς ἐκεῖνον, ποὺ ἔχει κερδήσει τὰ δέκα ἑκατοντάδραχμα. 25 Καὶ εἶπαν πρὸς αὐτὸν ἐκεῖνοι· Κύριε, αὐτὸς ἔχει δέκα ἑκατοντάδραχμα. 26 Ἐκτελέσατε τὴν διαταγήν μου καὶ δώσατε τὸ ἑκατοντάδραχμον εἰς ἐκεῖνον, ποὺ ἔχει τὰ δέκα. Διότι σᾶς λέγω, εἰς καθένα, ὁ ὁποῖος ἔχει πίστιν καὶ προθυμίαν καὶ ἐργατικότητα καὶ ηὔξησε τὰ χαρίσματα, ποὺ τοῦ ἐδόθησαν, θὰ δοθῇ τιμὴ καὶ ἀμοιβὴ καὶ χαρίσματα ἀκόμη περισσότερα καὶ μεγαλύτερα· ἀπὸ ἐκεῖνον δὲ ποὺ δὲν ἔχει ἐπιμέλειαν καὶ προθυμίαν καὶ παρημέλησε τὰ δοθέντα εἰς αὐτὸν χαρίσματα, θὰ ἀφαιρεθῇ καὶ θὰ παρθῇ ἀπὸ αὐτὸν καὶ τὸ ὀλίγον χάρισμα, τὸ ὁποῖον κατακρατεῖ παραμελημένον καὶ ἀκαλλιέργητον. 27 Ἀλλὰ καὶ τοὺς ἐχθρούς μου ἐκείνους, ποὺ δὲν ἠθέλησαν νὰ βασιλεύσω ἐπ’ αὐτῶν, φέρετέ τους ἐδῶ καὶ κατασφάξατέ τους ἐμπρός μου. Ρίψατέ τους εἰς τὸν αἰώνιον θάνατον, τοῦ ὁποίου προαναγγελία καὶ προεικόνισις ὑπῆρξεν ἡ ἐπὶ τοῦ Τίτου πανωλεθρία τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ τῶν Ἰουδαίων. 28 Καὶ ἀφοῦ εἶπε ταῦτα, ἐξηκολούθει νὰ προχωρῇ πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ νὰ ἀναβαίνῃ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΘ´ 12 - 28


12 Είπε λοιπόν· “ένας άνθρωπος ευγενούς καταγωγής, επήγεν εις μακρυνήν χώραν, δια να πάρη βασιλείαν και κατόπιν να επιστρέψη. 13 Αφού δε εκάλεσε δέκα δούλους του, τους έδωσε δέκα μνας, μίαν στον καθένα, δηλαδή εκατό περίπου δραχμάς της εποχής εκείνης, και τους είπε· Εμπορευθήτε με τα χρήματα αυτά, έως ότου έλθω, οπότε και θα μου δώσετε λογαριασμόν. 14 Οι συμπολίται του όμως τον εμισούσαν και αμέσως μόλις αυτός ανεχώρησε, έστειλαν μίαν επιτρπήν και έλεγαν· Δεν θέλομεν να γίνη αυτός βασιλεύς μας. 15 Και όταν αυτός επέστρεψε, αφού πλέον είχε λάβει την βασιλείαν, είπε να φωνάξουν τους δούλους του, στους οποίους είχε δώσει τα χρήματα δια να μάθη τι ο καθένας των εμπορεύθηκε και τι εκέρδησε. 16 Ηρθε ο πρώτος και είπε· Κυριε, η μνα σου εκέρδησε δέκα άλλας μνας. 17 Και είπεν εις αυτόν ο Κυριος· Εύγε καλέ και πιστέ δούλε. Επειδή δε εδείχθης εις τα ολίγα, που σου έδωσα, αξιόπιστος, σου δίνω τώρα εξουσίαν επάνω εις δέκα πόλεις. 18 Και ήλθεν ο δεύτερος λέγων· Κυριε, η μνα σου έφερε ως κέρδος άλλας πέντε μνας. 19 Είπε και στον πιστόν αυτόν δούλον ο κύριος· και συ γίνε διοικητής επάνω εις πέντε πόλεις. 20 Και άλλος δούλος ήλθε λέγων· Κύριε, ιδού η μνα, που μου έδωσες, την οποίαν είχα φυλαγμένην και ασφαλισμένην εις ένα μανδήλι. 21 Την εφύλαττα δια να σου την επιστρέψω ασφαλώς, επειδή σε εφοβούμην, διότι είσαι άνθρωπος σκληρός και απαιτητικός. Παίρνεις ως ιδικόν σου, εκείνο που δεν έδωσες και θερίζεις χωράφι που δεν έσπειρες, και μαζεύεις εις αλώνι, στο οποίον δεν εσκόρπισες και δεν ελύχνισες. 22 Είπε δε προς αυτόν ο κύριος· Από τα λόγια σου θα σε κρίνω, πονηρέ δούλε. Εγνώριζες ότι εγώ είμαι άνθρωπος αυστηρός, που παίρνω ο,τι δεν έβαλα, και θερίζω εκεί που δεν έσπειρα και μαζεύω εκεί που δεν ελίχνισα. 23 Τοτε, διατί δεν έδωσες το χρήμα μου εις την τράπεζαν, ώστε όταν εγώ θα ηρχόμην, να το εισέπραττα μαζή με τον τόκον; 24 Και εις εκείνους, που εστέκοντο εκεί κοντά είπε· Παρτε από αυτόν την μναν και δώστε την εις εκείνον που έχει τας δέκα μνας. 25 Και εκείνοι του είπαν· Κυριε έχει δέκα μνας. 26 Καμετε όπως σας είπα. Διότι σας λέγω τούτο· εις εκείνον που έχει τα χαρίσματα και τα καλλιεργεί και τα χρησιμοποιεί όπως πρέπει, θα δοθή ακόμη περισσότερον. Από εκείνον όμως που δεν έχει ούτε ελάχιστον καλόν έργον να παρουσιάση, θα του αφαιρεθή και το μικρόν χάρισμα, που έχει. 27 Οσον δε δια τους εχθρούς μου εκείνους που δεν με ήθελαν βασιλέα των, φέρετέ τους εδώ και κατασφάξατέ τους εμπρός μου”. 28 Και αφού είπεν αυτά, συνέχισε την πορείαν του, αναβαίνων εις τα Ιεροσόλυμα.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα