❌
Τετάρτη, 17 Σεπτεμβρίου 2025

Αγία Σοφία και οι τρεις θυγατέρες της Πίστη, Ελπίδα και Αγάπη
Σοφίας καὶ τῶν τριῶν θυγατέρων αὐτῆς Πίστεως, Ἀγάπης καὶ ᾿Ελπίδος, μαρτύρων (†137).
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ Γ´ 16 - 22


16 τῷ δὲ Ἀβραὰμ ἐρρέθησαν αἱ ἐπαγγελίαι καὶ τῷ σπέρματι αὐτοῦ· οὐ λέγει, καὶ τοῖς σπέρμασιν, ὡς ἐπὶ πολλῶν, ἀλλ’ ὡς ἐφ’ ἑνός, καὶ τῷ σπέρματί σου, ὅς ἐστι Χριστός. 17 τοῦτο δὲ λέγω· διαθήκην προκεκυρωμένην ὑπὸ τοῦ Θεοῦ εἰς Χριστὸν ὁ μετὰ ἔτη τετρακόσια καὶ τριάκοντα γεγονὼς νόμος οὐκ ἀκυροῖ, εἰς τὸ καταργῆσαι τὴν ἐπαγγελίαν. 18 εἰ γὰρ ἐκ νόμου ἡ κληρονομία, οὐκέτι ἐξ ἐπαγγελίας· τῷ δὲ Ἀβραὰμ δι’ ἐπαγγελίας κεχάρισται ὁ Θεός. 19 Τί οὖν ὁ νόμος; τῶν παραβάσεων χάριν προσετέθη, ἄχρις οὗ ἔλθῃ τὸ σπέρμα ᾧ ἐπήγγελται, διαταγεὶς δι’ ἀγγέλων ἐν χειρὶ μεσίτου. 20 ὁ δὲ μεσίτης ἑνὸς οὐκ ἔστιν, ὁ δὲ Θεὸς εἷς ἐστιν. 21 ὁ οὖν νόμος κατὰ τῶν ἐπαγγελιῶν τοῦ Θεοῦ; μὴ γένοιτο· εἰ γὰρ ἐδόθη νόμος ὁ δυνάμενος ζῳοποιῆσαι, ὄντως ἂν ἐκ νόμου ἦν ἡ δικαιοσύνη· 22 ἀλλὰ συνέκλεισεν ἡ γραφὴ τὰ πάντα ὑπὸ ἁμαρτίαν, ἵνα ἡ ἐπαγγελία ἐκ πίστεως Ἰησοῦ Χριστοῦ δοθῇ τοῖς πιστεύουσι.

ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ Γ´ 16 - 22


16 Ἀλλὰ καὶ ὁ Θεὸς διαθήκην ἔκαμε πρὸς τὸν Ἀβραάμ, ὅταν ἔδωκε τὰς ὑποσχέσεις εἰς αὐτὸν καὶ εἰς τὸ σπέρμα αὐτοῦ. Δὲν εἶπε δὲ ὁ Θεὸς καὶ εἰς τὰ σπέρματα, ὅπως θὰ ἔλεγεν, ἐὰν ἐπρόκειτο περὶ πολλῶν ἀπογόνων. Ἀλλ’ εἶπεν ὡς νὰ ἐπρόκειτο περὶ ἐνὸς ἀπογόνου, εἰς τὸ σπέρμα σου, τὸ ὁποῖον εἶναι ὁ Χριστός. 17 Ἐφαρμόζω τώρα τὸ προηγούμενον παράδειγμα καὶ λέγω τὰ ἑξῆς: Τὴν διαθήκην αὐτήν, ποῦ ἐπεκυρώθη προτήτερα ἀπὸ τὸν Θεὸν μὲ ὅρκον καὶ ἀνεφέρετο εἰς τὸν Χριστόν, δὲν ἠμπορεῖ ὁ νόμος, ποὺ ἦλθεν ὕστερα ἀπὸ τετρακόσια τριάντα ἔτη νὰ τὴν ἀκυρώσῃ, ὥστε νὰ καταργήσῃ τὴν ὑπόσχεσιν τοῦ Θεοῦ. Θὰ τὴν κατήργει δέ, ἐὰν ἦτο δυνατὸν νὰ ἐπιτύχωμεν τὴν κληρονομίαν διὰ τοῦ νόμου. 18 Διότι ἐὰν ἐκ τῆς τηρήσεως τοῦ νόμου ἐπετυγχάνετο ἡ κληρονομία καὶ σωτηρία, δὲν θὰ μᾶς ἐδίδετο πλέον αὕτη ὡς δωρεὰ ἐξ ὑποσχέσεως, ἀλλὰ θὰ μᾶς ἐδίδετο ὡς ἀνταμοιβὴ καὶ μισθὸς τῆς τηρήσεως τοῦ νόμου. Ἀλλ’ εἰς τὸν Ἀβραὰμ ἔχει κάμει χαριστικὴν δωρεὰν ὁ Θεὸς δι’ ὑποσχέσεως. 19 Ἀλλ’ ἀφοῦ ἐκ τῆς τηρήσεως τοῦ νόμου δὲν ἐπιτυγχάνεται ἡ κληρονομία, γεννᾶται τὸ ἐρώτημα: Πρὸς ποῖον λοιπὸν σκοπὸν ἐδόθη ὁ νόμος; Ἀπάντησις: Προσετέθη ὁ νόμος εἰς τὴν ἐπαγγελίαν, ἵνα μὲ τὰς καθημερινάς μας παραβάσεις του ὁδηγηθῶμεν εἰς συναίσθησιν τῆς ἐνοχῆς καὶ ἀδυναμίας μας, μέχρις ὅτου ἔλθῃ ὁ ἀπόγονος, χάριν τοῦ ὁποίου εἶχον δοθῇ αἱ ἐπαγγελίαι. Ὁπότε ἡμεῖς μὲ τὴν συναίσθησιν τῆς ἀθλιότητός μας εὐκολώτερον θὰ ἐνεκολπούμεθα τὸν ἀπόγονον τοῦ Ἀβραάμ, ἤτοι τὸν Χριστόν, διὰ τοῦ ὁποίου μᾶς δίδονται αἱ εὐλογίαι. Ἔτσι ὁ νόμος εἶχε προσωρινὴν ἰσχύν. Διετάχθη δὲ μὲ μεσολάβησιν ἀγγέλων καὶ ἐδόθη διὰ χειρὸς τοῦ Μωϋσέως, ὡς μεσίτου μεταξὺ Θεοῦ καὶ Ἰουδαίων. 20 Ὁ μεσίτης δὲ δὲν εἶναι ἐνός, ἀλλὰ δύο τουλάχιστον προσώπων μεσολαβητής. Διὰ νὰ πραγματοποιηθῇ δὲ ἡ συμφωνία, ποὺ γίνεται μὲ τὸν μεσίτην, πρέπει καὶ τὰ δύο πρόσωπα νὰ τηρήσουν τὰ συμφωνηθέντα. Ὁ Θεὸς δὲ εἶναι τὸ ἓν πρόσωπον. Διὰ νὰ ἐπέλθῃ λοιπὸν τὸ ἀγαθὸν ἀποτέλεσμα τοῦ νόμου, ἔπρεπε καὶ τὸ ἕτερον μέρος, οἱ ἄνθρωποι δηλαδή, νὰ τηρήσουν τὴν συμφωνίαν ἐφαρμόζοντες ἐπακριβῶς τὸν διὰ τοῦ μεσίτου δοθέντα νόμον. Ἀλλ’ οἱ ἄνθρωποι παρέβαινον τὸν νόμον καὶ ἐγίνοντο διὰ τοῦτο ἐπικατάρατοι. 21 Ἀλλ’ ἀφοῦ ὁ νόμος εἶχεν ὡς ἀποτέλεσμα τὸ νὰ γίνωνται οἱ ἄνθρωποι ἐπικατάρατοι, γεννᾶται τὸ ἐρώτημα: Ὁ νόμος λοιπὸν εἶναι ἐναντίος πρὸς τὰς ἐπαγγελίας καὶ ὑποσχέσεις, τὰς ὁποίας ἔδωκεν ὁ Θεὸς περὶ τοῦ ὅτι θὰ ηὐλογοῦντο διὰ μέσου τοῦ Ἀβραὰμ ὅλα τὰ ἔθνη; Μὴ γένοιτο νὰ παραδεχθῇ κανεὶς τοῦτο. Ὄχι. Ὁ νόμος δὲν ἀκυρώνει τὰς ἐπαγγελίας τοῦ Θεοῦ. Διότι θὰ τὰς ἠκύρωνε τότε μόνον, ἐὰν ἐδίδετο τέτοιος νόμος, ποὺ θὰ ἠμποροῦσε νὰ δώσῃ αἰωνίαν ζωὴν εὶς τὸν ἄνθρωπον. Πράγματι τότε ἡ δικαίωσις θὰ συνετελεῖτο ἀπὸ τὸν νόμον αὐτὸν καὶ θὰ ἀκυρώνοντο αἱ ἐπαγγελίαι. 22 Τώρα ὅμως ἔγινε διὰ τοῦ νόμου τὸ ἐντελῶς ἀντίθετον τῆς δικαιώσεως. Ἔκλεισε δηλαδὴ ἐξ ὁλοκλήρου ὁ γραπτὸς τοῦ Θεοῦ νόμος τὰ πάντα ὑπὸ τὴν ἁμαρτίαν, διὰ νὰ ποθήσουν οἱ ἄνθρωποι τὸν ἰατρὸν καὶ σωτῆρα, καὶ ἔτσι ἡ εὐλογία, ποὺ ὑπεσχεθη ὁ Θεός, νὰ δοθῇ διὰ μέσου τῆς πίστεως εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν εἰς ὅλους, ὅσοι πιστεύουν.

ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ Γ´ 16 - 22


16 Και ο Θεός είχε συνάψει διαθήκην με τον Αβραάμ, όταν έδωκε τας υποσχέσστου “εις αυτόν και στο σπέρμα του”. Δεν είπεν ο Θεός “και εις τα σπέρματα αυτού”, διότι τότε θα επρόκειτο περί πολλών, αλλ' ως εάν επρόκειτο-όπως και επρόκειτο-περί ενός μόνον, είπε, “καις στο σπέρμα σου”. στον απόγονόν σου. Αυτός δε ο ένας απόγονος είναι ο Χριστός. 17 Ιδού τώρα η σκέψις μου· Την διαθήκην αυτήν, που είχεν επικυρωθή προηγουμένως από τον Θεόν με όρκον και ανεφέρετο στον Χριστόν, ο Νομος, ο οποίος εδόθη έπειτα από τετρακόσια τριάντα έτη, δεν την ακυρώνει-και ούτε ημπορεί να την ακυρώση-ώστε να καταργήση την υπόσχεσιν του Θεού. 18 Θα το έπραττεν όμως αυτό, εάν η δικαίωσις και η κληρονομία της αιωνίου ζωής ήτο καρπός της τηρήσεως του νόμου και όχι δωρεά από την υπόσχεσιν του Θεού. Εις τον Αβραάμ όμως έχει χαρίσει ο Θεός αυτήν την δωρεάν, δια της υποσχέσεως που του είχε δώσει. 19 Και λοιπόν, διατί τότε εδόθη ο Νομος; Προσετέθη ο Νομος εις την υπόσχεσιν του Θεού, εξ αιτίας των παραβάσεών μας, δια να συναισθανώμεθα δηλαδή την αμαρτωλότητα και ενόχην μας, να ζητούμεν δε και να περιμένωμεν από τον Θεόν την λύτρωσίν μας, μέχρις ότου έλθη ο ευλογημένος απόγονος του Αβραάμ, εν τω προσώπω του οποίου θα επραγματοποιούντο όλαι αι επαγγελίαι και θα ευλογούντο όλα τα έθνη της γης. Ο δε Νομος εκοινοποιήθη με διαταγάς δια μέσου των αγγέλων και εδόθη με το χέρι του Μωϋσέως, ως μεσίτου. 20 Ο δε μεσίτης δεν είναι ενός μόνον προσώπου, αλλά τουλάχιστον δύο. Το ένα δε πρόσωπον εις την περίστασιν αυτήν είναι ο Θεός, το δε άλλο οι Εβραίοι, οι οποίοι έπρεπε να τηρήσουν κατά πάντα τον Νομον, δια να ζήσουν δια μέσου αυτού. Τον παρέβησαν όμως και ήσαν ως εκ τούτου επικατάρατοι. 21 Ο Νομος, λοιπόν, είναι εναντίον των επαγγελιών του Θεού, αφού έκαμε τους ανθρώπους εξ αιτίας των παραβάσεών των καταραμένους; Οχι βέβαια. Διότι εάν εδόθη τέτοιος Νομος, ο οποίος θα ηδύνατο να παρέχη αιωνίαν ζωήν, τότε θα ημπορούσαμεν να είπωμεν, ότι η δικαίωσις του ανθρώπου θα ήτο έργον του Νομου. Τετοιαν δικαίωσιν όμως δεν δίδει ο Νομος και άρα δεν καταργεί ούτε και αντιτίθεται εις τας επαγγελίας του Θεού. 22 Αλλ' ο γραπτός Νομος έκλεισεν ολοτελώς τα πάντα υπό την αμαρτίαν, ώστε η επαγγελία της λυτρώσεως να δοθή δια της πίστεως στον Ιησούν Χριστόν, εις όλους δηλαδή που πιστεύουν.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ϛ´ 7 - 13


7 Καὶ προσκαλεῖται τοὺς δώδεκα, καὶ ἤρξατο αὐτοὺς ἀποστέλλειν δύο δύο, καὶ ἐδίδου αὐτοῖς ἐξουσίαν τῶν πνευμάτων τῶν ἀκαθάρτων, 8 καὶ παρήγγειλεν αὐτοῖς ἵνα μηδὲν αἴρωσιν εἰς ὁδὸν εἰ μὴ ῥάβδον μόνον, μὴ πήραν, μὴ ἄρτον, μὴ εἰς τὴν ζώνην χαλκόν, 9 ἀλλ’ ὑποδεδεμένους σανδάλια, καὶ μὴ ἐνδεδύσθαι δύο χιτῶνας. 10 καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· Ὅπου ἐὰν εἰσέλθητε εἰς οἰκίαν, ἐκεῖ μένετε ἕως ἂν ἐξέλθητε ἐκεῖθεν· 11 καὶ ὅσοι ἐὰν μὴ δέξωνται ὑμᾶς μηδὲ ἀκούσωσιν ὑμῶν, ἐκπορευόμενοι ἐκεῖθεν ἐκτινάξατε τὸν χοῦν τὸν ὑποκάτω τῶν ποδῶν ὑμῶν εἰς μαρτύριον αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀνεκτότερον ἔσται Σοδόμοις ἢ Γομόρροις ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως ἢ τῇ πόλει ἐκείνῃ. 12 Καὶ ἐξελθόντες ἐκήρυσσον ἵνα μετανοήσωσι, 13 καὶ δαιμόνια πολλὰ ἐξέβαλλον, καὶ ἤλειφον ἐλαίῳ πολλοὺς ἀρρώστους καὶ ἐθεράπευον.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ϛ´ 7 - 13


7 Καὶ προσκαλεῖ τοὺς δώδεκα καὶ ἤρχισε νὰ τοὺς ἀποστέλλῃ εἰς περιοδείαν δύο δύο, καὶ τοὺς ἔδιδεν ἐξουσίαν καὶ δύναμιν νὰ βγάζουν ἀπὸ τοὺς πάσχοντας τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα. 8 Καὶ τοὺς παρήγγειλε νὰ μὴ παίρνουν τίποτε εἰς τὸν δρόμον τους παρὰ τὸ πολὺ - πολὺ μίαν ράβδον μόνον· οὔτε σάκκον οὔτε ψωμὶ οὔτε κὰν χάλκινα νομίσματα εἰς τὴν ζώνην τους, 9 ἀλλὰ νὰ πηγαίνουν ὑποδεμένοι μὲ ἁπλᾶ πέδιλα. Καὶ νὰ μὴ εἶναι ἐνδεδυμένοι μὲ δύο ὑποκάμισα, ὅπως ἐφόρουν τὰ ἐπίσημα πρόσωπα. 10 Καὶ ἔλεγεν εἰς αὐτούς· ὁπουδήποτε ἐμβῆτε εἰς οἱκία, νὰ μένετε, ἕως ὅτου φύγετε ἀπὸ τὸ μέρος ἐκεῖνο, διὰ μὴ σχηματίζουν οἱ ἄνθρωποι διὰ σᾶς ἰδέαν, ὅτι εἶσθε ἄστατοι ἐπιπόλαιοι ἢ ὅτι ἐπιζητεῖτε τὴν καλοπέρασιν. 11 Καὶ ὅσοι τυχὸν δὲν σᾶς δεχθοῦν οὔτε σᾶς ἀκούσουν ὅταν φεύγετε ἀπ’ ἐκεῖ, εἰς δήλωσιν τοῦ ὅτι δὲν ἐπήρατε τίποτε μαζί σας ἀπὸ αὐτούς, οὔτε ἔχετε καμμίαν σχέσιν μαζί των, τινάξατεν καλὰ ὡς ἀκάθαρτον καὶ μολυσματικὸν τὸ χῶμα, ποὺ ἀπὸ τὸ μέρος ἐκεῖνο ἐκόλλησε κάτω ἀπὸ τὰ πόδια σας εἰς τὰ σανδάλια σας. Τινάξατέ το διὰ νὰ χρησιμεύσῃ ὡς διαμαρτυρία καὶ ἔλεγχος κατὰ τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν. Ἀληθῶς σᾶς λέγω ὅτι θὰ εἶνα περισσότερον ἐπιεικὴς ἡ τιμωρία εἰς τὰ Σόδομα καὶ Γόμορρα κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς κρίσεως παρὰ εἰς τὴν πόλιν ἐκείνην. 12 Καὶ ἀφοῦ ἐβγῆκαν εἰς περιοδείαν ἐκήρυττον εἰς τοὺς κατοίκους τῶν διαφόρων χωρίων νὰ μετανοήσουν. 13 Καὶ ἔβγαζαν πολλὰ δαιμόνια καὶ ἤλειφαν πολλοὺς ἀρωστους μὲ ἔλαιον, ποὺ ἐσυμβόλιζε τὴν ἰατρικὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ τοὺς ἐθεράπευαν.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ϛ´ 7 - 13


7 Προσεκάλεσε δε τους δώδεκα και ήχισε να τους στέλνη δύο-δύο, και έδιδε εις αυτούς εξουσίαν να διώχνουν τα ακάθαρτα πνεύματα. 8 Και τους παρήγγειλε να μη παίρνουν τίποτε στον δρόμον, ει μη μόνον μία ράβδον, ούτε σακκούλι ούτε ψωμί ούτε χρήματα εις την ζώνην των. 9 Αλλά να έχουν εις τα πόδια των απλά πέδιλα και να μη φορούν δύο χιτώνας (όπως συνηθίζουν οι πλούσιοι και οι επίσημοι). 10 Και έλεγεν ακόμη εις αυτούς· “Οπουδήποτε πάτε και εισέλθετε ως φιλοξενούμενοι εις ένα σπίτι, εις αυτό το σπίτι να μένετε, έως ότου φύγετε από το μέρος εκείνο. (Να μη είσθε ακατάστατοι και να μη επιδιώκετε τας πολλάς φιλοξενίας). 11 Και όσοι τυχόν δεν θελήσουν να σας δεχθούν ούτε και να σας ακούσουν, καθώς θα φεύγετε από εκεί τινάξατε και αυτό το χώμα, που έχει κολλήσει κάτω από τα πόδια εις τα πέδιλά σας, δια να δηλώσετε έτσι και να διαμαρτυρηθήτε, ότι τίποτε δεν επήρατε από εκεί. Σας διαβεβαιώνω ότι κατά την ημέραν της κρίσεως θα είναι επιεικεστέρα η κρίσις δια τα Σοδομα και τα Γομορρα μάλλον παρά δια την πόλιν εκείνην”. 12 Και εξελθόντες οι μαθηταί εκήρυτταν στους ανθρώπους να μετανοήσουν. (Η συναίσθησις της αμαρτωλότητος, η ειλικρινής μετάνοια και επιστροφή προς τον Χριστόν είναι η απαραίτητος αρχή και το θεμέλιον της νέας κατά Χριστόν ζωής). 13 Και δαιμόνια πολλά έδιωχναν και ήλειφον με λάδι πολλούς αρρώστους, τους οποίους και εθεράπευαν.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα