❌
Δευτέρα, 13 Οκτωβρίου 2025

Άγιοι Κάρπος, Πάπυλος, Αγαθόδωρος και Αγαθονίκη, Αγία Χρυσή η Νεομάρτυς, Άγιος Βενιαμίν ο Διάκονος ο Ιερομάρτυρας που μαρτύρησε στην Περσία
Κάρπου, Παπύλου, Ἀγαθοδώρου καὶ Ἀγαθονίκης μαρτύρων (†251). Χρυσῆς νεομάρτυρος τῆς ἐκ Μογλενῶν (†1795), Μελετίου (Πηγᾶ) Ἀλεξανδρείας.
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΟΣ ΦΙΛΙΠΠΗΣΙΟΥΣ Α´ 1 - 7


1 Παῦλος καὶ Τιμόθεος, δοῦλοι Ἰησοῦ Χριστοῦ, πᾶσι τοῖς ἁγίοις ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τοῖς οὖσιν ἐν Φιλίπποις σὺν ἐπισκόποις καὶ διακόνοις· 2 χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ πατρὸς ἡμῶν καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. 3 Εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ μου ἐπὶ πάσῃ τῇ μνείᾳ ὑμῶν, 4 πάντοτε ἐν πάσῃ δεήσει μου ὑπὲρ πάντων ὑμῶν μετὰ χαρᾶς τὴν δέησιν ποιούμενος 5 ἐπὶ τῇ κοινωνίᾳ ὑμῶν εἰς τὸ εὐαγγέλιον ἀπὸ πρώτης ἡμέρας ἄχρι τοῦ νῦν, 6 πεποιθὼς αὐτὸ τοῦτο, ὅτι ὁ ἐναρξάμενος ἐν ὑμῖν ἔργον ἀγαθὸν ἐπιτελέσει ἄχρις ἡμέρας Ἰησοῦ Χριστοῦ, 7 καθώς ἐστι δίκαιον ἐμοὶ τοῦτο φρονεῖν ὑπὲρ πάντων ὑμῶν διὰ τὸ ἔχειν με ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμᾶς, ἔν τε τοῖς δεσμοῖς μου καὶ ἐν τῇ ἀπολογίᾳ καὶ βεβαιώσει τοῦ εὐαγγελίου συγκοινωνούς μου τῆς χάριτος πάντας ὑμᾶς ὄντας.

ΠΡΟΣ ΦΙΛΙΠΠΗΣΙΟΥΣ Α´ 1 - 7


1 Εγὼ ὁ Παῦλος καὶ ὁ Τιμόθεος, δοῦλοι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, γράφομεν τὴν ἐπιστολὴν αὐτὴν εἰς ὅλους τοὺς πιστούς, ποὺ ἔχουν προορισμὸν νὰ διατηροῦνται εἰς τὴν ἁγιότητα διὰ μέσου τῆς ἑνώσεώς των μὲ τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ οἱ ὁποῖοι εὑρίσκονται εἰς τὴν πόλιν τῶν Φιλίππων, μαζὶ μὲ τοὺς ἐπισκόπους καὶ διακόνους των. 2 Εἴθε νὰ εἶναι εἰς σᾶς ἡ χάρις καὶ ἡ εἰρήνη ἀπὸ τὸν Θεόν Πατέρα μας καὶ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν. 3 Εὐχαριστῶ τὸν Θεόν μου κάθε φοράν, ποὺ σᾶς ἐνθυμοῦμαι. 4 Καὶ σᾶς ἐνθυμοῦμαι πάντοτε εἰς κάθε προσευχὴν καὶ δέησίν μου καὶ μὲ χαρὰν διὰ τὴν πρόοδόν σας παρακαλῶ τὸν Θεόν δι’ ὅλους σας. 5 Καὶ εὐχαριστῶ τὸν Θεὸν διὰ τὴν συμμετοχήν σας εἰς τὴν νέαν ζωὴν τοῦ εὐαγγελίου καὶ εἰς τὸ ἔργον τῆς διαδόσεως αὐτοῦ ἀπὸ τὴν πρώτην ἡμέραν ποὺ ἐπιστεύσατε ἕως τώρα. 6 Ἔχω δὲ πεποίθησιν εἰς τοῦτο ἀκριβῶς, ὅτι δηλαδὴ ὁ Θεός, ποὺ ἤρχισεν εἰς σᾶς τὸ ἀγαθὸν αὐτὸ ἔργον καὶ σᾶς ἐφώτισε διὰ νὰ λάβετε μέρος εἰς τὸ εὐαγγέλιον, αὐτὸς θὰ τὸ φέρῃ εἰς τέλειον πέρας καὶ θὰ τὸ φυλάξῃ σῶον μέχρι τῆς ἡμέρας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, κατὰ τὴν ὁποίαν θὰ ἔλθῃ νὰ κρίνῃ τὸν κόσμον. 7 Καὶ εἶναι δίκαιον καὶ ἐπιβεβλημένον εἰς ἐμὲ νὰ ἔχω τὸ φρόνημα αὐτὸ δι’ ὅλους σας, ἐπειδὴ σᾶς ἔχω εἰς τὴν καρδίαν μου καὶ σᾶς ἀγαπῶ πολύ. Σᾶς ἀγαπῶ δὲ πολύ, διότι καὶ εἰς τὰ δεσμά μου καὶ εἰς τὴν ἀπολογίαν μου καὶ εἰς τὴν ἐπιβεβαίωσιν τοῦ κηρύγματός μου, τὴν ὁποίαν ἔκαμα μὲ τὴν γενναίαν ὑπομονὴν τῶν δοκιμασιῶν μου διὰ τὸ εὐαγγέλιον, εἶσθε ὅλοι συμμέτοχοι μαζί μου. Ἐφ’ ὅσον δὲ καὶ σεῖς ὑπομένετε δοκιμασίας διὰ τὸ εὐαγγέλιον, εἶσθε συμμέτοχοι, καὶ εἰς τὴν χάριν, ποὺ μὲ ἐνισχύει εἰς τοὺς πειρασμοὺς αὐτούς.

ΠΡΟΣ ΦΙΛΙΠΠΗΣΙΟΥΣ Α´ 1 - 7


1 Ημείς, ο Παύλος και ο Τιμόθεος, δούλοι του Ιησού Χριστού, εις όλους τους εν Χριστώ Ιησού πιστούς Χριστιανούς, που ευρίσκονται στους Φιλίππους μαζή με τους επισκόπους και τους διακόνους, 2 ευχόμεθα να είναι εις σας η χάρις και η ειρήνη από τον Θεόν και Πατέρα μας και από τον Κυριον Ιησούν Χριστόν. 3 Ευχαριστίας αναπέμπω στον Θεόν μου κάθε φοράν, που σας ενθυμούμαι. 4 Παντοτε, εις κάθε μου δέησιν, με χαράν παρακαλώ και ικετεύω τον Θεόν δι' όλους σας, να προοδεύετε εις την κατά Χριστόν πίστιν και ζωήν. 5 Ευχαριστώ τον Θεόν δια την συμμετοχήν σας εις την χάριν του Ευαγγελίου και στο έργον της διαδόσεώς του από την πρώτην ημέραν, που επιστεύσατε μέχρι σήμερον. 6 Είμαι δε βέβαιος στούτο ακριβώς, ότι δηλαδή ο Θεός, που ήρχισεν εις σας το αγαθόν αυτό έργον της σωτηρίας σας και της συμμετοχής σας εις την νέαν ζωήν του Ευαγγελίου, θα το φέρη εις άρτιον και τέλειον πέρας μέχρι της μεγάλης εκείνης ημέρας, της δευτέρας παρουσίας του Ιησού Χριστού. 7 Και είναι δι' εμέ ορθόν και δίκαιον να έχω αυτό το καλόν φρόνημα δι' όλους σας, επειδή τρέφω προς σας πολλήν αγάπην και σας έχω μέσα εις την καρδία μου. Διότι σεις και εις τα δεσμά της φυλακής μου και εις την απολογίαν μου ενώπιον των δικαστών και εις την επιβεβαίωσιν του Ευαγγελικού μου κηρύγματος με τον βίον μου γενικώς και ειδικώτερον με την υπομονήν εις τας σημερινάς θλίψεις μου, είσθε όλοι συμμέτοχοι μαζή μου στο Ευαγγέλιον και εις την χάριν του Θεού, που με ενισχύει.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ζ´ 36 - 50


36 Ἠρώτα δέ τις αὐτὸν τῶν Φαρισαίων ἵνα φάγῃ μετ’ αὐτοῦ· καὶ εἰσελθὼν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ Φαρισαίου ἀνεκλίθη. 37 καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἐν τῇ πόλει ἥτις ἦν ἁμαρτωλός, καὶ ἐπιγνοῦσα ὅτι ἀνάκειται ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ Φαρισαίου, κομίσασα ἀλάβαστρον μύρου 38 καὶ στᾶσα ὀπίσω παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ κλαίουσα, ἤρξατο βρέχειν τοὺς πόδας αὐτοῦ τοῖς δάκρυσι καὶ ταῖς θριξὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς ἐξέμασσε, καὶ κατεφίλει τοὺς πόδας αὐτοῦ καὶ ἤλειφε τῷ μύρῳ. 39 ἰδὼν δὲ ὁ Φαρισαῖος ὁ καλέσας αὐτὸν εἶπεν ἐν ἑαυτῷ λέγων· Οὗτος εἰ ἦν προφήτης, ἐγίνωσκεν ἂν τίς καὶ ποταπὴ ἡ γυνὴ ἥτις ἅπτεται αὐτοῦ, ὅτι ἁμαρτωλός ἐστι. 40 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπε πρὸς αὐτόν· Σίμων, ἔχω σοί τι εἰπεῖν. ὁ δέ φησί· Διδάσκαλε, εἰπέ. 41 δύο χρεοφειλέται ἦσαν δανειστῇ τινι· ὁ εἷς ὤφειλε δηνάρια πεντακόσια, ὁ δὲ ἕτερος πεντήκοντα. 42 μὴ ἐχόντων δὲ αὐτῶν ἀποδοῦναι, ἀμφοτέροις ἐχαρίσατο. τίς οὖν αὐτῶν, εἰπέ, πλεῖον ἀγαπήσει αὐτόν; 43 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Σίμων εἶπεν· Ὑπολαμβάνω ὅτι ᾧ τὸ πλεῖον ἐχαρίσατο. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· Ὀρθῶς ἔκρινας. 44 καὶ στραφεὶς πρὸς τὴν γυναῖκα τῷ Σίμωνι ἔφη· Βλέπεις ταύτην τὴν γυναῖκα; εἰσῆλθόν σου εἰς τὴν οἰκίαν, ὕδωρ ἐπὶ τοὺς πόδας μου οὐκ ἔδωκας· αὕτη δὲ τοῖς δάκρυσιν ἔβρεξέ μου τοὺς πόδας καὶ ταῖς θριξὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς ἐξέμαξε. 45 φίλημά μοι οὐκ ἔδωκας· αὕτη δὲ ἀφ’ ἧς εἰσῆλθεν οὐ διέλιπε καταφιλοῦσά μου τοὺς πόδας. 46 ἐλαίῳ τὴν κεφαλήν μου οὐκ ἤλειψας· αὕτη δὲ μύρῳ ἤλειψέ μου τοὺς πόδας. 47 οὗ χάριν λέγω σοι, ἀφέωνται αἱ ἁμαρτίαι αὐτῆς αἱ πολλαί, ὅτι ἠγάπησε πολύ· ᾧ δὲ ὀλίγον ἀφίεται, ὀλίγον ἀγαπᾷ. 48 εἶπε δὲ αὐτῇ· Ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι. 49 καὶ ἤρξαντο οἱ συνανακείμενοι λέγειν ἐν ἑαυτοῖς· Τίς οὗτός ἐστιν ὃς καὶ ἁμαρτίας ἀφίησιν; 50 εἶπε δὲ πρὸς τὴν γυναῖκα· Ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ζ´ 36 - 50


36 Τὸν παρεκάλει δὲ κάποιος ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους νὰ φάγῃ μαζί του. Καὶ ἀφοῦ ἐμβῆκεν εἰς τὸν οἶκον τοῦ Φαρισαίου, ἐξηπλώθη πλησίον τῆς τραπέζης, ὅπως τότε ἐσυνηθίζετο. 37 Καὶ ἰδοὺ μία γυναῖκα, ποὺ ἔζη εἰς τὴν πόλιν, ἡ ὁποία ἦτο ἁμαρτωλή, ὅταν ἐπληροφορήθη ὅτι εἶναι καθισμένος καὶ τρώγει εἰς τὸν οἶκον τοῦ Φαρισαίου, ἔφερεν ἀγγεῖον ἀπὸ ἀλάβαστρον γεμᾶτον ἀπὸ μῦρον 38 καὶ ἀφοῦ ἐστάθη πλησίον τῶν ποδῶν του, ὀπίσω ἀπὸ τὴν τράπεζαν, ὅπως ἦτο ἑξαπλωμένος ὁ Κύριος, σκεπτομένη τὰς ἁμαρτίας της ἐξέσπασεν εἰς κλαυθμούς. Καὶ ἤρχισε νὰ βρέχει τοὺς πόδας του μὲ τὰ ἄφθονα δάκρυά της καὶ τοὺς ἐσπόγγιζε μὲ τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς της. Συγχρόνως δὲ ἐφιλοῦσε μὲ εὐλαβῆ πόθον τοὺς πόδας του καὶ τοὺς ἔλειφε μὲ τὸ μύρον. 39 Ὅταν δὲ εἶδεν αὐτὸ ὁ Φαρισαῖος, ποὺ τὸν ἐκάλεσεν εἰς τὸ γεῦμα, ἐσκέφθη μέσα του καὶ εἶπεν· Αὐτός, ἐὰν ἦτο προφήτης, θὰ ἐγνώριζε διὰ τοῦ διορατικοῦ πνεύματος, ποὺ ἔχουν οἱ προφῆται, ποία εἶναι καὶ ποίαν διαγωγὴν καὶ ποῖον βίον διεφθαρμένον ἔχει ἡ γυναῖκα αὐτή, ποὺ τὸν ἐγγίζει· θὰ ἐγνώριζε δηλαδὴ ὅτι εἶναι ἁμαρτωλή. 40 Καὶ τότε ὁ Ἰησοῦς ἀπαντῶν εἰς τοὺς ἀποκρύφους αὐτοὺς διαλογισμοὺς τοῦ Φαρισαίου τοῦ εἶπε· Σίμων, ἔχω κάτι νὰ σοῦ εἴπω. Αὐτὸς δὲ εἶπε· Διδάσκαλε, εἰπέ. 41 Ἦσαν εἰς κάποιον δανειστὴν δύο χρεωφειλέται. Ὁ ἕνας ἐχρεώστει πεντακόσια δηνάρια, ὁ ἄλλος πεντήκοντα. 42 Ἐπειδὴ δὲ αὐτοὶ δὲν εἶχαν νὰ δώσουν πάλιν τὰ δανεικά, ὁ δανειστὴς ἐχάρισε τὸ χρέος καὶ εἰς τοὺς δύο. Εἰπέ μου λοιπὸν τώρα, ποῖος ἐξ αὐτῶν θὰ ἀγαπήσῃ τοῦτον περισσότερον; 43 Ἀπεκρίθη δὲ ὁ Σίμων καὶ εἶπε· Νομίζω, ὅτι ἐκεῖνος εἰς τὸν ὁποῖον ὁ δανειστὴς ἐχάρισε τὸ περισσότερον χρέος, αὐτὸς καὶ θὰ ἀγαπήσῃ περισσότερον. Ὁ Ἰησοῦς δὲ τοῦ εἶπε τότε· Ὀρθῶς ἔκρινας. 44 Καὶ ἀφοῦ ἔστρεψε πρὸς τὴν γυναῖκα, εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα· Βλέπεις αὐτὴν τὴν γυναῖκα; Ἐμβῆκα εἰς τὸν οἶκον σου καὶ δέν μοῦ ἔρριψες νερὸ διὰ νὰ πλύνω τοὺς πόδας μου· αὐτὴ ὅμως ὄχι μὲ κοινὸν νερό, ἀλλὰ μὲ αὐτὰ τὰ δάκρυά της μοῦ ἔβρεξε τοὺς πόδας καὶ μοῦ τοὺς ἐσπόγγισε μὲ τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς της. 45 Σὺ δέν μοῦ ἔδωκες φίλημα οὔτε εἰς τὸ πρόσωπον. Αὐτὴ ὅμως, ἀπὸ τὴν ὥραν ποὺ ἐμβῆκε, δὲν ἔπαυσε μὲ πολλὴν ταπείνωσιν νὰ μοῦ καταφιλῇ τοὺς πόδας. 46 Σὺ δὲν μοῦ ἤλειψες τὴν κεφαλὴν μὲ ἀπλοῦν ἔλαιον, ποὺ εἶναι τόσον ἐθηνόν. Αὐτὴ ὅμως μὲ πανάκριβον μύρον μοῦ ἤλειψεν ὄχι τὴν κεφαλήν, ἀλλὰ τοὺς πόδας. 47 Ἕνεκα δὲ τούτου, σὲ βεβαιῶ καὶ μάθε το, εἶναι συγχωρημέναι αἱ πολλαί της ἁμαρτίαι, διότι ἠγάπησε πολύ. Ἐζήτησε τὴν ἄφεσιν τοῦ χρέους τῶν ἁμαρτιῶν της, γεμᾶτη εὐγνωμοσύνην καὶ ἀφοσίωσιν πρὸς ἐμέ, ποὺ θὰ τὴν συνεχώρουν. Ἐκεῖνος δὲ ποὺ νομίζει, ὅτι δὲν χρεωστεῖ πολλά, καὶ εἰς τὸν ὁποῖον κατὰ τὴν ἰδέαν του ἀφίνεται ὀλίγον χρέος, ὀλίγον ἀγαπᾷ, ὅπως συμβαίνει μὲ σέ. Ἡ γυναῖκα δηλαδὴ αὐτὴ μὲ ἠγάπησεν ὡς σωτῆρα της πολὺ περισσότερον ἀπὸ σέ, ποὺ δὲν αἰσθάνεσαι τόσον τὴν ἀνάγκην νὰ σὲ σώσω. 48 Εἶπε δὲ πρὸς αὐτήν· Εἶναι συγχωρημέναι αἱ ἁμαρτίαι σου. 49 Καὶ ἤρχισαν αὐτοί, ποὺ ἐκάθηντο μαζὶ εἰς τὸ τραπέζι, νὰ λέγουν μέσα τους· Ποῖος εἶναι αὐτός, ὁ ὁποῖος καὶ ἁμαρτίας ἀκόμη τολμᾷ νὰ συγχωρῇ; 50 Ἀλλὰ ὁ Ἰησοῦς εἶπε πρὸς τὴν γυναῖκα· Οἱ ὁμοτράπεζοί μου δὲν ἔχουν τὴν πίστιν τὴν ἰδικήν σου. Σὺ ἦλθες εἰς ἐμὲ μὲ τὴν πεποίθησιν ὅτι θὰ λάβῃς τὴν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν σου. Ἡ πίστις σου αὐτὴ σὲ ἔσωσε. Πήγαινε μὲ τὴν συνείδησιν ἤρεμον καὶ μὲ τὴν καρδίαν γεμᾶτην εἰρήνην. Καὶ πρόσεξε νὰ μὴ χάσῃς ποτὲ τὴν εἰρήνην αὐτήν.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ζ´ 36 - 50


36 Τον παρακαλούσε δε κάποιος από τους Φαρισαίους να φάγη μαζή του. Και αφού εισήλθεν στο σπίτι του Φαρισαίου, εξηπλώθη, κατά συνήθειαν που επικρατούσε τότε, πλησίον της τραπέζης του φαγητού. 37 Και ιδού μία γυναίκα της πόλεως αυτής, η οποία ήτο αμαρτωλή, όταν επληροφορήθη ότι ο Ιησούς τρώγει εις την οικίαν του Φαρισαίου, έφερε ένα αλαβάστρινον δοχείον γεμάτο μύρον. 38 Και αφού εστάθη πίσω, πλησίον στους πόδας του Ιησού, ανελύθη εις δάκρυα και ήρχισεν να βρέχη τους πόδας του με τα δάκρυά της, και να τους σπογγίζη με τας τρίχας της κεφαλής της. Συγρόνως δε εφιλούσε συνεχώς με βαθείαν ευλάβειαν τους πόδας του και τους ήλειφε με μύρον. 39 Οταν δε ο Φαρισαίος, που τον είχε καλέσει στο γεύμα, είδε το γεγονός αυτό, είπε μέσα του· Εάν αυτός ήτο προφήτης, θα εγνώριζε ποίας διαγωγής είναι η γυναίκα αυτή που τον εγγίζει, θα εγνώριζε δηλαδή ότι είναι αμαρτωλή. 40 Και ο Ιησούς απαντών στους διαλογισμούς αυτούς του Σιμωνος είπε· “Σιμων, έχω κάτι να σου πω”. Εκείνος δε είπε· “διδάσκαλε, λέγε”. 41 “Ησαν δύο χρεωφειλέται προς κάποιον δανειστήν. Ο ένας του εχρεωστούσε πεντακόσια δηνάρια ο δε άλλος πενήντα. 42 Επειδή δε δεν είχαν αυτοί να εξοφλήσουν το χρέος των, ο δανειστής το εχάρισε και στους δύο. Πες μου. ποιός από τους δύο θα τον αγαπήση περισσότερον;” 43 Απεκρίθη δε ο Σιμων και είπε· νομίζω, ότι εκείνος στον οποίον εχάρισε το μεγαλύτερον χρέος”. Ο δε Ιησούς του είπε· “ορθή είναι η κρίσις σου”. 44 Και αφού εγύρισε προς την γυναίκα, είπε στον Σιμωνα· “βλέπεις αυτήν την γυναίκα; Ηλθα στο σπίτι σου και δεν μου έδωσες νερό να δια το πλύσιμο των ποδιών μου. Αυτή όμως έβρεξε τα πόδια μου με τα δάκρυα της και τα εσπόγγισε με τας τρίχας της κεφαλής της. 45 Συ δεν μου έδωσες φίλημα, όπως συνηθίζουν δια τον κάθε φιλοξενούμενον· αυτή δε από την ώραν που εμπήκε στο σπίτι, δεν έπαυσε με πολλήν ευλάβειαν να καταφιλή τους πόδας μου. 46 Συ δεν μου άλειψες την κεφαλήν ούτε με απλό λάδι. Αυτή δε μου άλειψε τους πόδας με πανάκριβο μύρον. 47 Ενεκα δε τούτου ακριβώς σου λέγω ότι είναι συγχωρημέναι αι πολλαί αυτής αμαρτίαι, διότι ηγάπησε πολύ εμέ τον Λυτρωτήν, και επόθησε βαθύτατα την λύτρωσίν της. Εκείνος δε που νομίζει ότι ολίγον χρέος έχει απέναντι του Θεού, ολίγον αγαπά”. 48 Είπε δε προς αυτήν ο Ιησούς· “είναι συγχωρημέναι αι αμαρτίαι σου” 49 Και αυτοί, που παρεκάθηντο μαζή του στο τραπέζι ήρχισαν να σκέπτωνται και να λέγουν από μέσα των· “ποιός είναι αυτός, ο οποίος και αμαρτίας ακόμη συγχωρεί;” 50 Είπε δε προς την γυναίκα ο Ιησούς· “η πίστις σου σε έχει σώσει· πήγαινε με ειρηνική και καθαράν την καρδίαν σου στον δρόμον της ειρήνης”.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα