❌
Πέμπτη, 16 Οκτωβρίου 2025

Άγιος Λογγίνος ο Εκατόνταρχος, Όσιος Μαλός
Λογγίνου ἑκατοντάρχου τοῦ ἐπὶ τοῦ σταυροῦ καὶ τῶν σὺν αὐτῷ δύο στρατιωτῶν μαρτύρων (α΄ αἰ.).
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΟΣ ΦΙΛΙΠΠΗΣΙΟΥΣ Α´ 20 - 27


20 κατὰ τὴν ἀποκαραδοκίαν καὶ ἐλπίδα μου ὅτι ἐν οὐδενὶ αἰσχυνθήσομαι, ἀλλ’ ἐν πάσῃ παρρησίᾳ, ὡς πάντοτε, καὶ νῦν μεγαλυνθήσεται Χριστὸς ἐν τῷ σώματί μου εἴτε διὰ ζωῆς εἴτε διὰ θανάτου. 21 Ἐμοὶ γὰρ τὸ ζῆν Χριστὸς καὶ τὸ ἀποθανεῖν κέρδος. 22 εἰ δὲ τὸ ζῆν ἐν σαρκί, τοῦτό μοι καρπὸς ἔργου, καὶ τί αἱρήσομαι οὐ γνωρίζω. 23 συνέχομαι δὲ ἐκ τῶν δύο, τὴν ἐπιθυμίαν ἔχων εἰς τὸ ἀναλῦσαι καὶ σὺν Χριστῷ εἶναι. πολλῷ γὰρ μᾶλλον κρεῖσσον· 24 τὸ δὲ ἐπιμένειν ἐν τῇ σαρκὶ ἀναγκαιότερον δι’ ὑμᾶς. 25 καὶ τοῦτο πεποιθὼς οἶδα ὅτι μενῶ καὶ συμπαραμενῶ πᾶσιν ὑμῖν εἰς τὴν ὑμῶν προκοπὴν καὶ χαρὰν τῆς πίστεως, 26 ἵνα τὸ καύχημα ὑμῶν περισσεύῃ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ἐν ἐμοὶ διὰ τῆς ἐμῆς παρουσίας πάλιν πρὸς ὑμᾶς. 27 Μόνον ἀξίως τοῦ εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ πολιτεύεσθε, ἵνα εἴτε ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ὑμᾶς εἴτε ἀπὼν ἀκούσω τὰ περὶ ὑμῶν, ὅτι στήκετε ἐν ἑνὶ πνεύματι, μιᾷ ψυχῇ συναθλοῦντες τῇ πίστει τοῦ εὐαγγελίου,

ΠΡΟΣ ΦΙΛΙΠΠΗΣΙΟΥΣ Α´ 20 - 27


20 Καὶ ἡ σωτηρία μου αὐτὴ θὰ εἶναι σύμφωνος πρὸς τὴν σφοδρὰν καὶ σταθερὰν προσδοκίαν καὶ ἐλπίδα μου, ὅτι δὲν θὰ ἐντροπιασθῶ εἰς τίποτε καὶ δὲν θὰ ἀποδειχθῶ φαντασιόπληκτος διὰ τῆς διαψεύσεως τῶν ἐλπίδων μου. Ἀλλ’ ὅπως πάντοτε, ἔτσι καὶ τώρα μὲ πᾶσαν ἀφοβίαν καὶ θάρρος ἐκ μέρους μου θὰ μεγαλυνθῇ καὶ θὰ δοξασθῇ ὁ Χριστὸς διὰ τοῦ βασανιζομένου σώματός μου, εἴτε μείνω εἰς τὴν ζωήν, εἴτε θανατωθῶ. 21 Λέγω δὲ εἴτε ζήσω εἴτε θανατωθῶ, διότι εἰς ἑμὲ ζωὴ εἶναι ὁ Χριστός, ἀφοῦ ζῶ τὴν νέαν ζωὴν τοῦ Χριστοῦ καὶ ζῇ ὁ Χριστὸς μέσα μου. Ἀλλὰ καὶ τὸ νὰ ἀποθάνω εἶναι κέρδος, διότι διὰ τοῦ θανάτου θὰ ἐπιτύχω τὴν πλήρη ἕνωσίν μου μὲ τὸν Χριστόν. 22 Ἐὰν ὅμως τὸ νὰ ζῶ καὶ νὰ ἐργάζωμαι φέρων τὴν σάρκα μου, ἀποδίδῃ πνευματικὴν ὠφέλειαν καὶ καρπὸν διὰ τῆς ἀσκήσεως τοῦ ἀποστολικοῦ μου ἔργου, τί νὰ προτιμήσω δὲν ἠξεύρω. 23 Μὲ τραβοῦν δὲ καὶ μὲ κρατοῦν καὶ τὰ δύο, δηλαδὴ καὶ ἡ ἐπιθυμία τῆς ζωῆς καὶ ἡ ἐπιθυμία τοῦ θανάτου. Καὶ ὑπερισχύει ἡ ἐπιθυμία μου νὰ φύγω ἀπὸ τὴν ζωὴν αὐτὴν καὶ νὰ εἶμαι μαζὶ μὲ τὸν Χριστόν. Διότι αὐτὸ εἶναι ἀσυγκρίτως καλύτερον δι’ ἐμέ. 24 Τὸ νὰ παραμείνω ὅμως μὲ τὸ σῶμα εἰς τὴν παροῦσαν ζωὴν εἶναι ἀναγκαιότερον διὰ τὴν πνευματικήν σας ὠφέλειαν. 25 Καὶ μὲ ἀδίστακτον πεποίθησιν γνωρίζω τοῦτο, ὅτι θὰ μείνω εἰς τὴν παροῦσαν ζωὴν καὶ θὰ συμπαραμείνω μαζὶ μὲ ὅλους σας διὰ τὴν πρόοδον τῆς πίστεώς σας καὶ διὰ τὴν χαράν, ποὺ ἡ πίστις θὰ σᾶς προκαλῇ. 26 Καὶ θὰ μείνω εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν, διὰ νὰ περισσεύῃ ἐξ αἰτίας μου τὸ καύχημά σας. Καὶ τὸ καύχημά σας αὐτὸ δὲν θὰ εἶναι καύχημα ἀνθρωπίνης ματαιοδοξίας καὶ ἀλαζονείας, ἀλλὰ καύχημα, ποὺ θὰ στηρίζεται εἰς τὴν ἕνωσίν σας μὲ τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ εἰς τὴν πλήρη καὶ βαθεῖαν ἀναγνώρισιν, ὅτι κάθε καλόν, ποὺ ἔχετε, ἀπὸ αὐτὸν τὸ ἔχετε καὶ εἰς αὐτὸν ὀφείλεται ἡ δόξα. Καὶ θὰ περισσεύῃ τὸ καύχημα τοῦτο καὶ διὰ τῆς ἰδικῆς μου παρουσίας, ὅταν ἔλθω πάλιν εἰς σᾶς καὶ συντελῶ καὶ ἐγὼ εἰς τὴν πρόοδόν σας. 27 Μόνον φροντίζετε ἐν τῷ μεταξὺ νὰ συμπεριφέρεσθε καὶ νὰ ζῆτε κατὰ τρόπον ἄξιον τοῦ εὐαγγελίου, τὸ ὁποῖον κηρύττει τὸν Χριστόν. Νὰ ζῆτε ὡς πολῖται τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ὥστε εἴτε ὅταν ἔλθω καὶ σᾶς ἴδω, εἴτε ὅταν ἀπουσιάζω καὶ ἀκούσω εἰδήσεις διὰ σᾶς, νὰ ἴδω καὶ νὰ ἀκούσω, ὅτι στέκεσθε εἰς τὴν παράταξιν τῶν στρατιωτῶν τοῦ Κυρίου μὲ ἕνα φρόνημα, μὲ μίαν ψυχὴν καὶ συναγωνίζεσθε διὰ τὴν πίστιν τοῦ εὐαγγελίου,

ΠΡΟΣ ΦΙΛΙΠΠΗΣΙΟΥΣ Α´ 20 - 27


20 Η πρόοδός μου δε αυτή και η αιωνία σωτηρία μου είναι σύμφωνος προς την σφοδράν και φλογεράν προσδοκίαν, την προσμονήν και ελπίδα μου, ότι εις τίποτε δεν θα εντροπιασθώ, αλλά, όπως πάντοτε, έτσι και τώρα, με κάθε παρρησίαν και αφοβίαν θα δοξασθή ο Χριστός δια του φυλακισμένου και θλιβομένου αυτού σώματός μου είτε ζήσω είτε θανατωθώ. 21 Αλλωστε δι' εμέ όλη μου η ζωή είναι ο Χριστός, αφού ζω εν Χριστώ και ο Χριστός ζη εν εμοί. Αλλά και το να αποθάνω είναι κέρδος, διότι θα εκδημήσω έτσι προς τον ουρανόν εις πλήρη και τελείαν κοινωνίαν και ένωσιν με τον Χριστόν. 22 Εάν όμως, το να ζω την σωματικήν αυτήν ζωήν και να συνεχίσω εργαζόμενος δια το Ευαγγέλιον, φέρη πνευματικόν καρπόν στους πιστούς και προάγη το έργον του Ευαγγελίου, τι να προτιμήσω δεν γνωρίζω. 23 Κυριαρχούμαι δε και πιέζομαι από τα δύο, και από την επιθυμίαν της ζωής και από την επιθυμίαν του θανάτου. Υπερισχύει δε μέσα μου η επιθυμία να εκδημήσω από την ζωήν αυτήν και να είμαι μαζή με τον Χριστό, διότι αυτό άλλωστε είναι ασυγκρίτως καλύτερον δι' εμέ. 24 Το να παραμείνω όμως με το σώμα μου εις την παρούσαν ζωήν είναι αναγκαιότερον δια σας, επειδή θα εξυπηρετή την πνευματικήν σας ωφέλειαν. 25 Εχων δε πεποίθησιν στο τελευταίον τούτο, γνωρίζω ότι θα μείνω ακόμη εις την παρούσαν ζωήν και θα παραμείνω μαζή με όλους σας, δια την πνευματικήν σας πρόοδον και την χαράν, που σας δίδει η ζωντανή πίστις. 26 Και θα μείνω μαζή σας, δια να αυξάνη και πλεονάζη το ιερόν καύχημα σας εν τω Ιησού Χριστώ εξ αιτίας της ιδικής μου πάλιν παρουσίας και εργασίας εις σας. 27 Μονον σας παρακαλώ να πορεύεσθε και να φέρεσθε κατά τρόπον άξιον του Ευαγγελίου του Χριστού, ώστε είτε όταν έλθω και σας ίδω, είτε όταν δεν κατορθώσω να έλθω και είμαι απών, ακούσω όμως πληροφορίας δια σας, να βεβαιωθώ ότι στέκεσθε και μένετε σταθεροί στον πνευματικόν αγώνα, συναγωνιζόμενοι δια την πίστιν του Ευαγγελίου όλοι μαζή με ένα φρόνημα και με μία ψυχήν,

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΚΖ´ 33 - 54


33 Καὶ ἐλθόντες εἰς τόπον λεγόμενον Γολγοθᾶ, ὅ ἐστι λεγόμενος κρανίου τόπος, 34 ἔδωκαν αὐτῷ πιεῖν ὄξος μετὰ χολῆς μεμιγμένον· καὶ γευσάμενος οὐκ ἤθελε πιεῖν. 35 σταυρώσαντες δὲ αὐτὸν διεμερίσαντο τὰ ἱμάτια αὐτοῦ βάλοντες κλῆρον, 36 καὶ καθήμενοι ἐτήρουν αὐτὸν ἐκεῖ. 37 καὶ ἐπέθηκαν ἐπάνω τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ τὴν αἰτίαν αὐτοῦ γεγραμμένην· Οὗτός ἐστιν Ἰησοῦς ὁ βασιλεῦς τῶν Ἰουδαίων. 38 Τότε σταυροῦνται σὺν αὐτῷ δύο λῃσταί, εἷς ἐκ δεξιῶν καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων. 39 Οἱ δὲ παραπορευόμενοι ἐβλασφήμουν αὐτὸν κινοῦντες τὰς κεφαλὰς αὐτῶν 40 καὶ λέγοντες· Ὁ καταλύων τὸν ναὸν καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις οἰκοδομῶν! σῶσον σεαυτόν· εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ, κατάβηθι ἀπὸ τοῦ σταυροῦ. 41 ὁμοίως δὲ καὶ οἱ ἀρχιερεῖς ἐμπαίζοντες μετὰ τῶν γραμματέων καὶ πρεσβυτέρων καὶ Φαρισαίων ἔλεγον· 42 Ἄλλους ἔσωσεν, ἑαυτὸν οὐ δύναται σῶσαι· εἰ βασιλεὺς Ἰσραήλ ἐστι, καταβάτω νῦν ἀπὸ τοῦ σταυροῦ καὶ πιστεύσομεν ἐπ’ αὐτῷ· 43 πέποιθεν ἐπὶ τὸν Θεόν, ῥυσάσθω νῦν αὐτόν, εἰ θέλει αὐτόν· εἶπε γὰρ ὅτι Θεοῦ εἰμι υἱός. 44 τὸ δ’ αὐτὸ καὶ οἱ λῃσταὶ οἱ συσταυρωθέντες αὐτῷ ὠνείδιζον αὐτόν. 45 Ἀπὸ δὲ ἕκτης ὥρας σκότος ἐγένετο ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης. 46 περὶ δὲ τὴν ἐνάτην ὥραν ἀνεβόησεν ὁ Ἰησοῦς φωνῇ μεγάλῃ λέγων· Ἠλὶ ἠλὶ, λιμᾶ σαβαχθανί; τοῦτ’ ἔστι Θεέ μου, Θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες; 47 τινὲς δὲ τῶν ἐκεῖ ἑστηκότων ἀκούσαντες ἔλεγον ὅτι Ἠλίαν φωνεῖ οὗτος. 48 καὶ εὐθέως δραμὼν εἷς ἐξ αὐτῶν καὶ λαβὼν σπόγγον πλήσας τε ὄξους καὶ περιθεὶς καλάμῳ ἐπότιζεν αὐτόν. 49 οἱ δὲ λοιποὶ ἔλεγον· Ἄφες ἴδωμεν εἰ ἔρχεται Ἠλίας σώσων αὐτόν. 50 ὁ δὲ Ἰησοῦς πάλιν κράξας φωνῇ μεγάλῃ ἀφῆκε τὸ πνεῦμα. 51 Καὶ ἰδοὺ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ ἐσχίσθη εἰς δύο ἀπὸ ἄνωθεν ἕως κάτω, καὶ ἡ γῆ ἐσείσθη καὶ αἱ πέτραι ἐσχίσθησαν, 52 καὶ τὰ μνημεῖα ἀνεῴχθησαν καὶ πολλὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων ἁγίων ἠγέρθη, 53 καὶ ἐξελθόντες ἐκ τῶν μνημείων, μετὰ τὴν ἔγερσιν αὐτοῦ εἰσῆλθον εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν καὶ ἐνεφανίσθησαν πολλοῖς. 54 Ὁ δὲ ἑκατόνταρχος καὶ οἱ μετ’ αὐτοῦ τηροῦντες τὸν Ἰησοῦν, ἰδόντες τὸν σεισμὸν καὶ τὰ γενόμενα ἐφοβήθησαν σφόδρα λέγοντες· Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς ἦν οὗτος.

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΚΖ´ 33 - 54


33 Καὶ ἀφοῦ ἦλθαν εἰς τόπον, ποὺ ἐλέγετο Γολγοθᾶ, ὅνομα τὸ ὁποῖον μεταφραζόμενον σημαίνει τόπος κρανίου 34 τοῦ ἔδωκαν νὰ πίῃ ξίδι ἀναμεμιγμένον μὲ χολήν, διὰ νὰ τοῦ φέρῃ κάποιαν νάρκωσιν καὶ μὴ αἱσθανθῇ πολὺ τοὺς πόνους τῆς σταυρώσεως καὶ δυσκολευθοῦν οἱ σταυρωταὶ εἰς τὴν ἐκτέλεσίν της.Καὶ ἀφοῦ τὸ ἐδοκίμασε, δὲν ἤθελε νὰ τὸ πίῃ. 35 Ὅταν δὲ τὸν ἐσταύρωσαν, διεμοίρασαν τὰ ἐνδύματά του ρίψαντες λαχνόν, 36 καὶ ἐκάθηντο καὶ τὸν ἐφύλατταν ἐκεῖ. 37 Καὶ ἐτοποθέτησαν ἐπάνω ἀπὸ τὴν κεφαλήν του τὴν κατηγορίαν τοῦ γραμμένην· Αὐτὸς εἶναι ὁ Ἰησοῦς ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων. 38 Τότε σταυρώνονται μαζί του δύο λῃσταί, ὁ ἕνας ἀπὸ τὰ δεξιὰ καὶ ὁ ἄλλος ἀπὸ τὰ ἀριστερά του. 39 Ἐκεῖνοι δὲ ποὺ ἐπερνοῦσαν κοντά, τὸν ἐβλασφήμουν καὶ ἐκείνουν μὲ περιφρόνησιν καὶ κακίαν τὰς κεφαλάς των 40 λέγοντες· Σὺ ποὺ θὰ ἐκρήμνιζες τὸν ναὸν καὶ εἰς τρεῖς ἡμέρας θὰ τὸν οἰκοδομοῦσες, σῶσε τώρα τὸν ἑαυτόν σου.Ἐὰν εἶσαι υἱὸς τοῦ Θεοῦ, κατέβα ἀπὸ τὸν σταυρόν. 41 Κατὰ παρόμοιον δὲ τρόπον καὶ οἱ ἀρχιερεῖς τὸν περιέπαιζαν μαζὶ μὲ τοὺς γραμματεῖς καὶ τοὺς προεστοὺς καὶ τοὺς Φαρισαίους καὶ ἔλεγον· 42 Ἄλλους ἔσωσε μὲ τὰ ἀγυρτικά του θαύματα· τὸν ἑαυτόν του δὲν δύναται νὰ τὸν σώσῃ.Ἐὰν εἶναι βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ, τοῦ εὐλογημένου δηλαδὴ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, ἂς καταβῇ ἀπὸ τὸν σταυρὸν καὶ θὰ τὸν πιστεύσωμεν. 43 Ἔχει στηρίξει τὰς ἐλπίδας του καὶ τὴν πεποίθησίν του εἰς τὸν Θεόν.Ἂς τὸν γλυτώσῃ τώρα, ἐὰν πράγματι τὸν θέλῃ ὁ Θεός.Διότι εἶπεν,ὅτι εἶμαι υἱὸς τοῦ Θεοῦ. 44 Τὸ ἴδιο δὲ καὶ οἱ λῃσταί, ποὺ ἐσταυρώθησαν μαζί του, τὸν ὕβριζαν. 45 Ἀπὸ τὴν δωδεκάτην δὲ ὤραν ἔγινε σκοτάδι εἰς ὅλην τὴν γῆν ἕως τάς τρεῖς τὸ ἀπογεῦμα. 46 Κατὰ δὲ τὴν τρίτην ἀπογευματινὴν ὥραν ἐφώναξεν ὁ Ἰησοῦς μὲ φωνὴν μεγάλην καὶ εἶπεν· Ἠλί, ἠλί, λιμᾶ σαβαχθανί; Τοῦτ’ ἔστι, Θεέ μου, Θεέ μου, διατὶ μὲ ἐγκατέλιπες; 47 Μερικοὶ δὲ ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ ἐστέκοντο ἐκεῖ καὶ δὲν ἐγνώριζαν τὴν ἀραμαϊκὴν γλῶσσαν, ὅταν ἤκουσαν αὐτό, ἔλεγαν ὅτι τὸν Ἠλίαν φωνάζει οὗτος. 48 Καὶ ἀμέσως ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἔτρεξε καὶ ἐπῆρεν ἕνα σφουγγάρι καὶ ἀφοῦ τὸ ἐβούτηξε εἰς τὸ ξίδι, τὸ ἐτύλιξεν εἰς ἕνα καλάμι καὶ προσεπάθει νὰ τὸν ποτίσῃ. 49 Οἱ ὑπόλοιποι ὅμως ἔλεγον· Ἄφησε νὰ ἴδωμεν, ἐὰν θὰ ἔλθῃ ὁ Ἠλίας νὰ τὸν σώσῃ. 50 Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀφοῦ πάλιν ἐφώναξε μὲ φωνὴν μεγάλην, ἀφῆκε μόνος του καὶ θεληματικῶς νὰ φύγῃ ἐκ τοῦ σώματος ἡ ψυχή του. 51 Καὶ ἰδοὺ τὸ παραπέτασμα, ποὺ ἐχώριζεν εἰς τὸν ναὸν τὰ Ἅγια ἀπὸ τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων, ἐσχίσθη εἰς τὰ δύο, ἀπὸ ἐπάνω ἕως κάτω, καὶ ἡ γῆ ἐσείσθῃ καὶ αἱ πέτραι εἰς τὴν περιφέρειαν τῆς Ἱερουσαλὴμ ἐσχίσθησαν ἐξ αἰτίας τοῦ σεισμοῦ, 52 καὶ τὰ μνημεῖα, ποὺ ἦσαν εἰς τοὺς σχισθέντας βράχους, ἠνοίχθησαν καὶ ἀπὸ τὰ ἀνοιχθέντα τὴν στιγμὴν αὐτὴν μνημεῖα πολλὰ σώματα τῶν πεθαμένων ἁγίων ἀνεστήθησαν, ὅταν μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἀνεστήθη πρῶτος ὁ Χριστός, 53 καὶ ἀφοῦ ἐξῆλθον ἀπὸ τὰ μνημεῖα μετὰ τὴν Ἀνάστασίν του, ἐμβῆκαν εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν καὶ ἐφανερώθησαν εἰς πολλούς. 54 Ὁ δὲ ἑκατόνταρχος καὶ ἐκεῖνοι, ποὺ μαζί του ἐφύλατταν τὸν Ἰησοῦν, ὅταν εἶδαν τὸν σεισμὸν καὶ ὅσα ἔγιναν, ἐφοβήθησαν πολὺ καὶ ἔλεγον· Πράγματι αὐτὸς ἦτο Υἱὸς Θεοῦ.

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΚΖ´ 33 - 54


33 Και αφού ήλθαν εις τόπον λεγόμενον Γολγοθά, όνομα που σημαίνει “τόπος κρανίου”, 34 του έδωσαν να πιή ξύδι ανακατεμένον με χολήν, δια να του φέρη κάποιαν προσωρινήν ναρκώσιν. Εκείνος όμως αφού το εδοκίμασε, δεν ήθελε να το πιή. 35 Αφού δε τον εσταύρωσαν, εμοίρασαν μεταξύ των με κλήρον τα ενδύματά του οι στρατιώται. 36 Και καθήμενοι εκεί τον εφρουρούσαν. 37 Και ετοποθέτησαν στον σταυρόν, επάνω από την κεφαλήν του, γραμμένην την κατηγορίαν του· “αυτός είναι ο Ιησούς ο βασιλεύς των Ιουδαίων”. 38 Τοτε σταυρώνονται μαζή με αυτόν δύο λησταί, ένας εκ δεξιών και άλλος εξ αριστερών. (Και τούτο, δια να εξευτελισθή ακόμη περισσότερον ο Χριστός και να προβληθή εις τα μάτια όλων ως ένας από τους καταδικασμένους εις θάνατον κακούργους). 39 Εκείνοι δε που επερνούσαν από τον δρόμον κοντά στον σταυρόν, τον εβλασφημούσαν και εκινούσαν τα κεφάλια των 40 λέγοντες· “συ λοιπόν, είσαι που θα εκρήμνιζες τον ναόν και εις τρεις ημέρας θα τον ξανάκτιζες! Σώσε τώρα τον ευατόν σου. Εάν πράγματι είσαι υιός του Θεού, κατέβα από τον σταυρόν”. 41 Παρομοίως δε και οι αρχιερείς τον ενέπαιζαν μαζή με τους γραμματείς και τους πρεσβυτέρους και τους Φαρισαίους και έλεγαν ειρωνικώς· 42 “άλλους έσωσε, τον ευατόν του όμως δεν ημπορεί να σώση. Εάν είναι πράγματι ο σταλμένος από τον Θεόν βασιλεύς του Ισραήλ, ας κατεβή από τον σταυρόν και θα πιστεύσωμεν εις αυτόν. 43 Εχει στηρίξει την πεποίθησίν του στον Θεόν. Ας τον σώση τώρα από τον σταυρόν, αν πράγματι τον θέλη. Διότι ο ίδιος είπε, ότι είμαι υιός Θεού”. 44 Κατά τον ίδιον τρόπον και οι λησταί, που είχαν σταυρωθή μαζή του, τον ύβριζαν. 45 Από δε την δωδεκάτην ώραν έως τας τρις το απόγευμα έγινε σκοτάδι εις όλην την γην. 46 Περί την τρίτην απογευματινήν ώραν εβόησε με φωνήν μεγάλην ο Ιησούς, λέγων· “Ηλί, Ηλί, λιμά σαβαχθανί;” Δηλαδή, Θεε μου, Θεε μου, διατί με εγκατέλιπες;” 47 Μερικοί δε από εκείνους που εστέκοντο εκεί, όταν ήκουσαν τα λόγια του Ιησού (επειδή δεν εγνώριζαν την Αραμαϊκήν γλώσσαν) έλεγαν, ότι αυτός επικαλείτε τον Ηλίαν. 48 Και αμέσως ένας από αυτούς έτρεξε, επήρε σφουγγάρι το εγέμισε με ξύδι, το προσήρμοσε εις ένα καλάμι και τον επότιζε. 49 Οι άλλοι όμως έλεγαν· “άφησε να ιδούμε, εάν θα έλθη ο Ηλίας, δια να τον σώση”. 50 Ο δε Ιησούς αφού πάλιν έκραξε με φωνήν μεγάλην, αφήκε ο ίδιος το πνεύμα του να φύγη από το σώμα. 51 Και ιδού το παραπέτασμα του ναού, που εχώριζε τα άγια των αγίων από τα άγια, εσχίσθη εις δύο από επάνω έως κάτω και η γη συνεκλονίσθη από τον σεισμόν και οι πέτρες εσχίσθησαν 52 και τα μνημεία εις την περιοχήν της Ιερουσαλήμ ανοίχθησαν μόνα των και πολλά σώματα των πεθαμένων αγίων ανεστήθησαν· 53 και αφού εξήλθαν από τα μνημεία μετά την ανάστασιν του Χριστού, εισήλθαν εις την αγίαν πόλιν, την Ιερουσαλήμ και παρουσιάσθησαν εις πολλούς. 54 Ο δε εκατόνταρχος και οι στρατιώται, που ήσαν μαζή του δια να φρουρούν τον Ιησούν, εφοβήθησαν παρά πολύ και έλεγαν· “αληθώς! αυτός ήτο υιός Θεού”!

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα